Το έργο. Η Ιφιγένεια ήταν κοριτσάκι ακόμα -έφηβη- όταν ο πατέρας της, ο Αγαμέμνων, αρχηγός των Ελλήνων στην εκστρατεία κατά της Τροίας, αναγκάστηκε, πιεσμένος από τον αδελφό του, τον Μενέλαο, και τον Οδυσσέα, να την καλέσει από τις Μυκήνες στην Αυλίδα με δόλο -με το πρόσχημα ότι θα την παντρέψει με τον Αχιλλέα- για να τη θυσιάσει, τελικά, στην Αρτέμιδα. Η θεά, οργισμένη με τον Αγαμέμνονα, γιατί είχε κάποτε σκοτώσει ένα ιερό ελάφι της, είχε προκαλέσει άπνοια ώστε ο συγκεντρωμένος στην Αυλίδα στόλος των Αχαιών να μη μπορεί να αποπλεύσει. Και για να επιτρέψει να πνεύσει άνεμος ούριος είχε ζητήσει από τον Αγαμέμνονα να της θυσιάσει την κόρη του. Αλλά -θαύμα!- ενώ όλοι πίστεψαν ότι η θυσία έγινε, η θεά έβαλε ελάφι στη θέση της, μετέφερε την Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων και της ανέθεσε καθήκοντα ιέρειας στον εκεί ναό της. Βασικό καθήκον της -και το πιο σκληρό-, να εξαγνίζει κάθε Έλληνα που θα πατούσε εκεί το πόδι του πριν τον θυσιάσουν στη θεά.
Πίσω της και μακριά της ο Οίκος των Ατρειδών ξεριζώνεται. Ο Τρωικός Πόλεμος τελειώνει και ο Αγαμέμνων γυρίζει σώος αλλά βρίσκει το θάνατο από τσεκούρι φονικό που κρατάει το χέρι της Κλυταιμνήστρας, γυναίκας του και μάνας της αλλά και ερωμένης, στο μεταξύ, του Αίγισθου, του ξάδελφου του συζύγου της. Βασικό επιχείρημά της, ότι δεν του συγχώρησε ποτέ τη «θυσία» της Ιφιγένειας. Ο αδελφός της, ο Ορέστης, που ήταν βρέφος τον καιρό της Αυλίδας, απομακρυσμένος από την οικογενειακή εστία για να μην έχει την τύχη του πατέρα του, έχει γυρίσει εκδικητής και με την προτροπή του Απόλλωνα και τη βοήθεια της αδελφής τους Ηλέκτρας, έχει σκοτώσει τη μάνα τους και τον Αίγισθο. Κυνηγημένος από τις Ερινύες θα καταφύγει στην Αθήνα όπου θα δικαιωθεί από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, με τη βοήθεια της Αθηνάς. Αλλά οι Ερινύες δεν θα συμφωνήσουν όλες να μεταμορφωθούν σε καλόγνωμες Ευμενίδες. Κάποιες θα συνεχίσουν να τον κυνηγούν και να του προκαλούν κρίσεις τρέλας. Για να εξαγνιστεί, ο Απόλλων, ο προστάτης του, θα του ζητήσει να πάει στη χώρα των Ταύρων και να φέρει στην Αττική το ουρανόσταλτο άγαλμα της Αρτέμιδος, της αδελφής του, που βρίσκεται στο ναό της.


Ο Ευριπίδης με την «Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων» (χρονολογείται μεταξύ 416 και 411 π.Χ.) έχει γράψει ένα αριστουργηματικό ειρωνικό δράμα -και όχι ένα πρώιμο μελόδραμα όπως ορισμένοι υποστηρίζουν- χωρίς τραγικές συγκρούσεις αλλά με ζοφερό περίγυρο -φόνοι, ανθρωποθυσίες, βία, ψέματα, εξαπατήσεις…- και, επιπλέον, με ευτυχές τέλος. Πήρε τον γοητευτικό αυτό μύθο, το παραμύθι αυτό και το μετέπλασε σε πλοκή συναρπαστική -απαράμιλλης δραματικής οικονομίας η καταιγιστική σκηνή της αναγνώρισης. Παράλληλα, όμως, με τόλμη μεγάλη και με ειρωνεία ακαταμάχητη, με τρόπο, πάντως, λεπτό, μέσα από το κείμενό του, ανατρέπει αντιλήψεις και πεποιθήσεις της εποχής του.
Η παράσταση. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος που υπογράφει τη σκηνοθεσία έσκαψε, πιστεύω, βαθιά το κείμενο και εισέπραξε, κατανόησε και υλοποίησε με τρόπο ιδανικό, κατά τη γνώμη μου, την ειρωνεία αυτή. Μία ειρωνεία που καλύπτει/αποκαλύπτει αλήθειες πιο σκληρές από ένα μελόδραμα. Χωρίς ούτε μία στιγμή να πέσει στην παγίδα της παρώδησης -είναι λεπτή η ισορροπία ανάμεσα στα δύο. Και έδωσε μέσα από την παράστασή του -μία παράσταση καθαρή- στην κατ’ όνομα αυτή τραγωδία του Ευριπίδη τις διαστάσεις που μπορεί να πάρει σήμερα.
Πάνω σε μία λαγαρή, έξοχη μετάφραση που εκπόνησε ο ίδιος, με μικρές, απ’ όσο μπόρεσα να αντιληφθώ, αλλά καίριες επεμβάσεις που έκανε ο Τάσος Αγγελόπουλος ο οποίος υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία, με αναφορές και αναγωγές στο σήμερα έφερε την «Ιφιγένεια» στο παρόν χωρίς εκβιασμούς και βιασμούς. Τα μαδριγάλια που περιλαμβάνει η μουσική, ο Χορός ο οποίος, χωρίς φύλο πια, με τα ξυρισμένα κεφάλια, τα βαμμένα κάτασπρα πρόσωπα, γυμνός στην αρχή, με λευκά, κουρελιασμένα ρούχα κατόπιν, ευθέως παραπέμπει σε κρατούμενους νατσιστικού στρατοπέδου συγκεντρώσεως που εξαναγκάζονται να μετατραπούν, με τις ποδιές εκδοροσφαγέων που τους πετάει η Ιφιγένεια, για άλλη μια φορά, σε σφαγείς, τα κοστούμια του Ορέστη, του Πυλάδη και του φρουρού τους που παραπέμπουν σε Γκουαντάναμο και σε τζιχαντιστές, η «μαγκιά» του Ορέστη, η Αθηνά που καθόλου «θεϊκά» και καθόλου «από μηχανής» εμφανίζεται, αλλά, απλώς, ξεχωρίζει μέσα από το Χορό, το φωτεινό, α λα Τζεντάι, σπαθί της που παραπέμπει στον «Πόλεμο των άστρων» -όπου ο πριγκίπισσα Λέια και ο Λουκ Σκάιγουόκερ ανακαλύπτουν πως είναι αδέλφια-, με την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», όπως αναφέρεται, να αποτελεί το αρχέτυπο όλων αυτών των κατοπινών περιπετειωδών αφηγήσεων, δεν ήταν, για μένα, παρά τα μέσα με τα οποία ρυμούλκησε ο Θωμάς Μοσχόπουλος το έργο του Ευριπίδη από την εποχή του στην εποχή μας μέσα από τους αιώνες. Κάτι ανάλογο αλλά με πιο ανάλαφρο -και «μετρημένο» και ορθολογικό άρα και πιο ασφαλή…- τρόπο δεν είχε κάνει το 1980 ο Σπύρος Ευαγγελάτος με τους «Επιτρέποντες» του Μένανδρου -άλλο αρχετυπικό έργο του αρχαίου δραματολογίου;


Τα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού -ο τοίχος του «ναού», με τις σχισμές (που κάτι μου θύμιζε πάντως) και ο λόφος με τα ρούχα ο οποίος μισοκλείνει την πύλη-, σε ένα κυρίαρχο μουντό γκρίζο, είναι μία πρόταση που εξυπηρετεί τη σκηνοθεσία και έχει τη δική της αισθητική με την οποία συμφωνώ εν μέρει. Νομίζω, πάντως, πως αυτή η πύλη-στενωπός δεν είναι λειτουργική.
Ανάλογη γνώμη έχω και για τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ: εξυπηρετούν την παράσταση, δένουν απολύτως με τα σκηνικά, έχουν γραμμή, χρωματικά είναι ελκυστικά -τα πορτοκαλί του Ορέστη και του Πυλάδη σπάζουν με γοητευτικό τρόπο το άσπρο/γκρίζο- αλλά σχεδιαστικά δεν με ενθουσίασαν.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες στην πολυμορφία τους, οι μουσικές του Κορνήλιου Σελαμσή που εκτελούν ζωντανά ο Αλέξανδρος Μιχαηλίδης και ο Κώστας Σακαρέλης. Ο Νίκος Γαλενιανός, που υπογράφει και ως συνεργάτης συνθέτης, έχει αναλάβει τη μουσική διδασκαλία: ο Χορός τον οποίο δίδαξε λειτουργεί σαν ένα σώμα και μία φωνή. Εξαιρετικό το αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος οδήγησε τους ηθοποιούς του -πάντα επιμένει σ’ αυτό- σε ένα λόγο χωρίς στόμφο, καθημερινό, που θα μπορούσε κάποιες στιγμές να θεωρηθεί και αγοραίος. Δεν διαφωνώ με τη γραμμή αυτή, νομίζω υπηρετεί την άποψή του. Χρίστος Στυλιανού (Α΄ Αγγελιοφόρος), Μιχάλης Συριόπουλος (Πυλάδης), Γιώργος Κολοβός -αν και λίγο άγουρος ακόμα για Θόας-, Αναστάσης Ροϊλός (Β΄ Αγγελιοφόρος) πράττουν το καλύτερο δυνατόν. Αδύναμες μου φάνηκαν οι ατάκες της Άννας Καλαϊτζίδου -την οποία εκτιμώ ιδιαίτερα- στον Χορό αλλά ως Αθηνά βρίσκει τον εαυτό της. Η Χρύσα Ιωαννίδου με την απόλυτη πειθαρχία της με έπεισε μέχρι τέλους ότι ήταν γλυπτό άγαλμα της Αρτέμιδος και όχι ηθοποιός.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, παρά τους τραγουδιστούς «κερκυραίικους» τονισμούς του, είναι ένας ηθοποιός με μέγεθος που μπορεί να αρθεί στο ύψος του ρόλου του Ορέστη. Και αίρεται. Έχει δύναμη και πειστικότητα.
H Αμαλία Μουτούση με τον ισχυρό οπλισμό με τον οποίο είναι εφοδιασμένη -μέγεθος, τεχνική, καθαρή, άμεση, γειωμένη σχέση με το λόγο, προσήλωση, ολόψυχο δόσιμο- υπηρετεί πιστά τη σκηνοθετική άποψη. Παίζει το ρόλο ειρωνικά -διανθίζοντας την ειρωνεία με το ευεργετικό χιούμορ που διαθέτει- και μπρεχτικά, αποστασιοποιημένα -«εγώ τώρα παίζω την Ιφιγένεια, δεν είμαι η Ιφιγένεια»- αλλά, όταν πρέπει -στην Αναγνώριση- γεμίζει συναισθηματικά και συγκινεί. Μία ερμηνεία αξιομνημόνευτη.
Αδυναμίες και απειρίες εντόπισα στα «σολιστικά» των μελών του Χορού αλλά αυτό που πρυτανεύει και μένει είναι η απόλυτα αποτελεσματική ομαδικότητά τους.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ιδιαίτερη, που, με σημαία την ειρωνεία, πείθει ότι η «Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων» δεν είναι ακριβώς αυτό που εννοούμε ως τραγωδία.
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 8 Αυγούστου 2015.
No comments:
Post a Comment