November 4, 2016

Θεόδωρος Κουρεντζής του 2016, Θεόδωρος Κουρεντζής του 2007: θριαμβευτής!


Στον χτεσινό «Guardian» δημοσιεύτηκε ένα κομμάτι-ύμνος για τον δικό μας μαέστρο Θεόδωρο Κουρεντζή, το οποίο ήδη ανάρτησα στον τοίχο μου.

Επιτρέψτε μου τώρα -σαν συνειρμός ήρθε- να ανεβάσω και ένα δικό μου κομμάτι που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε πριν από εννιά και κάτι χρόνια, μετά την πρώτη «επίσημη» συναυλία του νεαρού μαέστρου στην πατρίδα του, στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών -του Γιώργου Λούκου βέβαια. Καμαρώνω για το κομμάτι αυτό -νομίζω ότι το στοίχημα το κέρδισα:

Ένας μαέστρος μεγάλου βεληνεκούς! Οι πληροφορίες από την Ρωσία συνέκλιναν: ο Θεόδωρος Κουρεντζής ανήκει στη ράτσα των μεγάλων αρχιμουσικών -ένα σταρ στη χώρα όπου σπούδασε και παρέμεινε κάνοντας καριέρα εντυπωσιακή. Αλλά στην εποχή της υπερπροβολής και της προώθησης -και στο χώρο της λεγόμενης «σοβαρής» μουσικής- ατόμων όχι πάντα αναλόγων ικανοτήτων και με «ημερομηνία λήξης» πρέπει κανείς να κρατάει μικρό καλάθι…
Επέστη όμως ο χρόνος να ψαύσουμε τον τύπον των ήλων: ο 35χρονος μαέστρος έφτασε στην Αθήνα από το Νοβοσιμπίρσκ για να κάνει τις δύο πρώτες στην πατρίδα του «επίσημες» συναυλίες με τη «δική» του ορχήστρα, την «Musica Aeterna», και τη «δική» του χορωδία, τους «New Siberian Singers». Και εγένετο φως. Ναι, οι φήμες και οι πληροφορίες δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Απλώς ωχριούσαν μπροστά στην πραγματικότητα: εγεννήθη ημίν Μαέστρος!
Στο Στάδιο ο Ντομίνγκο. Στην πλαϊνή αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής, Φορσάιθ από το Μπαλέτο της Λιόν. Στην Πειραιώς «Ιβάνοφ» από την «Φόλκσμπίνε». Και στον διπλανό χώρο, η Γουίλμπι. Όλα την ίδια ώρα. Και όμως! Είχε πολύ κόσμο στην Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής. Ίσως γιατί είχε γίνει μια καλή προβολή της συναυλίας του Φεστιβάλ Αθηνών. Ίσως γιατί το όνομα του σπουδαίου μουσικού Γιούρι Μπασμέτ που συμμετείχε ως σολίστ στη βιόλα, γνωστού μας εδώ, «λειτούργησε». Ίσως γιατί «λειτούργησε» το ένστικτο του κόσμου. Η συναυλία, πάντως, που ακολούθησε δικαίωσε το ένστικτο αυτό.
Η βραδιά άνοιξε με ένα εξαιρετικό, άκρως εντυπωσιακό σύγχρονο κομμάτι: το 35λεπτο «Στυξ» για βιόλα, χορωδία και ορχήστρα του γεωργιανού Γκίγια Καντσέλι -γνωστού μας από τις συνεργασίες του με το σκηνοθέτη Ρόμπερτ Στούρουα στις ελληνικές παραστάσεις του. Και με την αίσθηση του απόλυτου ελέγχου του αρχιμουσικού -μεγάλη, πλατιά κίνηση, μουσικότατη, καθόλου «επιδειξίας» του πόντιουμ- πάνω στα δύο σώματα, το συμφωνικό και το χορωδιακό, που ο ίδιος δημιούργησε και που τα μέλη τους έχουν ένα πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Ένας πλούσιος, δικός τους ήχος, ήδη διαμορφωμένος -μέσα σε τρία χρόνια, όταν άλλες ορχήστρες κάνουν χρόνια να βρουν τον ήχο τους! Αποχρώσεις-ψιλοβελονιά, δυναμικές τρομερές, ιλιγγιώδεις μεταπτώσεις και στην ατμόσφαιρα ένας μαγνητισμός… Θρίαμβος στο τέλος, με τον Γιούρι Μπασμέτ να παίζει ένα ανκόρ.
Σκεφτόμουν στο διάλειμμα: «Ας μην προτρέχω, ένα σύγχρονο, άγνωστο έργο, εύκολα ξεγελάει ως προς τις δυνατότητες του μαέστρου. Και μετά ήρθε η Έκτη -η «Παθητική»- του Τσαϊκόφσκι. Η χιλιοπαιγμένη, η χιλιοακουσμένη, η φθαρμένη από τη χρήση -η «μπανάλ». Και ξαφνικά άκουσα ένα έργο που δεν είχα ξανακούσει: καινούργιο. Χωρίς καμία διάθεση ερμηνευτικών «νεωτερισμών». Αλλά ψαγμένο βαθιά. Από έναν άνθρωπο και μία ορχήστρα που ανακάλυψαν κρυμμένες πτυχές του. Στο τέταρτο μέρος, το αντάντε λαμεντόζο -θρηνητικό- τα φώτα χαμήλωσαν και έμειναν μόνο τα φώτα των αναλογίων. Και ακούσαμε ένα συγκλονιστικό θρήνο που έσβησε απίστευτα, σαν το κεράκι -ύστατο έργο και η τελευταία πράξη στη ζωή του Τσαϊκόφσκι.
Το χειροκρότημα άγγιζε τα όρια της αποθέωσης. «Μετά από την τελευταία Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι δεν μπορούμε να παίξουμε ανκόρ» μας είπε ο Θεόδωρος Κουρεντζής. «Αλλά επειδή είναι η πρώτη φορά που είμαστε στην Ελλάδα θα παίξουμε. Και το μόνο που βρήκαμε να ταιριάζει είναι το αντατζιέτο από την Πέμπτη Συμφωνία του Μάλερ». Και το έπαιξαν. Με τρόπο αξέχαστο. Στο φινάλε, όρθιοι οι περισσότεροι, ξελαρυγγιαστήκαμε να φωνάζουμε «μπράβο». Τους άξιζε!
Στο κοινό, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, και ο πρώτος Δάσκαλος του νεαρού μαέστρου, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας Γιώργος Χατζηνίκος. Που θα πρέπει να ήταν πολύ περήφανος.
Έχουμε καλούς νέους μαέστρους. Ταλαντούχους και με δυνατότητες για καριέρα έξω από τα σύνορά μας. Αλλά ο Θεόδωρος Κουρεντζής νομίζω ότι είναι από τη στόφα των Μεγάλων. Και πιστεύω ακράδαντα -στοιχηματίζω- ότι πολύ σύντομα θα μιλούμε γι’ αυτόν και θα καμαρώνουμε όπως μιλούμε και καμαρώνουμε -κι ας θεωρηθεί ασέβεια-για έναν Δημήτρη Μητρόπουλο. Ήταν καιρός.

Δημοσιεύτηκε στα «Νέα στις 29 Ιουνίου 2007.

No comments:

Post a Comment