November 22, 2016

Ένα ταξίδι: από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ μέχρι τη χούντα, από το Ζάγκρεμπ και το Καρς μέχρι την πλατεία Αμερικής / 57ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. 2



Οι αίθουσες στο 57ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συνεχίζουν να είναι γεμάτες, οι ουρές στα ταμεία όλο και μεγαλώνουν κι εμείς είμαστε ακόμα στην Θεσσαλονίκη. Μη σας μπερδεύω, ο ενεστώτας που χρησιμοποιώ είναι ιστορικός. Απλώς συνεχίζω την περιδιάβαση στις ταινίες που είδαμε την προπερασμένη εβδομάδα.

Τετάρτη 

Στην Αθήνα μαθαίνουμε πως έχει καταιγίδα. Εδώ ψιλοβρέχει. Ο καιρός, όμως, όλες αυτές τις μέρες ζεστός ήταν - υγρός βέβαια, στην Θεσσαλονίκη είμαστε.
Σήμερα ξεκινάμε με «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου / Επίσημη Πρώτη».
1972, χούντα και μία νεαρή γυναίκα που είναι ενταγμένη στον αντιδικτατορικό αγώνα με το ψευδώνυμο Νίκη, συλλαμβάνεται, βασανίζεται αλλά αποκτάει και ένα γιο. Από πατέρα που δεν τον κατονομάζει. Μία γυναίκα ταγμένη στον πολιτικό αγώνα και όταν η χούντα πέφτει. Δεν είναι εύκολο, όμως, να είσαι συνεπής αγωνίστρια και συνεπής μητέρα… Ο γιος της θα αγωνίζεται για χρόνια να αποκόψει τον ομφάλιο λώρο, το «νήμα». «Νήμα» (Ελλάδα, 2016) είναι και ο τίτλος της ταινίας. Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης που υπογράφει τη σκηνοθεσία ως The Boy (το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί ως συνθέτης), προφανώς, αυτοβιογραφείται στο «Νήμα». Όλοι μπορούμε να σκεφτούμε πως η Νίκη έχει στοιχεία από τη μητέρα του, τη συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη. Η ταινία, όμως, απολύτως προσωπική και εμφανώς πειραματική, μετά από μία δυναμική αρχή μοιάζει να πελαγοδρομεί, χωρίς λόγο να φλερτάρει με την επιστημονική φαντασία και να γίνεται ιδιαίτερα ερμητική. Η παρατραβηγμένη ανάθεση στην Σοφία Κόκκαλη των ρόλων και της Νίκης και του γιου, ανάθεση που προφανώς επιδιώκει να δείξει την ταύτιση, παρά την προσπάθεια της πολύ καλής ηθοποιού, μαζί με τις άτεχνες off αντρικές φωνές -η ταινία, ουσιαστικά, για μία ηθοποιό είναι γραμμένη, των άλλων ποτέ δεν δείχνονται τα πρόσωπα-, μία εικόνα ερασιτεχνισμού δίνει. Αν ήταν η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη, ίσως να της έβρισκα φρεσκάδα, είναι, όμως, η τέταρτη και πρέπει να πω ότι τη βρήκα με πολλές αδυναμίες -προβληματική.


Η Ουρ, κόρη μιας δυσλειτουργικής οικογένειας -ο πατέρας, παραπληγικός, η μάνα, προφανώς, έχει ερωτική σχέση με τον κουνιάδο της που μένει μαζί τους, ο μικρός αδελφός της είναι ο σεξιστικός περίγελως στο καφενείο αυτού του θείου του, όπου και εργάζεται, θείου που σε ένα καυγά, και ενώ υπερασπίζεται το παιδί, τον σκοτώνουν-, μικρή, ζουμερή και προκλητική, επισκέπτεται το κατάστημα χαλιών που κρατάει ο Μπεκίρ, γιος του ιδιοκτήτη, και «παίζει» μαζί του. Ο Μπεκίρ την ερωτεύεται με την πρώτη -ένας έρωτας χωρίς όρια, παθολογικός, ανίατος. Η Ουρ, όμως, είναι ερωτικά ταγμένη στον Ζαγκόρ, τύπο του υποκόσμου, και δεν ανταποκρίνεται. Ο Μπεκίρ δεν κάνει πίσω: θα γίνει η σκιά της, τη βοηθάει οικονομικά να πληρώσει τους δικηγόρους, όταν ο Ζαγκόρ καταδικάζεται σε ισόβια για το φόνο δύο αστυνομικών, βοηθάει την οικογένειά της…
Η Ουρ καταλήγει τραγουδίστρια σε ένα μπαρ για να καταντήσει πουτάνα. Θα ακολουθεί τον Ζαγκόρ, από πόλη σε πόλη, στις φυλακές που μεταφέρεται, και ο Μπεκίρ -που στο μεταξύ οι γονείς του τον πάντρεψαν αλλά εγκαταλείπει το σπίτι του και οδηγεί το μαγαζί του πατέρα του στη χρεωκοπία- θα την ακολουθεί παντού, χωρίς να πτοείται, ούτε όταν εκείνη τον διώχνει σκαιά, ούτε όταν ο Ζαγκόρ βάζει να τον σπάσουν στο ξύλο ή να τον σκοτώσουν -απόπειρα που δεν πετυχαίνει-, ακόμα κι όταν η Ουρ αποκτάει από τον Ζαγκόρ ένα παιδί. Χρόνια θα σέρνεται πίσω της, θα φτάσει να κόψει τις φλέβες του αλλά θα επιζήσει και πάλι. Τελικά θα πετύχει το ελάχιστο από αυτό που ονειρευόταν: κάπου στο μακρινό Καρς, η Ουρ θα του επιτρέψει να ζήσει κοντά της -δύο καμένες από τον έρωτα και τις κοινωνικές συνθήκες υπάρξεις. Είναι το «Πεπρωμένο» (Τουρκία, 2009) του Ζεκί Ντεμίρκουμπούζ («Ματιές στα Βαλκάνια / Ρετροσπεκτίβα Ζεκί Ντεμίρκουμπούζ»).
Μιζέρια, θλίψη, φτώχεια στην Τουρκία της «ανάπτυξης» και ο τούρκος σκηνοθέτης έχει γράψει ένα μελόδραμα που θα μπορούσε να είναι τηλεοπτική σειρά, αν η σκληρή, αμείλικτη εικόνα του δεν αναβάθμιζε την ταινία -παρά τις κάποιες απιθανότητες του σεναρίου που τραβάει σε μάκρος, παρά τους ηθοποιούς του που σωστοί είναι αλλά δεν έχουν τις ικανότητες να την εκτοξεύσουν με ερμηνείες, ειδικά ο μονότροπος Ουφούκ Μπαϊρακτάρ (Μπεκίρ)- σε λαϊκή επιφυλλίδα κοινωνικής κριτικής.
Ενδιαφέροντα στοιχεία, μνήμες «Ευδοκίας» του Αλέξη Δαμιανού αλλά δεν ενθουσιάστηκα. Ούτε με το αποτέλεσμα ούτε με τους αφημένους να τους σέρνει το «πεπρωμένο» ήρωες.

Η αποψινή βραδιά είναι αφιερωμένη στο ΚΘΒΕ και στην «Μάνα κουράγιο» για την οποία θα σας γράψω προσεχώς.

Πέμπτη 

Η Γαλία αποσύρει τις δυνάμεις της από το Αφγανιστάν -το Αφγανιστάν παρόν και πάλι, αλλά με τη δυτική ματιά κοιταγμένο. Πριν οι άντρες και οι γυναίκες των δυνάμεων αυτών -μισθοφόροι, όχι εθελοντές- επιστρέψουν στην πατρίδα τους, τους μεταφέρουν στην Κύπρο, για ένα τριήμερο, σε ένα μεγάλο resort όπου τους περιορίζουν, με στόχο την «αποσυμπίεση» τους, μέσα από ειδικές συναντήσεις με ψυχολόγους και δημόσιες «εξομολογήσεις» -σέρνουν, βλέπετε, εικόνες και εμπειρίες που τους έχουν σημαδέψει και που πρέπει, όσο γίνεται, να τις «αποβάλουν».
Ανάμεσά τους και δύο κοπέλες, στρατιωτίνες, η Ορόρ και η Μαρίν. Φίλες στενές. Δύο νεαροί Κύπριοι που τους την πέφτουν, ένα σκασιαρχείο, μία ερωτική βόλτα μαζί τους, ένας καυγάς ανάμεσα στους Κύπριους και κάποιους στρατιώτες, συνάδελφους των κοριτσιών, σε μία ταβέρνα, οι κοπέλες θα φύγουν με τους συναδέλφους τους αλλά στο δρόμο ο ένας θα προσπαθήσει να βιάσει μία φίλη τους, στρατιωτική νοσοκόμα, που έχουν πάρει μαζί τους -η ψυχική ισορροπία όλων μοιάζει διαταραγμένη και η βία σαν να τους έχει διαποτίσει. Στο αεροπλάνο της επιστροφής η Ορόρ εξομολογείται στην Μαρίν ότι αποφάσισε να παραιτηθεί από το στρατό. Δεν τον αντέχει άλλο. Δεν θα είναι εύκολο να μείνει χωρίς πόρους αλλά κάτι άλλο θα βρει να κάνει στη ζωή της.
Τίποτα το ξεχωριστό δεν διέκρινα στο «Γυρίζοντας τον κόσμο» (Γαλία/Ελλάδα, 2016) των αδελφών Ντελφίν Κουλέν και Μιριέλ Κουλέν («Διεθνές Διαγωνιστικό»): ένα σενάριο (που βραβεύτηκε, μάλιστα, ως το καλύτερο στο Τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του φετινού Φεστιβάλ των Κανών) καλών προθέσεων και με θετικά τα μηνύματα που περνάει αλλά χωρίς κέντρο βάρους, μία ταινία απλώς συμπαθητική ενώ βρήκα μέτρια την Σοκό (Μαρίν) και καλύτερη τη «δικιά» μας Αριάν Λαμπέντ (Ορόρ) που γράφει άριστα στο φακό.


Άλλη μία ταινία του Ζεκί Ντεμίρκουμπούζ: «Φθόνος» (Τουρκία, 2009) στο Τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια / Ρετροσπεκτίβα Ζεκί Ντεμίρκουμπούζ». Εδώ ο τούρκος σκηνοθέτης ταξιδεύει στο παρελθόν: 1930 και στην πόλη Ζονγκουλντάκ, στην Μαύρη Θάλασσα, μία πόλη ανθρακωρύχων, η Μικερέμ, η καλλονή γυναίκα του Χαλίτ, μηχανικού στα ορυχεία -μόλις έχουν φτάσει στο Ζονγκουλντάκ μαζί με την Σενιχά, τη δύσμορφη, στερημένη, απομονωμένη, γεροντοκόρη αδελφή του Χαλίτ, η οποία ξέρει πως τους είναι φόρτωμα και προσπαθεί να δείχνει υποτακτική, εξυπηρετική και φιλική προς τη νύφη της-, γίνεται ερωμένη  του καρδιοκατακτητή γιου του πλούσιου της πόλης, του νεαρού Νουσέτ. Ο οποίος, όμως, σύντομα, αρχίζει να περιφρονεί την ερωτευμένη Μουκερέμ και να της φέρεται άσχημα. Η κατάσταση εκτραχύνεται, η μητέρα του νέου που τα μαθαίνει ζητάει από την κουνιάδα να ενημερώσει τον αδελφό της, εκείνη το κάνει, ο Χαλίτ σκοτώνει τον Νουσέτ και βρίσκεται στη φυλακή. Η αδελφή του, που έχει γίνει δασκάλα για να επιζήσει, τον περιμένει αλλά όταν αυτός απολυθεί θα τη στείλει στο διάβολο. Η Σενιχά μένει ολομόναχη.
Ο Ντεμίρκουμπούζ μεταφέρει το ομώνυμο μυθιστόρημα (1946) του συμπατριώτη του Ναχίντ Σιρί Ορίκ βατά, χωρίς εξάρσεις, με ντοστογιεφσκικές αναφορές -η Σενιχά διαβάζει το «Έγκλημα και τιμωρία»- αλλά και με όλα τα μείον που μπορεί να έχει μία ταινία εποχής όταν η παραγωγή είναι στενεμένη. Η Μπεράκ Τουζούνατάτς (Μικερέμ) είναι πολύ όμορφη, ο Μπορά Τζενγκίζ (Νουσέτ) λάθος, μάλλον, της διανομής, εκείνη όμως που κλέβει τις εντυπώσεις είναι η μεταμορφωμένη Νεργκίς Όζτουρκ η οποία


ερμηνεύει συναρπαστικά την Σενιχά -δεν είναι τυχαίο ότι βραβεύτηκε για την ερμηνεία της αυτή σε δύο τουρκικά κινηματογραφικά φεστιβάλ.
Πάντως, έμεινα με την απορία τι κάνει τον Ντεμίρκουμπούζ τόσο ιδιαίτερο ώστε το Φεστιβάλ να του οργανώσει ρετροσπεκτίβα.


Σκηνοθέτης θεάτρου και όπερας ο Βρετανός Ουίλιαμ Όλντρόιντ σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους «Λέδη Μακμπέθ» (Ενωμένο Βασίλειο, 2016) ακουμπώντας στην κλασική νουβέλα του Ρώσου Νικολάι Σεμιόνοβιτς Λεσκόφ «Η λέδη Μακμπέθ της περιοχής του Μτσενσκ» (1865) -την οποία έχει μεταφέρει στον κινηματογράφο με τον τίτλο «Σιβηριανή λέδη Μακμπέθ» και ο Άντρζεϊ Βάιντα-, διασκευασμένη σε σενάριο από την Άλις Μπερτς που διατηρεί την εποχή αλλά μεταφέρει τη δράση στη βικτοριανή Αγγλία («Διεθνές Διαγωνιστικό»).
Η Κάθριν, όμορφη, σχεδόν έφηβη ακόμη, γεμάτη ζωντάνια, γίνεται αντικείμενο συναλλαγής ανάμεσα στον πατέρα της και ένα μεγιστάνα ανθρακωρυχείων: υποχρεώνεται να παντρευτεί τον πολύ μεγαλύτερό της γιο του, τον Αλεξάντερ. Που αποδεικνύεται φρικτός σύζυγος. Όχι μόνο αδυνατεί να ολοκληρώσει το γάμο -ικανοποιείται, απλώς, με αυνανισμό βλέποντας την Κάθριν γυμνή- αλλά είναι και αντιπαθέστατος, κακότροπος, σκληρός, βίαιος -ένα τέρας. Τέρας κακίας προκύπτει και ο πεθερός της. Της απαγορεύουν να κυκλοφορεί έξω από το μέγαρο στο οποίο μένουν και ο Αλεξάντερ φεύγει και εξαφανίζεται χωρίς καμία εξήγηση αφήνοντάς την στα χέρια και στην εξουσία του καταπιεστικού όσο δεν παίρνει πατέρα του, με την καμαριέρα Άννα, πλάι της, να εφαρμόζει την «εθιμοτυπία» και τις διαταγές του αφεντικού της ως δεσμοφύλακας. Διότι η Κάθριν σε μία φυλακή ζει, χωρίς κανένα δικαίωμα -οι στενοί, βικτοριανοί κορσέδες της αυτό εκφράζουν. Αλλά η φύση του κοριτσιού επαναστατεί, εκρήγνυται. Γίνεται ερωμένη του Σεμπάστιαν, ενός εργάτη του κτήματος, και στη δίνη του πάθους χάνει κάθε έλεγχο -δεν νοιάζεται για τίποτα. Δολοφονεί με δηλητήριο τον πεθερό της. Κανείς δεν το αντιλαμβάνεται. Όταν ο σύζυγος γυρίζει αιφνιδιαστικά και την πιάνει με τον εραστή, τον σκοτώνει και τον θάβουν στο δάσος. Κανείς και πάλι δεν το αντιλαμβάνεται γιατί κανείς δεν είχε πάρει είδηση ότι γύρισε. Η καμαριέρα που έχει πάρει μυρουδιά τι συμβαίνει δεν μιλάει γιατί η κυρά της την έχει στο χέρι.
Ξαφνικά, όμως, εμφανίζεται από το πουθενά η Άγκνες, η μητέρα μιας κοπέλας με την οποία ο Αλεξάντερ συζούσε τον καιρό της απουσίας του, αναζητώντας τον. Μαζί της έχει και ένα αγοράκι, το γιο του -η κοπέλα με την οποία, προφανώς, είχε πλήρη ερωτική σχέση, είχε γεννήσει το παιδί του που ο Αλεξάντερ είχε αναγνωρίσει. Μένουν στο σπίτι με μία διεκδικητική, κυριαρχική διάθεση. Ο Σεμπάστιαν που είχε μπει, επίσημα πια, στην κρεβατοκάμαρα της Κάθριν «αποσύρεται» αναγκαστικά. Εκείνη, τότε, θα πνίξει το παιδί με ένα μαξιλάρι. Ο γιατρός εντοπίζει ύποπτα σημάδια στο λαιμό του. Η αστυνομία έρχεται. Ο Σεμπάστιαν σπάει και τα ομολογεί όλα. Η Κάθριν, αδίστακτη πια, αποποιείται κάθε ευθύνη και τον καρφώνει λέγοντας πως αυτός είναι ο δολοφόνος. Είναι η κυρία, είναι ο εργάτης, αποδέχονται, επομένως, τις κατηγορίες και τον συλλαμβάνουν. Η Κάθριν έχει, πλέον, μεταβληθεί σε ένα τέρας, όμοιο με τα τέρατα που κατοικούσαν το μέγαρο αυτό.
Ο Όλντρόιντ έχει οργανώσει -χώροι, κοστούμια, φωτισμοί…- μία ταινία εξαιρετικής αισθητικής, μοντέρνα με τον τρόπο της, όπου τα -υπέροχα- κοστούμια εποχής και οι κορσέδες συνυπάρχουν με αναχρονισμούς -επιλογές έγχρωμων ηθοποιών για ρόλους όπως του Σεμπάστιαν, της Άννας, της Άγκνες…-, με εκρηκτικό αισθησιασμό που τον προωθεί και τον αναδεικνύει η λιτότητα της σκηνοθεσίας και με την Φλόρενς Πιου ιδεώδη φυσιογνωμικά -ένα κεφάλι σαν από βικτοριανό πίνακα- ως Κάθριν, μολονότι, όσο ο ρόλος εξελίσσεται και έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις, υποκριτικά παρουσιάζει αδυναμίες. Ο Κόσμο Τζάρβις, βέβαια, ως Σεμπάστιαν, αδυνατεί, κατά τη γνώμη μου, να ανταποκριθεί, στις ανάγκες του ρόλου.
Μία πολύ ενδιαφέρουσα, πάντως, ταινία, στη γραμμή που επέλεξε η Άντρια Άρνολντ στα πρόσφατα «Ανεμοδαρμένα ύψη».


«Σωτηρία με λένε» στο ΚΘΒΕ το βράδυ -για το οποίο θα γράψω αργότερα- και ξανά στο λιμάνι για το «Είμαστε η σάρκα» (Μεξικό, 2016) του Εμιλιάνο Ρότσα Μίντερ («Film Forward»).
Ένας γέρος αλήτης με δαιμονική μορφή φαύνου, κάτι σαν ρακοσυλλέκτης, που φτιάχνει αλκοόλ αποστάζοντας μπαγιάτικα ψωμιά, δίνει στέγη σε δύο αδέλφια -αγόρι και κορίτσι- περιπλανώμενα, με τον όρο να τον βοηθήσουν στο σχέδιό του να μετατρέψει το ερειπωμένο σπίτι του σε σπηλιά-μήτρα από την οποία θα ξαναγεννηθεί. Ο γέρος θα αναγκάσει τους δύο νέους να συνουσιαστούν, παρουσία του, έως και να φάνε τις σάρκες ενός στρατιώτη που πέφτει στα χέρια τους και τον σκοτώνουν. Στο τέλος θα πεθάνει και, όντως, θα ξαναγεννηθεί.
Και τι δεν είδα στην ταινία…: πεολειχίες, συνουσίες, αυνανισμούς -όλα «live», πέη εν στύσει κλπ-, νεκροφιλίες, αίματα περιόδου να στάζουν σε ανοιχτά στόματα, παρτούζες, βία μέχρι και κανιβαλισμό. Ο νεαρός Μεξικανός Ρότσα Μίντερ σαφώς και προσπαθεί με κάθε τρόπο να εντυπωσιάσει και να σοκάρει, να προκαλέσει και να αηδιάσει το θεατή. Τα καταφέρνει. Αλλά, πέραν του εντυπωσιασμού, η ταινία του, που σίγουρα θα γίνει «καλτ» στους κύκλους των οπαδών του φανταστικού, ομολογώ πως έχει την τρέλα των σουρεαλιστών παραπέμποντας εικαστικά στους πίνακες του Ιερώνυμου Μπος ενώ το γκροτέσκο ύφος της δείχνει πως ο σκηνοθέτης της, εκτός από έφεση στην πρόκληση, διαθέτει και χιούμορ.
Ο Νοέ Ερναντέζ, ιδεώδης επιλογή για το ρόλο του αλήτη-φαύνου Μαριάνο, εκτίθεται με παροιμιώδη φυσικότητα.

Παρασκευή 

Στην «Πλατεία Αμερικής» (Ελλάδα/Ενωμένο Βασίλειο/Γερμανία, 2016) ο Γιάννης Σακαρίδης («Διεθνές Διαγωνιστικό» και «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου / Επίσημη Πρώτη») επιχειρεί να μιλήσει -και πολύ καλά κάνει- για θέματα που μας καίνε: πρόσφυγες και ρατσισμός. Αλλά…
Τρία είναι τα βασικά πρόσωπα-άξονες της ταινίας του, συγκάτοικοι στην ίδια πολυκατοικία της -υποβαθμισμένης- πλατείας Αμερικής: ο Τάρεκ, σύρος πρόσφυγας στην Ελλάδα που προσπαθεί να φύγει μαζί με την κορούλα του στην Γερμανία, ο Μπίλλη, ιδιοκτήτης μπαρ στην πλατεία, ροκάς και, στα μουλωχτά, στο πατάρι του μπαρ, tattoo artist, που ερωτεύεται την Τερέζα, αφρικανή η οποία τραγουδάει σε ένα μπαρ όπου την εκμεταλλεύονται, γι αυτό και θέλει να το σκάσει στην Γαλία, και ο Νάκος, φίλος του Μπίλλη από τα παλιά, ακαμάτης, που ζει ακόμα με τους γονείς του, εμμονικά ρατσιστής, Ο οποίος αποφασίζει να ζυμώσει και να ψήσει δηλητηριασμένα ψωμιά και να τα αφήσει έξω από τους κάδους σκουπιδιών, εκεί που αφήνουν για τους άστεγους και τους μετανάστες φαγητό, δίνοντας μία καλή ιδέα στους ομοϊδεάτες του πώς να ξεκινήσουν μία εκστρατεία ξεπαστρέματος των «μιασμάτων».
Ο Τάρεκ κάνει συμφωνία, αδρά πληρωμένη, με τον άραβα διακινητή Χασάν: θα πετάξουν με το παιδί του, με πλαστά διαβατήρια, για την Ιταλία αρχικά, από το αεροδρόμιο της Καλαμάτας όπου τα μέτρα δεν είναι τόσο αυστηρά. Με την ίδια πτήση. Το κοριτσάκι του ως παιδί ενός ζευγαριού συνεργατών του διακινητή, ό ίδιος μόνος του. Το παιδί περνάει τον έλεγχο διαβατηρίων, τον ίδιο, όμως, τον σταματούν. Τρελαίνεται, γυρίζει πίσω, επιχειρεί, μέσω Χασάν και πάλι, να φύγει με πλεούμενο για Ιταλία. Στην ίδια ομάδα φυγάδων είναι και η Τερέζα. Δεν βρίσκουν το πλεούμενο εκεί που έπρεπε να είναι αλλά ο Τάρεκ δεν μπορεί να βρει και τον Χασάν στο τηλέφωνο: είναι στο νοσοκομείο, έφαγε από το δηλητηριασμένα ψωμιά του Νάκου -γλυτώνει, πάντως. Κατά λάθος, όμως, από τα ψωμιά έφαγε και η μητέρα του ίδιου του ρατσιστή. Το colpo grosso του Νάκου αποκαλύπτεται.
Η τρίτη απόπειρα να φυγαδευτούν ο Τάρεκ, η Τερέζα και οι άλλοι πετυχαίνει αλλά η επέμβαση του Μπίλλη να αποπροσανατολίσει τους διώκτες της Τερέζας αποβαίνει μοιραία γι αυτόν.
Απ’ ό,τι θα καταλάβατε, το σενάριο, που συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης με τον Βαγγέλη Μουρίκη και τον Γιάννη Τσίρμπα, συγγραφέα της νουβέλας «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» στην οποία και βασίστηκε, πάσχει. Σοβαρά: αδυναμίες, ευκολίες, «συμπτώσεις» και απιθανότητες που παραπέμπουν σε σενάρια φωσκολικά. Ο σκηνοθέτης έχει προσπαθήσει να κάνει μία νευρώδη, σύγχρονη ταινία, το αποτέλεσμα δεν είναι κακό αλλά πώς να το στηρίξει στο σενάριο αυτό;
Ο Γιάννης Στάνκογλου είναι ένα σωστός Μπίλλη, ο Μάκης Παπαδημητρίου ως Νάκος επαναλαμβάνει το cool στιλ του, πανέμορφη Τερέζα η Ξένια Ντάνια αλλά ο Βασίλης Κουκαλάνι είναι που κλέβει τις εντυπώσεις στο ρόλο του Τάρεκ: το βλέμμα
του μιλάει. Και εκφράζει ανάγλυφα όλη την απόγνωση των προσφύγων, όλη αυτή την τραγωδία που ζούμε(-νε). Συγκλονιστικός. Ήταν λίγη η Ειδική Μνεία που του απονεμήθηκε από την Διεθνή Επιτροπή του Φεστιβάλ. 
H ταινία, πάντως, τιμήθηκε από την Κριτική Επιτροπή της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Κριτικών Κινηματογράφου FIPRESCI ως η καλύτερη ελληνική ταινία του «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου / Επίσημη Πρώτη» καθώς και από την επιτροπή φοιτητών των πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης με Ειδικό Βραβείο Νεότητας (δόθηκε, επίσης, σε ταινία του Τμήματος «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου / Επίσημη Πρώτη»). 


Στο -ήδη πολυβραβευμένο- «Δίχως Θεό» (Βουλγαρία / Δανία / Γαλία, 2016), πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Ράλιτσα Πετρόβα («Εκτός Συναγωνισμού»), η κεντρική ηρωίδα, η Γκάνα, έχει το ίδιο επάγγελμα με την Βέσνα του κροατικού «Στην άλλη πλευρά»: επισκέπτρια νοσοκόμα. Νοσηλεύει γέροντες -κατάκοιτους, με άνοια, με Αλτσχάιμερ… Αλλά τους ξαλαφρώνει και από τις ταυτότητές τους που τις πουλάει σε έναν διεφθαρμένο αστυνομικό ο οποίος, με τη σειρά του, τις πασάρει στην «αγορά». Το πάθος της, η μορφίνη. Είναι το μόνο που μοιράζεται, καθώς η σεξουαλική έλξη έχει πια σβήσει, με τον σύντροφό της, τον Αλέκο, ένα μηχανικό αυτοκινήτων, καθοδηγητή της στις απάτες. Όταν μία ασθενής της αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και ετοιμάζεται να την καταγγείλει, στέλνει τον Αλέκο να την απειλήσει αλλά εκείνος τη σκοτώνει. Η Γκάνα τρομάζει, έχει ενοχές. 
H συνάντησή της, όμως, με έναν καινούργιο ασθενή της που διευθύνει μία χορωδία είναι που τη μεταμορφώνει. Η απάνθρωπη, χωρίς αισθήματα νοσοκόμα αλλάζει. Μία ρωγμή ανοίγει μέσα της. Γίνεται μέλος της χορωδίας. Αλλά ο γέροντας πεθαίνει. Η Γκάνα, τότε, παρουσιάζεται και ομολογεί τα πάντα σε έναν άλλο αστυνομικό που τον θεωρεί αδιάφθορο. Δεν είναι. Στα τελευταία πλάνα βλέπουμε να την οδηγούν με αυτοκίνητο -οδηγός ο Αλέκο, συνοδηγός ο «αδιάφθορος», που προφανώς τον έχει ενημερώσει- στο δάσος. Το ίδιο αυτοκίνητο στην αρχή της ταινίας γύριζε από το δάσος όπου οι μαφιόζοι είχαν καθαρίσει κάποιον που εμπόδιζε τις δουλειές τους. Το τέλος της Γκάνα μοιάζει προδιαγεγραμμένο.
Ο «σοσιαλιστικός ρεαλισμός» δεν έχει πεθάνει στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Επιζεί. Αλλά έχει εξελιχθεί. Με τον καλύτερο τρόπο. Και στον καλύτερο δρόμο. Οι ήρωες είναι πια αντιήρωες. Σε απολύτως ρεαλιστικές καταστάσεις. Η Βουλγάρα Ράλιτσα Πετρόβα, όπως και άλλοι ομότεχνοί της από τις ανατολικές χώρες, καταγράφει τη μιζέρια, τη διαφθορά, το χωρίς ελπίδα αύριο τονίζοντάς τα με επίμονα πλάνα των άρρωστων γερόντων, με αιφνίδια πλάνα σεξουαλικής «χαλάρωσης», με τους αντιήρωές της που μοιάζουν αδιάφοροι, καταθλιπτικοί, απεγνωσμένοι, άδειοι από κάθε συναίσθημα.
Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία που η συγκλονιστική ερμηνεία της Ιρένα Ιβάνοβα -αυτό το «ανέκφραστο», «χωρίς συναίσθημα», «άδειο», «αναίσθητο», «νεκρό» πρόσωπο, αυτή η μάσκα της απελπισίας που εκφράζει τα πάντα…- της δίνει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση.


Άλλη μία έκπληξη με την επόμενη ταινία: «Η τελευταία ευκαιρία» (Ελβετία, 1945) του Αυστριακού Λέοπολντ Λίντμπεργκ, σε κόπια αποκατεστημένη από την Ελβετική Ταινιοθήκη («Αντι/Κατοπτρισμοί»).
1943 και οι Σύμμαχοι έχουν εισβάλει στην Σικελία και στην Νότια Ιταλία, ο Μουσολίνι έχει αναγκαστεί να παραιτηθεί και έχει συλληφθεί, ο στρατάρχης Μπαντόλιο έχει αναλάβει τα ηνία της ιταλικής κυβέρνησης. Δύο στρατιωτικοί, ένας Βρετανός λοχαγός και ένας Αμερικανός λοχίας, που έχουν πιαστεί αιχμάλωτοι οδηγούνται στην Γερμανία, σε στρατόπεδο, με τρένο που στην Βόρεια Ιταλία βομβαρδίζεται από τους Συμμάχους. Μέσα στην αναμπουμπούλα το σκάνε. Στόχος τους, να περάσουν στην -ουδέτερη- Ελβετία μέσα από μία λίμνη στις όχθες της οποίας βρίσκονται. Θα συναντήσουν, όμως, μία Ιταλίδα που θα τους ενημερώσει πως έγινε ανακωχή -οι Ιταλοί έχουν υποχωρήσει. Δεν θα προλάβουν να τη χαρούν. Οι Γερμανοί εισβάλουν, στο μεταξύ, στην Ιταλία, ελευθερώνουν τον Μουσολίνι, η κατάσταση αναστρέφεται και οι δύο στρατιωτικοί μόνο από τις Άλπεις πια μπορούν να περάσουν στην Ελβετία -πολύ δύσκολο εγχείρημα αλλά άλλη λύση δεν υπάρχει.
Ο ιερέας του ορεινού, παραμεθόριου χωριού όπου φτάνουν και όπου συναντούν άλλον έναν βρετανό στρατιωτικό -έναν ταγματάρχη- που κρύβεται στην εκκλησία, υπόσχεται να τους βοηθήσει, τους συστήνει στον οδηγό που θα τους οδηγήσει μέχρι τα σύνορα και τους φέρνει σε επαφή με μία ομάδα προσφύγων διαφορετικής προέλευσης που, επίσης, τους κρύβει και που το ίδιο επιδιώκουν. Μαζί τους, το εγχείρημα θα είναι ακόμα πιο δύσκολο -μεταξύ τους υπάρχουν γέροι, γυναίκες, παιδιά... ΟΙ Γερμανοί, όμως, φτάνουν στο χωριό, ο οδηγός και ο ιερέας εκτελούνται, δεν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε άλλη επιλογή και οι φυγάδες επιχειρούν την απεγνωσμένη έξοδο/άνοδο μόνοι τους, μέσα στη χιονοθύελλα, με βάσει το χάρτη που έχουν οι στρατιωτικοί. Οι Γερμανοί τους κυνηγούν, δεν έχουν πολλές ελπίδες αλλά ένας νέος από τους πρόσφυγες αποφασίζει να θυσιαστεί για να σωθούν οι άλλοι: τρέχει προς διαφορετική κατεύθυνση και παρασύρει τους Γερμανούς ώστε οι υπόλοιποι να καταφέρουν να φτάσουν στο ελβετικό φυλάκιο. Τα καταφέρνουν σχεδόν όλοι, ο βρετανός λοχαγός, όμως, ο οποίος γυρίζει να σώσει ένα κοριτσάκι που ξέμεινε τραυματίζεται θανάσιμα. Μετά από αγωνιώδη αναμονή οι υπόλοιποι μαθαίνουν πως η Ελβετία, τελικά, τους δίνει άσυλο. Έχουν γλυτώσει.
Η ασπρόμαυρη ταινία, στα βήματα του νεορεαλισμού που τότε αρχίζει να ανθίζει, εκτός από κινηματογραφικό ενδιαφέρον το οποίο δεν στερείται -η δυνατή σκηνή της Γερμανίδας Εβραίας που τρέχει και πέφτει μπροστά στο τρένο το οποίο πρόκειται να μεταφέρει τον άντρα της, μαζί με άλλους που έχουν συλληφθεί από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδο προφανώς, με σκοπό να το εμποδίσει να ξεκινήσει, και η οποία βρίσκεται, κατόπιν, ανάμεσα στους πρόσφυγες, ομόλογη της συγκλονιστικής, εμβληματικής σκηνής του «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» του Ρομπέρτο Ροσελίνι, με την Πίνα-Άννα Μανιάνι να τρέχει πίσω από το καμιόνι που κουβαλάει για εκτέλεση τον αγαπημένο της Φραντσέσκο-, εκτός της πολύ ενδιαφέρουσας πλοκής -πολύ καλά γραμμένο το σενάριο-, εκτός του σασπένς που δημιουργεί, εκτός της ιδιαιτερότητας που διαθέτει, οι διάλογοί της να ακούγονται στις -πολλές- γλώσσες των ηρώων -αγγλικά, ιταλικά, γαλικά, γερμανικά, ελβετογερμανικά, πολονέζικα, σέρβικα, ολανδικά, γίντις-, έχει και ιστορικό ενδιαφέρον. Καθώς έδωσε την πρεμιέρα της στην Ζιρίχη τον Μάιο του 1945, λίγες μέρες μετά τη λήξη του πολέμου στην Ευρώπη.
Ο Λίντμπεργκ έχει κάνει μία ταινία που άπτεται της τότε επικαιρότητας αλλά συγκινεί ακόμα και σήμερα. Το φινάλε της, με τους πρόσφυγες που παίρνουν, μέσα στα χιόνια, το δρόμο της ελευθερίας και που, με διπλοτυπία, πολλαπλασιάζονται και με την οφ αφήγηση ότι κάποια στιγμή όλοι θα γυρίσουν στις πατρίδες τους, θα πρέπει, μέρες Μαΐου του ’45, να προκαλούσε μεγάλη συγκίνηση. Αφού ακόμα την προκαλεί. Μαζί με συνειρμούς για πρόσφυγες σημερινών ημερών…

Πρόσθετη έκπληξη: στο ρόλο της Κυρίας Βίτελς (στη φωτογραφία η δεύτερη από αριστερά) -της γυναίκας του τρένου-, η Γερμανοεβραία Τερέζε Γκίζε, η κορυφαία ηθοποιός του γερμανόφωνου χώρου της εποχής αλλά και για πάνω από πενήντα περίπου χρόνια -από το 1920 μέχρι το 1975-, που επί Χίτλερ είχε καταφύγει στην Ελβετία. Και που ήταν η Άνα Φίρλινγκ στο πρώτο ανέβασμα, το 1941, στο «Σάουσπιλχάους» της Ζιρίχης της «Μάνας κουράγιο» του Μπρεχτ με τον οποίο συνεργάστηκε και αργότερα, όπως και με τον Πέτερ Στάιν, στην βερολινέζικη «Σάουμπίνε». Σε ένα ρόλο καθόλου μεγάλο αποδεικνύει την κλάση της.




Ένα έξοχο κομμάτι τέχνης: «Ο θάνατος του Λουδοβίκου ΙΔ΄» (Γαλία/Πορτογαλία/Ισπανία, 2016) του Αλμπέρτ Σέρα («Ανοιχτοί Ορίζοντες»). Ο Σέρα αναπαριστά με κάθε λεπτομέρεια τις τελευταίες, 20 περίπου, μέρες της 77χρονης ζωής και της 72χρονης βασιλείας του βασιλιά της Γαλίας Λουδοβίκου ΙΔ΄ του Μεγάλου - μέχρι και τη νεκροψία που του έκαναν.
Με πόνους στο ένα του πόδι, που σιγά-σιγά εξελίσσονται σε γάγγραινα, κατάκοιτος στην κρεβατοκάμαρά του στις Βερσαλίες, με κάποιες άκαρπες, επώδυνες προσπάθειες να περπατήσει, αδυνατώντας σιγά- σιγά να πάρει τροφή, περιστοιχισμένος από τους ανήμπορους να κάνουν κάτι ή καταφεύγοντας σε αναποτελεσματικά γιατροσόφια γιατρούς του και τους αυλικούς του, τη μοργανατική σύζυγό του Μαρκησία ντε Μεντενόν, με επισκέψεις των αγαπημένων σκυλιών του, του πεντάχρονου δελφίνου, δισέγγονου και διαδόχου του -μια και ο γιος και ο εγγονός του, οι προηγούμενοι στη διαδοχή, έχουν πεθάνει- Λουδοβίκου -του κατοπινού Λουδοβίκου ΙΕ΄-, του ανιψιού του, Δούκα της Ορλεάνης -του κατοπινού Αντιβασιλέα-, του ιερέα των ανακτόρων, με υποθέσεις του κράτους να εκκρεμούν, ο Βασιλιάς Ήλιος του Σέρα δεν είναι παρά ένα ταλαιπωρημένο γερόντιο που πονάει, που υποφέρει, που ταλαιπωρείται, όπως οι περισσότεροι γέροντες της ηλικίας του πριν από το θάνατο.
Ο καταλανός σκηνοθέτης, σαν να καταγράφει σε ντοκιμαντέρ όλη αυτή την πορεία των τριών, περίπου, εβδομάδων αναβιώνοντας θαυμαστά -αποστομωτική η αισθητική της ταινίας-, με τη βοήθεια του σκηνογράφου, της ενδυματολόγου -καταπληκτικές οι περούκες, ειδικά του Λουδοβίκου- και του διευθυντή  φωτογραφίας -στο «Μπάρι Λίντον» του Κιούμπρικ με παρέπεμψαν- την εποχή -βρισκόμαστε στο 1715- χωρίς, όμως, να μένει στην επιφάνεια. Οι αργότατοι ρυθμοί του αλλά και το χιούμορ -μία ανεπαίσθητη ειρωνεία που πλανάται- αφήνουν να υποβόσκει μία κριτική ματιά η οποία ισχυροποιείται με τη σοκαριστική νεκροψία. Η ανικανότητα και η αναποφασιστικότητα των, αποκλειστικών υπεύθυνων για το θάνατο του βασιλιά, γιατρών -από τους προσωπικούς γιατρούς του μέχρι τους κορυφαίους καθηγητές στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης- οι οποίοι αδυνατούν -ή και φοβούνται- να κάνουν μία διάγνωση και να ενεργήσουν αποφασιστικά και που μέχρι σε κομπογιαννίτη καταφεύγουν, τον οποίο κουβαλούν στις Βερσαλίες, δίνει το στίγμα από την αρχή της ταινίας με μία σύντομη αναφορά στον Μολιέρο και στην αμείλικτη σάτιρά του για τους γιατρούς της εποχής στα έργα του.


Ο Ζαν-Πιερ Λεό -58 χρόνια πια στο πανί- στο ρόλο του Λουδοβίκου ΙΔ΄, κάνει, μένοντας στη μνήμη, μία συναρπαστική ερμηνεία, με μία φυσικότητα αφοπλιστική -«έχει γεράσει τόσο ή ερμηνεύει;» αναρωτιέσαι…- αλλά και o Πατρίκ ντ’ Ασουμσαό ως Φαγκόν, πρώτος τη τάξει προσωπικός γιατρός του Λουδοβίκου, είναι πολύ αποτελεσματικός ενώ και όλα τα πρόσωπα της διανομής έχουν επιλεγεί με διορατικότητα.


Το πενθήμερό μας στο 57ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου θα κλείσει με μία βαλκανική και πάλι ταινία: «Η καλή σύζυγος» (Σερβία/Βοσνία-Ερζεγοβίνη/Κροατία, 2016) της Μιριάνα Καράνοβιτς («Ματιές στα Βαλκάνια / Κυρίως Πρόγραμμα»). Η σπουδαία σέρβα ηθοποιός μετά από 36χρονη θητεία στην οθόνη -με πρωταγωνιστικούς, βασικά, ρόλους- υπογράφει την πρώτη σκηνοθεσία της.
Η Μίλενα, μέσης ηλικίας νοικοκυρά, ευκατάστατη, που ζει σε ένα από τα πλούσια προάστια του Βελιγραδίου, σε, φαινομενικά, καλή σχέση με τον άντρα της -ακόμα κάνουν έρωτα, βγαίνουν τακτικά με τους συνομήλικους φίλους τους και γλεντούν...-, με τρία, μεγάλα πια, παιδιά -η μεγαλύτερη, κόρη έχει φύγει από το σπίτι και δεν έχει καμία σχέση με τον πατέρα της που δεν εγκρίνει τον τρόπο ζωής της και τις ιδέες της αλλά βλέπεται με τη μητέρα της-, περιποιείται τον εαυτό της… -ένα μεσοαστικό ζευγάρι, καλοστεκούμενο, συντηρητικό, συνηθισμένο. Αλλά… ο κόκκος της άμμου.
Η Μίλενα αντιλαμβάνεται μία -στην αρχή κρυμμένη, αργότερα φανερή- σύγκρουση ανάμεσα στον άντρα της και στον ένα από τους φίλους του με τους οποίους συναντιούνται -ήταν συμπολεμιστές στον πόλεμο της Σερβίας με Κροατία και Βοσνία: ο φίλος, που είναι αλκοολικός, τον εκβιάζει ότι κάτι από το παρελθόν τους θα αποκαλύψει. Αλλα καταλαβαίνει τι είναι αυτό όταν, καθαρίζοντας ένα δωμάτιο, ανακαλύπτει μία βιντεοκασέτα με οικογενειακές στιγμές. Τη βάζει στο βίντεο να τη δει και, εκεί που τελειώνει το -σύντομο- οικογενειακό ταινιάκι, βλέπει ότι έχει γραφτεί πάνω σε ένα παλαιότερο γύρισμα που είχε γίνει στον πόλεμο. Από το υπόλοιπο που δεν έχει σβηστεί όλα γίνονται φανερά: ο άντρας της, με τα χέρια του, και συμπολεμιστές του εκτελούν εν ψυχρώ βόσνιους αιχμαλώτους.
Η ζωή της έρχεται τα πάνω κάτω. Δεν μιλάει σε κανέναν, ξεσπάει στον ίδιο, προσπαθεί να βρει άκρη, προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή που έκανε αλλά εις μάτην -βασανίζεται. Στο τέλος, όταν άγνωστοι σκοτώνουν το φίλο του άντρα της, που τον εκβίαζε -φόνος που φαίνεται πως δεν είναι τυχαίος…-, πράττει αυτό που πιστεύει ότι πρέπει να πράξει: παραδίδει τη βιντεοκασέτα σε μία δημοσιογράφο της τηλεόρασης που κάνει έρευνα για τα εγκλήματα πολέμου.
Κοινά σημεία με το κροατικό «Στην άλλη πλευρά» έχει «Η καλή σύζυγος» -στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται. Δεν ξέρω αν τα θέματα αυτά «πουλάνε» στις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεν ξέρω αν αυτή η θεματολογία εξαντλήθηκε αλλά η αλήθεια είναι ότι οι πληγές του πολέμου αυτού ακόμα δεν έχουν επουλωθεί. Η Μιριάνα Καράνοβιτς αντιμετωπίζει ψύχραιμα και με ήθος, έντιμα και καθόλου λαϊκίστικα το θέμα της. Το σενάριό της, όμως, έχει αδυναμίες και η ταινία βγαίνει ευπρεπής αλλά χλιαρή -δεν κομίζει τίποτα το καινούργιο. Η ίδια ως Μίλενα κάνει ερμηνεία αλλά έχει δώσει πολύ καλύτερες -έως και συγκλονιστικές- όταν δεν ήταν αυτοσκηνοθετημένη.


Πριν κλείσω το οδοιπορικό στο Φεστιβάλ, που με άλλον υπουργό Πολιτισμού άνοιξε -τον Αριστείδη Μπαλτά- και με άλλον -συγκεκριμένα με άλλη, την Λυδία Κονιόρδου- έκλεισε, θα ήθελα να επισημάνω τα τρία χιουμοριστικά, εμπνευσμένα από πολύ χαρακτηριστικές σκηνές πασίγνωστων αμερικάνικων ταινιών τις οποίες παρωδούν, απολαυστικά τρέιλερ του Φεστιβάλ, τα γυρισμένα από τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο, που ένα τους παιζόταν πάντα πριν από κάθε προβολή: μου έφτιαχναν το κέφι -ειδικά η παρωδία της θρυλικής σκηνής του «Βασικού ένστικτου»- και γελούσα όσες φορές και να τα είδα. Πιστεύω ότι έδιναν ξεκάθαρα το καινούργιο -καθόλου σοβαροφανές- στίγμα του Φεστιβάλ που ελπίζω να γίνεται όλο και καλύτερο. Το ταξίδι -πάντα σαν ένα ταξίδι βλέπω τα Φεστιβάλ- τελείωσε. Και του χρόνου!

Αίθουσες «Ολύμπιον», «Παύλος Ζάννας», «Τώνια Μαρκετάκη», «Φρίντα Λιάππα», «Τζον Κασσαβέτης», «Σταύρος Τορνές», 57ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 7, 8, 9, 10, 11 Νοεμβρίου 2016.

No comments:

Post a Comment