December 17, 2023

Στο Φτερό / Απ’ τα κόκαλα βγαλμένοι... ή Σ’ αυτή τη χώρα ευτυχισμένη μάνα είναι η μάνα που ξέρει πού είναι θαμμένα τα παιδιά της...

 
«Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» του Ματέι Βισνιέκ / Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου.
 
Στην πρώτη σκηνή, δύο στρατιώτες εχθροί, γαμπρός -ο Στάνκο- και κουνιάδος -ο Βίμπκο-, σε απέναντι χαρακώματα -απόσταση ανάσας-, βρίζονται, άλληλοαπειλούνται αλλά μιλούν και για την οικογένειά τους -την Ίντα, τη γυναίκα 
του Στάνκο και αδελφή του Βίμπκο, που έχει γεννήσει, το προηγούμενο βράδυ ένα αγοράκι-, έτοιμοι, πάντως, να τινάξουν ο ένας τα μυαλά του άλλου στον αέρα. Είναι ο Εμφύλιος, ηλίθιε... Στις δύο αυτές συχνότητες εκπέμπει το
έργο του Ρουμάνου αλλά Γαλόφωνου, εδώ και χρόνια, Ματέι Βισνιέκ, με τον μακροσκελή, περίεργο αλλά ποιητικό τίτλο «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» (2004): του μίσους, της φρίκης, του κυνισμού, της σκληρότητας, του θανάτου αλλά και της νοσταλγίας, της τρυφερότητας, του πόνου. Και σε μία τρίτη
-παράδοξο!-: του χιούμορ. Ενός μαύρου, πικρού χιούμορ που ξύνει πληγές και αναδεύει, κάτω από την επιφάνεια, το φόβο. Στη δεύτερη σκηνή μία ομάδα προσφύγων γυρίζει στα σπίτια της, «επαναπατρίζεται». Όλα είναι ίδια, αλλά και όλα είναι αλλιώτικα πια. Τα σπίτια τους βρίσκονται πλάι στα χαραγμένα σύνορα ενός καινούργιου κράτους. Και τα περισσότερα έχουν γίνει στάχτη. Ο Βίγκαν και η Γιάσμινσκα, ένα ζευγάρι γερόντων, ο Πατέρας και η Μητέρα του έργου, που βρίσκονται ανάμεσά τους λογιάζονται για «τυχεροί»: από το δικό τους σπίτι έχουν κλέψει τη στέγη, τα πορτοπαράθυρα, τα πατώματα, το 
πηγάδι τους είναι τίγκα στα σκουπίδια και παντού βρομάει ψοφίμι αλλά οι τοίχοι άντεξαν. Μπορούν να το ξαναφτιάξουν.
Και να ψάξουν να βρουν τα κόκαλα του γιου τους, του Βίμπκο, που είδαμε στην αρχή και που σκοτώθηκε, τελικά, στον Εμφύλιο και κάπου εκεί, στο κοντινό δάσος, είναι παραχωμένος, ώστε να τον θάψουν σε έναν αξιοπρεπή τάφο. Αλλά δεν ξέρουν πού είναι τα κόκαλά του. Ο Εμφύλιος δεν ονοματίζεται. Ούτε τα ονόματα των καινούργιων κρατών που προέκυψαν. Αλλά εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για τη διαμελισμένη Γιουγκοσλαβία. Ο νεκρός Βίμπκο, πάντως, είναι «παρών» στη σκηνή. Δίπλα στους γονείς του. Τους βλέπει, τους μιλάει... Εκείνοι δεν τον βλέπουν, δεν τον ακούν. Έτσι το κατ’ επίφασιν ρεαλιστικό έργο αποκτάει διαστάσεις παράλογου. Ενός τρυφερού, βαλκανικού παράλογου.
Διάφοροι φίλοι του Βίμπκο «εμφανίζονται», επίσης αόρατοι για τους δύο γέρους γονείς: είναι νεκροί από διάφορους πολέμους που τάραξαν, κατά καιρούς, την περιοχή. Από τον Ροσοτουρκικό του 19ου αιώνα έως τους Βαλκανικούς, από 
τον Πρώτο Παγκόσμιο έως τον Δεύτερο, τους Παρτιζάνους του Τίτο, τους γερμανούς εισβολείς, τους αλεξιπτωτιστές Σύμμαχους και τους εχθρούς του Τίτο, που έχουν εκτελεστεί. Όλοι εκεί γύρω προχειροθαμμένοι -κόκαλα παντού, ένας τόπος σπαρμένος από κόκαλα κάθε εθνικότητας. Υπάρχουν και δύο γείτονες: ο ένας, ο Νέος Γείτονας, ο Ιρβάν, που εμπορεύεται τα πάντα έως και κρανία 
και οστά -ο καπιταλισμός είναι ήδη εδώ...- και μία Τρελή Γριά, η Μίρκα. Ο Πατέρας ανοίγει λάκκους στο ξέφωτο του δάσους ψάχνοντας για το γιο του -«σ’ αυτή τη χώρα ευτυχισμένη μάνα είναι η μάνα που ξέρει πού είναι θαμμένα τα παιδιά της» λέει ψυχρά η Μητέρα -και όσο πιο ψυχρό, τόσο πιο σπαρακτικό... Τελικά ο Βίγκαν ξεθάβει έναν σαπισμένο σάκο. Μέσα του είναι η φυσαρμόνικα του Βίμπκο. Τον βρήκαν! Η Μητέρα, που η καρδιά της είχε γίνει πέτρα, ξεσπάει επιτέλους σε λυγμούς. Ζούσαν μέχρι τώρα με τα λεφτά που τους έστελνε η κόρη τους Είναι η Ίντα που εκπορνεύεται στην Ιταλία και τη βασανίζουν πατρόνες και νταβατζήδες. Ώσπου τη διώχνουν. Καμία αναφορά δεν γίνεται στον άντρα ή στο γιο της -ίσως δεν ζούνε. Κάποια στιγμή θα «γυρίσει» στο
 
σπίτι. Θα βλέπει τους γονείς της και θα τους μιλάει. Αλλά εκείνοι ούτε θα τη βλέπουν ούτε θα την ακούνε. Όπως δεν έβλεπαν ούτε άκουγαν τον Βίμπκο. Τον νεκρό γιο τους... Ένα έργο πολιτικό, λοιπόν.
Ηλικίας είκοσι χρόνων. Και όμως τόσο φρέσκο και επίκαιρο, με δύο πολέμους φρέσκους που λυσσάνε κοντά μας -στην Ουκρανία και στην Γάζα- και άλλους πολλούς, αλλού στον κόσμο... Και είναι άξια επαίνου η ομάδα «The Young
Quill» που το επέλεξε. Γιατί είναι και καλό έργο. 0 Βισνιέκ περνάει τους συμβολισμούς του με τρόπο ποιητικό αλλά και ανάλαφρο. Δομημένο σε 25 συν μία σκηνές, χαλαρά συνδεμένες γύρω από τον κεντρικό άξονα, βρήκε στο πρόσωπο της πολύ νεαρής Αικατερίνης Παπαγεωργίου, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, άνθρωπο ικανό και ευφάνταστο να το αναδείξει χωρίς εξυπνακισμούς, προσέχοντας τη λεπτομέρεια και εξαιρετικά ισορροπώντας το χιούμορ με την τραγωδία. Και μία σκηνοθέτρια ικανή να αναδείξει τα προσόντα των ηθοποιών της που παίζουν δύο και τρεις ρόλους ο καθένας και να τους δέσει γερά μεταξύ τους. Ο Αλέξανδρος Βάρθης νομίζω πως με τον Ιρβάν κάνει τον καλύτερό του ρόλο παίζοντας στην
γκροτέσκα κόψη του ξυραφιού. Ο Τάσος Λέκκας επιβεβαιώνει το τάλαντό του και τη σκηνική του άνεση. Νομίζω πως και ο Πατέρας, με τον πνιγμένο από την απόγνωση, λακωνικό λόγο του, είναι, ίσως, ο πιο πειστικός ρόλος του Δημήτρη Πετρόπουλου, από όσους τον έχω δει. Η Ελίζα Σκολίδη, όμορφη, με έξοχη κίνηση και υπέροχη φωνή -τα τραγούδια της στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά-, πείθει απόλυτα στην Ίντα και τα καταφέρνει στην Τρελή Γριά. Last but not least η Μάνια Παπαδημητρίου. Η σπουδαία αυτή αλλά όχι τόσο όσο πρέπει -επιμένω- αξιοποιημένη από το ελληνικό θέατρο ηθοποιός, με τη φωνή-τσέλο αποδεικνύει, για άλλη μία φορά, την κλάση της ως Μητέρα. Έξοχοι και οι πέντε. Η παράσταση κυλάει
απρόσκοπτα με τη δοκιμασμένη, εξαιρετική μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη. Η Μυρτώ Σταμπουλού με τα λιτά αλλά όχι μίζερα, καλαίσθητα σκηνικά της -αυτό το στρεβλό τραπέζι, με το πιάτο του γιου που τσουλάει πάνω του, πέφτει κάτω και γίνεται κομμάτια...-, η Ειρήνη Γεωργακίλα με τα κοστούμια της, ο Κωστής Μουσικός με τους φωτισμούς που σχεδίασε, ιδιαίτερα η Μαρίνα Χρονοπούλου με τις μουσικές της και, ακόμη περισσότερο, η Χρυσηίς Λιατζιβίρη με την
κινησιολογία της (pole dancing η Μέλλω Διανελλάκη) που έχει κινήσει αρμονικά την ποιητική αυτή παράσταση, πλαισιώνουν άψογα και αναδεικνύουν τη σκηνοθεσία. Μία παράσταση ιδιαίτερα προσεγμένη και συγκινητική αλλά όχι καταθλιπτική που πιστεύω πως θα μακροημερεύσει. Μην τη χάσετε! (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
 
(Έντυπο πρόγραμμα δεν υπάρχει, βολεύτηκα με την εκτύπωση του σχετικού δελτίου Τύπου. Η μετάφραση της Έρσης Βασιλικιώτη έχει κυκλοφορήσει σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Ύψιλον -Σειρά «Θέατρο», 2007-, το οποίο, όμως, δυστυχώς, είναι εξαντλημένο).
 
Να επισημάνω ότι το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα από την «Πειραματική Σκηνή της “Τέχνης”», που μας σύστησε και τον Ματίας Βισνιέκ, στο θέατρο «Αμαλία» της Θεσσαλονίκης, τη σεζόν 2006/2007. Ενώ τη σεζόν 2014/2015 παίχτηκε, για πρώτη φορά στην Αθήνα, σε σκηνοθεσία Νίκου Γκεσούλη στο θέατρο «Προσκήνιο».
 
Θέατρο «Μπέλλος», Ομάδα «The Young Quill», 14 Δεκεμβρίου 2023.

No comments:

Post a Comment