March 1, 2016

Με σιμιγδάλι ζαχαροζυμωμένος


Το έργο. Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε μια βασιλοπούλα. Που ο βασιλιάς πατέρας της ήθελε να την παντρέψει. Αλλά εκεινής κανένας δεν της άρεσε. Ο ένας της ξίνιζε, ο άλλος της βρωμούσε -«όχι, όχι, δεν θέλω» συνέχεια. «Ούλοι κακοί, στραβοί κι ανάποδοι»! Κάτι σαν την Δυσκολούλα του Ευγένιου Τριβιζά… Και τι κάθεται και σκέφτεται; Να τον πλάσει τον άντρα της μόνη της! Ζητάει και της φέρνουν σιμιγδάλι, ζάχαρη, μύγδαλα, κανέλα κι αμπαρόριζα -υλικά εκλεκτά. Τα ζυμώνει, τα ζυμώνει, τα ζυμώνει και… ιδού ο Σιμιγδαλένιος! Που τον παντρεύεται. Όχι γιατί τον αγαπάει. Αλλά γιατί «είναι δικός της» -χειροποίητος.
Έλα, όμως, που σε βασίλειο γειτονικό μία άλλη βασιλοπούλα μαθαίνει τα νέα και αρρωσταίνει από τη ζήλια της… Θέλει οπωσδήποτε τον Σιμιγδαλένιο! Η βασίλισσα μάνα της πείθει το βασιλιά άντρα της να στείλει φρεγάτα-παγίδα, καλούδια φορτωμένη, στη χώρα του Σιμιγδαλένιου και να τον κλέψουν. Όπερ και εγένετο. Αμίλητος κι αγέλαστος, όμως, ο Σιμιγδαλένιος πλάι στην καινούργια «ιδιοκτήτριά» του. Εκείνη τον ποτίζει με της λήθης το ποτό για να ξεχάσει το παρελθόν και να την αγαπήσει. Αλλά εις μάτην.
Στο μεταξύ, η πρώτη βασιλοπούλα, τώρα που έχασε τον Σιμιγδαλένιο της, θα νοιώσει πως τον αγαπάει. Και θα τον αναζητήσει απεγνωσμένα. Θα φτάσει μέχρι και τον Ήλιο, θα φτάσει μέχρι και την Σελήνη, θα φτάσει μέχρι και τ’ αστέρια να ρωτήσει μη και τον έχουν δει. Δεν τον έχουν δει. Της χαρίζουν, όμως, ο καθένας τους, από ένα δώρο: ένα καρύδι, ένα μύγδαλο κι ένα φουντούκι, να τα σπάσει σε ώρα ανάγκης. Μόνον ένα μικρό αστεράκι είναι, τελικά, που της μαρτυράει πού είναι ο Σιμιγδαλένιος της και την οδηγεί σ’ αυτόν.
Η βασιλοπούλα, με μορφή φτωχούλας για να μην την αναγνωρίσουν, θα ικετεύσει για μία νύχτα μαζί του χαρίζοντας σαν αντάλλαγμα στην αντίζηλό της ένα χρυσό μαγγάνι που ξεπετάγεται όταν σπάζει το καρύδι -δώρο του Ήλιου. Η δεύτερη βασιλοπούλα συναινεί αλλά ποτίζει υπνωτικό τον Σιμιγδαλένιο κι αυτός δεν ακούει τα γλυκόλογα που του λέει η γυναίκα του.
Εκείνη τον ζητάει για μια δεύτερη βραδιά και χαρίζει, γι αυτό, στη δεύτερη βασιλοπούλα μια χρυσή ανέμη που φανερώνεται όταν σπάζει το μύγδαλο της Σελήνης. Δεκτό και πάλι το αίτημα μα εκείνος, ποτισμένος με το υπνωτικό, και πάλι νυστάζει και αδιαφορεί.
Η βασιλοπούλα σπάζει και το φουντούκι των Αστεριών -αυτή τη φορά μια κότα χρυσή που γεννάει χρυσά αυγά εμφανίζεται- και ζητάει τον αγαπημένο της για μια τρίτη νύχτα. Την τον δανείζουν και πάλι -θησαυρός, βλέπετε, η κότα-δώρο... Ο Σιμιγδαλένιος, όμως, υποψιασμένος, απλώς προσποιείται ότι πίνει το ποτό/υπνωτικό που του δίνει η δεύτερη και μένει ξύπνιος τη φορά αυτή. Θα ακούσει την Βασιλοπούλα να του εξομολογείται τη βαθιά, πια, αγάπη της γι αυτόν, που την ατσάλωσε στις αναζητήσεις της. Και -σαν τον Πινόκιο- εξανθρωπίζεται.
Ύστερα το έσκασαν και γύρισαν στο παλάτι τους ευτυχισμένοι πια. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, αντλώντας θέμα και πλοκή από ένα παραδοσιακό παραμύθι κυκλαδίτικης προέλευσης, έγραψε (1991) σε λαγαρό στίχο ομοιοκατάληκτο τον «Σιμιγδαλένιο». Ένα γλυκύτατο θεατρικό έργο, ποιητικότατο, με αίσθηση της δραματικής οικονομίας γραμμένο, σφιχτοδεμένο, που, καθώς ο συγγραφέας δεν το έχει υπερφορτώσει αλλά το αφήνει να αναπνεύσει, πάλλεται από αισθήματα.
Η παράσταση. Η Λυδία Κονιόρδου που ανέλαβε τη σκηνοθεσία βρέθηκε στο στοιχείο της: λαϊκή παράδοση! Έχει ανεβάσει το έργο με στόχο τα παιδιά σε μία εύφορη παράσταση: ρυθμοί, κέφι, θίασος κατά βάση νεανικός, φρέσκος, ασπαίρων, χιούμορ, χρώματα, αρώματα, ευφάνταστες ιδέες -μία ζεστασιά, μία θαλπωρή, μία αγάπη αποπνέει το σκηνικό αποτέλεσμα.
Βέβαια η Λυδία Κονιόρδου, που είχε ήδη δοκιμάσει τις δυνάμεις της στον «Σιμιγδαλένιο» το χειμώνα του 1997/1998 στο ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, όταν είχε την καλλιτεχνική διεύθυνσή του, δεν ήταν μόνη στην καρποφόρα αυτή προσπάθειά της. Είχε πλάι της τον Τάκη Φαραζή που μετουσίωσε την ελληνική παράδοση σε ένα εξαιρετικό μουσικό αποτέλεσμα, υλοποιημένο από τους τρεις επί σκηνής μουσικούς και τις καλά οδηγημένες φωνές των ηθοποιών στα τραγούδια. Είχε την Ειρήνη Κυρμιζάκη που θαυματουργεί με τις χορογραφίες της -έξοχη δουλειά, απογειώνει την παράσταση: πλατιά, ελεύθερη, χαρμόσυνη, πανηγυριώτικη κίνηση -μία διαρκής περιδίνηση, ένα εκρηκτικό λαϊκό δρώμενο.

Και, πάνω απ’ όλα, η Λυδία Κονιόρδου είχε πλάι της την Ιωάννα Παπαντωνίου. Η Κυρία Ιωάννα Παπαντωνίου -με την επιμέλεια της Σοφίας Παντουβάκη στα σκηνικά και τα κοστούμια-, σε ένα σκηνικό-γυμνό κουτί που ο Αλέκος Αναστασίου με τους φωτισμούς του αναδεικνύει σε κουτί μαγικό, δημιουργικά εμπνευσμένη από τη λαϊκή παράδοση την οποία έχει τιμήσει όσο πολύ λίγοι και από τον Θεόφιλο -χωρίς να μιμείται και να υποδουλώνεται-, στα κοστούμια έχει αφηνιάσει: φουστανέλες, ζωνάρια, πόρπες, γελεκάκια, σαλβάρια, βράκες και πανταλόνες, μπουστάκια, μαντηλοδεσίματα, κεφαλοκαλύμματα, περικεφαλαίες κολοκοτρωνέικες, ομπρελίνα, στεφάνια, κούκλες που πολλαπλασιάζουν τα -ήδη πολλά- επί σκηνής πρόσωπα, ψάθινες καλαθούνες, ένα γαϊτανάκι, ένας ήλιος ολόλαμπρος αξέχαστος… Για να μη μιλήσω για το ζυμαρίσιο κοστούμι του Σιμιγδαλένιου… Και χρώματα…, χρώματα…, χρώματα… -μεθύσι χρωμάτων. Που γράφουν θαυμαστά πάνω στις γυμνές οθόνες του σκηνικού. Μία δουλειά μνημειώδης! Η οποία πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.
Οι ερμηνείες. Η Λυδία Κονιόρδου είχε στη διάθεσή της και μία ομάδα ηθοποιών που σφύζει από ζωή στη σκηνή αλλά και που την καθοδήγησε άψογα. Είναι άδικο να ξεχωρίσω ηθοποιούς από το πολύ καλό -επιμένω- σύνολο αλλά θα σταθώ στην Α΄ Βασιλοπούλα της Λυδίας Τζανουδάκη, τον έξοχο -πετάει!- Α΄ Βασιλιά του Γιάννη Δενδρινού, την κοκκινομάλλα Β΄ Βασιλοπούλα της λαγαρής σουμπρέτας Κατερίνας Λάττα, την Βασίλισσα της Νεφέλης Μαϊστράλη και, κυρίως, στην υπέροχη Α΄ Βάγια της θαυμάσιας καρατερίστας Στέλλας Γκίγκα.

Το συμπέρασμα. Μία παράσταση την οποία θα απολαύσετε και εσείς και τα παιδιά σας. Που πρέπει οπωσδήποτε να τα πάτε να τη δουν. Ενθουσιάστηκα. Θα τολμούσα να πω πως είναι η καλύτερη παράσταση που είδα φέτος (Φωτογραφίες Ελίνα Γιουνανλή).

Εθνικό Θέατρο, Παιδική Σκηνή / Κτίριο Τσίλερ / Κεντρική Σκηνή, 28 Φεβρουαρίου 2016.

No comments:

Post a Comment