May 22, 2014

Θαυματουργό το (πολυ)μίξερ χειρός της Κοκκινοσκουφίτσας…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 22 Μαΐου 2014


«Ποιο είναι το μήνυμα των εκλογών», και «ποιο είναι το μήνυμα των εκλογών» και «ποιο είναι το μήνυμα των εκλογών» -και το «διακύβευμα» να πηγαινοέρχεται ανεξέλεγκτο. Μωρέ, ΕΝΑ είναι το μήνυμα των εκλογών: ότι ο Ηλίας Ψινάκης εξελέγη δήμαρχος του «ιστορικού» Δήμου Μαραθώνα απ’ τον πρώτο γύρο, με 53,55%. Κι ο Απόστολος Γκλέτσος -ο οποίος ίδρυσε και κόμμα βάζοντας πλώρη και προς ανώτερα…-, δήμαρχος Στυλίδας, για δεύτερη τετραετία, επίσης απ’ τον πρώτο γύρο, με 67,73%. Μήνυμα σαφέστατο. Και δεν αστειεύομαι καθόλου.







«Στρατηγέ μου, ιδού το Μετρό σας!». Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού (διαβάστε δεξιού) Κόμματος για την Προεδρία της Κομισιόν, επιθεωρεί -ναι, στην Αθήνα! Και όχι, δε βρισκόμαστε στο 1947-, έξι μέρες πριν απ’ το δεύτερο γύρο των εκλογών και τις Ευρωεκλογές, τα έργα του στρατού, συγγνώμη, του μετρό ήθελα να πω, πριν δηλώσει: «Η Ελλάδα κατάφερε υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά να έχει πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο κανείς δεν περίμενε. Αν μου το έλεγε κάποιος πριν από δύο χρόνια, τότε όλοι θα γελούσαν». Εγώ, γιατί γελάω και τώρα;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 



Έφτασε στο απόγειο την τέχνη της η Λένα Κιτσοπούλου. Η σκηνή με το ηλεκτρικό μίξερ χειρός παλλόμενο δια χειρός της ίδιας της κιτσοπούλειας Κοκκινοσκουφίτσας κάτω απ’ την φούστα της και εν συνεχεία, δια της ιδίας χειρός, κάτω απ’ τη φούστα της Μαμάς της (της Κοκκινοσκουφίτσας), μίξερ στο οποίο, όταν το απομακρύνει, ξεμένει και μια χορταστική τούφα τρίχες φουντωτές είναι η κορωνίς του έργου της «Κοκκινοσκουφίτσα. Το πρώτο αίμα». Που παίζεται σε σκηνοθεσία της στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση -ή ίδια «ερμηνεύει» την…Σταχτοπούτα- και όπου, συν τοις -πάρα πολλοίς -άλλοις, ο ρουμελιώτης Κυνηγός-Γιάννος Περλέγκας μας υπόσχεται, στον πρόλογο, «στου τέλους θα δείτι κι’τουν πούτσο μ’» -υπόσχεση η οποία, κατά κάποιο τρόπον, υλοποιείται.
Ο νεαρός φίλος που ήταν μαζί μου, πάντως, γέλασε πολύ -περισσότερο από μένα που ομολογώ πως όντως γέλασα. Και μολονότι αλλόγλωσσος και με λίγες γνώσεις ελληνικής, μετά απ’ τα τόσα που ’δαν τα μάτια του επί σκηνής, πρότεινε από τούδε και στο εξής να μετονομάσουμε τη συγγραφέα/σκηνοθέτρια/ηθοποιό σε Τρελένα Κιτσοπούλου. Εγώ που πρόσφατα -και καθυστερημένα, το βιβλίο είναι έκδοση («Μεταίχμιο») του 2010-, μετά την εξαιρετική παράσταση του «Μουνή» απ’ τον Παντελή Δεντάκη, διάβασα τη συλλογή διηγημάτων της «Μεγάλοι δρόμοι» όπου το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται και που, μετά, έκλαιγα για μια βδομάδα -έχω κι εγώ μια δική μου «Οδό Γιάννη»…- δεν είπα τίποτα. Ίσως υπάρχουν δυο Λένες Κιτσοπούλου.



Ο σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης στη συνέντευξή του στον Δημήτρη Ν. Μανιάτη στα «Νέα» -μ’ αφορμή το προσεχές ανέβασμα του «Μεφίστο» για το Εθνικό στο Δημοτικό του Πειραιά: «Ο Γιώργος Λούκος είναι υπέροχος και καλός οργανωτής. Όταν του έδιναν λεφτά έκανε σημαντικά φεστιβάλ. Φέτος, όμως, επικρατεί το μότο ‘κάνε κι εσύ θέατρο, μπορείς’. Το Φεστιβάλ πρέπει να είναι το έκτακτο που μέσα στη ροή σού δίνει το παραπάνω ενώ τώρα θα δούμε ό,τι βλέπουμε όλο το χρόνο σε σύνοψη. Θα έπρεπε να δοθούν περισσότερα λεφτά σε λιγότερους». Συμφωνώ απολύτως και προσυπογράφω. Συν ότι έτσι δίνεται άλλο ένα ατού στον θεατρικό πληθωρισμό.


Το ’χω ξαναγράψει: πόσες αδικίες βλέπω γύρω μου να διαπράττονται στο θέατρο! Για παράδειγμα, γυναίκες καλές ηθοποιούς. που ’χουν αναδειχθεί σε πρωταγωνίστριες ή οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρύτατα, έχουμε αρκετές. Μερικές -πολλές- τις εκτιμώ απεριόριστα. Αλλά υπάρχουν και πολλές ατάλαντες ή κάτω του μετρίου ή, έστω, μέτριες -για μένα τουλάχιστον. Που ’χουν χριστεί πρωταγωνίστριες. Που ’χουν θιάσους. Ή που τις βλέπω να παίζουν συνέχεια και μάλιστα ρόλους πρωταγωνιστικούς. Όχι μόνο στα θέατρα της «πιάτσας» -όπου πρυτανεύει το κριτήριο πως έκαναν κάποιο ονοματάκι απ’ την τηλεόραση. Αλλά και στα λεγόμενα «ποιοτικά», τα ψαγμένα, τα πιο «κουλτουριάρικα». Και παίζουν διότι «είναι του…», διότι είναι φίλες κολλητές σκηνοθετών, διότι ανήκουν σε «κύκλους», διότι κάποιος/α με κύρος τις έχει θέσει υπό την προστασία του/της, διότι άπαξ μόνο έτυχε κάτι καλό ή συμπαθητικό να κάνουν και καθιερώθηκαν -πάει και τελείωσε, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αντίρρηση- με συνοπτικές διαδικασίες, διότι πληρωμένοι κοντυλοφόροι πιπιλίζουν τα ονόματά τους, διότι…, διότι… Δεν ανακαλύπτω την πυρίτιδα. Αυτά πάντα συνέβαιναν. Αλλά έτσι, για το γαμώτο, τα γράφω.


Αφορμή στάθηκε μια παράσταση. Του λαγαρού, άμεσου μονόλογου του Γουίλι Ράσελ «Shirley Valentine», όπως, με αμεσότητα επίσης, τον έχει μεταφράσει ο Παύλος Μάτεσις, που είδα στο «Αργώ» με την Μαργαρίτα Βαρλάμου, οδηγημένη σκηνοθετικά απ’ τον Θωμά Γκάγκα. Τον σκηνικό περίγυρο τον βρήκα φτωχό και πρόχειρο. Αλλά τι σημασία είχε… Τον εξαφάνισε η ηθοποιός. Τι ηθοποιός! Ζεστή, άμεση, λιτή αλλά ευθύβολη, με χιούμορ αλλά και με εσωτερικότητα, με μια μοναδική εσωτερική πλαστικότητα. Την έβλεπα κι έβλεπα πόσο απλά έπαιζε, πόσο φυσικά, πόσο κατακτημένα -σα νεράκι καθαρό που ’τρεχε στ’ αυλάκι.
Την ξέρω ως ηθοποιό την Μαργαρίτα Βαρλάμου απ’ το ’94 που ’χει βγει στη σκηνή. Κι αμέσως την εκτίμησα. Και την εκτιμώ. Χωρίς καμιά επαφή να ’χω μαζί της. Αλλά θα το πω. Έχω δει την «Shirley Valentine» στη σκηνή τρεις φορές. Την πρώτη με την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε σκηνοθεσία που υπέγραφε ο Μίνως Βολανάκης. Και στην παράσταση αυτή η Αλίκη Βουγιουκλάκη, στο πρώτο μέρος τουλάχιστον -γιατί στο δεύτερο έπαιζε την Βουγιουκλάκη-, με σιγούρεψε πόσο καλή ηθοποιός θα μπορούσε να ’ναι. Τη δεύτερη την είδα με την Μίρκα Παπακωνσταντίνου, που πολύ την εκτιμώ ως ηθοποιό, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραγέωργου. Και όμως! Αυτή η τρίτη, με την Μαργαρίτα Βαρλάμου, ήταν που μου άρεσε, με έπεισε περισσότερο. Κι ας μην είναι η Μαργαρίτα Βαρλάμου -είκοσι χρόνια στο θέατρο πια- πρωταγωνίστρια ρενομέ -φίρμα που λένε- ενώ από πρωταγωνιστική στόφα είναι φτιαγμένη.
Αυτούς τους ηθοποιούς -είναι κι άλλοι…- οι διευθυντές των κρατικών Θεάτρων, οι θιασάρχες, οι παραγωγοί, οι σκηνοθέτες, κυρίως, δεν τους βλέπουν; Δεν ακούν γι αυτούς; Κανείς δεν τους λέει μια κουβέντα γι αυτούς; Δεν τους οσμίζονται έστω; Δε νοιάζονται να ’χουν κοντά τους τούς καλύτερους;



Έτριζε, λέει, το «Κοτοπούλη» του Εθνικού απ’ τις χιλιάδες θεατές που το κατέκλυζαν δημιουργώντας αδιαχώρητο. Αλλά μετά το Πάσχα η «Πρόβα νυφικού» που παίζεται εκεί, τρίζε, τρίζε, κατέρρευσε απ’ τους τριγμούς. Κι η πλατεία μισοάδεια… Τόσο που αντί για 1 Ιουνίου, όπως ήταν προγραμματισμένη, κατεβαίνει το Σάββατο, μια βδομάδα νωρίτερα. Τώρα, να σας πω «τρέξτε να τη δείτε την παράσταση εγκαίρως» και «προς Θεού, μην τη χάσετε», ε, δε θα σας το πω. Κρίμα είναι, σας συμπαθώ… (Λεπτομέρειες προσεχώς).


Αντιγράφω απ’ τη στήλη του Βασίλη Αγγελικόπουλου «Υποβολείο» στην «Καθημερινή» της προπερασμένης Κυριακής 11 Μαΐου: «Μελαγχολούμε ακούγοντας παλιές, αγαπημένες φωνές • δηωμένες πια από το χρόνο • να επιμένουν να τραγουδούν. • Τι κέντρα, τι μιούζικαλ, τι συναυλίες, • ως και ηχογραφήσεις γαμώτο. • Σπανίως σχολιάζει ο Τύπος το φαινόμενο, • και δη ονομαστί, • σεβόμενος όχι μόνο την ‘ιστορία’ 'τους • αλλά και την υπαρξιακή, τρόπον τινά, ανάγκη τους ‘να είναι παρούσες’».
Πες τα, χρυσόστομε! Ναι, όλοι φοβόμαστε να τους/τις ονοματίσουμε γιατί θα μας βρίσουν, θα μας μηνύσουν, θα μας γράψουν λιβέλλους οι πληρωμένοι τους κοντυλοφόροι. Ίσως, ακριβώς, δεν το κάνουμε κι από σεβασμό σε φωνές που αγαπήσαμε, που λατρέψαμε -για την ιστορία τους.
Δηλαδή έλεος πια! Ίχνος αυτογνωσίας δεν έχουν; Ανθρώπους δικούς τους που να τους αγαπούν, φίλους -εννοώ Φίλους, όχι κόλακες και αμειβόμενους υπαλλήλους- δεν έχουν; Να τους πουν: «Στοπ!». Πονάει η ψυχή μου να τους ακούω. Το καλοκαίρι, μετά από μια σχετική εμπειρία, τ’ ορκίστηκα στον εαυτό μου: Ποτέ ξανά». Κι ο καημένος ο κοσμάκης να χειροκροτεί και να αποθεώνει. Εξ αναμνήσεως. Σίγουρος πως ακούει τις ίδιες με τότε φωνές…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Δηλαδή απορώ. Με εισιτήριο που ξεκινάει απ’ τα 35 ευρώ και σκαρφαλώνει μέχρι τα 95 (!!!!!) ευρώ -ναιαιαι!- και με φοιτητικό που αρχίζει από 28 ευρώ και αναρριχάται μέχρι τα 76 (!!!!!!!!!!) ευρώ -ναιαιαια!- πώς φτουράει για τρίτη χρονιά που μας το φέρνουν -τον Σεπτέμβριο- το «Cirque du Soleil» (κουκουλώνοντας, όσο γίνεται, τις τιμές των εισιτηρίων…); Άρα, κρίση ΔΕΝ υπάρχει. Διότι πώς υπάρχει, αν υπάρχει έστω και ένας φοιτητής -και δεν εννοώ φοιτητής που τον έχει στείλει ο εφοπλιστής μπαμπάς του να σπουδάσει στις ΗΠΑ…- που να διαθέτει 76 ευρώ για ένα εισιτήριο; Δηλαδή απορώ, επαναλαμβάνω.
Όσο για το εισιτήριο των 28 ευρώ για τους άνεργους, ε, αυτό πια κι αν είναι ειρωνεία…


Το τελευταίο –σπαρταριστό- ανέκδοτο: «Κηρύσσουμε πόλεμο στο κάπνισμα» δήλωσε ο Άδωνις Γεωργιάδης (υπουργός Υγείας, αλλά αυτό είναι άλλο ανέκδοτο, παλιό).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


Ό,τι θέλετε να στείλετε για την ενημέρωση του ιστολόγιου -δελτία Τύπου επιστολές κλπ- να το στέλνετε σας παρακαλώ στο totetartokoudouni@gmail.com. Αν πρόκειται για βιβλία, επικοινωνήστε μαζί μου. 

No comments:

Post a Comment