October 18, 2016

Ας ερχόταν για λίγο… ή Η ενθαρρυντική επιστροφή του Μιχάλη Σουγιούλ



Το έργο. Είχε γεννηθεί στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, το 1906, ο Μιχάλης Σουγιουλτζόγλου. Εύπορη οικογένεια που, αργότερα, μετακινήθηκε στην Σμύρνη και το 1922, λίγο πριν από την καταστροφή -από τύχη ή από πρόνοια-, μετοίκησε στην Αθήνα. Έπαιρνε μαθήματα πιάνου ο Μιχάλης -στου Ψυρρή έμεναν στην αρχή, στην Νέα Ιωνία κατόπιν- από μία θεία του. Χωρίς να έχει δείξει έφεση ιδιαίτερη. Το 1924, όμως, δεκαοκτάρης, στην Τρίπολη, όπου ξεκαλοκαίριαζαν, και ενώ είναι πιάνο για να διασκεδάσει τους φίλους του στο καφεζυθεστιατόριον «Αίγλη», ο μαγαζάτορας του προτείνει να παίζει εκεί επαγγελματικά. Έτσι θα κάνει την πρώτη του εμφάνιση ως πιανίστας. Με το ψευδώνυμο Μικαέλ ντε Σολέιγ (!).
Είναι η αρχή. Παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις της οικογένειάς του θα γίνει μουσικός. Θα παίζει σε ορχήστρες, θα θητεύσει πλάι στον αργεντινό «βασιλιά του τανγκό» Εντουάρντο Μπιάνκο που είχε βρει κοινό θερμό στην Ελλάδα, θα τον κατακτήσει το μπαντονεόν/ακορντεόν που θα του γίνει πια δεύτερη φύση, θα αλλάξει/κόψει το όνομά του σε Σουγιούλ. θα αρχίσει, από το 1928, να γράφει -τανγκό, βαλς, χαμπανέρες…- για τις μεγάλες φωνές του ελαφρού τραγουδιού της εποχής -πρώτη η Σοφία Βέμπο με την οποία συνδέεται με στενή φιλιά, ο Νίκος Γούναρης, ο Τώνης Μαρούδας, ο Φώτης Πολυμέρης…, δική του ορχήστρα, εξελίσσεται 
σε μαέστρο, ραδιόφωνο, στα καλύτερα κοσμικά κέντρα, το 1940 θα γράψει την πρώτη του μουσική για την -ανθούσα τότε- επιθεώρηση -«Φράουλα των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου με τους οποίους θα δεθεί σαν να είναι αδέλφια του…
Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» θα σημαδέψει την πορεία του, Κατοχή, Απελευθέρωση, 
Εμφύλιος και το 1948 ο Σουγιούλ, στην επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου -και πάλι- «Άνθρωποι, άνθρωποι» που έχει γράψει ιστορία, θα συνθέσει, παρά τις αρχικές αντιστάσεις του, το πρώτο του τραγούδι με «εσάνς» ρεμπέτικου «Το τραμ το τελευταίο» για το ομώνυμο νούμερο. Το «αρχοντορεμπέτικο» έχει γεννηθεί.
Κινηματογράφος, «μονιμοποιείται» στην «Κομπαρσίτα», κοσμικό κέντρο στην Νέα Φιλαδέλφεια, που, για χρόνια, τη δεκαετία του ’50, έκανε πιένες… Αλλά το 1958, στις 10 Οκτωβρίου, θα χαθεί από τη ζωή στα 52 του, μόλις, χρόνια. Προλαβαίνοντας να αφήσει γύρω στα 750 τραγούδια και τη μουσική για περίπου 45 επιθεωρήσεις και 10 ταινίες. 
Είχε κάνει έναν πρώτο, άτυχο γάμο, που θα του αφήσει δύο κόρες και μία βαθιά πληγή, οδηγώντας τον στην πλήρη διαγραφή, από τη ζωή και από τις κουβέντες του, της πρώτης του γυναίκας και έναν δεύτερο από τον οποίο απέκτησε ένα γιο και μία κόρη.
Η ζωή αυτή του Μιχάλη Σουγιούλ, η καριέρα του και τα τραγούδια του τα ωραία, που τα τελευταία χρόνια έχουν επανέλθει δριμύτερα μέσα από συναυλίες και αφιερώματα, έγιναν θέατρο. Από τον Δημήτρη Μαλισσόβα ο οποίος δημιούργησε
μία ιδιαίτερη μουσική παράσταση γράφοντας το κείμενο -με τον τίτλο «Ας ερχόσουν για λίγο. Μιχάλης Σουγιούλ»- και αναλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία.
Ο Δημήτρης Μαλισσόβας ξεκινάει το έργο -σενάριο θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω, καθώς έχει μία ιδιότυπη αλλά πολύ αποτελεσματική μορφή- χρησιμοποιώντας το τρικ τηλεοπτικής εκπομπής αφιερωμένης στον Σουγιούλ για την οποία ετοιμάζεται μία ομάδα ηθοποιών-τραγουδιστών και χορευτών. Με πολύ επιδεξιότητα μπλέκει τη ζωή τους στα καμαρίνια με τους ρόλους που θα υποδυθούν και με τα κείμενα που θα αφηγηθούν, τα ονόματά τους, ως μνήμη, με τα ονόματα γνωστών ηθοποιών και τραγουδιστών που έπαιξαν ρόλο στην πορεία του Σουγιούλ, δένει τα κείμενα καίρια με τα παρένθετα τραγούδια του Σουγιούλ εν είδει μιούζικαλ,
κάνει μικρές, διακριτικές αναφορές στη σύγχρονή μας επικαιρότητα, επιθεωρησιακής υφής, που δικαιολογούνται, πάντως, από τη δομή του έργου -στη σκηνή βρίσκονται ηθοποιοί που παίζουν τους σημερινούς ηθοποιούς που παίζουν πρόσωπα της εποχής του Σουγιούλ-, δένει στη σύνθεση κάποια επιθεωρησιακά νούμερα της εποχής αυτής και χρησιμοποιεί το -ευφυές- εύρημα να συνυπάρχουν στη σκηνή, ως δύο όψεις του συνθέτη, ο ηθοποιός που παίζει τον Σουγιούλ και ο «ίδιος» ο Σουγιούλ, που συνδιαλέγονται ή συναφηγούνται βγαίνοντας από το ρόλο.
Ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο σκηνικό παιχνίδι που έχει, όμως, το χάρισμα να φαίνεται πολύ απλό και να κατεβαίνει στην πλατεία απόλυτα κατανοητό. Με χιούμορ που ποτέ δεν γίνεται χυδαίο και φτηνιάρικο, χωρίς εξυπνάδες και χωρίς αστεία στεγνά, προκάτ, βγαλμένα από το κομπιούτερ.
Ο Σουγιούλ δεν ήταν, ίσως, ο μέγιστος στο -πολύ πλούσιο, γενικά- «ελαφρό» τραγούδι μας, αλλά έβαλε ένα γερό λιθάρι στο οικοδόμημα αυτό, που μέσα στη σημερινή ένδεια επανέρχεται κομίζοντας ένα ήθος και μία ευγένεια. Η νοσταλγία, απόλυτα δικαιολογημένη…

Η παράσταση. Το κείμενό του Δημήτρη Μαλισσόβα εμπεριέχει τη σκηνοθεσία που έχει αναλάβει ο ίδιος -δεν χρειαζόταν να κάνει πολλά. Η παράσταση τσουλάει ανάλαφρα, με μέσα απλά, με γοργούς ρυθμούς, λαϊκή αλλά ποτέ λαϊκίστικη. Ως μία καθαρά μουσική παράσταση -η, πολύ καλή, ορχήστρα βρίσκεται επί σκηνής α λα μανιέρ παλιού κοσμικού κέντρου, με διευθυντή τον έμπειρο Γιάννη Παπαζαχαριάκη, και οι χορογραφίες της Άννας Αθανασιάδη τρυπώνουν, διακριτικά και καλόγουστα, ανάμεσα στα σκηνικά δρώμενα. 
Ο Δημήτρης Μαλισσόβας σίγουρα έχει επηρεαστεί από το «Βίρα τις άγκυρες» των Παπαθανασίου-Ρέππα και τη σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, χωρίς η παραγωγή να διαθέτει τα μέσα και τον αριθμό των προσώπων που διέθετε τότε το Εθνικό Θέατρο -ειδικά στη «μεταποίηση» της «Ζεχρά» σε «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» σαφώς και έχει δανειστεί το εύρημα. Αλλά όσα δανείστηκε έχουν μετασχηματιστεί δημιουργικά.
Η Αρετή Μουστάκα έχει επιμεληθεί τα, επίσης διακριτικά, σκηνικά και η Χριστίνα Πανοπούλου τα επαρκή κοστούμια. Η Γιάννα Βασιλείου και ο Δημήτρης Μπουζάνης είχαν τη μουσική διδασκαλία και το αποτέλεσμα, καθώς είχαν στη διάθεσή τους καλλίφωνους, στην πλειονότητά τους, ηθοποιούς, είναι πολύ καλό. Πολύ σωστός, χωρίς κραυγαλέες εντάσεις, ο σχεδιασμός του ήχου από τον Γιώργο Καρυώτη. 
Η διανομή. Ο Γιάννης Μπέζος, στο στοιχείο του. Με την έξοχη φωνή του να διατηρείται σε άριστη κατάσταση, κομψός, δίνει τον Σουγιούλ με άνεση και χιούμορ -με γαλαντομία. Ο Παναγιώτης Κατσώλης, αν και χωρίς ανάλογη φωνή αλλά με υποκριτικό τάλαντο, πολύ καλούς ρυθμούς και καλή κίνηση, τον συμπληρώνει επάξια ως το alter ego του. Μόνο πρέπει να προσέξει μία υπερβάλλουσα σκηνική αυτοπεποίθηση την οποία προβάλλει και που μπορεί να εκληφθεί ως σκηνική έπαρση.

Η Τάνια Τρύπη επαναλαμβάνει τη μίμηση της Ζωζώς Σαπουντζάκη αλλά έχει τσαγανό, τραγουδάει καλά, κινείται καλά και κερδίζει το παιχνίδι. Τάλαντο ιδιαίτερο, όμορφη, με υπέροχη φωνή, καλή κίνηση και αίσθηση του χιούμορ η Βαλέρια Κουρούπη. Ταλαντούχο, επίσης, πλάσμα, με τέλειο σκηνικό τάιμινγκ, εκχειλίζουσα ενέργεια και γνώση του κωμικού, η Άνδρη Θεοδότου ανήκει στους ηθοποιούς που δεν φοβούνται να εκτίθενται. Βρήκα κάπως αδύναμους τον Σταύρο Νικολαΐδη, τον Γιώργο Παράσχο και τον Σταύρο Μαρκάλα που έχει, όμως, ισχυρή σκηνική παρουσία. Καλλίφωνη η Ανδριάνα Μπάμπαλη αλλά δείχνει άχρωμη και μαγκωμένη σκηνικά. Ίσως με το χρόνο λυθεί.

Θα αναφερθώ ξεχωριστά στην Ελένη Καρακάση: ταμπεραμέντο εκρηκτικό, θεατρικότατη, με χιούμορ αφοπλιστικό, με φωνή καταπληκτική, με κίνηση άψογη ανήκει στους λίγους έλληνες ηθοποιούς που ξέρουν να κάνουν τόσο καλά μουσικό θέατρο. Σαν να γεννήθηκε γι αυτό. Μέγα τάλαντο! Την απολαμβάνεις στη σκηνή. Κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη της παράστασης.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που τιμά αυτό που αποκαλείται «ελαφρό» θέατρο. Αν, μάλιστα, τα τραγούδια του Σουγιούλ -το «Άσ’ τα τα μαλλάκια σου», για παράδειγμα, ανήκουν στους ήχους που μεγαλώσατε μαζί τους, θα σας συγκινήσει. Πολύ.

Θέατρο «Ακροπόλ», 9 Οκτωβρίου 2016.

No comments:

Post a Comment