May 1, 2012

Από την «πορνογραφία» στον έρωτα


Το έργο. Εκείνος, ένας άντρας κοντά στα τριάντα πέντε. Εκείνη, μεγαλύτερή του, πενηντάρα. Εκείνη δημοσιεύει σε περιοδικό «σεξουαλικής δικτύωσης» αγγελία θέλοντας να πραγματοποιήσει μια φαντασίωσή της: ζητάει να κάνει σεξ μ’ έναν άντρα με τον οποίο δεν θα ανταλλάξουν πληροφορίες για τη ζωή τους, ούτε καν τα ονόματά τους _ εντελώς ανώνυμα. Εκείνος διαβάζει την αγγελία. Ανταποκρίνεται. Μια Πέμπτη κλείνουν ραντεβού σ’ ένα καφέ. Αρέσουν ο ένας στον άλλον. Καταλήγουν στο γειτονικό ξενοδοχείο όπου η γυναίκα έχει ήδη κλείσει δωμάτιο. Κάνουν σεξ. Τους αρέσει. Αποφασίζουν να ξαναειδωθούν την επόμενη Πέμπτη. Και, μετά, την επόμενη, και, ξανά, την επόμενη…
Η Πέμπτη τους είναι πάντα η ίδια: στο ίδιο καφέ, στο ίδιο ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο _ μια σχέση «πορνογραφική». Η συμφωνία να μη μιλήσουν ο ένας στον άλλο για τον εαυτό του παραμένει. Δεν θα μάθουμε ούτε εμείς τίποτα από το παρελθόν ή το παρόν τους. Ούτε καν τα ονόματά τους _ είναι ένας Άνδρας και μια Γυναίκα. Μόνο που, κάποια στιγμή, θα νοιώσουν πως η σχέση αυτή από «πορνογραφική» έχει πια μεταβληθεί σε ερωτική. Ερωτεύονται. Αλλά συνεχίζουν με τον ίδιο τρόπο _ κάθε Πέμπτη, στο ξενοδοχείο, χωρίς πολλά πολλά λόγια. Επί μήνες.
Όταν εκείνη νοιώσει πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν, πριν του το εξομολογηθεί, ο άνδρας θα την προλάβει. Και θα της πει ότι δεν πρέπει να συνεχίσουν. Για να μη ζήσουν τη φθορά. Που θα ’ρθει. Εκείνη δεν λέει τίποτα. Το αποδέχεται. Και χωρίζουν. Και χάνονται. Έτσι απλά. Χωρίς δάκρυα, χωρίς σπαραξικάρδιους αποχαιρετισμούς, χωρίς μελοδραματισμούς.
Η ταινία (1999) του Βέλγου Φρεντερίκ Φοντέν «Μία πορνογραφική σχέση» δεν αγγίζει τη στιλιστική τελειότητα της αναλόγου θέματος «Ερωτικής επιθυμίας» (2000) του Γουονγκ Καρ Γουάι. Είναι, πάντως, μια ταινία πολύ λεπτών αποχρώσεων και πολύ λεπτών αισθημάτων, εξαιρετική, με δυο πρωταγωνιστές _ την Ναταλί Μπάιγ(ι) και τον Σέρχι Λόπες _ απόλυτα δεμένους με τους ρόλους τους, που δίνουν άριστες ερμηνείες.
Το σενάριο του Φιλίπ Μπλάσμπαντ είναι ένα ψιλοκέντημα. Αλλά είναι ένα σενάριο. Γραμμένο για τον κινηματογράφο. Η μεταφορά του στο θέατρο πιστεύω πως το αποδυναμώνει. Οι «συνεντεύξεις» των δυο ηρώων, συνεντεύξεις που συναρτούν τον άξονα της ταινίας, μετατρέπονται _ στην ελληνική, τουλάχιστον, εκδοχή που φέρει τον ίδιο τίτλο _ σε αφήγησεις. Δεν είμαι κατά της αφήγησης που εδώ και χρόνια έχει κάνει κατάληψη στο θέατρο. Είμαι κατά της μόδας _ απορία ψάλτου, βηξ… _ να μεταφέρονται σενάρια στο θέατρο. Ειδικά στην περίπτωση αυτή οι αφηγήσεις στερούν το θεατρικό κείμενο από την όποια θεατρικότητα θα μπορούσε να έχει και οι διάλογοι, δεδομένου πως δράση δεν υπάρχει, ακούγονται ασθενικοί _ ένα τίποτα.
Η παράσταση. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ανέλαβε τη σκηνοθεσία του κειμένου που έχει μεταφράσει σωστά η Ιωάννα Μαντζαβίνου _ διασκευή για το θέατρο δεν αναφέρεται στο πρόγραμμα. Και προσπάθησε ό,τι στερείται το έργο _ τη θεατρικότητα _ να το αναπληρώσει με ατμόσφαιρα. Ανεπαισθήτως μελαγχολική, με τόνους χαμηλούς, με χιούμορ _ όχι πάντοτε καίριο. Τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή _ μια βαθμιαία «γείωση» στην πραγματικότητα _, παρά τις κάποιες ατέλειές τους, τον βοήθησαν ενισχυμένα από τους φωτισμούς του Αλέκου Γιάνναρου. Και τα κοστούμια της είναι σωστά. Τις μουσικές, όμως, του Μίνου Μάτσα τις βρήκα ενδιαφέρουσες μεν αλλά γλυκερές, να προσπαθούν να επιβάλουν συγκίνηση που θα ήταν προτιμότερο να ’ρθει λιγότερο «εκβιαστικά». Επίσης κάποια «πρακτικά» της παράστασης μοιάζουν λίγο αδέξια.
Οι ερμηνείες. Φοβάμαι πως η διανομή _ σε σχέση, τουλάχιστον, με τις ισορροπίες της ταινίας _ δεν βοηθάει. Και δεν θεωρώ τόσο σημαντικό ότι οι ηλικιακές σχέσεις έχουν αντιστραφεί. Αλλά η Δήμητρα Ματσούκα είναι τόσο νέα και, κυρίως, «καλογυαλισμένη» που αναρωτιέσαι γιατί αυτή η γυναίκα να έχει βάλει αγγελία για σεξ, έστω κι αν στο κείμενο αναφέρεται πως είναι πολύ όμορφη _ υποπτεύομαι πως οι σχετικές ατάκες έχουν προστεθεί στην ελληνική εκδοχή για να δικαιολογηθεί η παρουσία της συγκεκριμένης ηθοποιού. Και ο Στέλιος Μάινας είναι κάπως άχρωμος. Ερμηνευτικά πάντως διεκπεραιώνει σωστά ενώ η Δήμητρα Ματσούκα απλώς προσπαθεί, με λόγο μάλλον μονότονο.
Συμπέρασμα. Μια παράσταση ευπρεπής αλλά, κατά τη γνώμη μου επίπεδη, ξενέρωτη. Δεν ένοιωσα να βράζει από κάτω κάποιο πάθος που ποτέ δεν φτάνει στην επιφάνεια.

Θέατρο «Αθηνών», 29 Απριλίου 2012.

No comments:

Post a Comment