«Ηρακλής μαινόμενος» του Ευριπίδη / Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς.
Στην Θήβα βασίλευε ο Κρέων. Και μαζί του ζούσαν, με τα τρία τους παιδιά, η κόρη του Μεγάρα και ο μυθικός ήρωας Ηρακλής που την είχε παντρευτεί, καθώς και ο -τυπικά, καθότι ήταν γιος του Δία...- πατέρας του Ηρακλή, ο Αμφιτρύων. Ο Ηρακλής βρίσκεται στο στάδιο της πραγματοποίησης του δωδέκατου
άθλου που του έχει ζητήσει -απαιτήσει- ο Ευρυσθέας, βασιλιάς της Τίρυνθας: να κατεβεί στον Άδη και να φέρει στη γη τον τρομερό τρικέφαλο σκύλο Κέρβερο που φυλάει τις πύλες του. Ο Ηρακλής έχει πολύ καθυστερήσει και όλοι πια
πιστεύουν ότι είναι νεκρός -ποιος γυρίζει από τον Άδη;... Ο διεκδικητής της βασιλείας Λύκος επωφελείται, σκοτώνει τον Κρέοντα και τους γιους του, σφετερίζεται το θρόνο και
ετοιμάζεται να σκοτώσε, επίσης, την Μεγάρα, τον Αμφιτρύωνα και τα παιδιά. Αλλά, ξαφνικά, εμφανίζεται ο Ηρακλής -ναι, γύρισε από τον Άδη! Έχει φέρει στον Ευρυσθέα τον Κέρβερο και, φεύγοντας από τον Άδη,
έχει πάρει μαζί του, ζωντανό, και τον βασιλιά της Αθήνας, τον Θησέα. Σκοτώνει τον Λύκο αλλά, πριν προλάβει να εξαγνιστεί, η θεά Ήρα που φθονεί τον Ηρακλή ως γιο του συζύγου της Δία
από το σμίξιμό του με την Αλκμήνη, στέλνει με την Ίριδα, την αγγελιοφόρο των θεών, την «ειδικευμένη» Λύσσα η οποία, κατά διαταγή της Ήρας, τρελαίνει τον Ηρακλή: σκοτώνει ο ίδιος την Μεγάρα και τα παιδιά τους πιστεύοντας πως πρόκειται για τον Ευρυσθέα και τα δικά του παιδιά. Μόλις συνέρχεται και συνειδητοποιεί το αποτρόπαιο έγκλημά του -σκηνή που θυμίζει Αίαντα στον «Αίαντα» του Σοφοκλή και Αγαύη στις «Βάκχες» του ίδιου του Ευριπίδη-,
είναι έτοιμος να αυτοκτονήσει, όταν ο ευγνώμων, φίλος του πια, Θησέας που εμφανίζεται τον αποτρέπει, τον στηρίζει και τον παίρνει μαζί του πείθοντάς τον
να αντιμετωπίσει γενναία την τραγωδία του, ως πραγματικός ήρωας. Ο «Ηρακλής (μαινόμενος)» (416 π.Χ.) του Ευριπίδη δεν ανήκει στις «δημοφιλείς» τραγωδίες και στην Ελλάδα έχει παιχτεί πολύ λίγες φορές -αγνοώ τους λόγους. Σήμερα ηχεί σαν ένα έργο σκοτεινό, με πολιτικό πρόσημο -ο αγώνας για την εξουσία-, που τη λύτρωση την προσφέρει μέσα από τον άνθρωπο και όχι από τους θεούς. Ο Δημήτρης Καραντζάς, πάνω στην καθαρή, θεατρική μετάφραση
της Μαίρης Γιόση, έστησε μία επίσης καθαρή παράσταση χωρίς σκηνοθετισμούς και χωρίς τάσεις επίδειξης και εφέ. Μία παράσταση σκοτεινή, βουτηγμένη στο πένθος, αλλά και με ρυθμούς άψογους, με μέτρο, με στιλ το οποίο δεν γίνεται στιλιζάρισμα. Δεν ξέρω πόσο έχει επέμβει η δραματουργική επεξεργασία την οποία συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης με τον Αντώνη Αντωνόπουλο, πάντως καμία «παραφωνία» δεν αντιλήφθηκα.
Αντίθετα, τη μικρή περικοπή του φινάλε, που αφήνει την τελευταία λέξη στον γέροντα Αμφιτρύωνα -«κι εμένα ποιος θα με θάψει;»- και που εντόπισα, τη βρήκα συγκλονιστική, ένα τέλος οντολογικό. Το σκηνικό του Κώστα Σκουρλέτη -αυτό το μεγάλο μαύρο κουτί που κρύβει ή ξεσκεπάζει τα αποτρόπαια-, φωτισμένο άψογα από τον Δημήτρη Κασιμάτη, και τα μαύρα κοστούμια της
Ιωάννας Τσάμη ντύνουν αρμονικά το πένθος που διατρέχει το έργο και που το επιτείνει η παράσταση. Βρήκα με οξύτητες τις μουσικές
του επί σκηνής Φώτη Σιώτα -προσωπικά θα τις ήθελα πιο διακριτικές- και κάπως χοντροκομμένη την κίνηση (Τάσος Καραχάλιος) του πενταμελούς Χορού που τον απαρτίζουν, πάντως, ικανοί ηθοποιοί (Γιάννης Κλίνης, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αντώνης Αντωνόπουλος). Ο Γιώργος Γάλλος (Αμφιτρύων) και ο Αινείας Τσαμάτης (Λύκος) ικανοποιητικοί αλλά ξεχώρισα τις τρεις γυναίκες της διανομής: την Στεφανία Γουλιώτη πρώτα (άψογη Μεγάρα), την εξαίρετη Άννα Καλαϊτζίδου (Λύσσα) και τη δυναμική Ηρώ Μπέζου (Ίρις). Ο Νίκος Μήλιας (Θησέας) δίνει υποσχέσεις για μία πολύ καλή εξέλιξη. Η σκηνή του με τον Ηρακλή, αυτή η τρυφερότητα, η ανθρωπιά, ο ύμνος
στη φιλία που αναδίνει, με άγγιξαν βαθιά. Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης είναι ηθοποιός με προσόντα αλλά δεν έχει το μέγεθος για το ρόλο του Ηρακλή -δεν με έπεισε. Είναι καλύτερος, δοσμένος και με ωραίες στιγμές, στη σκηνή μετά τη συνειδητοποίηση των φόνων που διέπραξε. Αχίλλειος πτέρνα της παράστασης, κατά τη γνώμη μου: εντάξει, τα ατομικά μικρόφωνα έχουν πια καθιερωθεί,
αλλά ποιος ο λόγος η σκηνοθεσία να ζητάει από τους ηθοποιούς, κυρίως του Χορού, επιπλέον, μέσα από τα μικρόφωνα, να κραυγάζουν; Αυτή η επιλογή ψευδίζει τα αισθήματα. Σαν να προσπαθούν, όσο πιο πολύ φωνάζουν, να μας πείσουν για το δίκιο τους… Εν πάση περιπτώσει, κατά τη γνώμη μου, μία ενδιαφέρουσα, καλόγουστη παράσταση, με πολλές καλές στιγμές (Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα).
(Ικανοποιητικότατο το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια ύλης Αντώνης Αντωνόπουλος. Πολύ προσεγμένο το έντυπο πρόγραμμα του Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων - καλλιτεχνική επιμέλεια εντύπων Γιώργος Βαβυλουσάκης).
Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη – Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης, Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων», 8 Ιουνίου 2024
(Την παράσταση παρακολούθησα με ευγενική πρόσκληση του Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων»).
(Ικανοποιητικότατο το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια ύλης Αντώνης Αντωνόπουλος. Πολύ προσεγμένο το έντυπο πρόγραμμα του Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων - καλλιτεχνική επιμέλεια εντύπων Γιώργος Βαβυλουσάκης).
Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη – Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης, Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων», 8 Ιουνίου 2024
(Την παράσταση παρακολούθησα με ευγενική πρόσκληση του Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων»).
No comments:
Post a Comment