December 7, 2016

Μάνα χωρίς το κάρο της ή Ο Πόλεμος: τα «κέρδη» και οι χασούρες του


Το έργο. 17ος αιώνας, κεντρική Ευρώπη και Τριακονταετής Πόλεμος -μία από τις πιο μακροχρόνιες (1618-1648) και καταστροφικές συγκρούσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία. Που ξεκίνησε ως πόλεμος μεταξύ καθολικών και προτεσταντικών κρατών και, βαθμηδόν, εξελίχθηκε σε γενικευμένη διαμάχη στην οποία ενεπλάκησαν οι περισσότερες από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, οι οποίες κατέληξαν να αγωνίζονται για την πολιτική επικράτηση στην Ευρώπη. Η Άννα Φίρλινγκ, γνωστή με το παρατσούκλι Μάνα Κουράγιο, σέρνει, μαζί με τα τρία παιδιά της -νόθα, από διαφορετικούς πατεράδες…-, τον Άιλιφ, τον Έμενταλ και τη βουβή, μετά από την επίθεση ενός στρατιώτη, όταν ήταν παιδάκι, Κάτριν, το κάρο της, φορτωμένο με πραμάτειες που ξεπουλάει στους στρατιώτες. Η Μάνα Κουράγιο ζει από τον πόλεμο και ο πόλεμος τη ζει -από τον πόλεμο κερδίζει. Δεν έχει, όμως, μόνο κέρδη ο πόλεμος, έχει και χασούρες…
Η Μάνα, που κινείται αρχικά στο στρατόπεδο των Προτεσταντών, χάνει πρώτα τον Άιλιφ, το 1624. Ενώ για κάτι παζαρεύει με ένα λοχία που έτσι της αποσπά την προσοχή, πίσω από την πλάτη της ένας στρατολόγος τον πείθει για τα… πλεονεκτήματα του στρατού και τον στρατολογεί. Θα διαπρέψει με ανδραγαθήματα του τύπου «σκοτώνω χωριάτες, κλέβω τα ζώα τους». Όταν ξανασυναντήσει τη μάνα του, εκείνη θα τον μαλώσει που, έτσι, θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του.
Λίγα χρόνια μετά, η Μάνα θα χάσει -για πάντα- και τον Έμενταλ: οι Καθολικοί ετοιμάζονται να εισβάλουν στο προτεσταντικό στρατόπεδο και ο -ταμίας στο σύνταγμα- Έμενταλ, που μαθαίνει για την επικείμενη επίθεση από μήνυμα του αδελφού του, του Άιλιφ, κρύβει το ταμείο του συντάγματος για να το γλυτώσει από τους εισβολείς. Tον πιάνουν, όμως, και, επειδή ο Έμενταλ δεν μαρτυράει την κρυψώνα, αν και τον βασανίζουν, ετοιμάζονται να τον τουφεκίσουν. Η Μάνα μπορεί να τον σώσει: αν πουλήσει το κάρο της στην Ιβέτ, την πόρνη του στρατοπέδου, που ένας συνταγματάρχης θέλει να της το αγοράσει, και τους δωροδοκήσει. Κάνει, όμως, παζάρια για να βγάλει περισσότερα, καθυστερεί και, όταν υποχωρεί, είναι πια αργά: έχουν σκοτώσει τον Έμενταλ. Όταν φέρνουν το πτώμα του, για να μην την αναμείξουν ως συνεργό, υποκρίνεται πως δεν τον γνωρίζει. Αφήνει να το πετάξουν σε ένα χαντάκι. Και προσχωρεί στο στρατόπεδο των Καθολικών.

Ύστερα είναι η σειρά της Κάθριν: ένας μεθυσμένος στρατιώτης της επιτίθεται, τη χτυπάει στο πρόσωπο και τη σημαδεύει. Η ειρήνη -που η Κάθριν περίμενε, μήπως και βρει, τότε, άντρα να παντρευτεί- έρχεται. Αλλά ποιος θα νοιαστεί πια γι αυτήν έτσι που έχει καταντήσει… Εξάλλου, πρόσκαιρη θα είναι η ειρήνη αυτή.
Η Ιβέτ είναι πια πλούσια χήρα συνταγματάρχου. Και ο Άιλιφ συλλαμβάνεται για τον ίδιο λόγο ο οποίος είχε θεωρηθεί ανδραγάθημα εν καιρώ πολέμου: σκότωσε χωριάτες και έκλεψε τα ζώα τους. Θα τον εκτελέσουν. Η μάνα του, που λείπει στην πόλη για να εμπορευτεί και πάλι, δεν θα το μάθει ποτέ. Αλλά θα γυρίσει με… χαρμόσυνα νέα: ο πόλεμος ξανάρχισε, το εμπόριο παίρνει πάλι μπρος, ο Μάγειρας, που τον γνώριζε από παλιά και της άρεσε και του άρεσε, είναι μαζί της για να σέρνουν το κάρο.
Τον δέκατο έβδομο, όμως, χρόνο που πολέμου ζουν μία ζοφερή περίοδο: στάση εμπορίου και πείνα. Η Μάνα, που δεν είχε δεχτεί, παλαιότερα, την πρόταση του Ιεροκήρυκα, ο οποίος δούλευε κοντά της, να τον παντρευτεί, απορρίπτει και την πρόταση του Μάγειρα, που κληρονόμησε ένα πανδοχείο στην Ουτρέχτη, να φύγει, εκεί, μαζί του, επειδή δεν θέλει να πάρουν και την Κάτριν. Οι δρόμοι τους χωρίζουν. Η Μάνα και η Κάτριν απομένουν μόνες τους, πια, να σέρνουν το κάρο, στην περιοχή επιρροής των Προτεσταντών και πάλι.
1636 πια, δώδεκα χρόνια μετά την αρχή του έργου, και οι Καθολικοί ετοιμάζονται να επιτεθούν στην προτεσταντική πόλη Χάλε. Η Μάνα είναι στην πόλη για εμπορικούς λόγους -πάντα…- και έχει αφήσει την Κάτριν με κάτι χωριάτες. Τη νύχτα, οι στρατιώτες των Καθολικών περνούν κατευθυνόμενοι εναντίον της πόλης και παίρνουν μαζί τους τον ένα από τους χωριάτες για οδηγό. Η πόλη κινδυνεύει. Οι χωριάτες προσεύχονται στον Θεό να τη γλιτώσει. Η Κάτριν κάνει κάτι πιο χρήσιμο, πιο ριζικό -μία ηρωική πράξη: στερημένη από τη φωνή, αρπάζει ένα τύμπανο, ανεβαίνει στη στέγη του στάβλου και αρχίζει να το βροντάει ξέφρενα. Οι στρατιώτες γυρίζουν και τη σκοτώνουν. Αλλά πρόλαβε: στην πόλη έχουν ξυπνήσει και αντιλαμβάνονται πως κάτι συμβαίνει.

Η Μάνα θα βρει το τελευταίο παιδί που της είχε απομείνει νεκρό. Θύμα, και αυτό, του πολέμου. Θα αναγκαστεί να ζευτεί μόνη της πια το κάρο -που, βέβαια, είναι ελαφρύτερο, η Μάνα δεν έχει και πολλά να πουλήσει… Για να συνεχίσει το εμπόριο. Ανεπίδεκτη μαθήσεως: από τον πόλεμο ζει και ο πόλεμος τη ζει. Αλλά μπορεί κι αλλιώς πια;
Ο Γερμανός Μπέρτολτ Mπρεχτ έγραψε το έργο του «Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» το 1939 -μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Πολονία και στη διάρκεια της εξορίας/φυγής του, λόγω της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία-, στην Σουηδία -η πρεμιέρα του έγινε στην Ζιρίχη της ουδέτερης Ελβετίας, το 1941, στη διάρκεια του Πολέμου, και ενώ ο Μπρεχτ ήταν πια στην Φινλανδία-, εμπνευσμένος από τη νουβέλα «Η ζωή της αρχιαπατεώνισσας και αλήτισσας Κουράσε» (1670) του Αυστριακού Χανς Γιάκομπ φον Γκρίμελσχάουζεν και με τη σημαντική συμβολή στη συγγραφή της Μαργκαρέτε Στέφιν της οποίας, όμως, το όνομα επίσημα δεν αναφέρεται -συνήθειες που ο Μπρεχτ κράτησε σε όλη του την καριέρα… Και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα εφαρμογής της θεωρίας του για το «Επικό Θέατρο». Με την Μάνα του, αρνητική ηρωίδα που τρέφεται από τον Πόλεμο και, παρά τα πλήγματα που δέχεται, με τίποτα δεν αφυπνίζεται μέχρι τέλους, ο Μπρεχτ προσπαθεί, αποτάσσοντας ταυτίσεις, ψυχολογίες και μεταφυσικές, με μέσα όπως η αποστασιοποίηση και τo παραξένισμα αλλά και με τη μουσική και τα τραγούδια-κριτικές παρεμβολές του Πάουλ Ντέσαου -που υποχρεωτικά συνοδεύουν το έργο από το δεύτερο ανέβασμά του, το 1949, στο Ανατολικό Βερολίνο σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μπρεχτ μαζί με τον Έριχ Ένγκελ- να αφυπνίσει το θεατή τουλάχιστον, καταδεικνύοντας την τερατώδη πολεμική μηχανή και εκθέτοντας την εκμετάλλευση και τη διαφθορά που την κινούν και την περιβάλλουν. Μεγαλειώδης θεατρική σύλληψη και κατασκευή -αν και κάπως φλύαρη- αλλά είναι δύσκολο να κρατηθούν οι ισορροπίες που ο Μπρεχτ ζητάει και ο θεατής να μη συγκινηθεί από τα πάθια της Μάνας, να μην ταυτιστεί μαζί της ή με την Κάτριν -πώς η σκηνή της βουβής που βαράει απεγνωσμένα το τύμπανο, σκαρφαλωμένη στη στέγη, να μη συγκλονίσει;

Η παράσταση. Ο Σέρβος Νικίτα Μιλιβόγεβιτς, με μερικές εξαιρετικές παραστάσεις στις ελληνικές σκηνές στο ενεργητικό του, θέλησε, στη σκηνοθεσία του, να ακολουθήσει, με όχημα την απόλυτα σωστή μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα -αν και αυτό το, ακριβές κατά τα άλλα, Έμενταλ στο οποίο ο μεταφραστής μετέγραψε το όνομα/παρατσούκλι Schweizerkas δεν μπορώ να το καταπιώ με τίποτα...-, τη μπρεχτική γραμμή με μεταμοντέρνους απόηχους. Από την πρώτη στιγμή. Στο βάθος πατάρι με τους μουσικούς, μπροστά καρέκλες για τους ηθοποιούς, σχεδόν γυμνή η υπόλοιπη σκηνή, απόλυτη λιτότητα, όλοι και όλα μετωπικά, μικρόφωνα με πόδι στο προσκήνιο, σχεδόν όλα να λέγονται με απεύθυνση στους θεατές, σχεδόν καμία επαφή των ηθοποιών μεταξύ τους, σπάσιμο των ρόλων σε περισσότερους από έναν ηθοποιούς σε σημείο που να μπερδεύεσαι, ανάθεση ρόλων σε ηθοποιούς κόντρα στο φιζίκ τους και κόντρα στο φύλο τους -ο Μάγειρας, για παράδειγμα, παίζεται και από γυναίκα-, «ψυχρή» αντιμετώπιση των ρόλων, αποστασιοποίηση…
Η έναρξη μού άρεσε πολύ -ενθουσιάστηκα: αυτό είναι! Μπρεχτ αυθεντικός! Όσο, όμως, η παράσταση εξελίσσεται, απογοητευόμουν. Πιστεύω πως η σκηνοθεσία κάνει κατάχρηση των μέσων που επέλεξε καταλήγοντας σε ένα μελετημένο αλλά ψυχρό, αδιάφορο, βαρετό παραστασιακό αποτέλεσμα και πως η τόση λιτότητα καταλήγει σε κάτι που, αν κρατούσαν κείμενο στο χέρι οι ηθοποιοί, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαβαστό θέατρο. Ίσως ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς δεν κατάφερε να πείσει τους ηθοποιούς του να εφαρμόσουν ουσιαστικά και όχι μηχανικά την άποψή του.
Αλλά να μην υπάρχει καν το ΚΑΡΟ της Μάνας Κουράγιο;!! Το οποίο, μαζί με την Μάνα, είναι ο συμβολικός άξονας του έργου; Από την αρχή και μέχρι το τέλος αναρωτιόμουνα πώς ο σκηνοθέτης θα έχει στήσει την τελική σκηνή του έργου, όπου η Μάνα σέρνει μόνη της το κάρο, ως η -συμβολικά- φέρουσα τις αμαρτίες του Πολέμου. Ευτυχώς ήταν από τις ελάχιστες σκηνές που με αποζημίωσαν: 
η Μάνα-Λυδία Φωτοπούλου στο προσκήνιο, ζεμένη με δύο χοντρά σκοινιά δεμένα στο βάθος της σκηνής, να σέρνει τις οικουμενικές αμαρτίες, με τους προβολείς πάνω μας να μας στραβώνουν. Ομολογώ πως αυτή η λύση ήταν πιο επιβλητική από το οποιοδήποτε κάρο. Αλλά η υπόλοιπη παράσταση;
Ο Κέννυ ΜακΛέλαν με τη σκηνογραφική επιμέλειά του και με τα τεφρά κοστούμια του, ο Στέλιος Τζολόπουλος με τους φωτισμούς του και η Αμάλια Μπένετ με τις χορογραφίες της έχουν υπηρετήσει τη σκηνοθετική γραμμή. Στο σωστό ύφος και η ζωντανή εκτέλεση της μουσικής του Ντέσαου από το σύνολο των οκτώ μουσικών που διευθύνει ο Νίκος Καπετάνιος καθώς και η εκτέλεση των τραγουδιών σε διδασκαλία Νίκου Γαλενιανού που έχει επιμεληθεί και τον ηχητικό σχεδιασμό.
Ερμηνείες. Η παράσταση διαθέτει για τον επώνυμο ρόλο την Λυδία Φωτοπούλου. Αυτό είναι μία εγγύηση. Ηθοποιός με κύρος και μυαλό αλλά και με ψυχή, σε ένα ρόλο που, ίσως, δεν είναι και ο ιδανικός για το φιζίκ της, τον βγάζει πέρα άψογα, έστω και αν στο τραγούδι η φωνή της δεν τη βοηθάει, στο πλαίσιο της σκηνοθετικής άποψης που δεν της επιτρέπει, πάντως, την υπέρβαση. Γύρω της, ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς επέλεξε να βάλει νέους, βασικά, και άπειρους ηθοποιούς, κόντρα σε ρόλους και φύλα όπως έγραψα, τους οποίους δεν κατάφερε να διδάξει, κατά τη γνώμη μου, επιτυχώς. Έμοιαζε να βλέπω παράσταση τελειοφοίτων δραματικής σχολής -αν εξαιρέσω τον Γιώργο Κολοβό και, ίσως, τον Ορέστη Χαλκιά-, με έκτακτη συμμετοχή, για να τονωθεί το σύνολο, της Λυδίας Φωτοπούλου...
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση με σοβαρότητα στημένη, αλλά στην οποία προσήλθα με μεγάλο καλάθι χωρίς να το γεμίσω (Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου).

Θεσσαλονίκη, Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 9 Νοεμβρίου 2016.

No comments:

Post a Comment