«Ορέστης» του Ευριπίδη / Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας.
Η Κλυταιμνήστρα, μαζί με τον εραστή της Αίγισθο, σκότωσαν το σύζυγό της, βασιλέα Αγαμέμνονα, όταν γύρισε από την Τροία. Μετά από κάποια χρόνια, ο ξενιτεμένος γιος τους Ορέστης γύρισε στο Άργος και, με την παρότρυνση χρησμού του Φοίβου Απόλλωνα, συνεργό το φίλο του Πυλάδη και
συμπαραστάτρια την αδελφή του Ηλέκτρα, σκότωσε τους δύο δολοφόνους εραστές,παίρνοντας εκδίκηση για τον πατέρα του. Βαρύ αμάρτημα, όμως, η μητροκτονία... Και ο Ορέστης -εδώ αρχίζει το έργο- κείτεται στο στρώμα, βαριά άρρωστος,
στοιχειωμένος από τις Ερινύες/Ευμενίδες, ενώ περιμένουν, με την αδελφή του, την απόφαση της συνέλευσης των Αργείων που τους δικάζει, απόφαση η οποία πιστεύουν πως θα είναι η καταδίκη τους σε θάνατο. Ο παππούς τους Τυνδάρεως, πατέρας της Κλυταιμνήστρας, τάσσεται με σκληρότητα
εναντίον τους και ο θείος τους Μενέλαος, αδελφός του Αγαμέμνονα, που έχει φτάσει στο Άργος με τη γυναίκα του Ελένη, την πέτρα του σκανδάλου και αφορμή για τον δεκαετή πολύνεκρο Τρωικό Πόλεμο, και την κόρη τους Ερμιόνη, και που τον εκλιπαρούν να τους σώσει, μένει αμέτοχος. Η απόφαση της συνέλευσης, τελικά, είναι, όντως, ο θάνατος:
τους υποχρεώνει να αυτοκτονήσουν. Αλλά, με προτροπή του Πυλάδη, τα δύο αδέλφια ξεσηκώνονται: ορμούν να σκοτώσουν την Ελένη -που, όμως, αναλαμβάνεται, με παρέμβαση του φυσικού πατέρα της, του Δία, στους ουρανούς και σώζεται- και εκβιάζουν τον Μενέλαο να ανατρέψει στην απόφαση της συνέλευσης των Αργείων, απειλώντας να σκοτώσουν την Ερμιόνη και να
κάψουν το παλάτι. Η επέμβαση του από μηχανής θεού Απόλλωνα, ο οποίος εκείνος ήταν που ώθησε τον Ορέστη να γίνει μητροκτόνος, θα διευθετήσει τα πράγματα -ένα χάπι εντ: ο Ορέστης θα πάει στην Αθήνα για να δικαστεί από τις Ευμενίδες, θα αθωωθεί, θα παντρευτεί την Ερμιόνη και θα βασιλέψει στο Άργος, ο Μενέλαος θα βασιλέψει στην Σπάρτη παίρνοντας άλλη γυναίκα ενώ η Ηλέκτρα θα παντρευτεί τον Πυλάδη. Τέλος
καλό, όλα καλά. Μικρή η σχέση του «Ορέστη» (πιθανόν 408 π.Χ.) με την κλασική τραγωδία. Και δεν είναι μόνο το φινάλε. Όλο το έργο πόρρω απέχει από τις αριστοτελικές συντεταγμένες της τραγωδίας -έχουν περάσει περίπου 50 χρόνια από τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου... Η αθηναϊκή κοινωνία έχει εξελιχθεί, το θέατρο έχει εξελιχθεί. Ο Ευριπίδης «ασεβεί» προς τους θεούς και τους αμφισβητεί, ο Ευριπίδης ανατρέπει τους μύθους και τους επεξεργάζεται κατά το δοκούν, ο Ευριπίδης προχωράει το θέατρο πολλά βήματα προς την
ευρωπαϊκή του εξέλιξη, πολλούς αιώνες πριν: οι Ερινύες/Ευμενίδες δεν είναι πια ορατές, έχουν φωλιάσει μέσα στον Ορέστη, είναι οι τύψεις και τα πλέγματα που θα προσδιορίσει, μετά από πολλούς αιώνες, ο Φρόιντ και η ψυχολογία, ο Ευριπίδης έχει φτιάξει ένα θρίλερ που περιλαμβάνει και τρομοκρατική επίθεση -πόσο πρωτοπόρος!
Ο Γιάννης Κακλέας, στην πρώτη του σκηνοθεσία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, φάνηκε αμήχανος, κατά τη γνώμη μου, μπροστά στο έργο. Θέλησε, διστακτικά, να το εκσυγχρονίσει χρησιμοποιώντας την έξοχη, ποιητική μετάφραση -που, ουσιαστικά, είναι ανάπλαση- του Γιώργου Χειμωνά, στην οποία
επενέβη χωρίς λόγο με «δραματουργική επεξεργασία» -μεγάλη πληγή πλέον οι «δραματουργικές επεξεργασίες» που θέλουν να «διορθώσουν» τα κείμενα και να φέρουν τα έργα στα μέτρα των σκηνοθετών...- για να ανεβάσει μία παράσταση που, τελικά, δεν της ταιριάζει αυτή η μετάφραση. Με ένα μεγαλοαστικό, «κουνημένο», όχι υψηλής αισθητικής, σκηνικό επί σκηνής -που το συνυπογράφει, όπως
και τα κοστούμια, ο σκηνοθέτης με την Ηλένια Δουλαδίρη-, με το στόχο να το κάνουν μαντάρα στο τέλος οι αναρχίζοντες ήρωες, το οποίο συνδυάζεται, όμως, στη στρωμένη με χώμα ορχήστρα, με καλλιεπείς θυσάνους από διακοσμητικά στάχυα και με ένα μακρόστενο τραπέζι που να παραπέμπει στα
θυέστεια δείπνα, στοιχεία, φωτισμένα επαρκώς από την Στέλλα Κάλτσου, που μοιάζουν άδετα. Όπως και τα κοστούμια: ο Χορός με τις αμπιγιέ μαυροφορούσες Αργείτισσες που λες και πάνε, εντελώς αδικαιολόγητα, σε πάρτι, έως και
βεντάλιες ανοίγουν και που στο τέλος -η λύτρωση;- φορούν λευκές ρόμπες-, η εντυπωσιακή τουαλέτα της Ελένης, η στρατιωτική στολή του Τυνδάρεω, το λευκό κοστούμι, κάπως σαν νταβατζή, του Μενέλαου... θολώνουν ακόμα περισσότερο τις προθέσεις.
Η όλο πόζα αργή, υπνωτική κίνηση του Χορού, κίνηση που συμπλέει με του Ορέστη-Άρη Σερβετάλη -ο οποίος, μάλιστα, την υπογράφει-, με χέρια που διαρκώς πηγαινοέρχονται, τεντώνονται, απλώνονται, ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, συστρέφονται χωρίς λόγο και χωρίς καμία εκφραστικότητα -πολύ, μα πολύ άσκοπο χέρι κυριαρχεί στην παράσταση...-, εντελώς αμήχανα και άχαρα, πάνω στην ενδιαφέρουσα μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, ολοκληρώνει, δίνει τη χαριστική βολή στην
ασαφή εικόνα της άποψης του σκηνοθέτη Ο οποίος μοιάζει να μην έχει δέσει καθόλου και να μην ελέγχει και τους ηθοποιούς του. Και αν ο ΄Αρης Σερβετάλης, παρά τη χρωματική μονοτονία στην εκφορά του λόγου του, παρά την κινησιολογική ευκολία του που έχει γίνει μανιέρα-δεν μπορεί να κινείσαι σε
όλους τους ρόλους σαν να παίζεις τον Γκρέγκορ Σάμσα που μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα στην «Μεταμόρφωση» του Κάφκα...- τα καταφέρνει, τελικά, να ερμηνεύσει ικανοποιητικά τον επώνυμο ρόλο, οι υπόλοιποι καλοί ηθοποιοί δεν τα καταφέρνουν όλοι και τόσο καλά. Δοσμένη απόλυτα η πολύ
καλή Μαίρη Μηνά-Ηλέκτρα, λίγο πέραν του δέοντος ορθοφωνική, δεν πετυχαίνει, όμως, εδώ, να δώσει μία πλήρη ερμηνεία. Αλλά υπάρχουν και χειρότερα: ο ταλαντούχος Πάνος Βλάχος -λάθος διανομή, όταν είναι και φαίνεται νεότερος από τον Ορέστη- έχει οδηγηθεί να δώσει έναν χύμα, μάγκα Μενέλαο, παραπέμποντας σε ελληνικές ταινίες του ’60. Η υπερταλαντούχα Νικολέτα Κοτσαηλίδου, ιδανική εμφανισιακά για Ελένη, περνάει και χάνεται. Ο Φρύγας του Ζερόμ Καλουτά,
που ο σκηνοθέτης θέλησε να τον δώσει δραματικά, μειώνοντας τα κωμικά στοιχεία του ρόλου, αν και καλή επιλογή, αγγίζει τον ερασιτεχνισμό. Διεκπεραιωτικές οι Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη (Αγγελιαφόρος) και Άλκηστις Ζιρώ (Ερμιόνη). Ξεχώρισα μόνο τον στέρεο Γιώργο Ψυχογιό (Τυνδάρεως) και τον Αιμιλιανό Σταματάκη (Πυλάδης). Αδύναμα, σε γενικές γραμμές, και φωνητικά αδρά βρήκα τα μέλη του Χορού που μοιράζονται και τον Απόλλωνα. Η
παράσταση, που προσπαθεί να εντυπωσιάσει, αλλά δεν καταφέρνει να γίνει ουσιαστική και παραμένει επιφανειακή και αφελής, διαθέτει ένα σημαντικό πλεονέκτημα: αφήνει το κείμενο να ακουστεί, παρά τα χειλόφωνα (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).
(Νοικοκυρεμένο αλλά χωρίς φιλοδοξίες, με εράνισμα αποσπασμάτων από σημαντικά κείμενα που αφορούν το έργο ή σχετίζονται με αυτό -θεατρολόγος προγράμματος Αγγελική Τρομπούκη- και με αποσπάσματα της μετάφρασης αλλά όχι με κείμενα πρωτότυπα, το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης).
Παλαιό Ελαιουργείο, Ελευσίνα, «Αισχύλεια 2021», ΑΜ ΤεχνηΧώρος Ε.Ε., 29 Αυγούστου 2021.
No comments:
Post a Comment