January 12, 2014

Πόθοι κάτω από τις συμβάσεις

Το έργο. Αρχόντισσα η Φλαντρώ. Σε κάποιο ελληνικό νησί. Δύσκολη γυναίκα, σκληρή -ατσάλι. Δύο φορές χήρα. Ο πρώτος της άντρας την άφησε πολύ νέα με μία κόρη, την Χρύσω. Έβραζε το αίμα της όταν γνώρισε τον δεύτερο -έναν όμορφο άντρα. Εκείνος, μία νύχτα με πολύ κρασί, την πλάνεψε. Έμεινε έγκυος. Και αναγκάστηκε να τον παντρευτεί. Μία δεύτερη κόρη, η Μυρτώ, ήρθε. Δεν πέτυχε ο γάμος αυτός. Ο άντρας της, μέχρι να πεθάνει, πολύ την κακομεταχειρίστηκε -όπως τουλάχιστον η Φλαντρώ ισχυρίζεται. Και σκάρωσε, επιπλέον, ένα νόθο κορίτσι με μία πόρνη, που η μάνα του το έφερε στο σπίτι και τους το παράτησε να το θρέψουν -είναι η Γαρουφαλιά, το «δουλικό» τους, ένα πλάσμα αλλούτερο, καθυστερημένο και αλκοολικό, που μόνο η Φλαντρώ ξέρει το μυστικό του, μυστικό το οποίο μόνο στο τέλος θα φανερώσει στο κορίτσι και στις δύο κόρες της.
Τον μίσησε τον δεύτερο άντρα της η Φλαντρώ. Όπως μίσησε και την Μυρτώ, την κόρη τους, που η σύλληψή της έγινε η αφορμή να τον παντρευτεί. Και το μίσος αυτό, το δείχνει. Η Μυρτώ, που μορφώθηκε καλά στο μεταξύ, το εισπράττει και κάθε τόσο φεύγει μακριά της και πάει να μείνει στο σπίτι της θείας της που της δείχνει περισσότερη στοργή.
Ο Νότης Σερδάρης, επίσης από αρχοντική οικογένεια, είναι ο καρδιοκατακτητής του νησιού. Έχει πολλές κοπέλες πλανέψει και μία αυτοκτόνησε για χάρη του. Μισητός στο νησί, τον κυνηγούν ως υπεύθυνο του θανάτου της κοπέλας. Η Φλαντρώ ορέγεται τον νέο. Η Μυρτώ όμως είναι εκείνη που έχει κάνει κρυφή σχέση μαζί του. Όταν η Φλαντρώ το μαθαίνει, το απωθημένο της πάθος ξεχειλίζει και γίνεται ποτάμι ορμητικό που τη ροή του δεν μπορεί να ανακόψει καμία κοινωνική σύμβαση: θα βαλθεί να καταστρέψει τη σχέση αυτή με χίλιες δύο προφάσεις. Προξενεύει τον Νότη, για να τον έχει κοντά της απερίσπαστο, στην Χρύσω που γλυκαίνεται με την ιδέα. Αλλά ο Νότης έχει ερωτευτεί την Μυρτώ. Και παρά τις πιέσεις που δέχεται από την Φλαντρώ να ενδώσει στο πάθος της, τελικά οι δύο νέοι θα επιμείνουν στον έρωτά τους. Το πάθος της μεσόκοπης γυναίκας θα μείνει ανικανοποίητο. Η Φλαντρώ θα καμωθεί πως τους δίνει την ευχή της. Αλλά θα αναγκάσει τον Νότη να βγει έξω από το σπίτι τους, όπου έχει ζητήσει καταφύγιο από τους διώκτες του, για να πέσει στα χέρια τους. Θα τον ξεσκίσουν. Είναι η εκδίκηση της Φλαντρώς. Σκληρή, άγρια.
Ο Παντελής Χορν με την «Φλαντρώ» (1925) έχει γράψει ένα στέρεα δομημένο έργο με ένα ιδιαίτερα τολμηρό για την εποχή του θέμα, μία «τραγωδία του πόθου» όπως το χαρακτήρισε, όπου ο Φρόιντ μοιάζει να κάνει τα πρώτα του βήματα στο ελληνικό σανίδι μέσα από έναν νατουραλισμό που, έστω και αν περιγράφει ήθη, ξεπερνάει τη μεσοπολεμική ηθογραφία και αγγίζει το ποιητικό θέατρο και τον – σχεδόν άγνωστο ακόμα τότε, ειδικά στην Ελλάδα- Λόρκα. Και ο Νότης Σερδάρης του Χορν, ο καταλύτης που πυροδοτεί την τραγωδία, αναδεικνύεται σε έναν πρώιμο -έντεκα χρόνια νωρίτερα- Πέπε ελ Ρομάνο, τον καταλύτη που πυροδοτεί την τραγωδία στο λορκικό «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1936).
Η παράσταση. Η Λυδία Κονιόρδου που ανέλαβε τη σκηνοθεσία πρώτιστο σκοπό της έθεσε να ξεπεράσει τον κίνδυνο της ηθογραφίας που ενέδρευε. Και να φέρει το έργο πιο κοντά στο ποιητικό θέατρο και στο συμβολισμό. Ο δρόμος που διάλεξε είναι το στιλιζάρισμα. Φανερά, προφανώς, επηρεασμένη από την πρόσφατη συνεργασία της με τον Ρόμπερτ Γουίλσον στο Εθνικό, στην ελληνική «Οδύσσειά» του, ακολούθησε τους τρόπους του -αισθητική Γουίλσον με τις μονόχρωμα φωτιζόμενες οθόνες, κίνηση και κοστούμια που παραπέμπουν στο γιαπωνέζικο θέατρο, μετωπικά στησίματα, λευκά βαμμένα πρόσωπα… Δεν είναι, πιστεύω, καθόλου τυχαίο ότι την επιμέλεια της κίνησης ανέλαβε η Μαριάννα Καβαλλιεράτου, συνεργάτρια του Γουίλσον. Ενώ δεν λείπουν και στοιχεία αντλημένα από την κομέντια ντελ άρτε.
Το αποτέλεσμα στην αρχή με ξένισε: μου φάνηκε σαν κακοχωνεμένος Γουίλσον, με καμώματα που ψευτίζουν την αλήθεια του έργου, με εκφορά του λόγου προσποιητή, με «καλλιεπή» κίνηση υπερβολικά φλύαρη και αδικαιολόγητη, που καπελλώνει το παραστασιακό αποτέλεσμα. Όσο όμως η παράσταση προχωράει και η κίνηση ελαττώνεται και τα «α λα Ρούλα Πατεράκη» γάντια αφαιρούνται από τα χέρια και τα χέρια παύουν να λυγίζουν με «χάρη» και ο λόγος γίνεται πιο φυσιολογικός, πιο άμεσος,  η άποψη δικαιώνεται. Ή, τουλάχιστον, τη δικαιολόγησα εγώ, παρά τις ατέλειες στην εκτέλεση: τα κρυμμένα κάτω από υποκριτική στάση και από κομψές κινήσεις, κάτω από το δήθεν και από τις κοινωνικές συμβάσεις πάθη δεν μπορούν πια να συγκρατηθούν, να καλυφθούν και ξεσπούν ανεξέλεγκτα, τα προκαλύμματα πέφτουν και η αλήθεια προβάλλει γυμνή.
Η Έλλη Παπαγωργακοπούλου με τα λιτό, γεωμετρικό σκηνικό της -οι δύο οθόνες και το πατάρι με τις τρεις απολήξεις-εξέδρες που διατρυπούν την πλατεία-, ο Αλέκος Αναστασίου με τους φωτισμούς του που παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, ο Άγγελος Μέντης, έστω και αν τα κοστούμια του δεν ανήκουν στις καλύτερες στιγμές του, η Αποστολία Παπαδαμάκη με τη χορογραφία της, τα βίντεο από τους Commodor και, κυρίως, ο Τάκης Φαραζής με τις άψογες μουσικές του που παίζονται ζωντανά εξυπηρετούν πλήρως τη σκηνοθετική άποψη.
Οι ερμηνείες. Η Ελεάνα Στραβοδήμου έχει μία στέρεη άποψη για το τι σημαίνει υποκριτική, έχει αυτοπεποίθηση και δείχνει να είναι πολύ ταλαντούχα. Η φινέτσα της, όμως, και η «αξιοπρέπεια» με την οποία παίζει και που μου θύμισε παλιό Εθνικό δείχνουν να την εμποδίζουν να τσαλακωθεί, να βγει από τον εαυτό της. Βρήκα ικανοποιητικούς την Σεβίλλη Παντελίδου και τον Φαίδωνα Καστρή, αν και υπερβολικά γλυκερό. Η Μαρία Διακοπαναγιώτου έχει φάτσα ιδιαίτερη και χάρισμα κωμικό. Και την ικανότητα να ξέρει να τα αξιοποιεί. Η σκηνοθεσία, αν και δεν είναι εύκολο ο ρόλος της να ενταχθεί στη σκηνοθετική γραμμή, δεν την πίεσε και την άφησε ελεύθερη να ξεχωρίσει χωρίς να αποτελεί παραφωνία. Πρέπει να προσέξει στο μέλλον να μην εκτροχιαστεί -είναι εύκολο να συμβεί.
Η Λυδία Κονιόρδου, μονάδα πολύτιμη του θεάτρου μας, ακολουθώντας πρώτη τη σκηνοθετική γραμμή που η ίδια χάραξε, αρχίζει με ένα σχεδιασμένα «δήθεν» παίξιμο -του οποίου όμως διακρίνεται το προσχέδιο. Αλλά, σιγά-σιγά, βρίσκει την αλήθεια της και το –ελεγχόμενο- ξέσπασμά της είναι άλλη μία υποκριτική της κατάκτηση.

Από την διανομή, πάντως, θα ήθελα να ξεχωρίσω τον Μιχάλη Σαράντη. Έναν νέο ηθοποιό που ξεκίνησε με αδυναμίες και που τον βλέπω, από παράσταση σε παράσταση, να ωριμάζει, να κατακτά τα μέσα του και να εξελίσσεται ουσιαστικά. Αν και ως φιζίκ μακράν ενός μεσοπολεμικού επαρχιώτη Δον Ζουάν -ο Νότης είναι το ομόλογο του Γιάγκου στο «Φιντανάκι» του Χορν-, με τον τρόπο που ορθώνει και προβάλλει το κορμί του και με τη δουλεμένη φωνή του, με τους ρυθμούς και με τους τόνους του στην εκφορά του λόγου καταφέρνει όχι απλώς να πείσει αλλά να επιβάλει το ρόλο του στην παράσταση ως σύμβολο: ένα σκηνοθετικό επίτευγμα καθοδήγησης από την Λυδία Κονιόρδου και ένα ατομικό επίτευγμα του ηθοποιού.
Το συμπέρασμα. Μία μοντέρνα άποψη πάνω σε ένα παλιό έργο, η οποία σέβεται το κείμενο και το κατεβάζει φρεσκαρισμένο αλλά αλώβητο στο κοινό. Και μία παράσταση με κάποιες ατέλειες, που, τελικά όμως, πιστεύω ότι θα σας κερδίσει.  

Εθνικό Θέατρο/Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», 10 Ιανουαρίου 2014.

No comments:

Post a Comment