
Ο Τριστάνος έφυγε αλλά γύρισε για να τη φέρει ως σύζυγο στον βασιλιά θείο του. Στο καράβι που τους μεταφέρει στην Κορνουάλη η Ιζόλδη, η οποία θεωρεί το γάμο αυτό ατίμωση, είναι εξαγριωμένη με τον Τριστάνο που κρατάει αποστάσεις και την αποφεύγει. Και καθώς πλησιάζουν στον προορισμό τους αρνείται να τον ακολουθήσει, αν δεν της ζητήσει συγγνώμη. Όταν ο Τριστάνος εμφανιστεί, του ζητάει ικανοποίηση για το θάνατο του Μόρολντ. Εκείνος της τείνει το σπαθί του για να τον χτυπήσει. Για άλλη μια φορά η Ιζόλδη δεν το κάνει. Του προτείνει να συμφιλιωθούν και να πιουν από το ίδιο ποτό που έχει ζητήσει από την ακόλουθό της Μπρανγκένε να ετοιμάσει -και που δεν είναι παρά ένα φαρμάκι. Ο Τριστάνος αντιλαμβάνεται περί τίνος πρόκειται αλλά το πίνει. Η Ιζόλδη τον ακολουθεί θέλοντας να τερματίσει τη ζωή της -δεν τη θέλει πια. Αλλά περιμένοντας το θάνατο πέφτουν ξαφνικά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η Μπρανγκένε, αντί για φαρμάκι, προτίμησε να τους ετοιμάσει ένα ερωτικό ελιξήριο...
Στην Κορνουάλη πια, οι δύο ερωτευμένοι εγκαταλείπονται στο πάθος τους. Ο ιππότης Μέλοτ, φίλος του Τριστάνου, που έχει όμως ερωτευτεί κι αυτός την Ιζόλδη, τους προδίδει στον βασιλιά Μάρκο που τους συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω, εμβρόντητος από την προδοσία του Τριστάνου τον οποίο θεωρούσε πιστό του. Ο Τριστάνος μονομαχεί με τον Μέλοτ και, σαν να το επιζητεί, αφήνεται να τον χτυπήσει ο αντίπαλός του.

Βαριά τραυματισμένος, στον πύργο του πια στην Βρετάνη, ξεψυχάει στην αγκαλιά της Ιζόλδης μόλις εκείνη φτάνει, πριν η αγαπημένη του προλάβει να τον γιατρέψει. Η άφιξη του βασιλιά, που έμαθε από την Μπρανγκένε πως ο έρωτας αυτός δεν είναι παρά καρπός του ερωτικού φίλτρου της και είναι έτοιμος να τους συγχωρήσει, δεν σημαίνει πια τίποτα για την Ιζόλδη. Πάνω στο νεκρό κορμί του Τριστάνου πεθαίνει και η ίδια.
Η όπερα -«δράση» τη χαρακτηρίζει ο συνθέτης- «Τριστάνος και Ιζόλδη» (1857-1859, πρεμιέρα 1865) του Ρίχαρντ Βάγκνερ πάνω σε δικό του κείμενο, χαλαρά βασισμένο στο έμμετρο μεσαιωνικό μυθιστόρημα του Γκότφριντ του Στρασβούργου «Τριστάνος» που χρονολογείται από τις αρχές του 13ου αιώνα και που αντλεί από παλαιότερους γάλους μεσαιωνικούς ποιητές -του 12ου αιώνα- οι οποίοι έδωσαν λογοτεχνική μορφή σε έναν θρύλο με κέλτικες πιθανόν ρίζες, δεν αποτελεί μόνο το αριστούργημα, ίσως, του συνθέτη αλλά και έναν από τους κορυφαίους σταθμούς στην ιστορία του λυρικού θεάτρου.

Η παράσταση. Ο Γιάννης Κόκκος, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία -με καλλιτεχνική συνεργάτρια και δραματουργό την Αν Μπλανκάρ-, τα σκηνικά και τα κοστούμια, βυθίστηκε στον κόσμο του «Τριστάνου», έναν κόσμο σκοτεινό που αναδύεται από τον Μεσαίωνα, δοξάζεται από τον παράφορο ρομαντισμό του Βάγνερ και την περιπάθεια των χρόνων του και επικάθεται στο σήμερα, όπου ο έρωτας και ο θάνατος -με κάθε μορφή...- συνεχίζουν σφιχταγκαλιασμένοι. Δεν έκανε καμία απέλπιδα προσπάθεια να δώσει κίνηση στη στατικότητα, να αποφύγει το μακρόσυρτο του κειμένου και της μουσικής. Και έπραξε άριστα.
Η προσπάθειά του επικεντρώθηκε σε μία διείσδυση κάτω από την επιφάνεια, ώστε η έκρηξη αυτού του πάθους, που αψηφά κάθε σύμβαση για να καταλήξει σε μία έρημο μοναξιάς, να προέρχεται, να ξεκινάει, να ξεπηδάει από τα σπλάχνα των δύο ερωτευμένων. Και αυτή η ίδια η στατικότητα να αποβαίνει εκρηκτική.
Στη συγκεκριμένη γραμμή ενέταξε αρμονικά, με απόλυτη συνέπεια και το σκηνικό περιβάλλον. Μέσα από τα συγκλονιστικά σκηνικά του ο Γιάννης Κόκκος σαν με μικροσκόπιο παρατηρεί λεπτομέρειες ψυχικών τοπίων και κατόπιν τις μεγεθύνει σε μία τέλεια γεωμετρία όπου οι καμπύλες συνυπάρχουν με τις γωνίες. Ειδικά στην πρώτη πράξη οι καμπύλες των τριών επιπέδων αφήνουν μία αίσθηση κατόπτρων που αντανακλούν ψυχαναλυτικά τις κρυφές επιθυμίες των ηρώων.
Οι φωτισμοί του Τζουζέπε ντι Ιόριο -αυτά τα ζοφερά σκοτάδια που τα διατρυπούν ακτίνες φωτός- και τα εξαίρετα, λειτουργικότατα, μαγικά βίντεο του Ερίκ Ντιραντό δεν ενισχύουν απλώς συναρπαστικά το αποτέλεσμα: δένονται άρρηκτα σε σώμα ένα με τα σκηνικά και τη σκηνοθετική άποψη.
Όσο για τα κοστούμια, σκοτεινά, αυστηρά, βουτηγμένα στο μαύρο που το συνοδεύουν λίγο σκούρο γκρίζο, λίγο βαθύ μπλε... για να σπάσει η σκοτεινιά τους μόνο με τον κόκκινο -σε όχι φωτεινό κόκκινο...- μανδύα της Ιζόλδης στην πρώτη πράξη - όταν το πάθος γεννιέται- και με το κατάλευκο ρούχο της -η λύτρωση- στην τρίτη, ντύνουν τους ήρωες με ιδανικό τρόπο γεννώντας, σε συνδυασμό με τα σκηνικά, μνήμες από πίνακες αλλά σε μία εικαστικότητα που πηγάζει εκ των έσω, δεν επιβάλλεται βίαια, δεν καπελώνει την αισθητική της παράστασης.
Το παραστασιακό αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να σταθεί αυθύπαρκτο αν δεν το στήριζε το -εξ ίσου στον Βάγκνερ καθοριστικό- μουσικό αποτέλεσμα. Και ο Μύρων Μιχαηλίδης, που έχει τη μουσική διεύθυνση, αλματωδώς εξελισσόμενος, καταφέρνει το δυσκολότερο: οδηγεί μία απολύτως συγκροτημένη, αγνώριστη Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε μία άνευ προηγουμένου ερμηνεία που ισορροπεί επιδέξια, εύπλαστα τους βαγκνερικούς όγκους με το εσωτερικό πάθος διδάσκοντας και υποστηρίζοντας άψογα τους ερμηνευτές. Στο ίδιο μήκος κύματος, και η Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου.


Η ελληνική πλευρά εκπροσωπείται στους μικρούς ρόλους της διανομής από τον βαρύτονο Κωστή Ρασιδάκη και τους τενόρους Χαράλαμπο Αλεξανδρόπουλο, Νίκο Στεφάνου και Αντώνη Κορωναίο με απόλυτη επιτυχία συμβάλλοντας στο τελικό αποτέλεσμα -ένσταση για τον τελευταίο που στο τέλος του off τραγουδιού του σαν να κατάπιε την, πολύ καλή πάντως, φωνή του.
Το συμπέρασμα. Μία αριστουργηματική, τηρουμένων των αναλογιών, παράσταση. Κορυφαία στιγμή της Λυρικής Σκηνής -ίσως Η κορυφαία της. Ένα επίτευγμα. Προσπαθήστε να τη δείτε.
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών/Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», Εθνική Λυρική Σκηνή, 28 Ιανουαρίου 2015.
No comments:
Post a Comment