Το έργο. Ο Αλφρέντο Ζερμόν, από καλοστεκούμενη οικογένεια αστών της Προβάνς, ερωτεύεται στο Παρίσι, γύρω στο 1850, μία νεαρή εταίρα πολυτελείας, την Βιολέτα Βαλερί, «προστατευόμενη» του βαρόνου Ντουφόλ, την οποία έχει ήδη χτυπήσει η φυματίωση. Ο έρωτας είναι αμοιβαίος.
Οι δύο νέοι σύντομα βρίσκονται να συζούν σε μία βίλα έξω από το Παρίσι. Εκεί θα επισκεφθεί την Βιολέτα, που ετοιμάζεται να ξεπουλήσει τα υπάρχοντά της για να συντηρηθούν οι δυο τους, ο κ. Τζόρτζο Ζερμόν -ο πατέρας. Αυστηρός, αδέκαστος, αμείλικτος. Αφού σιγουρευτεί ότι ο γιος του δεν θα σπαταλήσει για χάρη της την περιουσία του, επιδέξια της υπογραμμίζει ότι ο δεσμός του Αλφρέντο μαζί της εκθέτει την υπόληψη όχι μόνο του ίδιου του γιου του αλλά και όλης της οικογένειάς τους και ότι, αν συνεχιστεί, απειλεί τον επικείμενο γάμο της κόρης του -της αδελφής του Αλφρέντο.


Στην τρίτη πράξη η Βιολέτα, που ζει τις τελευταίες της ώρες ενώ κάτω από το παράθυρό της το καρναβάλι, η ευθυμία και η χαρά οργιάζουν, ξαναδιαβάζει το γράμμα που της έχει στείλει ο μετανοιωμένος πατέρας Ζερμόν: ο Αλφρέντο, αφού πλήγωσε το Βαρόνο στην μονομαχία, κατέφυγε στο εξωτερικό αλλά πρόκειται σύντομα να γυρίσει κοντά της γιατί, τελικά, του αποκάλυψε την αλήθεια. Όντως. Σε λίγο είναι κοντά της. Είναι πια ευτυχισμένοι. Μόνο που είναι πολύ αργά: σύντομα ξεψυχάει στην αγκαλιά του.
Ο Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε μετέτρεψε σε ικανοποιητικό λιμπρέτο το μελόδραμα -απαύγασμα του ρομαντισμού- του Αλεξάντρ Ντιμά «Η κυρία με τις καμέλιες» που άρχισε τη θριαμβευτική καριέρα του το 1848 ως μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία,
βασισμένο στη ζωή της εταίρας Μαρί Ντιπλεσί με την οποία είχε σχετιστεί στα νιάτα του ο συγγραφέας και η οποία είχε πεθάνει, ένα χρόνο πριν, στα 23 της -ο Ντιμά άλλαξε το όνομά της σε Μαργκερίτ Γκοτιέ-, για να θεατροποιηθεί από τον ο ίδιο το 1852. Και πάνω στο λιμπρέτο αυτό, όπου η ηρωίδα αλλάζει και πάλι όνομα και γίνεται Βιολέτα Βαλερί, ο Τζουζέπε Βέρντι, το 1853, στην κορύφωση της δημιουργικής του συνθετικής δραστηριότητας, συνέθεσε την «Τραβιάτα» του («Η παραστρατημένη»), ένα από τα αριστουργήματά του, έργο εμβληματικό στην ιστορία της όπερας. Που η κατάχρησή του λόγω της δημοφιλίας του δεν κατάφερε να το ευτελίσει.
Όσο περνάει ο καιρός και όσο ξεπερνώ την «μπαναλιτέ» ενός ακόμα ανεβάσματος, ενός ακόμα ακούσματος της όπερας αυτής -και όχι μόνον αυτής από τις βερντιάνικες...-, τόσο περισσότερο ανακαλύπτω και θαυμάζω το Μέγα Τάλαντο αυτού του αληθινά λαϊκού συνθέτη που οι μελωδίες του ξεπηδούν η μία από την άλλη σαν από αρτεσιανό φρέαρ δοξάζοντας τη φωνή σε συναρπαστικούς συνδυασμούς -ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα, κουιντέτα, σεξτέτα, τούτι… Ένα αριστούργημα αξεπέραστο από το χρόνο.
Η παράσταση. Ο Νίκος Πετρόπουλος πρωτοανέβασε τη συγκεκριμένη παράσταση, που φέτος αναβίωσε για άλλη μία φορά, το 2001. Πρόκειται για ένα συμβατικό ανέβασμα, μετωπικό, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση αλλά καλοστημένο και -ακόμα- σφριγηλό. Ο πλούτος -το 2001 ήμασταν πολύ προ κρίσης…- των σκηνικών, μολονότι είναι πολύ βαριά, και η πολυτέλεια των -πολύ προσεγμένων στις λεπτομέρειες και στο σχεδιασμό τους πάνω στα κορμιά που τα φορούσαν- κοστουμιών -που ο ίδιος υπογράφει αμφότερα-, ενισχύουν αποφασιστικά τον συγκεκριμένο τρόπο σκηνοθεσίας όχι όμως και οι επίπεδοι φωτισμοί του ούτε οι διεκπεραιωτικές χορογραφίες του Πέτρου Γάλλια, οι οποίες εκτελέστηκαν από χορευτές του Μπαλέτου της Λυρικής σε πολύ κακές στιγμές -οι άντρες κυρίως.
Ο Ηλίας Βουδούρης διηύθυνε, επίσης συμβατικά αλλά με νεύρο, την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία υπέπεσε όμως σε αρκετά παραπτώματα… Αντίθετα η Χορωδία της Λυρικής σε διδασκαλία Αγαθάγγελου Γεωργακάτου για άλλη μια φορά διέπρεψε.
Οι ερμηνείες. Μία συμβατική παράσταση, πάντως, στην όπερα κυρίως, μπορεί να λιμνάσει στη ρουτίνα αλλά μπορεί και να εκτοξευτεί με προωθητική δύναμη τις ερμηνείες. Εδώ συνέβη το δεύτερο.
Βέβαια, ο τενόρος Αντώνης Κορωναίος, με καλής ποιότητας φωνητικό μέταλλο ήταν, και πάλι, δυστυχώς, πολύ άνισος. Ξεκίνησε άριστα στην πρώτη πράξη, ακολούθησε τον ίδιο στρωτό δρόμο στην πρώτη άρια της δεύτερης πράξης, έχασε, όμως, τη δεύτερη και, έκτοτε, τον πήρε ο κατήφορος…
Από τους δεύτερους ρόλους να ξεχωρίσω την μέτζο Ειρήνη Αθανασίου ως Φλόρα -σφύζουσα παρουσία-, υποκριτικά και φωνητικά, τη σοπράνο Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη, επίσης φωνητικά και υποκριτικά στο ρόλο της Ανίνα που της πήγαινε πολύ και, κυρίως, τον Γιατρό Γκρανβίλ του μπάσου Διονύση Τσαντίνη: ευγενική παρουσία, με στέρεο πάτημα στο σανίδι, με επαρκέστατη κίνηση και υποκριτική και με εξαίρετη φωνή έδωσε υπόσταση σε ένα ρολάκι. Οι υπόλοιποι διεκπεραίωσαν με ιδιαίτερα αδύναμο τον Βαρόνο Ντουφόλ του μπάσου Κώστα Ντότσικα.

Αλλά το γεγονός της βραδιάς ήταν η Βιολέτα της σοπράνο Μυρτώς Παπαθανασίου. Όμορφη, γλυκύτατη, με το σαγηνευτικό σμαραγδένιο βλέμμα της, λυγερή, εκφραστικότατη, με θαυμάσια κίνηση, με υποκριτικές δυνατότητες πολύ πάνω από τον μέσο λυρικό όρο και με απόλυτο έλεγχο, ανά πάσα στιγμή, μιας έξοχης φωνής που έχει μεστώσει πια εντυπωσιακά ξέρει όμως και να τη χειρίζεται άψογα, η λυρικοδραματική σοπράνο οδήγησε αψεγάδιαστα, μετρώντας σοφά, βήμα-βήμα, τις δυνάμεις της, σε όλη τη διαδρομή του, το ρόλο. Από την ελαφράδα της πρώτης πράξης στη δραματική κορύφωση -μέσα από τα σπλάχνα της- της δεύτερης για να καταλήξει στον επιθανάτιο σπαραγμό της τρίτης, όπου απέδειξε πως μπορεί να μετατρέψει το μελόδραμα σε τραγωδία.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση χωρίς μεγάλες αξιώσεις που την εκτίναξαν ο Δημήτρης Πλατανιάς και η συναρπαστική Μυρτώ Παπαθανασίου. Και μόνο για την ερμηνεία αυτή άξιζε τον κόπο. Ελπίζω να τη ξαναδούμε.
Θέατρο «Ολύμπια», Εθνική Λυρική Σκηνή, 22 Μαΐου 2015.
No comments:
Post a Comment