August 26, 2015

«Προμηθέας» αδέσμευτος…



Το έργο. Ο Τιτάνας Προμηθέας, αν και στη χορεία των αθανάτων, πήρε το μέρος των θνητών που ο Δίας ήθελε τον αφανισμό τους. Για χάρη τους έκλεψε από τον Ήφαιστο τη φωτιά και τους τη χάρισε. Ο Δίας, μολονότι ο Προμηθέας ήταν που τον βοήθησε να ρίξει από το θρόνο των θεών τον πατέρα του, τον Κρόνο, και να ανεβεί ο ίδιος σ’ αυτόν, θα τον τιμωρήσει σκληρά για την πράξη του. Τον παραδίδει στο Κράτος και στην Βία που τον οδηγούν στην άκρη του κόσμου, την Σκυθία, μαζί με τον Ήφαιστο, που, αν και δυσανασχετεί με την άσπλαχνη εντολή του πατέρα των θεών, την εκτελεί: θα αλυσοδέσει τον Προμηθέα σε βράχο απόκρημνο του Καυκάσου. Όπου, ίσως, και να μείνει στους αιώνες των αιώνων. Ίσως και ώσπου να βρεθεί κάποιος να τον γλυτώσει αψηφώντας τον Δία. Αλλά δεν θα είναι εύκολο…
Οι Ωκεανίδες -ο Χορός- έρχονται να τον συντρέξουν, όπως και ο πατέρας τους, ο Ωκεανός -αδελφός του Ιαπετού, πατέρα του Προμηθέα- που, πριν φύγει με την υπόσχεση ότι θα προσπαθήσει να μεσολαβήσει για να κάμψει τον Δία, συστήνει στον αλυσοδεμένο Τιτάνα να μαλακώσει κι αυτός την ακαμψία του και να μαζέψει τα λόγια του ενάντια στον βασιλιά των θεών -ο Προμηθέας έχει προφητεύσει γι αυτόν πως ο καινούργιος του έρωτας, που δεν τον ονομάτισε, θα γίνει η αφορμή να γκρεμιστεί από το θρόνο του.
Ο Προμηθέας θα αραδιάσει στον Χορό, με περισσή, όπως κάθε φορά διαπιστώνω ακούγοντας ή διαβάζοντας το κείμενο, έπαρση -η Ύβρις-, τα καλά που έχει κάνει στους θνητούς στους οποίους έδωσε, εκτός από τη φωτιά, όλες τις γνώσεις και τις τέχνες -το κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό είναι πολύ μεταγενέστερο…- πριν εμφανιστεί η οιστρήλατη Ιώ, άλλο ένα θύμα του Δία: η κόρη του Ίναχου, η οποία γέννησε τον έρωτα στον Δία και που, όταν η γυναίκα του η Ήρα το κατάλαβε, εκείνος μεταμόρφωσε την Ιώ σε αγελάδα για να την κρύψει από την οργή της, η Ήρα, όμως δεν παραιτήθηκε από την εκδίκηση και της έστειλε μία βοϊδόμυγα να τη βασανίζει και να την καταδιώκει ώστε να μην μπορεί πουθενά να σταθεί και αλαφιασμένη να διασχίζει στεριές και θάλασσες. Ο Προμηθέας τής προφητεύει τι έχει ακόμα να τραβήξει και την πορεία της στο μέλλον αλλά και πως από τη γενιά της θα προέλθει αυτός που κάποτε θα τον λυτρώσει.
Ο Ερμής, απεσταλμένος του Δία, είναι ο επόμενος επισκέπτης του. Του ζητά να μιλήσει με λόγια ξεκάθαρα γι αυτόν τον έρωτα του Δία για τον οποίο προφήτεψε πως θα γίνει η αφορμή να χάσει το θρόνο του. Ο Προμηθέας δεν τρομάζει από τις συμφορές που του μέλλονται σταλμένες από τον Δία ούτε από τον αετό που θα έρχεται και θα του τρώει το συκώτι, με τα οποία ο Ερμής τον απειλεί, και σθεναρά αρνείται να μιλήσει. Όταν ο Ερμής φύγει, όντως θα χαλάσει ο κόσμος: μία θύελλα τρομερή ξεσπάει, σταλμένη από τον Δία, εναντίον του. Και η τραγωδία θα τελειώσει με τον Προμηθέα να ανακράζει «άδικα πάσχω». Που αργότερα θα το συμπληρώσει -ή θα αντιταχτεί σ’ αυτό;- το σταυρικό «Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες;».
Ο «Προμηθέας δεσμώτης» του Αισχύλου, τραγωδία αχρονολόγητη (κάποιοι την τοποθετούν μεταξύ 467 και 458 π.Χ.), πιθανόν το δεύτερο δράμα μιας τριλογίας ανάμεσα σε «Προμηθέα πυρφόρο» και «Προμηθέα λυόμενο», είναι ένα έργο στατικό, με κανένα θνητό ανάμεσα στους ήρωές του. Που χαράζει, παρά την έπαρση που εγώ εισπράττω από τον ήρωα, ένα σύμβολο αντίστασης ενάντια στην κάθε εξουσία με τρόπο μεγαλειωδώς ποιητικό -τον τρόπο του Αισχύλου.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Κώστας Φιλίππογλου δούλεψε ακουμπώντας στην εξαίρετη, καινούργια μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα. Ένα κείμενο σαφές, διαυγές, πεντακάθαρο, που φέρνει την τραγωδία του Αισχύλου πιο κοντά σ’ εμάς χωρίς αυτή να χάσει το ποιητικό μεγαλείο της, ένα κείμενο που προβάλλει -παίρνοντας, σαφώς, μεγάλες ελευθερίες αλλά χωρίς να υπερβεί τον Αισχύλο και να τον καπελώσει, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ανάπλαση παρά για μετάφραση- το πολιτικό του μήνυμα. Δεν είναι τυχαίο ότι το καταληκτήριο «έκδικα πάσχω» («άδικα πάσχω») το μεταφέρει ως «βία και τρόμος και αδικία η Εξουσία».
Και είδε, όπως ήταν επόμενο, ο σκηνοθέτης στον «Προμηθέα δεσμώτη» πρώτα ένα αντιεξουσιαστικό έργο -που κάλλιστα μπορεί να ειδωθεί έτσι- χωρίς να αγνοήσει την οντολογική του υφή. Για το δεύτερο αυτό σκέλος -πολύ σωστά- κατέφυγε στον Μπέκετ -από τους σύγχρονους συγγραφείς/στοχαστές αυτός που άπτεται περισσότερο του αισχύλειου στοχασμού. Και εισήγαγε δύο μπεκετικού ύφους πρόσωπα/κλόουν. Με τον πρόλογο -κείμενο του μεταφραστή Γιώργου Μπλάνα, αντλημένο από την «Θεογονία» του Ησίοδου- που τους έδωσε, έξυπνα συνέδεσε την τραγωδία και με το μυθολογικό παρελθόν της και με το σήμερα. Στη συνέχεια, όμως, θεωρώ εντελώς περιττές τις παρεμβολές τους με τα -μάλλον αφελή και με ελληνικά, κάποτε, προβληματικά- «διαφωτιστικά» και «συνδετικά με το σήμερα» κείμενα του Δημήτρη Κουρούμπαλη. Που αποδεικνύονται, για μένα τουλάχιστον, και διασπαστικά στη ροή της παράστασης. Γιατί η σκηνοθεσία να μην αρκεστεί στο κείμενο του Αισχύλου και μάλιστα μέσα από τη συγκεκριμένη μετάφραση; Μιλούν από μόνα τους και λένε με τρόπο καίριο αυτά για τα οποία φλυαρούν, γενικολογώντας, τα πρόσθετα.
Από εκεί και πέρα έχω την υποψία πως ο Κώστας Φιλίππογλου, που η κίνηση είναι το πρώτο και βασικό σκηνοθετικό του μέσο, φοβήθηκε τη στατικότητα του κειμένου και ενώ, κατά τη γνώμη μου, έπρεπε να αντιπαλέψει μαζί της μέσα από άλλους δρόμους, προσπάθησε να την ξορκίσει με υπερκινητικότητα του Χορού. Η Φρόσω Κορρού, που, εκτός από την κίνηση, υπογράφει και ως καλλιτεχνική συνεργάτρια, τον οδήγησε σε μία κινησιολογική υπερφόρτωση, κάποιες στιγμές δικαιολογημένη, πολλές άλλες περιττή, τόσο ώστε -συν τα διαρκή ντυσίματα/γδυσίματα- να καταλήγει σε ακατέργαστη φλυαρία και χοροπηδητά.
Και όχι μόνον αυτό αλλά ο σκηνοθέτης δεν αντιστάθηκε ούτε στον πειρασμό έως και χωρίς λόγο να «λύσει» από τα δεσμά του τον Προμηθέα και να τον φέρει μπροστά-μπροστά στην ορχήστρα για να εκθέσει τα επιτεύγματά του. Το ομοίωμά του -μία μεγάλη πάνινη κούκλα- που κάρφωσαν στην αρχή στον «βράχο», εύρημα αποστασιοποίησης, που το βρήκα πολύ ενδιαφέρον και που μαζί με το χειροκίνητο μικρόφωνο του Κράτους, τον μπεκετικό πρόλογο και το όλο σκηνικό ζύγιασμα, στα πρώτα δέκα-δεκαπέντε λεπτά, είχαν κινητοποιήσει το ενδιαφέρον μου- εκ των υστέρων σκέφτηκα ότι, τελικά, δεν ήταν παρά ένα εφεύρημα, ένα άλοθι για να εξυπηρετήσει τη μετακίνηση του Προμηθέα.
Βρήκα, επίσης, φλύαρο τον, επίσης μπεκετικό, επίλογο με το σωρό τις στοιβαγμένες πλαστικές πολυθρόνες που οι δύο πρόσθετοι ήρωες όλο στήνουν και όλο πέφτει. Για να μην σας πω για την Ιώ που βγάζει το παντελόνι της και αποχωρεί παραπατώντας πάνω στις λευκές πλατφόρμες της -η μεταμοντέρνα, χειρότερη, νομίζω -κιτς-, στιγμή της παράστασης…
Ενδιαφέρουσα στη λιτότητά της η μοντέρνα γραμμή -ένας λευκός τοίχος ως βράχος- που διάλεξε ο Κέννυ ΜακΛέλλαν για το σκηνικό του αλλά οι πλαστικές πολυθρόνες, εύρημα πολυχρησιμοποιημένο. Τα κοστούμια του, στην αρχή, με τα προσφιλή του γαιώδη χρώματα στις Ωκεανίδες του Χορού συνδυασμένα με των υπόλοιπων ρόλων, τα βρήκα υψηλής αισθητικής αλλά όταν οι Ωκεανίδες άρχισαν να ξεντύνονται και να μένουν με τους στηθόδεσμους απογοητεύτηκα. Οι Lost Bodies έγραψαν ενδιαφέρουσες μουσικές αλλά έχω αμφιβολίες για το δέσιμό τους με την παράσταση -τις βρήκα πολύ φορτισμένες συναισθηματικά. Εξαιρετική η δουλειά του Νίκου Βλασόπουλου στο σχεδιασμό των φωτισμών: δημιούργησε ένα κράτος ζόφου απόλυτα ταιριαστό.
Οι ερμηνείες. Η Επίδαυρος, ηχείο τρομακτικό, αμείλικτο, μεγεθύνει τα φωνητικά ελαττώματα και τα ελαττώματα στην άρθρωση των ηθοποιών που αποτολμούν να κάνουν εκεί αρχαίο δράμα.
Ο Τάσος Νούσιας, ηθοποιός με μέγεθος και σημαντικές ικανότητες, πρώτον, φοβάμαι ότι βιάστηκε λίγο να παίξει Προμηθέα και μάλιστα στην Επίδαυρο, δεν είναι ακόμα τόσο ώριμος και η πείρα του στο είδος είναι σχεδόν μηδενική. Είναι απλώς επαρκής πιστεύω. Από την άλλη, οι τόνοι της ηπειρώτικης ντοπιολαλιάς που διατηρεί και που δεν θέλει ή δεν μπόρεσε να πολεμήσει μεγεθύνονται και βαραίνουν πολύ το λόγο του.
Το πράγματα, όμως, γίνονται ακόμα χειρότερα με την Ιώ. Θυμήθηκα τη γαλλίδα Αγαύη της Εβλίν Ντιντί η οποία προσπαθούσε να αρθρώσει τα ελληνικά που δεν γνώριζε στις «Βάκχες» του Ματίας Λάνγκχοφ και του ΚΘΒΕ και την Μήδεια της Ταμίλα Κουλίεβα με το ρωσικό αξάν στην «Μήδεια» του Στάθη Λιβαθινού και του Εθνικού. Η γερμανίδα Μαρλένε Καμίνσκι έχει μία εντυπωσιακή φιγούρα και είναι εκφραστικότατη. Η Ιώ της, ομολογουμένως, πάσχει εκ βαθέων αλλά πάσχουν και τα ελληνικά της, ειδικά στα σύμφωνα, με αποτελέσματα κάποιες στιγμές φαιδρά. Όσο για την εκφορά κάποιων στίχων του ρόλου της στα γερμανικά μου φάνηκε ακατανόητη, σαν απλώς να ζητάει την κατανόηση του κοινού για τα ελληνικά της διευκρινίζοντάς του ότι είναι Γερμανίδα…
Χωρίς εξάρσεις ο Ήφαιστος και ο Ωκεανός του Γεράσιμου Γεννατά και αδύναμος ο Δημήτρης Κουρούμπαλης ως Κράτος και ως Ερμής. Η υπερβολική συναισθηματική φόρτιση και η ορθοφωνική εκφορά του λόγου με τα καμπανιστά ρω της Κατερίνας Λούρα-Α΄ Κορυφαίας με ενόχλησαν. Προτίμησα την Β΄ Κορυφαία-Ίριδα Μάρα.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που αρχίζει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο αλλά μετά, κατά τη γνώμη μου, χάνεται. Και όχι βέβαια στη μετάφραση… Κρίμα γιατί από τον Κώστα Φιλίππογλου, μετά από τον εξαίρετο «Φιλοκτήτη» του που τον θεωρώ όχι μόνο την καλύτερη παράσταση του Φεστιβάλ Επιδαύρου 2014 και του περσινού καλοκαιριού αλλά μία ολοκληρωμένη πρόταση -από τις ελάχιστες των τελευταίων δεκαετιών- πάνω στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος, περίμενα πολύ περισσότερα.

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, Marossoulis Productions/Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Ιωαννίνων, 21 Αυγούστου 2015.

2 comments:

  1. Εξαιρετική κριτική κύριε!, έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση στο θέατρο του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Μεσσήνης συμφωνώ με όλες σας τις παρατηρήσεις. Για μένα όμως ήταν μια ωραία βραδιά στους γλυκούς λόφους της Μεσσηνίας σε ένα υπέροχο μνημείο, μια τίμια καλλιτεχνική προσπάθεια που αν ξεπεράσουμε τους πολιτικούς συναισθηματισμούς της συγκυρίας οβερολ μου άρεσε

    ReplyDelete
  2. Ευχαριστώ. Η γνώμη σας σεβαστή :-)

    ReplyDelete