June 21, 2013

Χώματα σκαμμένα με τα νύχια



Το έργο. Γυναίκες. Γυναίκες πρόσφυγες από τον Πόντο, απ’ την Μικρά Ασία. Γυναίκες της Μεγάλης Καταστροφής. Γυναίκες που έχασαν τα πάντα. Γυναίκες που έχασαν άντρες, παιδιά, αδέλφια _ για έντεκα χαμένους αδελφούς μιλάει μια τους! Γυναίκες που παραλογίστηκαν από τον πόνο, γυναίκες που μήνες να οδοιπορούν με το μωρό στο βυζί, που να τους πεθαίνει από τις κακουχίες και να κουβαλούν νεκρό το παγωμένο του κορμάκι μέχρι να βρουν τρόπο και τόπο να το θάψουν. Γυναίκες που είδαν πτώματα σαπισμένα και κεφάλια κομμένα. Γυναίκες που γλίτωσαν και γέρασαν και γύρισαν, χρόνια μετά την Καταστροφή, πίσω στην Σμύρνη, στο Αϊβαλί, στην Κερασούντα…, για να ξαναθυμηθούν, για να ψάξουν μια γωνιά αναγνωρίσιμη, ένα σπίτι παρατημένο, για να ξαναβρούν τις μνήμες τους.
Γυναίκες που βομβαρδίστηκαν, που τρόμαξαν στον Πόλεμο του ’40, που πείνασαν στην Κατοχή, που άκουγαν τις ξέπνοες φωνές των πεινασμένων κάτω από το παράθυρό τους κι έβλεπαν στους δρόμους τα νεκρά κορμιά τους με τις τουμπανιασμένες από την πείνα κοιλιές, που κουβάλησαν σακιά σταφίδες, που έκαναν τα πάντα για να γλυτώσουν τους δικούς τους, που έτρεχαν από Τμήμα σε Τμήμα κι από φυλακή σε φυλακή να βρουν, να σώσουν το γιο, το σύντροφο, τον πατέρα τους που τάχτηκε στην Αντίσταση, στον Αγώνα. Γυναίκες που είδαν τα περήφανα παιδιά τους να τα σέρνουν στο δρόμο λουσμένα στα αίματά τους πριν τα τουφεκίσουνε. Γυναίκες που σκάψανε με τα νύχια τα χώματα σαν Αντιγόνες, ν’ ανοίξουν τους λάκους όπου οι φονιάδες είχαν ρίξει τα εκτελεσμένα τους παιδιά, τα δολοφονημένα γιατί ανήκαν σε μια παράταξη που ηττήθηκε στον Εμφύλιο, για να βρουν τα κοκκαλάκια τους, να τα πλύνουνε με κρασί, να τα τυλίξουνε σε λευκά μαντήλια και να τα θάψουνε όπως τους έπρεπε.
Η Έλλη Παπαδημητρίου για πολλά χρόνια γύρισε την  Ελλάδα και κατέγραψε μαρτυρίες ανθρώπων, λαϊκών κυρίως, ή τους ζήτησε να τις καταθέσουν γραπτά: ανθρώπων που προσφύγεψαν, που κυνηγήθηκαν, που βασανίστηκαν, που πείνασαν, που αγωνίστηκαν, που φυλακίστηκαν… Τις μαρτυρίες αυτές, γύρω στις 100, κείμενα συγκλονιστικά στην αλήθεια τους, τις συγκέντρωσε διατηρώντας την προφορικότητά τους, την αυθεντικότητά τους στους τόμους με τον τίτλο «Κοινός λόγος». Ναι, κινήθηκε στο χώρο της Αριστεράς, ναι, δεν ήταν «πολιτικώς ορθή» στις επιλογές των προσώπων _ που παρέμειναν ανώνυμα _ αλλά το έργο της αποδείχτηκε πολύτιμο: Κιβωτός για τις μνήμες μιας μεγάλης, τραγικής περιόδου της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος συγκέντρωσε δεκάξι από τα κείμενα αυτά _ ανάμεσά τους και τέσσερα εκτός «Κοινού λόγου» _, όλα με αφηγήτριες μόνο γυναίκες. Αυτή του η επιλογή, μαζί με το επιδέξιο δέσιμό τους _ περνούν το ένα μέσα στο άλλο ομαλά, σαν συνέχεια _ έδωσε δραματουργικό άξονα στην παράστασή του που φέρει τον τίτλο «Κοινός λόγος».
Η παράσταση. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, που πρωτοκαταπιάστηκε με τα κείμενα αυτά το 1988, σε φοιτητική παράσταση, και επαγγελματικά το 1997, σε παράσταση που έφερε, όπως και τώρα, τον τίτλο της συλλογής και η οποία επαναλήφθηκε το 2004 με ανανεωμένη διανομή, επανέρχεται στον «Κοινό λόγο». Πάνω στα ίδια θεμέλια αλλά με κάποιες διαφοροποιήσεις έως και με αντικαταστάσεις ορισμένων κειμένων. Η παράσταση είναι συγκροτημένη, δεμένη με απολύτως ταιριαστά τραγούδια που επέλεξε και δίδαξε ο Κώστας Βόμβολος και που αναδεικνύουν το αποτέλεσμα αλλά δεν αποφεύγει την παγίδα της «θεατρικότητας». Τα κείμενα αυτά είναι κατά βάση προφορικά και επομένως έχουν κάθε δικαίωμα να γίνουν θέατρο. Αλλά ταυτόχρονα ενεδρεύει ο κίνδυνος να παιχτούν ως κείμενα θεατρικά. Κάθε λέξη, κάθε φράση που ακούγεται από το στόμα ενός λαϊκού ανθρώπου χρειάζεται δουλειά τεράστια να γίνει θέατρο, να γίνει λόγος μιλητός και να μην ακουστεί σαν ατάκα θεατρική. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος φοβάμαι πως δεν κατάφερε να δώσει μία ενιαία γραμμή στις ηθοποιούς του ενώ ορισμένες στιγμές διέκρινα και κάποια αμηχανία στο στήσιμο. Επιπλέον, επαινετή η προσπάθεια το κλίμα να μη βαρύνει αλλά βρήκα κάπως εκτός κλίματος τα τόσα επί σκηνής χαμόγελα.
Ο σκηνογράφος Αντώνης Δαγκλίδης, αν και δεν πρωτοτυπεί _ θυμήθηκα το «Τέμπλο» του Κυριάκου Κατζουράκη όπου τα πρόσωπα στον τοίχο του σκηνικού ήταν ζωγραφισμένα και το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα με τις οστεοθήκες και τις φωτογραφίες πάνω τους στην «Νύχτα της κουκουβάγιας» του Γιώργου Διαλεγμένου όπως την ανέβασε ο Λευτέρης Βογιατζής _, έστησε με τη λιτότητα που τον διακρίνει αυτή την πινακοθήκη ανωνύμων, αυτόν τον τοίχο των δακρύων που καθορίζει, μαζί με τους λευκούς πάγκους, την παράσταση και σχεδίασε κοστούμια υπέροχα που με τις λίγες τους, διακριτικές πινελιές χρώματος τη φωτίζουν. Η κίνηση την οποία επιμελήθηκε η Αγγελική Στελλάτου βρήκα να έχει καλές αλλά και αμήχανες στιγμές. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, ως συνήθως, στο υψηλό επίπεδο στο οποίο μας έχει συνηθίσει.
Οι ερμηνείες. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος διέθετε πέντε διαπιστωμένα εξαίρετες ηθοποιούς. Δεν νομίζω όμως πως τις εκμεταλλεύτηκε όσο θα μπορούσε. Η Λυδία Κονιόρδου έχει οδηγηθεί σε μία «εκλογίκευση» του λόγου που αγγίζει τη γραφικότητα και το κάμωμα. Ειδικά ο συγκλονιστικός μονόλογος «Εξιστορεί μια αγρότισσα μάνα», που σοφά τοποθετείται στο τέλος για να κάνει φινάλε με κορύφωση, υπερφορτωμένος δραματικά, χάνει, κατά τη γνώμη μου, τη δύναμή του. Μία πιο μπρεχτική, πιο αποστασιοποιημένη, έστω πιο «ψυχρή» εκδοχή δεν θα κατέβαζε με πιο βαθιά συγκινητικό τρόπο το κείμενο; Ίσως με το προχώρημα των παραστάσεων αυτή η υποκριτική γραμμή της ηθοποιού κατακαθίσει και γίνει φυσική.
Η Ελένη Κοκκίδου, πάλι, κινήθηκε σ’ ένα τόνο, «τραγουδώντας» το λόγο. Πιο φυσικές βρήκα την Μαρία Κατσανδρή και την Τάνια Παλαιολόγου. Αλλά νομίζω πως την ισορροπία τηρεί _ εξ ενστίκτου; _ μόνον η Ελένη Ουζουνίδου. Άμεση, με υποδόρειο χιούμορ, γνήσια λαϊκό, ειδικά στο μονόλογο «Μιλά μια μάνα για το μοναχογιό της» καθορίζει το μέτρο της παράστασης: έξοχη.
Το συμπέρασμα. Έχω πολλές αντιρρήσεις αλλά ότι τα κείμενα αυτά ακούγονται σε ευρύ κοινό από σκηνής το θεωρώ πολύτιμη προσφορά που αρδεύει τον ελληνικό λόγο και την ιστορία μας.

«Πειραιώς 260», από το «Θέατρο του Νέου Κόσμου, Φεστιβάλ Αθηνών, 20 Ιουνίου 2013.

1 comment: