November 10, 2018

Στο Φτερό / Η επανάσταση που ποτέ δεν ξέσπασε ή Το κόστος σε αίμα της Βιομηχανικής Επανάστασης


«Peterloo» / Σκηνοθεσία: Μάικ Λι 

Ο Ναπολέοντας συντρίφτηκε οριστικά απ’ τα ενωμένα ευρωπαϊκά μοναρχικά στρατεύματα το 1815, στη μάχη του Oυατερλό (Γουατερλού/Βατερλό). Το -τότε- Ενωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας ήταν ανάμεσα στους νικητές. Όχι, βέβαια, ο λαός του. Αντίθετα, οι άγγλοι προλετάριοι, μ’ αφορμή
μια πρώτη κρίση -γνώριμά μας χαρακτηριστικά...- της καλπάζουσας τότε εκβιομηχάνισης -καρπού της Βιομηχανικής Επανάστασης- στη χώρα, την οποία κυβερνούσε, λόγω της παραφροσύνης του βασιλιά Γεωργίου Γ΄, ως αντιβασιλέας, ο γιος του, Πρίγκηπας της Ουαλίας Γεώργιος, με τον τίτλο Πρίγκιπας Αντιβασιλέας -ο κατοπινός Γεώργιος Δ΄- και με κυβέρνηση του κόμη του Λίβερπουλ, ζούσαν, μετά τη λήξη των ναπολεόντειων πολέμων, στην ανεργία, στη φτώχεια και στην πείνα -λιμός διαρκείας. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν, στο Μάντσεστερ, απ’ τα βιομηχανικά κέντρα της χώρας, και στην ευρύτερη περιοχή της κομητείας του Λάνκασερ, ν’ αναπτυχθεί ένα πολιτικό ρεύμα, εμποτισμένο, βέβαια, απ’ τις ιδέες της Γαλικής 
Επανάστασης του 1789 που είχαν διαχυθεί, το οποίο στόχευε σε καλυτέρευση της ζωής μέσω μεταρρυθμίσεων στην ισχνή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της Βόρειας Αγγλίας, χωρίς να λείπουν κι οι ακραίες τάσεις που έφταναν μέχρι και προτάσεις για το κόψιμο του κεφαλιού του βασιλιά α λα Λουδοβίκος 16ος. Οι επί κεφαλής του ρεύματος αυτού -ανάμεσά τους και γυναίκες με προσωπικότητα και με 
ιδεολογικές θέσεις-, της Patriotic Union Society, αποφάσισαν, τελικά, μια μεγάλη ειρηνική συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην πλατεία του Αγίου Πέτρου (Saint Peter’s Fields) του Μάντσεστερ, με κεντρικό ομιλητή τον ριζοσπάστη χαρισματικό ρήτορα και αγκιτάτορα Χένρι Χαντ τον οποίο προσκάλεσαν. Γύρω στα 60.000 με 80.000 άτομα -άντρες, γυναίκες με παιδιά, νέοι, γέροι...- , απ’ την πόλη κι όλη την περιοχή, μαζεύτηκαν στις 16 Αυγούστου του 1819 για να διαδηλώσουν ειρηνικά αλλά οι ντόπιες αρχές, σύσσωμες -δικαστές, 

για παράδειγμα, που ’στελναν στην κρεμάλα ή στα κάτεργα της Αυστραλίας κακόμοιρα ανθρωπάκια για ψύλλου πήδημα...- κάλεσαν το στρατό να επέμβει για να τους διαλύσει και να 

συλλάβει τον Χαντ και τους οργανωτές. Κι ο στρατός επενέβη. Και το ιππικό. Με τραβηγμένες τις σπάθες. Ο πανικός που ακολούθησε είχε ως καρπό 15 νεκρούς και 400 με 700 τραυματίες ενώ ο Χαντ κι οι πρωτεργάτες πιάστηκαν και ρίχτηκαν στα μπουντρούμια. Το
τραγικό συμβάν έμεινε στην ιστορία ως «η σφαγή του Πιτερλού (Peterloo)», τραγικά ειρωνική υπόμνηση (Saint Peter’s) του πρόσφατου Γουατερλού (Βατερλό). Κι αποτέλεσμα δεν είχε παρά μια σειρά σκληρών νόμων που περιόριζαν την ελευθερία του συνέρχεσθαι και το δικαίωμα της διαδήλωσης και τους οποίους 

ψήφισε το κοινοβούλιο. Έτσι η Επανάσταση δεν ξέσπασε ποτέ στην Αγγλία ενώ οι επαναστάσεις, την εποχή εκείνη, σάρωναν την Ευρώπη. Και στη σύγχρονη βρετανική ιστορία το Peterloo πέρασε μέσα από λίγες γραμμές. Ο Μάικ Λι θέλησε να αποκαταστήσει την αδικία αυτή. Κι έφτιαξε την ταινία «Peterloo» (2018) -μια ταινία μακριά απ’ το προσωπικό στιλ του, με σαφή μαρξιστική θέση. 
Η ταινία ξεκινάει και συνεχίζεται, στο πρώτο μέρος της, με ατομικές περιπτώσεις φτώχειας, ανεργίας, αδικίας, αντίδρασης, εξέγερσης... που συσσωρεύονται προοδευτικά για να καταλήξουν στην έκρηξη -μια έκρηξη ειρηνική: τη μεγάλη -ματωμένη τελικά- συγκέντρωση. Ο Μάικ Λι, που γραψε ο ίδιος το, ενίοτε προβληματικό, κάπως «παρατακτικό», σενάριο, χωρίς απόλυτο πρωταγωνιστή, χωρίς κέντρο βάρους, συνθέτει, με τη βοήθεια, κυρίως, του διευθυντή φωτογραφίας Ντικ Ποπ, των έξοχων κοστουμιών της Τζάκλιν Ντουράν αλλά και της 
εκπληκτικής επιλογής για τη διανομή φυσιογνωμιών σπάνιας αυθεντικότητας, πλάνα-πίνακες, φωτισμένα έτσι που η ταινία του θα μπορούσε να συγκριθεί με το «Μπάρι Λίντον» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Αλλά και το μπρεχτικό, α καπέλα, τραγούδι της γυναίκας στην αρχή, η συγκλονιστική έναρξη, με τον νεαρό στρατιώτη σαλπιγκτή να τα ’χει χαμένα με τις ομοβροντίες και τα 
πτώματα που σωριάζονται γύρω του στο πεδίο της Μάχης του Γουατερλού και το νήμα που τον ακολουθεί μέχρι την επιστροφή στην αγκαλιά της μάνας του, στην ανεργία και, στο τέλος, στο θάνατο που δεν τον βρήκε στο Γουατερλού από εχθρικά πυρά αλλά στο Πίτερλου από «φίλια» είναι απ’ τις έξοχες ιδέες του σκηνοθέτη. Τα πλάνα του, σ’ όλο το πρώτο μέρος της ταινίας, κοντινά και γενικά, μιλούν. Γι αυτή την, κοντά στην εξαθλίωση, κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα. Όμως, όσο προχωράει η ταινία κι η προοδευτική προετοιμασία της συγκέντρωσης, ο Μάικ Λι σα να χάνει την μπάλα. Γίνεται εύκολος, γίνεται λαϊκιστής, γίνεται μανιχαϊστικός -οι της εξουσίας είναι μόνο κακοί, οι του λαού είναι μόνο καλοί...-, βρήκα φτηνή τη 

γκροτέσκα εικόνα του Πρίγκηπα Αντιβασιλέα και της ερωμένης του Λέδης Κόνινχαμ κι η σύγκρουση στη διαδήλωση, ενώ 
πρόκειται για μεγάλη παραγωγή, δεν ευοδώνεται. Οι ηθοποιοί, βέβαια -Μάικ Λι ειν’ αυτός...-, εξαιρετικά οδηγημένοι. Κατά περίεργο τρόπο, εκείνος που δε μου άρεσε είναι ο πιο γνωστός, ο Ρόρι Κινίαρ. Ο Χαντ του είναι πολύ καλά σχεδιασμένος -ολίγον Νάρκισσος, ολίγον επηρμένος, ο μόνος απ’ τους επαναστάτες που δεν είναι μονόχρωμος- αλλά η υλοποίηση του ρόλου δε με ικανοποίησε. Ξεχώρισα τον Τζόζεφ Τζόνσον του Τομ Γκιλ -εύπλαστος, χαριτωμένος, ευφυής ο μικροκαμωμένος αυτός ηθοποιός- και τον «χαμένο» Τζόζεφ του Ντέιβιντ Μουρστ. Μια άνιση, κατά τη γνώμη μου, ταινία: έμεινα εκστατικός στο σπάνιας ποιότητας πρώτο μέρος αλλά, σιγά-σιγά, στο δεύτερο απογοητεύτηκα (Φωτογραφία 12: Simon Mein).

Κινηματογράφος «Σπόρτινγκ» / Αίθουσα 2, 6 Νοεμβρίου 2018.

No comments:

Post a Comment