July 30, 2014

«Οθέλος» που έπεσε σε συνωστισμό



Το έργο. Ο Οθέλος, μαυριτανός στρατηγός στην υπηρεσία της Βενετίας, τέλος του 14ου αιώνα, γενναίος, δίκαιος και έντιμος, φτάνει με τη νεαρή, λευκή βενετσιάνα σύζυγό του Δυσδαιμόνα στην Κύπρο ως ο νέος κυβερνήτης του νησιού. Μαζί, ο σημαιοφόρος του Ιάγος που μισεί -η προσωποποίηση του φθόνου- τον Οθέλο γιατί τον παρέκαμψε δίνοντας προαγωγή στον Κάσιο, έναν άλλο αξιωματικό, και που θα οργανώσει μία πλεκτάνη για να τους εκδικηθεί. Μεθάει τον Κάσιο που δημιουργεί επεισόδιο με αποτέλεσμα ο Οθέλος να τον καθαιρέσει. Και ύστερα τον πείθει να ζητήσει τη μεσολάβηση της Δυσδαιμόνας -η προσωποποίηση της αγάπης και της αθωότητας- για να τον συγχωρήσει ο Οθέλος. Κατόπιν ενσπείρει στον Οθέλο υποψίες πως η γυναίκα του τον απατά με τον Κάσιο. Με ακούσια συνεργό τη γυναίκα του Αιμιλία, πιστή ακόλουθο της Δυσδαιμόνας, ο Ιάγος κλέβει ένα μαντήλι της, το πρώτο δώρο του Οθέλου στη γυναίκα που λατρεύει, και τον πείθει πως εκείνη -που δεν το βρίσκει- το έχει δωρίσει στον Κάσιο.
Ο Οθέλος τυφλώνεται από τη ζήλια. Ενώπιον του απεσταλμένου τού Δόγη που τον ανακαλεί στην Βενετία προσβάλλει βάναυσα την Δυσδαιμόνα και τη νύχτα τη στραγγαλίζει στο κρεβάτι τους. Η Αιμιλία, σχεδόν αυτόπτης μάρτυς στο φονικό, γίνεται ο μοχλός για να αποκαλυφθεί η πλεκτάνη του Ιάγου. Ο Οθέλος, συνειδητοποιώντας την αλήθεια, συντριμμένος, αυτοκτονεί. Το Κακό νίκησε.
Ο Τζουζέπε Βέρντι, έχοντας τη σιγουριά ενός γερού λιμπρέτου που έγραψε, βασισμένος στην ομώνυμη τραγωδία (περί το 1603) του Σέξπιρ αλλά παίρνοντας και ελευθερίες, ο Αρίγκο Μπόιτο, συνέθεσε τον «Οθέλο», το αριστούργημα της ωριμότητάς του (1887) προχωρώντας την τέχνη του μέσα από τα διδάγματα του Βάγκνερ χωρίς όμως να τον μιμηθεί: το αρτεσιανό φρέαρ που γεννούσε διαρκώς μελωδίες μπορεί να έχει στερέψει αλλά ο ώριμος Βέρντι ξέρει να υπερβεί τις ευκολίες της νεότητάς του και να γράψει ένα πλήρες «λυρικό δράμα», όπως το χαρακτηρίζει, που σέβεται και αξιοποιεί το κείμενο και στέκεται χωρίς το φόβο της σύγκρισης, ισάξιο, πλάι στη σεξπιρική τραγωδία -συγκλονιστικό το άνοιγμα της όπερας.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Κόκκος. που η βασική του ιδιότητα σκηνογράφος/ενδυματολόγος είναι, νομίζω πως ξεκινάει τις σκηνοθεσίες του από το σκηνικό και τα κοστούμια -τα οποία και εδώ, επίσης, υπογράφει. Και γύρω τους οργανώνει την παράστασή του.
Η βασική αίσθηση που του προέκυψε από την όπερα του Βέρντι ήταν το χάος -το χάος που δημιουργεί ο Ιάγος. Και αυτό προσπάθησε να αποδώσει «αποδομώντας» όχι το έργο αλλά το κτίσμα του θεάτρου όπου η παράσταση παίχτηκε -του Ηρωδείου. Τα σκηνικά του που αντλούν από τον εξπρεσιονισμό, τον κονστρουκτιβισμό ακόμα και από τον κυβισμό -πόρτες αναποδογυρισμένες, καμάρες γερμένες, σκάλες χωρίς προορισμό, καθρέφτες, μάτια…-, παίζοντας μόνο σε άσπρο-μαύρο, με την εξαίρεση του χαλκοπράσινου φαραωνικού αγάλματος του φτερωτού Λέοντα της Βενετίας που κυριαρχεί, μοιάζουν με ανεξάρτητα γλυπτά που έχουν τοποθετηθεί στη σκηνή του Ηρωδείου. Εκεί βρίσκεται και η βασική αντίρρησή μου. Ότι τα σκηνικά, μολονότι στην αρχιτεκτονική του θεάτρου αναφέρονται, κανένα δέσιμο με τον σκηνικό περίγυρο -τους ρωμαϊκούς τοίχους του Ωδείου και τη σκηνή του- δεν έχουν. Σαν ο σκηνοθέτης, όπως και πέρυσι στον «Ιπτάμενο Ολανδό» που έκανε με την Λυρική, στο Ηρώδειο επίσης, να αδιαφόρησε πλήρως για τον παράγοντα αυτό, υλοποιώντας ερήμην του το όποιο σκηνογραφικό όραμά του.


Η ακλόνητη πεποίθησή μου είναι πως στο αφιλόξενο για σκηνικά Ηρώδειο ο σκηνογράφος πρέπει να προσέλθει σεμνά, ταπεινά και να πάει με τα νερά του. Διαφορετικά το ρωμαϊκό ωδείο δεν συγχωρεί -εκδικείται: ξερνάει τη σκηνογραφική έπαρση και την επίδειξη. Φανταζόμουν πόσο διαφορετική εντύπωση θα δημιουργούσαν τα συγκεκριμένα σκηνικά σε ένα κλειστό θέατρο, σε μαύρο ή ουδέτερο φόντο, ή έστω σε θέατρο ανοιχτό αλλά χωρίς τους καταδυναστευτικούς ρωμαϊκούς τοίχους.
Αλλά και πέραν των σκηνογραφικών του επιλογών ο Γιάννης Κόκκος, με καλλιτεχνική συνεργάτιδα και δραματουργό την Αν Μπλανκάρ, δεν είδα να στήνει κάτι διαφορετικό από μία συμβατική, ευπρεπώς οργανωμένη αλλά ουσιαστικά αδιάφορη, χωρίς άποψη παράσταση όπερας. Απλώς, επιμένοντας στην αισθητική του άσπρου-μαύρου -με δυο-τρεις πινελιές κόκκινου- και στα όχι, πιστεύω, εμπνευσμένα κοστούμια του, τα τοποθέτησε σε κάποιο αόριστο τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα. Μόνο στην τελευταία σκηνή, με τον Οθέλο να περικυκλώνει το κρεβάτι της Δυσδαιμόνας, βρήκα η παράσταση να αποκτά ενδιαφέρον.
Αντιθέτως, απόλυτα επιτυχές θεωρώ το μουσικό αποτέλεσμα. Ο Μύρων Μιχαηλίδης, οδηγώντας από το πόντιουμ την Ορχήστρα της ΕΛΣ με κύρος και κρατώντας με σταθερό, δυναμικό χέρι τις ισορροπίες, απέδωσε με σθένος αλλά και με μέτρο τους όγκους του βερντιάνικου αριστουργήματος και μετέφερε το δέος που δημιουργεί. Στο ίδιο υψηλό επίπεδο -αν όχι και υψηλότερο- κινήθηκαν η σε εντυπωσιακή εξέλιξη Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση της Μάτας Κατσούλη.
Οι ερμηνείες. Ο δύσκαμπτος, ογκώδης ιταλός τενόρος Αντονέλο Παλόμπι -φωνητικό μέταλλο ισχυρό αλλά με κάποια ιδιαίτερη, δυσάρεστη σε μένα, οξύτητα- τραγούδησε «επιθετικά», στεντόρεια, «ιταλιάνικα» τον επώνυμο ρόλο, με υποκριτική τουλάχιστον παιδαριώδη. Σε υποκριτικά επίπεδα ανάλογα, με μούτες και εξωτερικά τερτίπια, κινήθηκε και ο Ιάγος του, πιο εκφραστικού, πάντως, γεωργιανού βαρύτονου Γκεόργκε Γκαγκνίτζε. Αλλά την εντύπωση απάλυνε η αξιοσημείωτη -παρά τον ακόμα μεγαλύτερο όγκο του τον οποίο αντιαισθητικά αύξησε το ατυχές κοστούμι- σκηνική ευλυγισία του και η μεστή φωνή του που κυριάρχησε στην παράσταση.
Ανάμεσα στις υποκριτικές ατεχνίες των δύο πρωταγωνιστών η γλυκιά, εκφραστική Δυσδαιμόνα της σοπράνο Αλεξίας Βουλγαρίδου ξεχώρισε. Τραγούδησε με ευγένεια και απόλυτο έλεγχο και συγκίνησε.
Εξαιρετική η αυστηρή φιγούρα -σαν κοφτερό σπαθί- της Αιμιλίας που την τραγούδησε ικανοποιητικά η μέτζο Αντιγόνη Παπούλκα. Ικανοποιητικότατος και ο Κάσιος του τενόρου Δημήτρη Φλεμοτόμου που πρέπει, όμως, να δουλέψει την πολύ καλής ποιότητας αλλά αδύναμη ακόμα φωνή του. Το ίδιο ισχύει και για τον τενόρο Χαράλαμπο Αλεξανδρόπουλο -ωραία φιγούρα ο Ροδερίκος του. Με κύρος υποκριτικό και όλο και πιο μεστός φωνητικά ο μπάσος Τάσος Αποστόλου στο ρόλο του Λουδοβίκου. Σωστοί ο βαρύτονος Άκης Λαλούσης (Μοντάνος) -επίσης ενδιαφέρουσα παρουσία και επιπλέον χαλαρός αυτή τη φορά- και ο μπάσος Παύλος Μαρόπουλος (Κήρυκας).
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση μουσικά άρτια αλλά αδιάφορη σκηνοθετικά και παραφορτωμένη σκηνογραφικά.  

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή, 27 Ιουλίου 2014.

No comments:

Post a Comment