November 3, 2016

Αναψυκτήριον «Το Μαρίινσκι» ή Ρούσκα σαλάτα


Το Τέταρτο Κουδούνι / 3 Νοεμβρίου 2016 



Γιορτάσαμε τον Άγιο Δημήτριο, γιoρτάσαμε το Χάλογουίν, γιορτάσαμε και τους Αγίους Αναργύρους… Άντε, βοήθειά μας. Και του χρόνου.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

Ναι, το ομολόγησα -στο περασμένο «Τέταρτο Κουδούνι». Ότι οι Ρώσοι μάς έστειλαν, για το «Έτος Ελλάδας-Ρωσίας 2016», το «Βαχτάνγκοφ» με τον «Οιδίποδα τύραννο» και την «Θεατρική Σεζόν Αγίας Πετρούπολης» κι εμείς, εις αντάλλαγμα, αντί του μάνα, χολήν: τον Σάκη Ρουβά. Να χορέψει syrtaki «Zorba the Greek».
Αλλά οι Ρώσοι μάς το φύλαξαν. «Γκαλά όπερας με τους κορυφαίους σολίστ του Mariinsky» ανάγγελλαν -πάντα στο πλαίσιο του «Έτους Ελλάδας-Ρωσίας 2016»-, λέω, κοίτα ανωτερότητα, απαντούν με τον τρόπο τους, αφ’ υψηλού, με «Μαρίινσκι». Αμ , δε…. Η εκδίκηση ειν ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Ρουβά εσείς; «Μαρίινσκι» εμείς. Αλλά τι «Μαρίινσκι»; Αναψυκτήριον «Το Μαρίινσκι».
Διότι αυτό που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής την Δευτέρα μ’ ό,τι έχω στο μυαλό μου για Όπερα και Μπαλέτο του Κρατικού Ακαδημαϊκού Θεάτρου «Μαρίινσκι» της Αγίας Πετρούπολης, ουδεμία σχέση. Μ’ ότι έχω, όμως, στο μυαλό μου για αναψυκτήριο, πολύ κοντά. Εν αρχή ένας ρώσος κύριος, πρόεδρος κάποιου Κέντρου, δεν ξέρω ποιας Δόξας (;), λέει -έτσι το ’πε, τουλάχιστον, η διερμηνέας που μετέφραζε με τον τρόπο που ήταν μεταφρασμένο στα ελληνικά το πρόγραμμα της «Σεζόν Αγίας Πετρούπολης»...-, ανέβηκε στη σκηνή και μίλησε για την ανέκαθεν, λέει, αδιατάρακτη ελληνορωσική φιλία και, μετά τον Καποδίστρια, θυμήθηκε -και επέμεινε- τη βασίλισσα Όλγα (Κονσταντίνοβνα), Μεγάλη Δούκισα της τσαρικής Ρωσίας που ’ρθε στην Ελλάδα, για να παντρευτεί τον Γεώργιο Α΄, απ’ την Πετρούπολη απ’ την οποία, λέει -κοίτα σύμπτωση!-, έρχεται κι ο ίδιος.
Ακολούθησε ένα τούτι φρούτι πρόγραμμα που ξεκίνησε με ολίγη από Γκλίνκα, Τσαϊκόφσκι και Ρίμσκι-Κόρσακοφ αλλά, ύστερα, το γύρισε στο ιταλικό ρεπερτόριο, το -πολύ -δημοφιλές -κάτι σαν από ρεπερτόριο της Λυρικής μας… -καταλήγοντας σε ταραντέλες και
καντσονέτες: μια έξοχη λυρική σοπράνο, όμορφη επιπλέον -η Όλγα Τριφόνοβα-, ένας στεντόρειος -«κοιτάξτε τι έκταση φωνής που χω και πόσο το λαλάω»- τενόρος-, ο Γιεβγκένι Ακίμοφ, μια μέτζο με ωραίο φωνητικό μέταλλο αλλά πολύ, μα πολύ μικρή φωνή -τόσο μικρή που στην «Ταραντέλα» του Ροσίνι τίποτα δεν ακούσαμε- κι η οποία στιγμή δεν κατάφερε να συντονιστεί με την ορχήστρα, πολύ, πάντως, μα πολύ μπριόζα, με μεγάλες, θριαμβικές χειρονομίες όλε-όλε -ο φίλος που πήγαμε μαζί έγραψε όταν είπε «αυτή παίζει σαν να ’χει φωνάρα»- κι ένας άλλος τενόρος, ο οποίος πόθεν προέκυψε αγνοώ. Με ανεξέλεγκτη φωνή, βγαίνοντας κάθε τόσο απ’ τον τόνο, τραγούδησε στο περίπου ενώ έφτασε και στο σημείο, στο «Una furtiva lagrima» του Νεμορίνο, απ’ το «Ελιξήριο του έρωτα» Ντονιτσέτι, να του φύγει και μια συλλαβή επιπλέον -νόμιζε, προφανώς, πως δεν είχε τελειώσει η άρια- που την έκοψε απότομα… (Μα πρόβα δεν είχαν κάνει;). Μια αίσθηση προχειρότητας κι απροετοίμαστου -στον Ακίμοφ, για το φινάλε που το ήθελαν με «Nessun dorma», έφεραν την πάρτα γιατί προφανώς δεν ήξερε τα λόγια! Δεν έχει, ίσως, το ρόλο στο ρεπερτόριό του, αλλά τα λόγια της άριας δεν τα ξέρει; Ποτέ δεν την έχει μελετήσει; Ε, δεν τα μάθαινε τουλάχιστον;
Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, που συνόδευσε, ήρθη στο «ύψος» των περιστάσεων -ήτοι διεκπεραίωσε, με μεγάλη βαριεστημάρα κι επιπόλαιη άνεση, υπό την μπαγκέτα του σπουδαγμένου στην Ροσία, Αμερικανού Γκάβριελ Χάινε, το πρόγραμμα της βραδιάς, στριμωγμένη στο βάθος της σκηνής της Αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης». Γιατί στριμωγμένη; Διότι -το κερασάκι…- το «Γκαλά όπερας»-αχταρμάς ήταν διανθισμένο με ολίγη κι από κλασικό μπαλέτο: δυο σολίστ, με χορευτική παιδεία Μαρίινσκι σίγουρα, ζουπήχτηκαν, εν είδει επίδειξης συνοικιακής σχολής μπαλέτου, με φόντο την ορχήστρα -το τουτού της χορεύτριας σχεδόν να γαργαλάει τη μύτη του εξάρχοντα…- για να χορέψουν δυο αποσπάσματα με μάλλον λυπηρά αποτελέσματα…
Το ανκόρ βρήκε όλους τους σολίστ επί σκηνής να τραγουδούν το «Brindisi» απ’ την «Τραβιάτα» με το κοινό -που ’χε υψωμένα τα ματσούκια για σέλφις κι αναπεπταμένα κινητά και ταμπλέτες- να κρατάει το ίσο με παλαμάκια -μεγαλεία σας λέω. Άρα, να εικάσω πως η βραδιά κρίθηκε επιτυχέστατη; Mια γνωστή μου Κυρία, βέβαια, το όλον το αποκάλεσε «bon pour l Orient». Στο χωριό μου, πάντως, αυτά τα λένε άρπα-κόλλα…
Πάντα τις φοβόμουνα αυτές τις πολιτιστικές εκδηλώσεις «στα πλαίσιο» κάποιας διακρατικής «φιλίας» -προ καιρού κάτι ανάλογο είχαμε δει στο Μέγαρο «στο πλαίσιο της ελληνοκινεζικής φιλίας»… Οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Αλλά υπό τον τίτλο «Μαρίινσκι»; Έτσι ούτε η ελληνορωσική φιλία τιμήθηκε ούτε το Θέατρο «Μαρίινσκι»…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 



«Τον γνώρισα λίγο. Δεν πρόλαβα να πάρω όλα όσα ήθελα και δεν πρόλαβε να δώσει όλα όσα μπορούσε στο ελληνικό θέατρο που αριθμητικά ‘ευημερεί’ αλλά πένεται σε προσωπικότητες»: η Μάγια Λυμπεροπούλου εκτίναξε την παρουσίαση του βιβλίου της Κωνσταντίνας Ζηροπούλου «Γιώργος Σεβαστίκογλου. Αγωνιστής του θεάτρου και της ζωής». Με το έξοχο κείμενο που ’χε ετοιμάσει και που διάβασε για τον σπουδαίο θεατράνθρωπο με τον οποίο τη συνέδεσαν δυο σταθμοί στην ένδοξη πορεία της στο θέατρο: ήταν η Αγγέλα στο ομώνυμο έργο του που ανέβασε ο Κάρολος Κουν στο «Υπόγειο» το 1964/1965, με τον Σεβαστίκογλου πολιτικό πρόσφυγα, ακόμα, στην Σοβιετική Ένωση,

κι έχει κάνει Κατερίνα στο σεξπιρικό «Ημέρωμα της στρίγγλας» 
που ο Σεβαστίκογλου σκηνοθέτησε στο ΚΘΒΕ το 1978/’79 -δυο ιστορικές παραστάσεις για το ελληνικό θέατρο.
Και, κατόπιν, σηκώθηκε όρθια και είπε: αυτό το γράμμα νομίζω πως πρέπει να το διαβάσω όρθια. Και διάβασε το γράμμα που ο Γιώργος Σεβαστίκογλου έγραψε τον «Οχτώβρη» του 1958, ήδη εννιά χρόνια πρόσφυγας, στον Κουν και που περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Και το οποίο τελειώνει: «Χαιρέτα μου όλους… κι αυτούς που με ξέχασαν -ίσως με θυμηθούν». Εκεί, η φωνή-τσέλο της Μάγιας Λυμπεροπούλου έσπασε απ’ τη συγκίνηση. Κι εμένα μια χορδή έσπασε μέσα μου… -πονάνε ακόμα αυτά, ε; (Η δεύτερη φωτογραφία, του Σωκράτη Ιορδανίδη).




Μοιάζει να ’ριξε ο Δημήτρης Λιγνάδης όλο το βάρος του στα δυο παιδιά -τους δυο έφηβους, τον Γιάννη Τσουμαράκη και την Δανάη Βασιλοπούλου, τον Ρομέο και την Ιουλιέτα του στη σεξπιρική τραγωδία που ανέβασε στο «Pantheon». Και σ’ αυτό πέτυχε. Και στην επιλογή και στη διδασκαλία: πετούν τα δυο παιδιά με τα σακίδια στις πλάτες, σκίζουν -ειδικά το αγόρι-, όλη η φρεσκάδα! Πολύ καλή κι η ιδέα του σκηνοθέτη να μπολιάσει το κείμενο με ποίηση ελληνική για τον έρωτα -Καβάφη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Ουράνη, Μυρτιώτισσα, τα ξέρει καλά αυτά ο Δημήτρης Λιγνάδης.
Από ’κει και πέρα όμως; Όλα άνισα. Άνισα σκηνικά, άνισα κοστούμια, άνισες μουσικές, μερικά άχαρα ευρήματα, άχαρη κίνηση, στοιχειώδεις αδυναμίες ακόμα και στην mise en place, κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, ακόμα κι οι πολλοί καλοί -όρα Στάθης Ψάλτης, Ελισάβετ Μουτάφη, Θάνος Τοκάκης…-, αφημένοι στην τύχη τους κι άδετοι μεταξύ τους. Κρίμα… 




Διαβάζω για -και βλέπω τις φωτογραφίες από- τα Κορφιάτικά Βραβεία -έφτασαν, αισίως, στην 35η απονομή τους και φέτος τιμήθηκαν, μεταξύ δεκάδων (ή εκατοντάδων;) άλλων, η Ζωή Λάσκαρη με το Τιμητικό Βραβείο «Νίκος Κούρκουλος» για «τη μεγάλη προσφορά της στο θέατρο» κι η Άννα Βίσση με το Ειδικό Βραβείο «Σοφία Βέμπο» που της το απένειμε, λέει, ο πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στρατηγός Μιχαήλ Κωσταράκος (έλα Παναγία μου!)- και βαριαναστενάζω…




Ποτέ δεν τρελάθηκα με τον Κένεθ Μπράνα -ικανότατος ηθοποιός είναι αλλά μια αλαζονεία κι ένα ναρκισσισμό εισπράττω κάθε φορά που τον βλέπω σε ταινίες. Αυτό εισέπραξα και βλέποντάς τον στη σκηνή πια, στο Μέγαρο, στη ζωντανή μετάδοση απ’ το Λονδίνο της παράστασης του θιάσου του με το έργο του Τζον Όσμπορν «The Entertainer» («Ο διασκεδαστής»; «Ο ψυχαγωγός;», «Ο θεατρίνος»;), όπου κρατούσε τον κύριο ρόλο.
Έργο του 1957, γραμμένο απ τον Όσμπορν αμέσως μετά τα «Οργισμένα νιάτα» του, για τον Λόρενς Ολιβιέ που το πρωτόπαιξε στη σκηνή αλλά έπαιξε το ρόλο και στο σινεμά, όταν ο «Entertainer» έγινε ταινία -βρε, απωθημένο κι αυτό του Μπράνα, να θέλει να γίνει «ο νέος Λόρενς Ολιβιέ» και να μην του βγαίνει…-, πολύ σφιχτοδεμένο δραματουργικά και με καλά γραμμένους χαρακτήρες, που ποτέ δεν έχει παιχτεί στην Ελλάδα, δικαίως μάλλον, καθώς δείχνει να μην μας πολυαφορά γιατί και πολύ εγγλέζικο είναι και πολύ δεμένο με την εποχή του -η Κρίση του Σουέζ, το ’56. Όσο για την παράσταση του Ρομπ Άσφορντ, πολύ τυπική -χωρίς εξάρσεις, «καλοφτιαγμένο βρετανικό θέατρο»…


«Το φιντανάκι», «Το μελτεμάκι», άντε η «Φλαντρώ, άντε κι ο «Σέντζας» που καθυστερημένα ανακαλύψαμε πόσο ενδιαφέρον θεατρικό είναι. Άλλα έργα του Παντελή Χορν στην ελληνική σκηνή μετά τον Πόλεμο -και το θάνατό του, το ’41- δεν έχουν εμφανιστεί.
Και ξαφνικά διαβάζω ότι στην «Αθηναϊκή Σκηνή» των Κάλβου-Καλαμπόκη ανεβαίνει στις 5 Νοέμβριου -μεθαύριο- η ηθογραφία του «Οι γειτόνισσες» που παρέμεινε χαμένη για, σχεδόν, 70 ολόκληρα χρόνια σε σκηνοθεσία Αλεξάνδρας Βουτζουράκη.
Το δράμα είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 1924 απ’ το θίασο της Κυβέλης, με την ίδια την Κυβέλη και τον Αιμίλιο Βεάκη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους κι είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία, τόσο εμπορική όσο και καλλιτεχνική. Έκτοτε, όμως, δεν ξαναπαίχτηκε -τουλάχιστον δεν είναι καταγραμμένες παραστάσεις του. Και το χειρόγραφο του έργου θεωρούνταν χαμένο για πολλές δεκαετίες ώσπου η ερευνήτρια θεατρολόγος, καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου του Αριστοτέλειου Έφη Βαφειάδη το εντόπισε, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και το δημοσίευσε, μαζί και με άλλα λανθάνοντα έργα του συγγραφέα, στους πέντε τόμους των θεατρικών του που εξέδωσε το Ίδρυμα «Γουλανδρή-Χορν».
Δεν ξέρω ακόμα πώς θα ’ναι η παράσταση αλλά το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον να δω στη σκηνή το άγνωστο αυτό έργο του Χορν.


«Το Τέταρτο Κουδούνι» θα λείψει για να επανέλθει στις 24 Νοεμβρίου, Πέμπτη πάντα.

No comments:

Post a Comment