June 9, 2013

Προσπάθειες σαν των Τρώων…



Το έργο. Δέκατος _ που θα αποδειχθεί και τελευταίος _ χρόνος του Τρωικού Πολέμου και οι Αχαιοί δεν έχουν ακόμα καταφέρει να εκπορθήσουν το Ίλιον. Τότε είναι που ξεσπάει μια άγρια διένεξη ανάμεσα στον αρχιστράτηγό τους Αγαμέμνονα και τον Αχιλλέα με αφορμή την όμορφη τρωαδίτισσα σκλάβα Βρυσηίδα που ο Αγαμέμνων αρπάζει από τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας γίνεται έξαλλος και πεισματικά αρνείται να συμμετάσχει στις μάχες. Η μήνις του αλλά και η παρέμβαση της μητέρας του Θέτιδος στον Δία, από τον οποίο ζητάει να οδηγήσει τους Αχαιούς στο χείλος της καταστροφής στον πόλεμο με τους Τρώες ώστε να αναγκαστούν να εκλιπαρήσουν τον κορυφαίο πολεμιστή τους _ και γιο της _ να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, έχουν ως αποτέλεσμα εκατόμβες νεκρών.
Ο Αχιλλέας θα επιστρέψει μόνον όταν ανάμεσα στους νεκρούς θα συγκαταλεχθεί ο αγαπημένος του φίλος Πάτροκλος που βρίσκει το θάνατο από το χέρι του Έκτορα, του πρώτου πολεμιστή των Τρώων και γιου του βασιλιά τους Πρίαμου. Και θα πάρει εκδίκηση σκοτώνοντας με τη σειρά του τον Έκτορα και ατιμώνοντας το κουφάρι του. Όταν όμως ο Πρίαμος, φέροντας λύτρα, θα τολμήσει να εισέλθει στις γραμμές του εχθρού και να τρυπώσει στη σκηνή του Αχιλλέα ικετεύοντας για αντάλλαγμα το νεκρό κορμί του γιου του, ο Αχιλλέας θα συγκινηθεί και _ με την παράλληλη επέμβαση των θεών _ θα τον σεβαστεί και θα του το παραδώσει για να το κηδέψει.
Το έπος της «Ιλιάδας» που υποθετικά αποδίδεται σε κάποιον Όμηρο και πιθανολογικά χρονολογείται περί τον 8ο π.Χ. αιώνα στέκεται σε λίγα μόνο από τα επεισόδια του Τρωικού Πολέμου, μοιάζει να διακόπτεται βίαια αλλά η ποίησή του είναι τόσο υψηλή που το καθιέρωσε ως θεμελιακό έργο της λογοτεχνίας από την αρχαιότητα.
Δύσκολο να μεταφερθεί στο θέατρο _ δυσκολότερο από την «Οδύσσεια». Η αφηγηματικότητα κυριαρχεί, λείπει ο ένας, βασικός ήρωας – άξονας και οι θεοί παίζουν ρόλο ισάξιο με τους θνητούς πολεμιστές αντιπάλους _ επικίνδυνο για τη μεταφορά στη σκηνή. Η σκηνική διασκευή και επεξεργασία του κειμένου που επιχείρησαν ο Στάθης Λιβαθινός και η Έλσα Ανδριανού με τη συνεργασία των ηθοποιών της παράστασης, σύμβουλο δραματουργίας τον Στρατή Πασχάλη και επιστημονικό σύμβουλο τον Μενέλαο Χριστόπουλο, έχει συμπυκνώσει με μεγάλη προσοχή και δεξιότητα το κείμενο _ και οι είκοσι τέσσερις ραψωδίες! _ με στέρεη βάση την εξαίρετη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, που φέρνει στο σήμερα και κατεβάζει σε γήινα επίπεδα το επικό ύφος του έργου.
Η παράσταση. Ο Στάθης Λιβαθινός που ανέλαβε τη σκηνοθεσία είχε να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Επέλεξε, ακολουθώντας το δρόμο της μετάφρασης, να δώσει ένα γήινο, κοντά στο σήμερα, ύφος στην παράσταση. Χωρίς να αποστεί από το μέγεθός του κειμένου. Το αποτέλεσμα, άνισο, κατά τη γνώμη μου. Το χιούμορ από το οποίο η παράσταση διαπνέεται είναι ευεργετικό, οι μινιμαλιστικές επιλογές _ τα χάρτινα καραβάκια, τα «δάκρυα» του Δία, οι φωτιές του Ήφαιστου, οι περιγραφές των μαχών, οι στρατιωτικές «αναφορές» και πλήθος άλλο ευρημάτων _ είναι ευφάνταστες και εξαιρετικά επιτυχημένες στο σύνολό τους, το φινάλε, με τον Αχιλλέα και τον Πρίαμο συντετριμένους να ακουμπούν το κεφάλι ο ένας στον ώμο του άλλου και με τις κρεμασμένες σα σφαχτάρια από τα τσιγκέλια άδειες χλαίνες _ για μια χλαίνη αδειανή… _ να τσουλούν στο βάθος, είναι εκφραστικότατα εύγλωττο, η τριτοπρόσωπη αφήγηση έντεχνα περνάει στο διάλογο, συχνά μέσα από το στόμα των ίδιων ηθοποιών, οι ρυθμοί τρέχουν με εξαίρετο τρόπο, ο Στάθης Λιβαθινός φλερτάρει με το μεταμοντέρνο χωρίς να πέφτει στην παγίδα των σκηνοθετισμών…
Έχει πέσει όμως στην παγίδα του λόγου. Μέλημά του πρώτο ήταν _ και δικαίως _ ο ομηρικός λόγος να ακουστεί. Αλλά αυτό οδήγησε το σκηνοθέτη σε μια διδασκαλία των ηθοποιών ώστε να τον εκφέρουν «στρογγυλά» και με εντάσεις, τρόπο που ηχεί παλιός. Και κυρίως είναι, πιστεύω, αναποτελεσματικός. Άκουγα καθαρά προτάσεις, λέξεις αλλά όχι το λόγο, όχι τα νοήματα και συχνά έχανα τον ειρμό _ τι συμβαίνει. Δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στην πυκνότητα της διασκευής, στην ταχύτητα των ρυθμών ή στην εμφατικότητα με την οποία ο λόγος εκφωνείται και που αντί να βοηθάει οδηγεί στο αντίστροφο αποτέλεσμα. Επιπλέον από την παράσταση εισέπραξα μια τέλεια ισορροπία αλλά καμία έξαρση, καμία απογείωση, καμία μεγάλη συγκίνηση. Όσο για τους «Τρώες» του Καβάφη που κλείνουν την παράσταση, τέλεια επιλογή για να δέσουν την «Ιλιάδα» με το σήμερα αλλά διαφωνώ κάθετα με τον υπερδραματικό, σχεδόν οπερατικό τρόπο που απαγγέλλεται το ποίημα και ο οποίος αποδυναμώνει το αποτέλεσμα.
Η Ελένη Μανωλοπούλου σχεδίασε με απόλυτη λιτότητα ένα σκοτεινό, τεφρό σκηνικό περιβάλλον πολέμου, απόλυτα λειτουργικό, ειδικά με τον έξοχο τρόπο που το φώτισε ο Αλέκος Αναστασίου. Τα κοστούμια της, χωρίς σχεδόν κανένα φωτεινό τόνο, τοπίο επίσης τεφρό, πολεμικό _ χακί, μαύρο, γκρίζο, λευκό… _, συμπυκνώνουν τις περίπου τρεις χιλιετίες της ζωής της «Ιλιάδας» και αποτελούν μια αισθητική πρόταση ολοκληρωμένη αλλά επί μέρους διαφωνώ με την αισθητική πολλών _ του Ποσειδώνα για παράδειγμα… Η κινησιολογική προετοιμασία και οι πολεμικές τέχνες που δίδαξε ο Μάχιμος Μοναχός Σαολίν Σι Μιάο Τζιε και η επιμέλεια κίνησης της Πολίν Ουγκέ ενισχύουν το αποτέλεσμα. Και βέβαια η μουσική και ο σχεδιασμός ήχου του Λάμπρου Πηγούνη με τον Μανούσο Κλαπάκη στα κρουστά.
Οι ερμηνείες. Οι δεκαπέντε ηθοποιοί δίνουν την ψυχή τους σε μια εξαντλητική σωματικά παράσταση. Ξεχώρισα τον Νίκο Καρδώνη, τον Χρήστο Σουγάρη, τον Βασίλη Ανδρέου, την Μαρία Σαββίδου _ είναι αυτή που κυρίως κρατάει το νήμα της αφήγησης στα χέρια της _, την Αμαλία Τσεκούρα _ ηθοποιός με ηγεμονικό παράστημα και σκηνικό κύρος _ και την Αργυρώ Ανανιάδου, αν και διαφωνώ με τους ακκισμούς της Αθηνάς που υποδύεται. Αλλά και ο Γιώργος Χριστοδούλου, ο Γεράσιμος Μιχελής, ο Λευτέρης Αγγελάκης, ο Διονύσης Μπουλάς, ο Άρης Τρουπάκης, ο Γιώργος Τσιαντούλας _ πολύ καλή επιλογή για το ρόλο του Πάρη _, ο Γιάννης Παναγόπουλος, ως Αινείας κυρίως _, και η Νεφέλη Κουρή, άλλοι έμπειροι, άλλοι άπειροι ακόμα, έχουν πολλές καλές έως πολύ καλές στιγμές. Ο εξαίρετος ηθοποιός Δημήτρης Ήμελλος εδώ μου έδωσε την αίσθηση πως καταφεύγει σε μανιέρα, ενώ, ειδικά στις πρώτες σκηνές, όταν μιλούσε, «άκουγα» τον Λευτέρη Βογιατζή.
Το συμπέρασμα. Μια παράσταση με πολλή δουλειά πίσω της αλλά η οποία δεν απογειώνεται. Και που ενώ στόχος της είναι το κείμενο, αν κρίνω προσωπικά, δεν το «κατεβάζει» στο κοινό.

«Πειραιώς 260», Φεστιβάλ Αθηνών, 8 Ιουνίου 2013

No comments:

Post a Comment