March 23, 2019

Μπερδεύτηκα... ή Γιατί επιστροφή στο νατουραλισμό; ή Κι αν ο Γιαν Φαμπρ...



Το Τέταρτο Κουδούνι / 23 Μαρτίου 2019.


Έχω πολύ μπερδευτεί. Με τις αποφάσεις της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Μυρσίνης Ζορμπά. Ως προς το καθεστώς που θα διέπει πια τις καλλιτεχνικές διευθύνσεις των εποπτευόμενων οργανισμών του υπουργείου. Δηλώνει, σε συνέντευξή της στην «Αυγή», στις 10 του περασμένου Νοεμβρίου: «Έχω υποσχεθεί ότι δεν πρόκειται να κάνω κανέναν διορισμό. Αυτό σημαίνει ότι θα προκηρυχτούν θέσεις, παράλληλα, όμως, έχω κατά νου ότι οργανισμοί που έχουν προοδεύσει πάρα πολύ, οι οποίοι έχουν μια σύμπνοια κι έχουν διανύσει μόνο μια θητεία δικαιούνται ν’ ανανεωθεί η θητεία τους για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε». Κι αμέσως το εφαρμόζει αυτό -και πράττει άριστα- ανανεώνοντας τη θητεία του Γιάννη Αναστασάκη στο ΚΘΒΕ. 
Τώρα, όμως, ήρθε η σειρά και του Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου

και του Εθνικού -ήτοι του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και του Στάθη Λιβαθινού. Κι αφού επαινεί τους δυο καλλιτεχνικούς διευθυντές -ειδικά τον Στάθη Λιβαθινό-, για το έργο τους -για τους ίδιους, πάνω-κάτω, λόγους που επαίνεσε τον Γιάννη Αναστασάκη-, ανακοινώνει ότι, απλώς, παρατείνει τη θητεία τους για να ολοκληρώσουν ό,τι έχουν προγραμματίσει αλλά -δυο μέτρα και δυο σταθμά- ότι δεν την ανανεώνει κι επιμένει στην δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος. Απολύτως συμφωνώ κι υπερθεματίζω για τη συγκεκριμένη γραμμή -της ανάληψης των θέσεων αυτών με διαγωνισμό. Αλλά έχω να θέσω τρία ερωτήματα: 
Πρώτο: Επειδή -και για τους δυο απερχόμενους- το έργο που πρόσφεραν, κατά γενική ομολογία είναι σημαντικό, αυτοί δε δικαιούνταν μια δεύτερη θητεία;
Δεύτερο: Η δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος τι ακριβώς είδους θα ’ναι; Και θα ’ναι καθαρή; Ή πίσω απ’ την κουρτίνα κρύβονται συγκεκριμένα πρόσωπα που θα βρεθεί ο «τρόπος» να επιλεγούν; Και τρίτο: Αν η δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος δεν καρποφορήσει, όπως στο Εθνικό Μουσείο (-φάντασμα) Σύγχρονης Τέχνης τι θα γίνει; Στο Εθνικό Θέατρο καλλιτεχνικός διευθυντής που θ’ αναλάβει -αν αναλάβει- απ’ τον Σεπτέμβριο (το νωρίτερο) είναι δυνατό να καταρτίσει ρεπερτόριο για τη σεζόν 2019/2020 η οποία ακριβώς τον Σεπτέμβριο αρχίζει; (Ρητορικό, το ερώτημα. Αδύνατον είναι).

Στο Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου, πάλι -όπου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος πέρσι, το 2018, έκανε ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ Φεστιβάλ Αθηνών -απ’ το ’68, τουλάχιστον, που το παρακολουθώ- και παρουσίασε ένα ανάλογο πρόγραμμα και για το Αθηνών αλλά και για το Επιδαύρου για φέτος-, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής που θ’ αναλάβει την 1 Σεπτεμβρίου, όπως η υπουργός, μετά βεβαιότητος, προδικάζει, μπορεί να καταρτίσει άνετα διεθνές πρόγραμμα για το 2020; Όταν όλοι οι ξένοι καλλιτέχνες και τα ξένα συγκροτήματα κλείνουν το πρόγραμμά τους δυο -τουλάχιστον...-  χρόνια πριν; Και τι θα γίνει με κάποιες δεσμεύσεις που έχει ΗΔΗ -και πολύ 
σωστά, έτσι ετοιμάζονται τα φεστιβάλ, όχι όποιος περίσσεψε την τελευταία στιγμή...- αναλάβει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος για το Φεστιβάλ του 2021; Αν, ας πούμε, ο καινούργιος δε συμφωνεί ως προς τον κλεισμένο για την Επίδαυρο Κσίστοφ Βαρλικόφσκι  (Φωτογραφία: Polska Agencja Prasowa/Ireneusz Sobleszczuk).
Καλές, λοιπόν, οι ριζικές αποφάσεις αλλά πιστεύω ότι πρέπει να ’χουν κι έρμα. Εξάλλου, στη μικρή μας πόλη ξέρουμε όλοι όλα τα πρόσωπα και τα προσόντα τους κι εύκολα θα καταλάβουμε αν οι καινούργιοι που θ ‘αναλάβουν ανέλαβαν αξιοκρατικά...
Απ’ την άλλη, πιστεύω ακράδαντα πως οι καλλιτεχνικοί διευθυντές, όπως και να επιλέγονται, θα πρέπει να επιλέγονται ένα χρόνο πριν την ανάληψη της θητείας τους και να συνεργάζονται με τους απερχόμενους. Κι ότι οι θητείες τους θα πρέπει να ’ναι πενταετείς κι όχι τριετείς. Να προλαβαίνουν να δείξουν έργο -για να κριθούν με σιγουριά. Και να υπάρχει ΣΥΝΕΧΕΙΑ. Αλλά ζω στην Ελλάδα. Κι αυτό -είμαι, πια, σίγουρος- δε θα το δω ΠΟΤΕ.



Μια απορία: με τις ανακοινώσεις και τις διαφωνίες και τις μπηχτές μεταξύ Διοικητικού Συμβουλίου και καλλιτεχνικού διευθυντή -όχι ότι δεν έχει ξαναγίνει...-, πώς θα διεξαχθούν φέτος τα δυο Φεστιβάλ -Αθηνών κι Επιδαύρου; Θα ’χουν τη διάθεση να συναντιούνται και να μιλούν; Με τι κέφι;




Και για να το ελαφρύνω... Φίλη αναρωτήθηκε: «Κι αν καταθέσει στη δημόσια πρόκληση ενδιαφέροντος για το Φεστιβάλ φάκελο ο Γιαν Φαμπρ;». Σατανικό.



Έχω γράψει στο totetartokoudouni.blogspot.com, στις 9 Ιανουαρίου του 2017, μιλώντας για την «Δίκη του Κ.» που ’χε ανεβάσει ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο «Πόρτα»: «[...] Με επικεφαλής, στο ρόλο του Κ., τον Μιχάλη Συριόπουλο που προοιωνίζεται λαμπρή εξέλιξη θέτοντας πρωταγωνιστικές προδιαγραφές».
Έχω γράψει, εδώ και πάλι, στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 9 Απριλίου 2018, αναφερόμενος στον «Καντίντ» που ’χε ανεβάσει ο ίδιος σκηνοθέτης στο ίδιο θέατρο: «Ξεχώρισα [...], κυρίως, στον επώνυμο ρόλο, κάτι μεταξύ Μπάστερ Κίτον και Σταν Λόρελ/Λιγνού, τον Μιχάλη Συριόπουλο -ο Κ. και στην ‘Δίκη του Κ.’. Ο νέος αυτός, εύπλαστος ηθοποιός προσφέρει γι άλλη μια φορά τα εχέγγυα για ένα λαμπρό μέλλον -θυμηθείτε με, θα διαπρέψει: υπέροχος! Ο Καντίντ του δεν είναι μόνο ένας έξοχος αφελής, απλοϊκός αγαθούλης. Αλλά περνάει υπαινικτικά, με δεξιοτεχνικό, αξιοθαύμαστο τρόπο, χωρίς να το κραυγάζει, το δεύτερο, (επι)κριτικό προς την κοινωνία του, που καθόλου δε διαφέρει απ’ τη δικιά μας…, όπως η σκηνοθεσία υπογραμμίζει, επίπεδο». 
Πανηγυρίζω που ο Μιχάλης Συριόπουλος τιμήθηκε φέτος με το Βραβείο «Χορν». Άξιος! Μακάρι να ’χει τη συνέχεια που του πρέπει.


Βγαίνω out. Γιατί θα ρθω σ’ αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα θεατών, δημοσιογράφων, κριτικών... που χαρακτηρίζουν την παράσταση από εξαιρετική έως αριστούργημα. Λυπάμαι που θα διαφωνήσω αλλά συνηθίζω να ’χω το θάρρος της γνώμης μου. Και να εκφράζω τη διαφωνία μου και γι ανθρώπους που εκτιμώ. 
Εκτιμώ τον κόπο, τον ιδρώτα και το πάθος με το οποίο δημιουργήθηκε, στις άγριες ερημιές του Ελαιώνα, το θεατράκι «Cartel». Εκτιμώ την -πολλή- δουλειά που γίνεται στο «Cartel». Αλλά δε θα συμφωνήσω για το «Άνθρωποι και ποντίκια» που παίζεται εκεί.
Καταρχάς, βέβαια, συμφωνώ απόλυτα με την ιδέα της μεταφοράς του έργου στα καθ’ ημάς -μετάφραση κι ελεύθερη απόδοση Σοφία Αδαμίδου, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Βασίλης Μπιμπίκης. Καίρια! Το αμερικάνικο κραχ του ’29 κι οι συνέπειές του κουμπώνουν τέλεια στη δική μας οικονομική κρίση και το -καυτή πατάτα- θέμα μετανάστης και ρατσισμός εισάγεται στο έργο επιδέξια. Επίσης, ο τρόπος που το εξαθλιωμένο λούμπεν προλεταριάτο του έργου μιλάει, αυτός είναι -κάτι κινηματογραφικές αναφορές και την κουβέντα για «ερμηνεία» βρήκα, μόνο, παράταιρες. Αλλά ένοιωσα ότι όλο αυτό το μπινελίκι αγγίζει την υπερβολή. Κι ότι υπήρχε η σκόπιμη επιδίωξη για διαρκείς συγκρούσεις, ώστε να οξύνονται οι καταστάσεις. Τις οποίες η σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη οξύνει ακόμα περισσότερο με φωνές, κραυγές, ουρλιαχτά, στριγγλιές, ξελαρυγγιάσματα... Που ’χουν γίνει πια μόδα στο θέατρο μας αλλά, εγώ, ως αδυναμία να εκφραστούν εσωτερικά οι συγκρούσεις και τα πάθη τα εκλαμβάνω κι ως ευκολία τα εισπράττω -όσο περισσότερο ουρλιάξουμε τόσο εντονότερο πάθος θα εκφραστεί, τόσο η αλήθεια μας κι η καταγγελία μας θ’ ακουστούν καλύτερα... 
Ο Γιάννης Οικονομίδης ζει, αυτός μας οδηγεί. Μετά την τάση Κιτσοπούλου, βλέπω στο ελληνικό θέατρο ν’ αναπτύσσεται και τάση Οικονομίδη, μετά την επιτυχία του «Στέλλα κοιμήσου». Που δεν είναι καινούργια, βέβαια. Επιστροφή είναι. Στο νατουραλισμό. Σε νατουραλισμό του κερατά. Μετά τον Ζολά, γιατί να με αφορά σήμερα ο νατουραλισμός; Που, προσωπικά, στις παρούσες συνθήκες του θεάτρου μας, τον βρίσκω τόσο στημένο και πεποιημένο και δήθεν όσο και την αποδόμηση. Λυπάμαι, μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δε θα πάρω. Ψάχνω για ένα θέατρο πιο ποιητικό, πιο ουσιαστικό, πιο εσωτερικό απ’ το να βρίζονται και να ουρλιάζουν επί σκηνής. 
Όχι ότι θεώρησα την παράσταση κακή, όχι ότι δε βρήκα στιγμές της πολύ καλές -η πρώτη σκηνή, της έναρξης, εξαιρετική!-, όχι ότι ο ίδιος ο Βασίλης Μπισμπίκης, ως ηθοποιός, δε φέρει μια έντιμη αυθεντικότητα, όχι ότι όλοι οι ηθοποιοί δεν προσπαθούν για τη 


φυσικότητα, όχι ότι δεν εντυπωσιάστηκα με τις ικανότητες της Νικολέτας Κοτσαηλίδου -η «πιο ηθοποιός» όλων- να κάνει ένα θέατρο εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που ’χει κάνει μέχρι τώρα, αλλά...


Μ’ αφορμή το «Έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι οι «Ginger Creepers Theater Band», ήτοι ο Χρήστος Καπενής κι ο Γρηγόρης Χατζάκης, ανεβάζουν, στο «Faust», από 3 Μαΐου, μια εκδοχή του έργου για δυο πρόσωπα.
Δημιουργώντας, όπως σημειώνουν, «τον δικό τους προσωπικό χάρτη, την προσωπική τους εσωτερική διαδρομή. Οι δυο τους, μόνοι επί σκηνής, με το λάπτοπ τους κι ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, ζυμώνουν σκέψεις του μεγάλου ρόσου
συγγραφέα, χτίζοντας μια σπουδή πάνω σε καθολικές αξίες που επαναπροσδιορίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο τόσο συχνά, όσο η επαναφόρτιση μιας διαδικτυακής σελίδας».
Η σύλληψη κι η διασκευή είναι των «Ginger Creepers» (Χρήστος Καπενής και Γρηγόρης Χατζάκης), ο Γρηγόρης Χατζάκης υπογράφει και τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά θα ’ναι της Ζωής Αρβανίτη, τα κοστούμια της Lila Nova, η μουσική του Βύρωνα Κατρίτση, βοηθός σκηνοθέτη η Κική Μπαρμπαβασίλογλου και θα παίζουν ο Χρήστος Καπενής κι ο Γρηγόρης Χατζάκης.
Προς το παρόν οι ανήσυχοι «Ginger Creepers» παρουσιάζουν στο «Bios», τα Σαββατοκύριακα, μια δική τους παράσταση, επίσης για δυο, το «Γιβραλτάρ».






Τον παρακολουθώ τον Τάσο Κωστή αφότου βγήκε στη σκηνή -μεγαλύτερός του είμαι. Και απ’ την πρώτη στιγμή έχω εισπράξει το Μέγα Τάλαντο που διαθέτει. Στην κωμωδία, κυρίως, είναι που ’χει διακριθεί -αν και δεν είναι αποκλειστικά κωμικός ηθοποιός. Καρατερίστας εξαίρετος είναι. Σε πρώτους ή σε βασικούς υποστηρικτικούς ρόλους -ας μην υποτιμούμε τους ηθοποιούς αυτούς, είναι μεγάλο λάθος. Και παρακολουθώ την ποιότητα με την οποία πάντα υποστηρίζει τους ρόλους αυτούς -ποτέ δε γίνεται φτηνιάρης, ποτέ δε γίνεται εύκολος, ποτέ δε γίνεται χυδαίος. Αν και πληθωρικός, έχει τιθασεύσει τον πληθωρισμό του και δεν τον μεταφέρει στη σκηνή ως υπερβολή αλλά ως απολαυστική, πηγαία εκρηκτικότητα -γνωρίζει το μέτρο. Τον βλέπω να παίζει τόσο απλά, τόσο άμεσα, τόσο φυσικά, σα νεράκι που κυλάει. Αλλά ποτέ ρουτινιέρικα ή αδιάφορα -άντε να τελειώνουμε.
Έτσι τον χάρηκα και πάλι στο «Υπάρχει και φιλότιμο» των Σακελλάριου και Γιαννακόπουλου που ’δα στο «Προσκήνιο». Μια κωμωδία πολύ καλοφτιαγμένη στην αρχή, λίγο βιαστικά γραμμένη στη συνέχεια και πολύ «διδακτική» στο τέλος της -ο υπουργός Μαυρογιαλούρος απαλλάσσεται, ως αθώος του αίματος λόγω άγνοιας, με μεγάλη ευκολία ανανήφει και μόνο τα τσιράκια του αποδεικνύεται ότι έκαναν τις λοβιτούρες...- που ’χει ανεβάσει ικανοποιητικά, με καλό, σε γενικές γραμμές, θίασο και με τον Σιδερή Πρίντεζη να ντύνει, όπως μόνον εκείνος ξέρει, με τραγούδια της εποχής -μερικά, «πολιτικής υφής», εντελώς σπάνια-, 

ο Γιάννης Μπέζος. Κρατώντας ο ίδιος τον κεντρικό ρόλο με τον λεπτό τρόπο που κατέχει, πια, πολύ καλά γι αυτούς τους ρόλους των παλιών ελληνικών κωμωδιών και με την καλή Δάφνη Λαμπρόγιαννη να πλάθει ρόλο αλλά να φαίνεται το σχέδιο, κι οι χαμηλοί τόνοι της κι οι αργοί ρυθμοί της ν’ ανακόπτουν τους ρυθμούς της παράστασης.
Να επισημάνω: το έντυπο πρόγραμμα, εντελώς συμβατικό και με κείμενα γνωστά μεν αλλά επιμελημένα με τρόπο που δε μας συνηθίζουν οι παραγωγές αυτές...




«ΟΙ γάμοι του Φίγκαρο»... «ΟΙ γάμοι του Φίγκαρο»... «ΟΙ γάμοι του Φίγκαρο»... Ναι, το ξέρω, έχει καθιερωθεί. Αλλά μήπως πρέπει κάποια στιγμή να εφαρμόζουμε -τουλάχιστον σε καλλιτεχνικούς οργανισμούς- σωστά ελληνικά; Όπου ούτε «ΟΙ γάμοι» ούτε «ΟΙ αρραβώνες» απαντώνται, απλώς, αυτοί οι πληθυντικοί της μεγαλοπρεπείας ξιπασμένα μεγαλοπιάνονται κι αλληθωρίζουν προς την πάλαι ποτέ προστάτιδα δύναμη Γαλία -«les noces», «les fiançailles». «Ο γάμος», «Ο αρραβώνας» είναι, αγαπητοί, φίλοι, στα ελληνικά. Άρα «Ο γάμος του Φίγκαρο» ανεβαίνει στην Λυρική -σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη.
Θα μου πείτε, βέβαια:  «Εσύ θες ποΛΛΑ περισσότερα απίδια απ’ όσα χωράει ο σάκος μας»... Δίκιο θα ’χετε (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος).




Αυτά τα «turkofagos», και «Lepanto», κι «Αγιά-Σοφιά χωρίς μιναρέδες» του χριστιανού ταλιμπάν της Νέας Ζιλανδίας, τι μου θυμίζουν; Τι μου θυμίζουν;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...

March 21, 2019

Στο Φτερό / Ματωμένος γάμος


«Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, λιμπρέτο (σερ Γουόλτερ Σκοτ) Σαλβατόρε Καμαράνο / Μουσική διεύθυνση: Πιερ Ντιμουσό. Σκηνοθεσία: Κέιτι Μίτσελ.


Ξαναείδα την περσινή «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» της Λυρικής. Με φόβο. Είχα θεωρήσει την περσινή παράσταση συγκλονιστική και φοβόμουν ότι, φέτος, θ’ άρχιζα να βρίσκω ελαττώματα. Το αντίθετο: πρόσεξα, εντόπισα, ανακάλυψα λεπτομέρειες που μου είχαν διαφύγει, θαύμασα ακόμα περισσότερο τον τρόπο που η 
σκηνοθεσία ανέσυρε από το λιμπρέτο τα εξαιρετικά ευρήματά της, τον τρόπο που συνέπλευσε με τη μουσική, χωρίς να καπελώσει την όπερα με σκηνοθετισμούς και πιστεύω, ακράδαντα πια, πως πρόκειται για την καλύτερη παράσταση της Λυρικής, τουλάχιστον από το 1968 που την παρακολουθώ ανελιπώς. Και ότι η Κέιτι 

Μίτσελ είναι σπουδαία σκηνοθέτρια που έχει ανεβάσει μία παράσταση-σταθμό στην ιστορία της όπερας. Ένοιωσα την ανάγκη -την υποχρέωση μάλλον- να μεταφέρω το σχετικό κομμάτι που έγραψα πέρσι, στο totetartokoudouni.blogspot.com, κατά σύμπτωση, ακριβώς ένα χρόνο πριν -21 Μαρτίου 2018-, και ανάρτησα, πάλι, αυτούσιο, στις 24 του περασμένου Φεβρουαρίου στο facebook. Αυτή τη φορά συμπληρωμένο και προσαρμοσμένο στα κάπως διαφοροποιημένα, ως προς τη μουσική διεύθυνση και τη διανομή, φετινά δεδομένα της παράστασης που είδα: 

Τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν από το τελευταίο ελληνικό ανέβασμα της όπερας του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, για να παρουσιάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή και πάλι την «Λουτσία ντι Λαμερμούρ», σε μία παράσταση-συμπαραγωγή με την Βασιλική Όπερα, Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, που έκανε εκεί την πρεμιέρα της τη σεζόν 2015/2016. Ο έρωτας, στην Σκοτία των αρχών του 18ου αιώνα, της Λουτσία του Λαμερμούρ με τον Εντγκάρντο, λόρδο του Ρέιβενσγουντ, θανάσιμο εχθρό του αδελφού της Ενρίκο Άστον, λόρδου του Λαμερμούρ ο οποίος, όταν τον 

πληροφορείται, εκβιαστικά την υποχρεώνει -και για λόγους προσωπικής του πολιτικής διάσωσης- να παντρευτεί τον λόρδο Αρτούρο Μπάκλο, έρωτας με τραγική έκβαση, καθώς ο Εντγκάρντο εμφανίζεται στη διάρκεια της τελετής του γάμου και καταριέται για την, όπως πιστεύει, προδοσία της την Λουτσία που παραφρονεί, σκοτώνει τον άντρα της και πεθαίνει ενώ ο 

Εντγκάρντο, όταν μαθαίνει το θάνατό της, αυτοκτονεί, τρίπρακτη όπερα σε λιμπρέτο του Σαλβατόρε Καμαράνο (βασισμένο στο γκόθικ ρομαντικό, ιστορικό -καθώς αντλεί από ένα ιστορικό γεγονός του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα- μυθιστόρημα «Η
νύφη του Λάμερμουρ» (1819) του Σκότου σερ Γουόλτερ Σκοτ), από τις κορυφαίες του μπελκάντο -η αποθέωσή του-, ιδεώδες, δεξιοτεχνικό μελόδραμα, βρήκε ιδανική σκηνοθέτρια στο πρόσωπο της Αγγλίδας Κέιτι Μίτσελ. Η Κέιτι Μίτσελ έσκυψε με τόλμη αλλά και με περίσκεψη και με μεγάλη προσοχή και ανέσκαψε με ιδιαίτερη φροντίδα την όπερα του Ντονιτσέτι -μουσική και λιμπρέτο- ανατρέχοντας στις γκόθικ 
ρίζες της αλλά τοποθετώντας την στην εποχή που γράφτηκε (1835). Δεν έπεσε στην παγίδα του εύκολου «εκσυγχρονισμού» και των προς εντυπωσιασμόν, όπως λάχει, ευρημάτων για τα ευρήματα, στο δήθεν μεταδραματικό κιτς και στην αποδόμηση. Της ήταν περιττά. Προτίμησε την έρευνα και την ουσία. Στη σκηνοθεσία της, που εδώ την έχει αναβιώσει ο Ρόμπιν Τέμπατ, σε αντίθεση με τα, συνήθη στις οπερατικές σκηνές,

grosso modo -«χοντρικά»- ανεβάσματα, η έμφαση που δίνεται στη λεπτομέρεια είναι αξιοπρόσεκτη -τα γυαλιά του που καθαρίζει ο Εντγκάρντο στην ερωτική σκηνή, η Λουτσία που προσπαθεί να τον γδύσει (δύο στιγμιότυπα που απόρησα γιατί δεν υπάρχουν στη φετινή παράσταση, έως και λογοκρισία υποπτεύτηκα...), οι κολορατούρες της Λουτσία στη Σκηνή της Τρέλας που ιδιοφυώς μετασχηματίζονται από μπραβούρα μελοδράματος της
αρχής του 19ου αιώνα σε κραυγές πόνου της γυναίκας που απέβαλε, εκείνο το ανατριχιαστικό, μοναδικό ξεχείλισμα της μπανιέρας στο φινάλε, με την Λουτσία νεκρή με κομμένες φλέβες μέσα, και τον Εντγκάρντο να την ακολουθεί κόβοντας το λαιμό του... Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, κάθε εύρημα είναι αντλημένο από το κείμενο και συμπλέει με τη μουσική. Η διαίρεση στα δύο της σκηνής στο τέλεια ζυγισμένο, όπως και η σκηνοθεσία, εξαιρετικό και εξαιρετικά φωτισμένο από 
τον Τζον Κλαρκ -αυτά τα «ομιχλώδη» ημίφωτα!- σκηνικό της Βίκι Μόρτενσεν, που υπογράφει και τα πειστικής αυθεντικότητας κοστούμια, επιτρέπει στη σκηνοθεσία να εμπλουτίσει την κύρια δράση με δράση παράλληλη, βουβή, συμπληρωματική, επεξηγηματική της πλοκής αλλά ποτέ φλύαρη, ποτέ περιττή. Τα δύο φαντάσματα από το παρελθόν τα οποία εμφανίζονται -της ερωτευμένης κοπέλας που 

σκότωσε ο εραστής της, ένας ζηλότυπος πρόγονος του Ρέιβενσγουντ, και της μητέρας τής Λουτσία, που πρόσφατα έχει πεθάνει-, στοιχειώνοντας το παρόν, δένονται -η γκόθικ πινελιά- οργανικά στη δράση -ρέουν αργά, υπνωτιστικά μέσα στην παράσταση- και η τρέλα στην οποία κυλάει η Λουτσία προκύπτει 

«λογικά», «αβίαστα», «υποχρεωτικά» ως συσσωρευτικό αποτέλεσμα της τρομερής καταπίεσης από τον αδελφό της, της κοινωνικής πίεσης που υφίσταται, των ασφυκτικών απαιτήσεων και της απόρριψης από τον Εντγκάρντο αλλά και της εγκυμοσύνης της η οποία καταλήγει σε αιματηρή αποβολή -ευφυές σκηνοθετικό εύρημα: μία γυναίκα απόλυτα καταπιεσμένη από παντού που φτάνει, με τη 

βοήθεια μιας άλλης γυναίκας, της έμπιστης υπηρέτριάς της Αλίζα, στο φόνο του κατ’ επιταγήν συζύγου της -μία ακραία κίνηση πρώιμου φεμινισμού. Η Κέιτι Μίτσελ έχει ανεβάσει, τελικά, ένα αιματοβαμμένο θρίλερ, κοντά στο σπλάτερ, που, όμως, με την υψηλότατη αισθητική του -απόλυτα λειτουργική και η κινησιολογία/χορογραφία του Τζόζεφ Άλφορντ-, αναβαθμίζει, «γεμίζει» -αλλά όχι με φούμαρα- την όπερα του Ντονιτσέτι. Μία σπουδαία σκηνοθεσία που δεν καπελώνει αλλά αναδεικνύει το έργο. Η Ορχήστρα της Λυρικής υπό τον δυναμικό Γάλο Πιερ Ντιμουσό συμβάλλει θετικά στο μουσικό κομμάτι της παράστασης, αν και, ειδικά στην πρώτη και στη δεύτερη σκηνή της τρίτης
πράξης, μετά την άρια της τρέλας «Ο γλυκός ήχος», εντόπισα κάποια προβλήματα σύμπλευσης με τους τραγουδιστές. Ικανοποιητική και η Χορωδία της Λυρικής σε διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Βρήκα με κάποιες φωνητικές αδυναμίες τον Νορμάνο του τενόρου Χαράλαμπου Βελισσάριου και την Αλίζα της μέτζο Λυδίας Βαφειάδη αλλά ενταγμένους στην παράσταση. Ο μπάσος Τάσος Αποστόλου ως Ραϊμόντο, φωνητικά στέρεος και υποκριτικά ικανός ακόμα και όταν σιωπά, ξέρει να πατάει γερά το σανίδι. Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος έχει ωριμάσει φωνητικά και υποκριτικά: ο Εντγκάρντο του είναι πολύ καλός. Ο Ενρίκο του Τάση Χριστογιαννόπουλου σχεδόν κλέβει  


την παράσταση: εξαιρετική φιγούρα, κορμοστασιά-σπαθί, υποκριτική επιπέδου πρόζας, θαυμάσια κίνηση και φωνή βαρύτονου μεστή και με εύρος. Η Χριστίνα Πουλίτση πραγματοποιεί έναν άθλο: ακροβατεί φωνητικά με θριαμβευτική επιτυχία στο ρόλο της 

Λουτσία αλλά και, καλά οδηγημένη από τη σκηνοθεσία, ερμηνεύει αυτό το κορίτσι, που ασφυκτιά από την καταπίεση και που εξεγείρεται απεγνωσμένα για να καταρρεύσει από την υπεράνθρωπη προσπάθεια να υπερβεί τους κανόνες της κοινωνίας της, συναρπαστικά. Μία παράσταση ιδιοφυής, κατά τη γνώμη μου η σημαντικότερη στην ιστορία της Λυρικής. ΟΦΕΙΛΕΤΕ να τη δείτε. Και η Λυρική ΟΦΕΙΛΕΙ να εντάξει αυτή την παράσταση στο ρεπερτόριό της (Φωτογραφίες: 1,3,4,5,9,10,13,14,15,17 Ανδρέας Σιμόπουλος 2,6,7,8,11,12,16 Δημήτρης Σακαλάκης).

(Το έντυπο -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά- πρόγραμμα της παράστασης, περσινή έκδοση με καινούργιο ένθετο για τους συντελεστές, πλουσιότατο. Μία παρατήρηση: Το Royal Shakespeare Company/RSC μεταφράζεται Βασιλικός Σεξπιρικός Θίασος κι όχι Βασιλική Εταιρεία Σέξπιρ).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «Ιταλικής Όπερας», Εθνική Λυρική Σκηνή και Βασιλική Όπερα, Κόβεντ Γκάρντεν, 20 Μαρτίου 2019.

March 19, 2019

Ο Γιάννης Μόσχος στο ΚΘΒΕ με σπάνιο Ίψεν


 Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση


Με το ελάχιστα παιγμένο στην Ελλάδα έργο του Χένρικ Ίψεν «Οι στυλοβάτες της κοινωνίας», που θ ανεβάσει στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών την προσεχή χειμερινή σεζόν 2019/2020, ο Γιάννης Μόσχος, εγκυρότατος ιψενολόγος που για πρώτη, όμως, φορά σκηνοθετεί Ίψεν, επιστρέφει -μετά από τρία χρόνια και το «Δηλητήριο» της Ολανδής Λοτ Φέκεμανς που σκηνοθέτησε στο Φουαγιέ της ΕΜΣ, τη σεζόν 2016/2017- στην Θεσσαλονίκη και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Θεσσαλονικιός, άλλωστε, ο ίδιος και με σπουδές στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου όπου έως πρόσφατα δίδασκε Θεατρολογία, εγκατεστημένος στην Αθήνα εδώ και χρόνια, εκλήθη στο πλαίσιο της προσπάθειας του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ Γιάννη Αναστασάκη, αφότου ανέλαβε τη θέση, να καλεί όσο γίνεται περισσότερους ντόπιους καλλιτέχνες να συνεργαστούν με το Κρατικό (Φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή).
Στους «Στυλοβάτες της κοινωνίας» -πρώτο, σύγχρονης εποχής, ρεαλιστικό δράμα με κοινωνικό πρόσημο του συγγραφέα- ο Κάστερ Μπέρνικ, πλούσιος επιχειρηματίας κι ιδιοκτήτης ναυπηγείου σ’ ένα μικρό νορβηγικό λιμάνι, θεωρούμενος αξιοσέβαστος πολίτης, μ’ άψογη ηθική, ένας απ’ τους στυλοβάτες της τοπικής κοινωνίας, δεν έχει, εντούτοις, καθαρό παρελθόν: την επιτυχία του την οφείλει σε ύποπτες συναλλαγές, στα νιάτα του εγκατάλειψε την αγαπημένη του Λόνα Χέσελ για να παντρευτεί την ετεροθαλή αδελφή της Μπέτι λόγω της μεγάλης περιουσίας της κι ενώ ήταν αρραβωνιασμένος με την Μπέτι, τον ανακάλυψαν -δεκαπέντε χρόνια πριν απ την αρχή του έργου- στην κρεβατοκάμαρα μιας θεατρίνας ερωμένης του και για ν’ αποφύγει το σκάνδαλο έριξε την ευθύνη στον αδελφό της γυναίκας του, Γιοχάν Τόνεσεν, που επρόκειτο τότε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Ο Γιοχάν είχε δεχτεί ν’ αναλάβει την ευθύνη θέλοντας να βοηθήσει το γαμπρό του. Ο Κάρστεν άδραξε την ευκαιρία κι άφησε, επιπλέον, να διασπαρεί η φήμη, εν αγνοία του Γιοχάν, ότι εκείνος του ’κλεψε χρήματα, προπέτασμα για να καλύψει ο Κάρστεν την αφερεγγυότητα της επιχείρησής του που βρισκόταν κοντά στην χρεωκοπία κι έτσι να ορθοποδήσει. 
Ο Γιοχάν Τόνεσεν, όμως, τώρα επιστρέφει αιφνίδια απ’ τις ΗΠΑ μαζί με την Λόνα η οποία είχε ακολουθήσει τον ετεροθαλή αδελφό της. Η επιστροφή τους προκαλεί μεγάλη αγωνία στον Μπέρνικ που φοβάται ότι θα ξεσκεπάσουν το παρελθόν του. Κι ενώ, αρχικά, ο Γιοχάν τον καθησυχάζει ότι δεν πρόκειται να πει τίποτα, η στάση του θ’ αλλάξει άρδην όταν μάθει ότι ο Κάρστεν τον έχει κατηγορήσει ως καταχραστή. Οργισμένος, απειλεί, αφού γυρίσει στις ΗΠΑ και τακτοποιήσει εκεί τις υποθέσεις του, να επιστρέψει και ν’ αποκαλύψει τα μυστικά του παρελθόντος. Στην Αμερική σχεδιάζει να φύγει μ’ ένα πλοίο που βρίσκεται στο ναυπηγείο του Μπέρνικ για επισκευή. Κι ενώ ο Μπέρνικ σκόπευε ν’ απαγορεύσει τον απόπλου του, καθώς δεν έχει επισκευαστεί σωστά κι είναι επικίνδυνο να ταξιδέψει, δίνει την άδεια ν’ αποπλεύσει ελπίζοντας στον πνιγμό του Γιοχάν. Όταν, όμως μαθαίνει, πως μαζί του, έχει φύγει, καθώς ειν’ ερωτευμένοι, κι η Ντίνα Ντορφ, η ψυχοκόρη του και κόρη της νεκρής, πια, θεατρίνας ερωμένης του, προσπαθεί απεγνωσμένα ν’ αποτρέψει τον απόπλου του πλοίου αλλά ειν’ αργά πια. Κι ενώ βασανίζεται απ’ τις τύψεις, μαθαίνει ότι στο αμπάρι του επικίνδυνου πλοίου έχει κρυφτεί κι ο δεκατριάχρονος γιος του που το ’σκασε απ’ το σπίτι. Τρελός από αγωνία πασχίζει να αποτρέψει το μοιραίο. Ο Ίψεν επιφυλάσσει happy end στον ήρωα: το ζευγάρι Γιοχάν και Ντίνα, τελευταία στιγμή, αλλάζει τα σχέδια του και φεύγει μ’ άλλο πλοίο ενώ σώζεται κι ο γιος του απ’ τη μητέρα του, την Μπέτι, η οποία μαθαίνει ότι ο μικρός το ’σκασε και προλαβαίνει να τον βγάλει απ’ το πλοίο του οποίου, μάλιστα, εμποδίζεται, τελικά, ο απόπλους κι επιστρέφει στο λιμάνι. Ο Μπέρνικ, συνειδητοποιώντας τα λάθη του, ομολογεί δημόσια όλη την αλήθεια σε γιορτή που ’χει οργανώσει η πόλη για να τον τιμήσει, ζητάει τη συγχώρεση των συμπολιτών του κι υπόσχεται μια καινούργια αρχή.

Το έργο, το οποίο ο Ίψεν άρχισε να σκέφτεται απ’ το 1869 και για το οποίο άρχισε να κρατάει σημειώσεις απ’ την επόμενη χρονιά αλλά χρειάστηκαν πέντε χρόνια -1875, οπότε και μετακινήθηκε απ’ την Δρέσδη της Γερμανίας, όπου ζούσε, κι εγκαταστάθηκε στο Μόναχο- για να ξεκινήσει να τις επεξεργάζεται, ολοκληρώθηκε εκεί το 1877. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε στην Δανία -στην Κοπεγχάγη- και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Όντενσε της Δανίας κι αμέσως, πριν τελειώσει το 1877, ανέβηκε στην Κοπεγχάγη, στο Μπέργκεν της γενέτειράς του Νορβηγίας και στην Σουιδία -στην Στοκχόλμη. Μέχρι το τέλος του 1878 είχε γίνει η μεγαλύτερη, μέχρι τότε, θεατρική επιτυχία του Ίψεν -κυρίως στην Γερμανία και στην Αυστρία, όπου υπολογίζεται ότι παρουσιάστηκε από είκοσι επτά, τουλάχιστον, Σκηνές.
Στην Ελλάδα, «Οι στυλοβάτες της κοινωνίας» έχουν παιχτεί δυο μόνον φορές -με τον τίτλο «Τα στηρίγματα της κοινωνίας»: η πρώτη ήταν τη μακρινή θεατρική περίοδο 1901/1902, απ’ τον Θωμά Οικονόμου, στο τότε «Βασιλικόν Θέατρον» -νυν Εθνικό-, με Βέρνικ (Μπέρνικ) τον Διονύσιο Ταβουλάρη, κι η πρόσφατη δεύτερη, το 2016/2017, στο θέατρο «Εκάτη», σε σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά, με Μπέρνικ τον Χρήστο Αυλωνίτη.
Στην Θεσσαλονίκη το έργο θα παρουσιαστεί -υπολογίζεται τον Φεβρουάριο του 2020- απ’ τον Γιάννη Μόσχο, σε μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα -από ετών έτοιμη για παράσταση που σχεδιαζόταν ν’ ανεβεί (και τότε) στο ΚΘΒΕ αλλά τελικά δεν προγραμματίστηκε- και σε διασκευή του σκηνοθέτη που σκοπεύει, οπωσδήποτε, ν’ αλλάξει το τέλος του που, έτσι κι αλλιώς, με την απότομη μεταστροφή του Μπέρνικ, κρίνεται προβληματικό. Για τους υπόλοιπους συντελεστές και τη διανομή έχουν αρχίσει οι συζητήσεις.