February 2, 2018

Tip: «Πέερ Γκιντ»


Η πίκρα να σε νομίζουν παραμύθι… 

Φαφλατάς και ονειροπαρμένος, ψεύτης που δεν ξέρεις πότε λέει αλήθεια και πότε ψέματα, υπερφίαλα φιλόδοξος αλλά και περίγελως των συγχωριανών του, καβγατζής που κάθεται, όμως και τις τρώει, παρορμητικός, αδίστακτος αλλά και ψοφοδεής, άβουλος αλλά και αλαζόνας, αυθόρμητος αλλά και υπολογιστής, ή του ύψους ή του βάθους, με το ένα πόδι στη γη και το 
άλλο στην ουτοπία, σαρκαστής αλλά και αυτοσαρκαζόμενος, τρυφερός αλλά και σκληρός συνάμα, αθώος αλλά και πονηρεμένος, παιδί της μάνας του της Όσε (Άαζε στη μετάφραση) που, σάρκα εκ της σαρκός της, τον χουγιάζει αλλά τον λατρεύει, τον καταριέται αλλά και τον υπερασπίζεται, τον βρίζει αλλά και τον αγκαλιάζει, παραμυθιάζεται με αυτά που της λέει και μετά τον φωνάζει «ψεύτη», ο Πέερ Γκιντ -Γιντ η σωστή προφορά στα νορβηγικά- ξεκινάει από το σπίτι του με την εκρηκτική ορμή της νιότης του και με την επιθυμία -αλλά και το ερώτημα- να είναι ο εαυτός του και, μετά από περιπλανήσεις και περιπέτειες που μπορεί να συμβαίνουν, μπορεί και όχι -κλέβει μία νύφη λίγο πριν από το
γάμο της και την αποπλανεί, πέφτει στην ερωτική αγκαλιά τριών, ταυτόχρονα, κοριτσιών, για να γίνει βασιλιάς δίνει γην και ύδωρ στα ξωτικά και σμίγει με την κόρη του βασιλιά τους, που την παρατάει έγκυο, συναντάει παράξενα, συμβολικά πρόσωπα, βρίσκεται στην Αφρική και πλουτίζει από το δουλεμπόριο, χάνει την περιουσία του και ναυαγεί αλλά σώζεται…-, γυρίζει στην πατρίδα του και φτάνει στη δύση του παζαρεύοντας με τον Χάρο/Κουμποχύτη. Φορτωμένος
αμαρτίες. Έτσι νομίζει, τουλάχιστον. Η Σούλβάι (Σόλβαϊγ στη μετάφραση), η Αθώα, η Αγαθή, η Αγνή, ο έρωτάς των νιάτων του ο ιδανικός, που κοντά σαράντα χρόνια τον περίμενε, τον έχει αθωώσει: η αίρουσα τις αμαρτίες του Πέερ. Ο οποίος ήθελε να γίνει αυτοκράτωρ. Και έγινε. Αλλά, τελικά, ανακάλυψε ότι ο παράδεισος που έψαχνε, πλάι του βρισκόταν. Και θα κουρνιάσει, θρύλος πια, που έγινε και ποίημα, έγινε και θέατρο, στην αγκαλιά της Σόλβαϊγ με τη διαπίστωση: «Ξέρεις τι πίκρα είναι να σε νομίζουν παραμύθι;». Φαίνεται έχει βρει πια τον εαυτό του. Ο Χένρικ Ίψεν έγραψε, αντλώντας από ένα νορβηγικό παραμύθι -πιστεύεται ότι ο ήρωας ήταν πρόσωπο υπαρκτό- και από εμπειρίες της προσωπικής ζωής του τον φαουστικό «Πέερ Γκιντ» γύρω στο 

1866 και τον εξέδωσε το 1867 -ένα έμμετρο, ομοιοκατάληκτο δραματικό ποίημα, προορισμένο για ανάγνωση και όχι για τη σκηνή. Δέκα σχεδόν χρόνια μετά (1876) άλλαξε γνώμη και τον έδωσε, με γενναίες περικοπές, να παιχτεί. Έργο βαθύτατα ποιητικό, μακριά από τον κατοπινό ρεαλισμό που ο Ίψεν υιοθέτησε, εξαιρετικά προχωρημένης για την εποχή του γραφής και φόρμας 
ανοιχτής τολμηρά, διαρρηγνύει τις συμβάσεις και «δείχνει» στο κοινό ότι είναι θέατρο -«δεν έχει ερθ’ η ώρα σου ακόμα -είμαστε στα μισά της πέμπτης πράξης» λέει ο Παράξενος Επιβάτης στον Πέερ στο τέλος της 2ης σκηνής της 5ης πράξης. Με τους συμβολισμούς να περισσεύουν αλλά και με χιούμορ πηγαίο, λαϊκό και με μία ζωικότητα σπάνια, ο «Πέερ Γκιντ» είναι ένα ψυχογράφημα του ίδιου του συγγραφέα του, απολογιστικό, αν και ο Ίψεν ήταν μόνο στα 36 του όταν το έγραψε, αλλά και ένα πολύπτυχο ψυχογράφημα, γενικά, του ανθρώπου. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, σκηνοθετικά ώριμος πια, συνέλαβε απολύτως το πνεύμα του έργου - παλλόμενη ζωικότητα
και κατακαθισμένη ωριμότητα. Και σεβάστηκε το γράμμα του. Και ας έχει επέμβει δραματουργικά (η δραματουργική επιμέλεια της Ελένης Γκίνη η οποία υπογράφει και ένα εξαιρετικά διαφωτιστικό εισαγωγικό σημείωμα στο έντυπο πρόγραμμα της παράστασης) με δραστικό τρόπο: κράτησε το μισό περίπου κείμενο από το ιδιαίτερα εκτεταμένο, πεντάπρακτο έργο προσθέτοντας δικά του κείμενα συνδετικά και επινοώντας έναν Πέερ Γκιντ -τον ώριμο- που μπαίνει και βγαίνει, ως αφηγητής, από το έργο, αποστασιοποιούμενος και παίρνοντας τη θέση του συγγραφέα κατά το μέρος που το έργο θεωρείται αυτοβιογραφικό του Ίψεν. Η συμπύκνωση της -αποδοτικότατης, σε στίχο ενδεκασύλλαβο αλλά όχι και ομοιοκατάληκτο, που διατηρεί τη μουσικότητα του κειμένου- μετάφρασης του Γιώργου Δεπάστα έχει γίνει με εξαιρετικό τρόπο, χωρίς αβαρίες και χωρίς να δημιουργούνται κενά. Τον επώνυμο ρόλο, πλην του ώριμου Πέερ,

ο Δημήτρης Λιγνάδης τον σπάζει σε τρεις ακόμα ηλικίες -ο έφηβος, ο νέος, ο άντρας Πέερ-, λύση απολύτως αποδεκτή -ο Γιάννης Μαργαρίτης στο (πολύ καλό) ανέβασμα του έργου στο ΚΘΒΕ, το 2013, τον είχε σπάσει στα πέντε, όσες και οι πράξεις του έργου-, οι ρυθμοί τρέχουν και όλη η παράσταση στροβιλίζεται σαν δίνη στο χρόνο ενώ η αισθητική της, μοντέρνα αλλά όχι στη γραμμή του μεταμοντέρνου κιτς, προσφέρει στο έργο ανάσες σημερινές. Ο Απόλλων Παπαθεοχάρης, με τα ιδιαίτερα καλαίσθητα σκηνικά του -μόνο των σκηνών με τη ρόδα μου φάνηκε το σκηνικό κάπως παρατακτικό-, συναρπαστικά φωτισμένα από τον Σάκη Μπιρμπίλη
(η καλύβα της Σόλβαϊγ, ένα συγκλονιστικό επιτύμβιο), και με τα περισσότερα κοστούμια του, δίνει τον τόνο. Εξαιρετικά αποτελεσματική η χρήση της ιστορικής μουσικής του Έντβαρντ Γκριγκ (ο οποίος κακώς δεν αναφέρεται στο πρόγραμμα) γραμμένης για το πρώτο ανέβασμα του έργου (ειδικά του «Τραγουδιού της Σόλβαϊγ» που επανέρχεται ως λάιτ μοτίφ) σε συνδυασμό με τις πρωτότυπες μουσικές του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου. Μαζί με την κίνηση που έχει επιμεληθεί η Αναστασία Βαλσαμάκη είναι άλλα δύο ατού. Η παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη -η καλύτερή του μέχρι τώρα- πάλλεται: η
σύγκρουση μάνας και γιου, κεφάλι με κεφάλι, σαν τα τραγιά που τσακώνονται, στην πρώτη σκηνή, η συγκλονιστική σκηνή του θανάτου της Άαζε που κλείνει το πρώτο μέρος της παράστασης και η τρυφερότητα που εκλύει το φινάλε με Πέερ και Σόλβαϊ,γ ανάμεσα στις σκηνές για τις οποίες, τουλάχιστον, επιβάλλεται να δείτε την παράσταση. Η οποία έχει ευτυχήσει και στη διανομή: ο έφηβος Γιάννης Τσουμαράκης/δονούμενος πρώτος Πέερ, τον οποίο ο Δημήτρης Λιγνάδης πρωτοπαρουσίασε πέρσι ως Ρομέο στο «Ρομέος και Ιουλιέτα» που ανέβασε, είναι σίγουρα διδαγμένος εξαντλητικά και φέτος από τον Δημήτρη Λιγνάδη. Αλλά επαναλαμβάνοντας την επιτυχία, σε έναν ακόμα δυσκολότερο ρόλο, πιστοποιεί ότι δεν επρόκειτο για κάτι συμπτωματικό αλλά ότι σίγουρα διαθέτει τη στόφα μεγάλου φυσικού ταλάντου. Ελπίζω ότι 
το πέρασμά του στη μετεφηβεία και οι σειρήνες δεν θα αλλοιώσουν αυτό που προμηνύει η παρουσία του: έναν σημαντικό ηθοποιό εν τη γενέσει του. Εκφραστικότατος αλλά με φωνητικό ηχόχρωμα που τον αδικεί και για το οποίο πρέπει πολύ να δουλέψει, ο Πάνος Παπαδόπουλος/δεύτερος Πέερ. Ο Δημήτρης
Μοθωναίος/τρίτος Πέερ δεν έχει απλώς εξελιχθεί πολύ καλά ως ηθοποιός. Δείχνει και μία αξιομνημόνευτη ωριμότητα. Ο λόγος του, καλά καρφωμένος, αναδεικνύει τον ποιητικό ιψενικό λόγο. Αυθεντική Ίνγκριντ αλλά και Ανίτρα, η Ζωή Μυλωνά, υπέροχα ζεστή και τρυφερή και μητρική Σόλβαϊγ η Νάνσυ Μπούκλη ενώ αποτελεσματικοί είναι και οι Ιερώνυμος Καλετσάνος, Σπύρος Τσεκούρας, Γιούλικα Σκαφιδά, Κατερίνα Πατσιάνη και ήταν ο άτυχος, εκλιπών στο μεταξύ -είδα δύο φορές την παράσταση- Βαγγέλης Ρωμνιός. Τα 

δύο ριζιμιά λιθάρια της, πάντως, είναι ο Δημήτρης Λιγνάδης/Πέερ-Αφηγητής -υποκριτική ωριμότητα εδώ και χρόνια διαπιστωμένη, λιτότητα στα μέσα του, φωνητικό όργανο και τεχνική του λόγου ιδανικά για ποιητικό θέατρο, στιβαρή κίνηση, ελεγχόμενη συγκίνηση και μία «κούραση», που ανάγεται σε σφαίρες φιλοσοφικές, σαν απόσταγμα ζωής- και η Στεφανία Γουλιώτη /Άαζε -πιστεύω πως ηθοποιό αναλόγου μεγέθους, που να πατάει το 

σανίδι σαν να έχει φυτρώσει πάνω του και να έχει μέσα του ρίζες, που να βγάζει το χαρακτήρα τον οποίο ενσαρκώνει από τα σπλάχνα της αυθόρμητα, φυσικά, αβίαστα χωρίς να φαίνεται καμία προσπάθεια, κανένα άγχος, καμία αγωνία, καμία διαπάλη με τα τεχνικά της μέσα, δεν έχουμε άλλη στο ελληνικό θέατρο. Τάλαντο αυθεντικό, γεννημένο. Συναγωνίζονται οι δύο τους. Και όταν παίζουν μαζί, η σκηνή ανθίζει. Μία ευτυχής θεατρική στιγμή. Από
τις παραστάσεις που εύχεσαι το Εθνικό Θέατρο -στην Κεντρική Σκηνή του οποίου παίζεται- να μπορούσε να την κρατήσει στο ρεπερτόριο του. Καθώς είναι εμφανές ότι μπορεί να έχει μέλλον (Η παράσταση συνοδεύεται με την προσεγμένη έκδοση της πλήρους μετάφρασης του Γιώργου Δεπάστα από το Εθνικό Θέατρο σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Σοκόλη που τα τελευταία χρόνια δείχνουν γόνιμο ενδιαφέρον για το θεατρικό έργο). (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).

No comments:

Post a Comment