February 12, 2018

Θαυμάστρια νάμπερ ουάν μέχρι θανάτου...



Το έργο. Πολ Σέλντον: συγγραφέας μπεστσελεριτζής που τα βιβλία του πουλάνε σαν τρελά -αισθηματικά μυθιστορήματα, τοποθετημένα στη βικτοριανή εποχή, με ηρωίδα ονόματι Μίζερι Τσάστέϊν. Οκτώ μέχρι τώρα. Προληπτικός, θεωρεί γούρι του να τα τελειώνει όλα, όπως έκανε με το πρώτο τους, κατακτώντας αμέσως την επιτυχία, σε ένα ορεινό κατάλυμα, κάπου στο Κολοράντο.

Εκεί κοντά, σε ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο, μένει η Άνι Γουίλκς, μεσήλικη πρώην νοσοκόμα, κάπως διαταραγμένη ψυχικά: η «νάμπερ ουάν θαυμάστρια» του Σέλντον, που ζει με την Μίζερι και για την Μίζερι -της «έχει σώσει τη ζωή», λέει. Και που παρακολουθεί το ξενοδοχείο  όπου  ο  Σέλντον  τελειώνει, όπως το
συνηθίζει, ένα καινούργιο βιβλίο. Και που ακολουθεί το αυτοκίνητό του, μέσα στη θύελλα η οποία έχει ξεσπάσει, όταν εκείνος φεύγει και τυχαία υποπίπτει στην αντίληψή της. Μεγάλη η τύχη του (;): το αυτοκίνητο συντρίβεται αλλά η παρούσα στο δυστύχημα Άνι τον σώζει: τον ανασύρει από τα συντρίμμια βαριά τραυματισμένο, τον κουβαλάει σπίτι της με βγαλμένη ωμοπλάτη και κατάγματα και στα δύο πόδια και αναλαμβάνει τη φροντίδα του, με όσες γνώσεις και όσα παυσίπονα διαθέτει ως πρώην νοσηλεύτρια. Και τον απομονώνει -τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν. Ο Σέλντον τής αποκαλύπτει ότι, από στιγμή σε στιγμή, κυκλοφορεί και ένατο μυθιστόρημά του με την Μίζερι. Και πως έχει μαζί του, ολοκληρωμένο, το καινούργιο του βιβλίο. Μόνο που ηρωίδα του σ’ αυτό δεν είναι η Μίζερι. Μπουχτισμένος, έχει κάνει στροφή στη 
σοβαρή λογοτεχνία. Η Άνι ζητάει να το διαβάσει: δεν θα το καταπιεί εύκολα -έχει πολλές βρισιές που τη σοκάρουν και του λείπει η Μίζερι, ούτε μπορεί να το διαβάσει, όπως συνήθιζε, ακούγοντας τον «φάνσι» Λιμπεράτσε, λαϊκό είδωλο στην Αμερική…, να παίζει πιάνο. Και όταν αγοράσει, πρώτη, όπως πάντα, φρέσκο-φρέσκο, «Το παιδί της Μίζερι», το καινούργιο, το ένατο, και ανακαλύψει πως ο Σέλντον ξεπαστρεύει την ηρωίδα του κατά τη διάρκεια του τοκετού της -διότι θέλει πλέον να απαλλαγεί από το βάρος της αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι της- θα χάσει τον έλεγχο και θα εκτραπεί: έξαλλη. Ο Πολ που θαύμαζε είναι ο «δολοφόνος» της Μίζερι.
Τον υποχρεώνει, καθώς του είναι αδύνατον να αντιδράσει και να κινηθεί και πονάει φριχτά και εκείνη έχει τα παυσίπονα, άρα είναι στην απόλυτη εξουσία της, να κάψει το χειρόγραφο του νέου μυθιστορήματός του και, αφού του κουβαλάει μία γραφομηχανή, να γράψει το δέκατο βιβλίο της Μίζερι «ανασταίνοντάς» την: Μίζερι ή θάνατος! Θα το κάνει ο Πολ υπό την επιτήρησή της -δεν έχει άλλη επιλογή. «Η επιστροφή της Μίζερι», ο τίτλος του. 
Αρχίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι γάτας και ποντικού. Οι απόπειρές του Πολ να το σκάσει αποβαίνουν άκαρπες, εκείνη τις αντιλαμβάνεται, τον τιμωρεί, σκοτώνει ένα σερίφη ο οποίος ανακαλύπτει το μυστικό της απόκρυψης του εξαφανισμένου Σέλντον που τον ψάχνουν παντού αλλά η εκδίκηση του συγγραφέα
είναι, τελικά, δική του: όταν εκείνη του αποκαλύψει ότι είναι ερωτευμένη μαζί του και δεν θέλει να τον χάσει και ότι προτιμάει να τον σκοτώσει και να σκοτωθεί, ο Πολ θα ρίξει στις φλόγες το χειρόγραφο της «Επιστροφής» και θα της φέρει τη βαριά γραφομηχανή στο κεφάλι. Αλλά επειδή δεν πεθαίνει με την πρώτη θα την μπουκώσει με τα καμένα χειρόγραφα. Έχει απαλλαγεί από αυτήν.
Στο τέλος θα τον δούμε, ελευθερωμένο και σχεδόν γιατρεμένο, να παρουσιάζει σε συνέντευξη Τύπου την «Επιστροφή της Μίζερι». Είχε κρατήσει αντίγραφο του χειρόγραφου που είχε κάψει. Ξαναγυρίζει εκεί από όπου ήθελε να ξεφύγει. Και η Άνι Γουίλκς «είναι εκεί».

Ο αμερικανός μπεστσελερίστας Στίβεν Κινγκ, στο μυθιστόρημά του «Μίζερι» (1987), γίνεται, εν μέρει, αυτοβιογραφικός παίρνοντας ως αφορμή τις αρνητικές αντιδράσεις των θαυμαστών του όταν εξέδωσε ένα βιβλίο όπου δεν κυριαρχούσε ο τρόμος και η φρίκη στα οποία τους είχε συνηθίσει. Το -καλογραμμένο- μυθιστόρημα δεν ξεπερνάει κατά πολύ τις προδιαγραφές του 
μπεστ σέλερ και ο Κινγκ του δίνει ένα αισιόδοξο τέλος: ο Σέλντον απαλλάσσεται από το βάρος της Μίζερι και θα μπορέσει να γράψει το βιβλίο που θέλει και όχι αυτό που απαιτούν οι θαυμαστές του.
Ο επίσης αμερικανός Γουίλιαμ Γκόλντμαν που υπογράφει τη διασκευή του μυθιστορήματος -κινηματογραφικής φόρμας, με πολλές μικρές σκηνές- για το θέατρο (2015) -είναι ο δεύτερος, μετά τον Σάιμον Μουρ, που το διασκευάζει -το βαθαίνει και με το φινάλε που δίνει -η Άνι αποδεικνύεται ο εφιάλτης του Σέλντον ο οποίος ποτέ δεν θα καταφέρει να απαλλαγεί από την απαίτησή της «άλλη μία καινούργια Μίζερι, άλλη μία καινούργια Μίζερι…» -ένα σύμβολο του εγκλωβισμού του ως συγγραφέα: ο αποκλεισμός του στο αγροτόσπιτό της μέσα του είναι.

Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Τάκης Τζαμαργιάς έπιασε καλά το πνεύμα του έργου, στη λαγαρή μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, την οποία επεξεργάστηκε δραματολογικά και, χωρίς να παραμελήσει το πρώτο επίπεδό του -ένα ψυχολογικό θρίλερ φρίκης-, ανέδειξε το δεύτερο. Με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες και με πολλή, ως προκύπτει, δουλειά. Ο μικρός χώρος του θεάτρου όπου παρουσιάζεται και η εγγύτητα του κοινού με τα σκηνικά δρώμενα είναι σχεδόν απαγορευτικά για μία πειστική σκηνική δράση -συμπλοκές, πάλη, συρσίματα, φωτιές… Και όμως τα έχει καταφέρει άψογα -κάποιες μικροατέλειες, με το χρόνο, θα αμβλυνθούν. 
Τα ανάλαφρα σκηνικά και τα κοστούμια του Εδουάρδου Γεωργίου, οι μουσικές του Κωστή Ξενόπουλου, που ντύνουν κινηματογραφικά την παράσταση με καίριο τρόπο, η -προφανώς πολύτιμη για την πειστικότητα του αποτελέσματος- κινησιολογική επιμέλεια της Φρόσως Κορρού, ο εξαιρετικός ηχητικός σχεδιασμός της Κατερίνας Βάμβα και, κυρίως, οι υποβλητικοί, φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου, αποφασιστικοί για να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα θρίλερ -η πρώτη είσοδος της Άνι από την κουζίνα με το ρουλάν τραπεζάκι αποκτάει, με το φωτισμό, κάτι το ιερατικό, τα άγια των αγίων (της)- αναδεικνύουν τη σκηνοθεσία.
Οι ερμηνείες. Σκηνοθεσία η οποία, φυσικά, καταφέρνει τα μέγιστα χάρη στους ηθοποιούς. Η Ρένη Πιττακή, με αρχική στόφα ευαίσθητη και φευγάτη, έχει ήδη πολλές φορές αποδείξει ότι διαθέτει και δυναμισμό εντυπωσιακό. Εδώ δοκιμάζει κάτι διαφορετικό: το δυναμισμό αυτό τον μετουσιώνει -μάσκα, κίνηση, ταχύλογη, μπερδεμένη εκφορά του λόγου, μεταπτώσεις…- σε μία ερμηνεία συγκλονιστική. Η Ρένη Πιττακή ΕΙΝΑΙ η Άνι. Η διαταραγμένη ψυχικά, η επικίνδυνη Άνι. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος δεν έχει εξίσου αβανταδόρικο ρόλο. Αλλά ο ρόλος ο δικός του είναι, ίσως, πιο δύσκολος -δύο επιπέδων: αυτό που βλέπει η Άνι και το χωρίς λόγια υπο-κείμενο που πρέπει να βλέπουμε εμείς. Δύο ερμηνείες βιρτουόζων. Επιπλέον και οι δύο τους, οδηγημένοι υποθέτω από το σκηνοθέτη, διαποτίζουν τους ρόλους τους με ένα υποδόριο, «κριτικό» χιούμορ -σκανταλιάρικο από την Ρένη Πιττακή, ειρωνικό από τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο. Χιούμορ που προσδίδει θεατρικότητα στο παραστασιακό αποτέλεσμα. Ο Δημήτρης Καραμπέτσης συμπληρώνει σωστά τη διανομή στον σύντομο ρόλο του.
Το συμπέρασμα. Η παράσταση, αν και μακράς διαρκείας και με τρία μόνο -βασικά δύο- πρόσωπα επί σκηνής, με καθήλωσε. Πρέπει να τη δείτε. Θα με θυμηθείτε

Θέατρο «Ιλίσια Βολανάκης, 8 Φεβρουαρίου 2018.



No comments:

Post a Comment