September 17, 2019

Στο Φτερό / Θάνατος γραφειοκράτη σε Παιδική Χαρά ή Ένα ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ


«Ο καταδικασμένος» / Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάουα. 



Άμεσα μεταπολεμική, εκδυτικισμένη Ιαπωνία. Στο Τόκιο. Προϊστάμενος σε δημοτική υπηρεσία είναι ο ηλικιωμένος κύριος Κάντζι Ουατάναμπε. Έτοιμος να σπάσει το ρεκόρ: τριάντα χρόνια στη δουλειά, ούτε μία μέρα απουσίας. Υποδειγματικός 
γραφειοκράτης -Ο γραφειοκράτης. Και, ξαφνικά, μία μέρα, δεν 
έρχεται στο γραφείο. Χωρίς καμία ειδοποίηση. Είναι η μέρα που ο γιατρός είδε την ακτινογραφία του στομάχου από το οποίο υπέφερε
και του είπε πως πρόκειται για απλό έλκος που θα επουλωθεί μόνο του αλλά εκείνος, παρασκηνιακά, έμαθε και τα μυστικά του 
ιατρικού επαγγέλματος: ότι έτσι παρουσιάζουν στον ασθενή τον ανίατο καρκίνο του στομάχου που δίνει περιθώριο ζωής το πολύ ένα χρόνο. Ο κύριος Ουατάναμπε, χήρος από πολύ νέος, που δεν ξαναπαντρεύτηκε, αφοσιωμένος στην ανατροφή του γιου του,
παντρεμένου πια, με τον οποίο και τη γυναίκα του ζουν μαζί -ένα ζευγάρι που σκέφτεται μόνο την περιουσία του ανεπιθύμητου γέρου και πώς θα αποκτήσει καινούργιο σπίτι- και από τους οποίους αποκρύπτει την κατάστασή του, κάτω από το φάσμα του θανάτου πια, κάνει μία ανασκόπηση της ζωής του. Και συνειδητοποιεί ότι δεν την έζησε. Η τυχαία συνάντησή του με έναν
εκκεντρικό Μυθιστοριογράφο γίνεται αφορμή να του ζητήσει να του γνωρίσει αυτή τη ζωή που δεν έζησε. Η ζωή που αυτός του γνωρίζει, του αποσβολωμένου Ουατάναμπε, μέσα στη νύχτα, είναι η ζωή των μπαρ, των καμπαρέ, των νυχτερινών κέντρων, του στριπτίζ, των αγοραίων γυναικών -κονσοματρίς, πόρνες..., η βουτηγμένη στο
πιοτό και στο ξενύχτι και στην ακολασία. Δεν τον κατακτά. Τον κατακτά, όμως, ένα κορίτσι, μία συνάδελφός του στο γραφείο, η Τόγιο, που την έχουν στείλει στο σπίτι του για να τους φέρει την απαραίτητη σφραγίδα του. ΄Ενα κορίτσι αλλιώτικο, που 
ξεκαρδίζεται στα γέλια στη δημοτική υπηρεσία όπου εργάζεται μαζί του, σοκάροντας τους αγέλαστους χαρτογιακάδες, που, μετά από ενάμιση χρόνο δουλειάς, έχει ήδη βαρεθεί και δεν θέλει να
γίνει σαν την «Μούμια» -το ψευδώνυμο που έχει δώσει στον Ουατάναμπε-, γι αυτό και παραιτείται πηγαίνοντας να δουλέψει σε ένα εργαστήριο κατασκευής παιχνιδιών, όπου γουστάρει τη δουλειά που κάνει. Τον κατακτά με τη νεανικότητα, τη ζωτικότητα και την ενέργειά της, με την αίσθηση της ελευθερίας που έχει, με το γέλιο της. Ο γιος και η νύφη του θα σοκαριστούν και θα δυσαρεστηθούν πιστεύοντας ότι 

απλώς «ξεμυαλίστηκε με τη μικρή», στο τέλος και η ίδια θα τρομάξει από την αφοσίωσή του, από το δόσιμό του σ' αυτήν και, πολύ περισσότερο, όταν της εξομολογηθεί ότι πεθαίνει. Αλλά πριν 
φύγει από κοντά του θα προλάβει να τον εμπνεύσει κάτι να κάνει στη ζωή του, κάτι να αφήσει πριν πεθάνει. Και θα το βρει ο Ουατάναμπε: αποφασίζει να στηρίξει και να βοηθήσει μία ομάδα γυναικών που αγωνίζονται να αποξηρανθεί στη γειτονιά τους ένα οικόπεδο-χαβούζα και να γίνει Παιδική Χαρά αλλά δεν μπορούν να βγάλουν άκρη, μπλεγμένες στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, μέρος της οποίας είναι και η υπηρεσία του Ουατάναμπε, γραφειοκρατεία που τους παραπέμπει από τον Άνα 

στον Καϊάφα. Δεν πτοείται από τις απίθανες δυσκολίες που του υψώνουν οι συνάδελφοί του. Η επιμονή του μέχρι φορτικότητας, η παραβίαση θυρών που δεν ανοίγουν εύκολα, όπως του «αρμόδιου» αντιδημάρχου, το θάρρος του να αψηφήσει ακόμα και απειλές της Γιάκουζα -της ιαπονικής Μάφια- που συμφέροντά της εμπλέκονται στη δημιουργία του πάρκου και που έχει τις «διασυνδέσεις» της στο δημαρχείο... καρποφορούν: η
Παιδική Χαρά γίνεται πραγματικότητα. Και εκείνος θα πεθάνει μέσα στην Παιδική Χαρά -πάνω σε μία αιώρα της. Ενώ τον σκεπάζει το χιόνι που πέφτει. Στην κηδεία του ο αντιδήμαρχος και οι προϊστάμενοι άλλων υπηρεσιών του Δήμου θα προσπαθήσουν να μειώσουν την προσφορά του, να την καρπωθούν έως και να την εξαφανίσουν και θα αναρωτιούνται τι έκανε αυτόν το γραφειοκράτη να μεταμορφωθεί και αν ήξερε ότι πεθαίνει από καρκίνο, καθώς σε κανέναν τους δεν το είχε πει, εκτός από το συγγραφέα και το κορίτσι -ούτε στους δικούς του. 
Λίγο, όμως, το σακέ που πίνουν και τους λύνει τη γλώσσα, λίγο κάποιες τυχαίες εξομολογήσεις τους, λίγο ο ένας και μοναδικός ανάμεσά τους που τον υπερασπίζεται, λίγο οι γυναίκες της γειτονιάς που βοήθησε, οι οποίες έρχονται να τον κλάψουν και να τον τιμήσουν, λίγο κάποια στοιχεία που συσσωρεύονται, με τελικό και αποφασιστικό τη μαρτυρία του αστυνομικού ο οποίος, περιπολώντας, τον είδε να κάνει κούνια μέσα στο χιόνι, στην Παιδική Χαρά, τραγουδώντας, 
και ο οποίος έχει τύψεις γιατί δεν επενέβη, νομίζοντας πως απλώς πρόκειται για μεθυσμένο. Η αλήθεια θα αποκαλυφθεί: ο Ουατάναμπε έχασε τη ζωή του αλλά όχι και την ψυχή του. Ο Ακίρα Κουροσάουα στον «Καταδικασμένο» («生きる»/«Ikiru»/«Doomed», 1952, άστοχη η παλαιά μετάφραση στα ελληνικά του τίτλου που, στην πραγματικότητα, σημαίνει «Να ζεις») αναπτύσσει ένα έξοχο σενάριο που συνυπογράφει ο ίδιος με 
τους Χιντέο Ογκούνι και Σινόμπου Χασιμότο και για το οποίο συμβουλεύτηκαν τη νουβέλα του Λεβ Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιιτς». Το σενάριο, όμως, έχει μία ιδιαιτερότητα. Στο πρώτο μέρος, που σίγουρα αντλεί και από τον «Φάουστ» -ο Μυθιστοριογράφος που «ξεβγάζει» τον Ουατάναμπε λέει ο ίδιος «θα παίξω τώρα τον Μεφιστοφελή σου» και η Τόγιο θα μπορούσε να είναι ένας είδος Μαργαρίτας/Γκρέτχεν-, η ιστορία προχωράει γραμμικά. Αλλά, λίγο μετά το μέσον, όταν ο Ουατάναμπε πεθαίνει και το πληροφορούμαστε από τη φωνή του αφηγητή της ταινίας, η γραμμή αλλάζει: έχουμε αποκλειστικά τη συγκέντρωση για την 

κηδεία του, όπου, δεξιοτεχνικά -μου ανακάλεσε τον λίγο παλαιότερο (κατά δύο χρόνια) «Ρασομόν» του ίδιου του Κουροσάουα-, συγκεντρώνονται σωρευτικά στοιχεία για το τι πραγματικά συνέβη, μέσα από σύντομα φλας μπακ, μέχρι η αλήθεια να φωτιστεί στο τέλος. Ασπρόμαυρη φωτογραφία που δημιουργεί μία ατμόσφαιρα σκοτεινή, θαμπή, μελαγχολική σαν τη ζωή του κεντρικού ήρωα, σύντομα πλάνα-σεκάνς που σβήνουν, αιφνιδιασμοί, πειραματισμοί με τον ήχο, η εκδυτικισμένη -βασικά εξαμερικανισμένη- ιαπωνική κοινωνία που χαράζεται ανάγλυφα, η μουσική που υποβάλλει καταστάσεις -από το παλιό, λυπητερό τραγούδι «Gondola No Uta» («Το τραγούδι της γόνδολας») -«Η 


ζωή είναι σύντομη...»-, μία μπαλάντα του 1915, που ο Ουατάναμπε τραγουδάει θλιμμένα, νοσταλγικά σε ένα από τα νυχτερινά κέντρα όπου τον σέρνει ο Μυθιστοριογράφος, κάνοντας τη life style πελατεία να παγώσει, και που το ξανατραγουδάει, αλλά λυτρωτικά 
πια, στο τέλος, πάνω στην αιώρα, πριν πεθάνει -τι αξέχαστο φινάλε!- έως το «Happy Birthday to You» που τραγουδάει μία ομάδα κοριτσιών σε κάποια γενέθλια που γιορτάζουν, στο καφέ όπου κάθεται με την Τόγιο, όταν, με την προτροπή της, πάρει την απόφαση να βρει τρόπο να «ζήσει» -μία 


αναγέννηση-, η περίτεχνη προβολή της φιλοσοφικής θεώρησης για τη ζωή μας που πάει, συνήθως, χαμένη αλλά και η λιτότητα της αφήγησης, οι τέλεια χαραγμένοι χαρακτήρες, οι ιδιοφυείς ρυθμοί της ταινίας, η πλανοθεσία, οι συναρπαστικές θέσεις της κάμερας -πίσω από παραπετάσματα, πίσω από διαχωριστικά, πίσω από κάγκελα, απέναντι από καθρέφτες, από ψηλά...-, τα άφοβα,

ακομπλεξάριστα διαρκή γκρο πλάνα, τα συμβολικά ευρήματα-λάιτ μοτίφ -το καινούργιο καπέλο του Ουατάναμπε, το κουρδιστό λαγουδάκι της Τόγιο...-, τα νήματα που τα ενώνουν, όλα μαζί συνθέτουν ένα βαθύτατα φιλοσοφημένο, απέραντα τρυφερό, καθηλωτικό ποίημα υψηλής τέχνης και μαρξιστικής οπτικής -ο 

λαός, ως Χορός γυναικών, διακριτικά παρών από την αρχή της ταινίας, «εισβάλλει» στην κηδεία παραμερίζοντας τους γραφειοκράτες και κατακτά, τελικά, το στόχο του, ήτοι την Παιδική Χαρά. Ο σπουδαίος ηθοποιός Τακάσι Σιμούρα, o
τακτικότερος από τους τακτικούς πρωταγωνιστές του Κουροσάουα -έπαιξε σε 22 από τις 31 ταινίες του-, ως Ουατάναμπε -συγκλονιστικός-, η Μίκι Ονταγκίρι-Τόγιο, ο Γιουνόσκε Ίτο-Μυθιστοριογράφος και οι, επίσης καλά διαλεγμένοι, λοιποί ηθοποιοί της διανομής υλοποιούν το βουτηγμένο στην ανθρωπιά 

όραμα του Κουροσάουα. Ένα αριστούργημα! Κυριολεκτώ. Καθόλου «διανοουμενίστικη» ταινία, απολύτως βατή. Την είδα για πρώτη 
φορά και, τρεις μέρες μετά, ακόμη είμαι υπό την επήρειά της, τα πλάνα της με ακολουθούν. Πρέπει να τη δείτε! Οπωσδήποτε!

(Το αριστουργηματικό σενάριο της ταινίας έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Μάκη Μωραΐτη και έχει εκδοθεί: Κουροσάβα Ακίρα. «Ο καταδικασμένος». Εκδόσεις «Αιγόκερως», Αθήνα, 1990. Το διαδίκτυο δείχνει ότι το βιβλίο είναι εξαντλημένο στον εκδότη. Η νουβέλα του Λεβ Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιιτς» έχει μεταφραστεί πολλές φορές και κυκλοφορεί από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Το χειμώνα θα δούμε, για δεύτερη σεζόν, σε επανάληψη, τη μεταφορά της στη σκηνή, στο θέατρο «Αλκμήνη»/Κεντρική Σκηνή, σε διασκευή για το θέατρο και σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, με τον Γιώργο Γαλίτη και τον Θανάση Κουρλαμπά). 

Κινηματογράφος «Άστυ», 14 Σεπτεμβρίου 2019.

1 comment:

  1. Τι όμορφη και δροσερή παρουσία αυτή η Μίκι Ονταγίρι! Τσαχπίνα και ολοζώντανη, πολύ μακριά απ' το κλισέ των γιαπωνέζικων γυναικείων ρόλων, όπως τους έχουμε στο μυαλό μας!

    ReplyDelete