November 6, 2012

Φτωχούλα πλην όμως έντιμη



Το έργο. Ένα ζευγάρι σε κρίση: η Δέσποινα / Ντέπυ, ηθοποιός που δεν έχει ξεφύγει από τα ρολάκια _ και αν… _ και ο Σήφης, ζωγράφος που ο ντανταϊσμός του δεν πουλάει. Ο Σήφης αγωνίζεται για τη στύση που δεν έχει και φαγώνεται με την υπομονετική γυναίκα του, η Δέσποινα μένει έγκυος, ο Σήφης που μένει έκπληκτος πείθεται πως το παιδί είναι δικό του, καρπός μιας και μοναδικής συνεύρεσής τους, αλλά όταν γεννιέται μαύρο τα μαζεύει, τους παρατάει και γυρίζει στις Σέρρες, την πατρίδα του, όπου βρίσκει το δρόμο του ζωγραφίζοντας σε πανηγύρια. Τη Δέσποινα στηρίζει η θεία της Αντιγόνη, παλιά διακεκριμένη ηθοποιός του θεάτρου, πολύ θυμωμένη από τη ζωή που της έδωσε ένα γιο, τον Ορέστη, αλλά εκείνος προτίμησε να αλλάξει φύλο και να γίνει… Ηλέκτρα. Όταν την σφάζει ένας ληστής έξω από μια τράπεζα, η Δέσποινα και η Ηλέκτρα συνασπίζονται και μεγαλώνουν το μαύρο παιδί ώσπου η Ηλέκτρα συναντάει τον Σήφη. Που της εξομολογείται πως ακόμα αγαπάει την Δέσποινα. Τότε η Ηλέκτρα οργανώνει μια «τυχαία» εκδρομή στις Σέρρες, για τα Αναστενάρια, όπου Δέσποινα και Σήφης ανταμώνουν και ξανασμίγουν.
Είναι ένα παράξενο έργο «Η φτωχούλα του Θεού» της Ελένης Γκασούκα. Ένα κράμα μελοδράματος και κωμωδίας που βαδίζει στα χνάρια του προηγούμενού της, της «Φουρκέτας». Εκεί, όμως, παρά τις «φυγόκεντρες» δυνάμεις, τα κατάφερνε να συνδέσει τα ετερογενή στοιχεία που το συγκροτούσαν. Εδώ, όπου αντλεί από διάφορες πηγές, από τα μελοδράματα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου έως από την επιθεώρηση, δεν καταφέρνει να συνδέσει τα στοιχεία αυτά. Η βουβή συγγραφέας _ το alter ego της Γκασούκα που, έτσι, εξομολογείται από σκηνής την αμηχανία της _  την οποία χρησιμοποιεί ως κρίκο συνδετικό δεν καταφέρνει να συνδέσει τα ασύνδετα.
Η Ελένη Γκασούκα έχει τάλαντο στη γραφή. Ο διάλογός της είναι σφιχτός, κρουστός, έχει ένα προσωπικό λαϊκό, χοντρό, συχνά αθυρόστομο αλλά όχι χυδαίο χιούμορ και υπάρχουν στο έργο επί μέρους σκηνές δυνατές. Αλλά τα πρόσωπα και τα γεγονότα πελαγοδρομούν αβοήθητα, αυθαιρετούν, έρχονται και χάνονται ξεκάρφωτα, δεν υπάρχει μια ομαλή ροή, οι ιδέες παραμένουν σκορποχώρι, οι αφηγήσεις που κάθε τόσο διακόπτουν τη ροή και που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προσωπικό στιλ λειτουργούν, τελικά, ως απορία ψάλτου βηξ… Όλα δείχνουν πως το κείμενο έπρεπε να δουλευτεί πολύ ακόμα μέχρι να βρει το δρόμο της σκηνής _ πράγμα που, ακράδαντα πιστεύω πως μπορεί να γίνει στο μέλλον γιατί υπάρχει βάση γερή.
Εκείνο όμως που θέλω να επισημάνω είναι πως από τα πρόσωπα του έργου ξεχύνεται μια τρυφερότητα και μια ανθρωπιά τσεχοφική. Όχι μέσα από τα λόγια αλλά μέσα από τις πράξεις τους.
Η παράσταση. Η ίδια η συγγραφέας έχει αναλάβει επίσης τη σκηνοθεσία και την _ πολύ καλή _ κίνηση της παράστασης . Μέσα σε μια ατμόσφαιρα που προσπαθεί να γίνει ονειρική _ κάτι σαν παλιές σελίδες ημερολογίου, σαν παλιές φωτογραφίες που τις σκορπίζει ο αέρας… _ οι ήρωες άλλοτε στέκουν πειστικά στο σανίδι και άλλοτε παραπαίουν. Άλλοτε πείθουν και σε αγγίζουν και άλλοτε φαίνονται χάρτινοι. Το φινάλε, πάντως, κερδίζει τις εντυπώσεις και τη συγκίνηση.
Το σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, στημένα χωρίς, προφανώς, μέσα, εκ του προχείρου, αν και επαρκώς φωτισμένα από την Κατερίνα Μαραγκουδάκη, δεν βοηθούν. Καλύτερα στέκουν τα κοστούμια της. Όσο για τις μουσικές επιλογές του Πάνου Σουρούνη άνισες μου φάνηκαν.
Ερμηνείες. Η Ελένη Γκασούκα έχω διαπιστώσει πως ξέρει να οδηγεί τους ηθοποιούς της. Εκφραστικότατη η βουβή παρουσία και η κίνηση της Μαρίζας Τσίγκα. Η Μίνα Ορφανού έχει μια πειστική ζωντάνια και μια συναισθηματική συμμετοχή αλλά πρέπει να δουλέψει πολύ ακόμα _ άρθρωση, κίνηση, εκφραστικά μέσα _ για να ξεπεράσει τον ερασιτεχνισμό. Σωστή, παρά την οξύτητα στην εκφορά του λόγου της και κάποιο στόμφο που ταιριάζει όμως με το ρόλο, με χιούμορ ειρωνικό και με εντυπωσιακή κίνηση η Σοφία Σεϊρλή. Σωστός και ο Κώστας Δαρλάσης στον _ αδικαιολόγητο _ ρόλο του Κοσμοκαλόγερου. Η Μυρτώ Αλικάκη, ηθοποιός με αρετές, είναι μια στέρεη, με χιούμορ, άμεση και ειλικρινής, χωρίς να καμώνεται Δέσποινα που πατάει γερά στο σανίδι και στηρίζει την παράσταση.
Άφησα τελευταίο τον Χρήστο Σαπουντζή. Τον παρακολουθώ εδώ και αρκετά χρόνια _ από την αρχή: ένας στιβαρός ηθοποιός, με μέγεθος, ακατέργαστος όμως, χωρίς αποχρώσεις στο παίξιμό του ήταν η αρχική μου εκτίμηση. Αλλά σιγά – σιγά τον είδα και τον βλέπω με χαρά διαρκώς να εξελίσσεται _ με τρόπο εντυπωσιακό. Και να έχει αναδειχθεί σε μια πρώτης γραμμής, κατά τη γνώμη μου, μονάδα του ελληνικού θεάτρου. Σήφης με χιούμορ παιχνιδιάρικο, σημαίνει με σταθερότητα την κάθε του φράση, ταυτίζεται πλήρως συναισθηματικά κρίνοντας όμως και το ρόλο του με μια πονηριά στο μάτι _ σαν «συνένοχος» του θεατή _, ακούει τον συμπαίκτη του και συμμετέχει με όλο του το σώμα και την ψυχή χωρίς αυτό να το επιδεικνύει, κλέβοντας, θα μπορούσα να πω, τις εντυπώσεις.
Συμπέρασμα. Από το κείμενο και από την παράσταση, κι ας είναι ανολοκλήρωτα, βγαίνει μια λεβεντιά και ένα, κάποτε πικρό, χιούμορ αυτογνωσίας που πιθανότατα θα σας κερδίσουν.

θέατρο «Χυτήριο», 4 Νοεμβρίου 2012.

No comments:

Post a Comment