September 10, 2013

Ο μετανοών Μαυρογιαλούρος ή Είναι οι μούντζες αρκετές;




Το έργο. Ανδρέας Μαυρογιαλούρος: βουλευτής και υπουργός «Αγροτικής Ανάπτυξης» σε μια από τις πρώτες μετεμφυλιοπολεμικές κυβερνήσεις _ της Δεξιάς; Του Κέντρου; Ενταγμένος απολύτως στο σύστημα: το οφίτσιο, η «βιτρίνα», «κοσμική ζωή», το «περιβάλλον» του _ οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι κόλακες και οι κομματάρχες που κινούν τα νήματα και ορίζουν το «έργο» του _, μία σύζυγος φαντασμένη, η κόρη - σαχλοκούδουνο που κάνει παρέα με  τεντιμπόιδες… Τα εγκαίνια ενός μαιευτήριου που έχει ο ίδιος «εξασφαλίσει» την ανέγερσή του στην Πλατανιά, ένα χωριό της εκλογικής του περιφέρειας, στα οποία, για το λόγο αυτό, πρέπει να παρευρεθεί, τον αναγκάζουν να ταξιδέψει μέχρις εκεί με το αυτοκίνητό του. Η γυναίκα του δεν τον ακολουθεί, τον ακολουθεί όμως η κόρη του _ το σαχλοκούδουνο. Η οποία επιμένει να πάρει στα χέρια της το τιμόνι από τον οδηγό τους. Λίγο πριν φτάσουν στην Πλατανιά, όμως, κοντά σ’ ένα γειτονικό χωριό, θα καρφώσει το αυτοκίνητο σε μία μουριά. Θα τραυματιστεί ελαφρά μόνον η ίδια.
Καταφεύγουν σ’ ένα χωριατόσπιτο. Ο Μαυρογιαλούρος κρύβει την ταυτότητά του και οι αθώοι και ταλαιπωρημένοι χωριάτες, μέχρι να φτάσει το ασθενοφόρο, βγάζουν στη φόρα όλα τα βάσανά τους αλλά και τα άπλυτα των ανθρώπων του, τις μίζες, τις λαμογιές, τη δυνατότητα πρόσβασης στο καινούργιο μαιευτήριο μόνο «κομματικών φίλων», το γκρεμισμένο γεφύρι τους που όλο τους υπόσχονται προεκλογικά να το ξαναφτιάξουν και μηδέποτε μετεκλογικά το φτιάχνουν… Απτή απόδειξη, η ετοιμόγενη γυναίκα του οικοδεσπότη. Που πρόκειται να την ξεγεννήσει η μαμή του χωριού διότι ο άντρας της δεν είναι ούτε μέλος ούτε φίλος του κυβερνώντος κόμματος _ του κόμματος του Μαυρογιαλούρου.
Ο υπουργός κλονίζεται από όσα ακούει. Και _ πολύ εύκολα, είναι η αλήθεια … _ θα ανανήψει. Οι μούτζες του προς το ίδιο του το πρόσωπο ακομπανιάρουν τις μούτζες των χωριανών. Το ασθενοφόρο που φτάνει, όταν πια η ταυτότητά του έχει αποκαλυφθεί, δεν θα μεταφέρει, κατόπιν εντολής του, την κόρη του η οποία δεν έχει τίποτα το σοβαρό στο νοσοκομείο αλλά την ετοιμόγενη στο μαιευτήριο. Ευτυχώς, γιατί ο τοκετός ήταν δύσκολος και, διαφορετικά, μάνα και παιδί δεν θα τη γλύτωναν.
Όταν ο Μαυρογιαλούρος γυρίζει στην Αθήνα διώχνει με τις κλωτσιές τους συνεργάτες – λαμόγια, βάζει τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι σε γυναίκα και κόρη και παραιτείται από το υπουργικό αξίωμα.
Η κωμωδία (;) των Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου «Ανώμαλος προσγείωσις» (1950) δεν ανήκει στις ολοκληρωμένες δουλειές τους. Πολύ αδύναμη δραματουργικά απέκτησε φήμη μόνον όταν ξαναπαρουσιάστηκε με κάποιες αλλαγές το 1964, σε μία περίοδο ιδιαίτερα ευαίσθητη πολιτικά, και έγινε _ επιτυχημένη _ ταινία από τον ίδιο τον Σακελλάριο το 1965. Επιπλέον το θέμα της _ η πολιτική διαφθορά _, που συνεχίζει να είναι… αξεπέραστο στην Ελλάδα, την καθιστά διαρκώς επίκαιρη _ πόσω μάλλον σήμερα… Βεβαίως ο πολιτικός που τόσο εύκολα συνειδητοποιεί την αλήθεια και αμέσως, ως μετανοούσα Μαγδαληνή, γίνεται διαπρύσιος κήρυξ του πολέμου κατά της διαφθοράς είναι ένας ρόλος γραμμένος μέσα από τη συντηρητική, μικροαστική ματιά που κυριαρχούσε στην νεοελληνική κωμωδία της εποχής.
Η παράσταση. Ο Γιάννης Μπέζος που υπογράφει τη σκηνοθεσία είναι πιστωμένος με ένα εξαίρετο ανέβασμα νοελληνικής κωμωδίας _ του «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα. Πήγα λοιπόν στην παράσταση με μεγάλο καλάθι. Απογοητεύτηκα. Το έργο είναι ανεβασμένο με σωστούς ρυθμούς αλλά προφανώς βιαστικά, χωρίς καμία προσοχή στη λεπτομέρεια _ έτσι κινείται μία έγκυος; Έτσι κινείται μία γριά; _, με σαχλές μικροπροσθήκες, εύκολα, διεκπεραιωτικά _ όπως έχουν γίνει και οι μουσικές επιλογές που έχει επιμεληθεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης _, χωρίς καμία προσπάθεια να ξεπεραστούν ή, έστω, να καλυφθούν οι αδυναμίες του. Και η εποχή που επελέγη να τοποθετηθεί _ δεκαετία του ’60, η δεκαετία της ταινίας και όχι του αρχικού έργου _ δίνεται επιδερμικά, απρόσεκτα.
Το σκηνικό με τις δύο όψεις του Αντώνη Χαλκιά, που υπογράφει και τους φωτισμούς, πειστικό ως αγροτόσπιτο, είναι απορίας άξιο, με την… ρουστίκ όψη που του έχει δώσει ο σκηνογράφος, πώς μπορεί να πείσει κάποιον πως είναι μεγαλοαστικό, κολωνακιώτικο σπίτι του ’60. Πέραν από τις αραιά κολλημένες σανίδες μέσα από τις οποίες είναι ορατές οι κινήσεις πίσω από το σκηνικό της ώρα της παράστασης. Για να μη μιλήσω για τους τεχνικούς οι οποίοι, στην παράσταση που είδα, δεν συνέδεσαν δύο σπετσάτα σε ένα τμήμα του σκηνικού κι αυτά ανέμιζαν αδέσποτα σε όλη την τρίτη πράξη φανερώνοντας τη μια στιγμή το «πλουσιόσπιτο» του βουλευτή, την άλλη το χωριατόσπιτο της προηγούμενης πράξης… Του γρήγορου και του εύκολου και τα κοστούμια του Αντώνη Χαλκιά _ το χρώμα των παπουτσιών της κ. Μαυρογιαλούρου δεν δένει με τίποτα με το χρώμα του πουά φουστανιού της…

Οι ερμηνείες. Ευγενία Δημητροπούλου, Ελένη Τσιμπρικίδου, Αντιγόνη Νάκα, Ηλίας Μιχαλογιάννης διεκπεραιώνουν ανόρεχτα και σχεδόν ερασιτεχνικά. Κάπως καλύτερος ο Νίκος Σκουλάς. Ο Θανάσης Βισκαδουράκης, ξύλινος, παίζει σαν κάτι μεταξύ ρομπότ και μαριονέτας. Η Νεκταρία Γιαννουδάκη δεν παίζει, καμώνεται, κοροϊδεύει τη μεγαλοαστή υπουργίνα με υπερβολές, σχεδόν γκροτέσκα. Ο Τάσος Γιαννόπουλος, δυστυχώς, λιμνάζει σε μανιέρες και φωνάζει σαν τελάλης. Σώζονται ο Τάκης Παπαματθαίου και ο Μανώλης Σορμαΐνης.
Ο Γιώργος Παρτσαλάκης ανήκει στην πρώτη γραμμή των κωμικών μας. Παίζει με μέτρο και χωρίς μπαλαφάρες. Φοβάμαι, όμως, πως τελευταία έχει αφεθεί στη ρουτίνα και στην ευκολία _ «τα ρίχνω και τελειώσαμε». Κρίμα. Γιατί με την ηλικιακή ωρίμανση περίμενα και ωρίμανση υποκριτική.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση επιπέδου ΔΗΠΕΘΕ. Όχι με την καλή έννοια….


Θέατρο «Βεάκειο», Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης, 9 Σεπτεμβρίου 2013.

No comments:

Post a Comment