June 9, 2019

Στο Φτερό / Mad Norma: Ο δρόμος της οργής



«Νόρμα» του Βιντσέντσο Μπελίνι, λιμπρέτο (Αλεξάντρ Σουμέ) Φελίτσε Ρομάνι / Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Μπαλατσινός. Σκηνοθεσία: Κάρλους Παντρίσα/Λα Φούρα ντελς Μπάους. 

Στην κατεχόμενη από τους Ρομέους Γαλατία, γύρω στο 50 π.Χ. η πρωθιέρεια των Δρυϊδών Νόρμα, κόρη του αρχηγού τους Οροβέζο, έχει μυστική ερωτική σχέση με τον ρομέο ανθύπατο Πολιόνε με τον οποίο έχει αποκτήσει κρυφά και δύο παιδιά αλλά του οποίου το ερωτικό ενδιαφέρον έχει στραφεί πια προς τη νεότερη ιέρεια Ανταλτζίζα που θέλει να την πάρει μαζί του στην
Ρόμη όπου ανακαλείται. Αφοσιωμένη στην Νόρμα, η Ανταλτζίζα της εξομολογείται τον έρωτά της και τα διλήμματά της χωρίς, αρχικά, να της αποκαλύψει ποιος είναι ο άντρας στη ζωή της. Όταν της το εξομολογείται, η προδομένη, οργισμένη Νόρμα απειλεί τον Πολιόνε ενώ ή έντιμη Ανταλτζίζα τον αποδιώχνει. Η Νόρμα σκέφτεται να σκοτώσει τους γιους της αλλά το μητρικό φίλτρο υπερισχύει. Γνωρίζοντας ότι θα τιμωρηθεί για τη σχέση της με τον ρομέο ανθύπατο τους εμπιστεύεται στην Ανταλτζίζα που της υπόσχεται ότι θα προσπαθήσει να στρέψει τον Πολιόνε και πάλι προς την Νόρμα. Δεν το καταφέρνει. Η Νόρμα, ασυγκράτητη πια στην οργή της, 
ξεσηκώνει τους Γαλάτες σε εξέγερση κατά των Ρομέων. Αλλά πρέπει του πολέμου να προηγηθεί μία ανθρωποθυσία στο θεό τους, τον Ιρμινσούλ, του οποίου είναι η πρωθιέρεια. Το θύμα θα είναι ο Πολιόνε που έχει συλληφθεί αιχμάλωτος γιατί παραβίασε τα διαμερίσματα των παρθένων. Στην ανάκριση, που ιδιωτικά του κάνει η Νόρμα, αρνείται να εγκαταλείψει την Ανταλτζίζα. Η Νόρμα τον παραδίδει στους Γαλάτες για να τον ρίξουν στην πυρά. Αλλά αντί να καταγγείλει την Ανταλτζίζα ως 
ένοχη για τη σχέση της με τον Πολιόνε καταγγέλλει τον εαυτό της ομολογώντας την αλήθεια. Ο Πολιόνε συγκινείται από τη μεγαλοψυχία της, τα αισθήματά του μεταστρέφονται και οδηγείται στην πυρά μαζί με την Νόρμα, αφού εκείνη πείθει τον Οροβέζο να ξεπεράσει τη ντροπή του και να αναλάβει την φροντίδα των δύο εγγονών του. Ο πολύ στη μόδα, ως λιμπρετίστας, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ποιητής Φελίτσε
Ρομάνι ετοίμασε για τον
Βιντσέντσο Μπελίνι ένα λιμπρέτο εμπνευσμένο από την τραγωδία «Νόρμα ή Η παιδοκτονία» (1831) του Γάλου Αλεξάντρ Σουμέ αλλά αντλώντας και από άλλες πηγές. Η δίπρακτη «Νόρμα» (1831) του Μπελίνι, παραλλαγή πιο «χριστιανική» της «Μήδειας» του Ευριπίδη, έχει ένα βαρετό, κατά τη γνώμη μου λιμπρέτο ενώ ο ιταλός συνθέτης του μπελκάντο έχει γράψει επί μέρους ενδιαφέροντα κομμάτια για το έργο αλλά χρειάζεται να φτάσει η 

τρίτη και τελευταία σκηνή της δεύτερης πράξης για να βρει τη φόρμα του πλέκοντας φωνές, χορωδία και ορχήστρα σε ένα αξιομνημόνευτο αποτέλεσμα. Η Λυρική Σκηνή, στοχεύοντας, πολύ σωστά, στο καινούργιο, ανέθεσε τη σκηνοθεσία στον Κάρλους Παντρίσα της ισπανικής (καταλάνικης) ομάδας «Λα Φούρα ντελς Μπάους». Ο σκηνοθέτης εκθέτει στο πρόγραμμα αναλυτικά το
σκεπτικό του: τοποθέτησε το έργο σε ένα νησί από πλαστικά σκουπίδια, κάπου στην Ανατολική Μεσόγειο, το 2050, μετά από μία οικολογική καταστροφή που έχει πλήξει και τη γονιμότητα των ανθρώπων. Και του δίνει διαστάσεις επιστημονικής φαντασίας οργανώνοντας στη σκηνή μία δυστοπική κοινωνία με φουτουριστική όψη. Συνεπέστατος στην υλοποίηση της άποψής του. Αλλά η δική μου άποψη είναι πως δημιούργησε μία σκηνοθετική κατασκευή η οποία επιβάλλεται στο έργο, το

καπελώνει, ερήμην του κειμένου και της μουσικής. Επιπλέον η κατασκευή αυτή είναι πάρα πολύ φορτωμένη -μπαρόκ. Ο Παντρίσα, στριμωγμένος από την άβολη, στενή, δίκην πασαρέλας σκηνή του Ηρωδείου και τον τοίχο του, άπλωσε την παράσταση και στο κοίλον, άπλωσε την παράστασή του όπου μπορούσε και δεν μπορούσε -χορωδία και πρωταγωνιστές ανεβοκατεβαίνουν από τη σκηνή και στη σκηνή, εμφανίζονται ψηλά, σε μία από τις τοξοτές κόγχες του τοίχου,  πηγαινοέρχονται στο διάζωμα, ανεβοκατεβαίνουν τους διαδρόμους, ανάμεσα στις κερκίδες, και κάποτε τραγουδούν από εκεί χάνοντας την ηχητική
συνάφειά τους με την ορχήστρα... Στη σκηνή, πάλι, άπλωσε ένα σκηνικό -το οποίο υπογράφει ό ίδιος-, με δύο κατασκευές μηχανικές -η μία σταθερή, κάτι σαν δέντρο, η οποία υποκαθιστά την Ιεράν Δρυν του έργου, με κρεμασμένους δύο σαν αμνιακούς σάκους, γεμάτους νερό, όπου μουλιάζουν δύο ακροβάτισσες και οι 

οποίοι κρύβουν την όχι πρώτο μπόι Μήδεια στις τελετουργικές σκηνές ενώ ακροβάτες σκαρφαλώνουν στο «δέντρο», η άλλη με γερανό, μετακινούμενη από, επίσης, ακροβάτες, σερνάμενους-, πλαστικά μπουκάλια τυπωμένα στο δάπεδο αλλά και σκορπισμένα ολόγυρα, 
ο τοίχος καλύπτεται συνεχώς με βίντεο (Μαρκ Μολίνος των «Λα Φούρα ντελς Μπάους» και Αλμπέρτο ντε Γκόμπι επίσης των «Λα Φούρα ντελς Μπάους»), -στην «Casta diva» και ένα πέρασμα/κλείσιμο του ματιού στην Μαρία Κάλλας που έχει αφήσει εποχή στο ρόλο-, υψηλής αισθητικής μεν αλλά σε υπερβολικές δόσεις που προκαλούν τον κορεσμό... Όπως τον κορεσμό προκαλούν όλα στην παράσταση. Ακόμα και τα κοστούμια (Αϊτσίμπερ Σανθ των «Λα Φούρα ντελς Μπάους»), 

«φοδραρισμένα» και εσωτερικά φωτιζόμενα με γλομπάκια led φορητής τεχνολογίας που αυξάνουν τον όγκο τους και παραμορφώνουν τις φιγούρες -ειδικά της Νόρμα. Μέσα σε όλη αυτή την υπερβολή, η οποία θα ήταν πιο αποδοτική σε ένα κλειστό θέατρο -οι τεχνικοί τρέχουν επί σκηνής, κατά τη διάρκεια της παράστασης, διακριτικά μεν αλλά διαρκώς, αγωνιώντας να πάνε όλα καλά χωρίς η δυσκαμψία να αποφεύγεται-, οι ευφάνταστοι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ σαν να χάνονται. Τελικά η προσωπική μου γνώμη είναι πως πρόκειται για μία παράσταση που φλερτάρει με το κιτς αλλά παραμένει καλαίσθητη, που είναι συνεπής στη γραμμή της -μολονότι για τη χορωδία με τις μετωπικές παρατάξεις και για τις ερμηνείες, παρά το μοντέρνο περιβάλλον που παραπέμπει σε «Mad Max», ο σκηνοθέτης δεν έχει καταφέρει να βρει αντίστοιχες λύσεις και τις 

έχει αφήσει να κινούνται σε εντελώς συμβατικά πλαίσια- αλλά και που το βασικό μέλημά της της είναι η εντυπωσιοθηρία χωρίς να εμβαθύνει ουσιαστικά. Καλή η ανανέωση στην όπερα αλλά ακράδαντα πιστεύω, πια, πως πρέπει να γίνεται εκ των ένδον, με λύσεις που να αντλούνται από το ίδιο το έργο, και όχι με ευρήματα που επιβάλλονται ντε με το ζόρι. Ο «Ευγένιος Ονιέγκιν» του Ντμίτρι Τσερνιάκοφ, που είδαμε, από τη Όπερα «Μπολσόι» το 2011, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, επί Γιώργου Λούκου, και η πρόσφατη «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» της Κέιτι Μίτσελ, που
παρουσίασε η Λυρική, πέρσι και φέτος, είναι, για μένα, τα μοντέλα, τα υποδείγματα για μία ουσιαστική αντιμετώπιση της σκηνικής ανανέωσης της όπερας. Αλλά η παράσταση της «Νόρμα» δεν με ικανοποίησε και μουσικά. Ο Γιώργος Μπαλατσινός διηύθυνε την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής κομψά και μετρημένα αλλά όχι λαμπρά -ο ήχος ήταν ασθενικός και όχι καλά δεμένος. Και της εκτός τάφρου μπάντας (διεύθυνση Κάτια Μολφέση) ακόμα πιο προβληματικός. Ικανοποιητική, πάντως, η Χορωδία της

ΕΛΣ  (διεύθυνση Αγαθάγγελος Γεωργακάτος). Η διανομή ήταν σε ένα καλό, γενικά, επίπεδο αλλά κανένας δεν μου έκανε την έκπληξη. Ικανοποιητικοί η Βιολέττα Λούστα (Κλοτίλντε), ο Γιάννης Καλύβας (Φλάβιο), ο αμερικανός μπάσος Ρέιμοντ Ατσέτο (Οροβέζο). Βρήκα σωστό αλλά μέτριο, «λίγο» τον πολονό τενόρο Άρνολντ Ρουτκόφσκι (Πολιόνε) και ζεστή φωνητικά την Ανταλτζίζα της παρεπιδημούσας ρουμάνας σοπράνο Τσέλια Κοστέα, παρά το έντονο φωνητικό ατύχημα με το σπάσιμο νότας που είχε. Η ιταλίδα σοπράνο Κάρμεν Τζανατάζιο -που το ιερατικό στεφάνι της όλο και μπλέκεται στις σκαλωσιές του «δέντρου»...- είναι μία ικανή φωνητικά αλλά κάπως ανέκφραστη Νόρμα η οποία 
δεν κάνει την υπέρβαση. Μία παράσταση που ο εντυπωσιασμός τον οποίο προκαλεί -φοβάμαι, pour épater les bourgeois, για να θαμπώσει τους αστούς...- δεν είναι ανάλογος της ουσίας της (Φωτογραφίες -εκτός από την υπογραμμένη από τον Χάρη Ακριβιάδη: Δημήτρης Σακαλάκης).

(Χορταστικό, υψηλού επιπέδου το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -Τομέας Δραματολογίας Νίκος Α. Δοντάς, υπεύθυνος, Σοφία Κομποτιάτη, Φοίβη Παπαγιαννίδη. Μόνο που τα της ελληνικής διαδρομής της «Νόρμα» διπλοκαλύπτονται στα κείμενα του Νίκου Α. Δοντά και της Σοφίας Κομποτιάτη).

Ωδείο Ηρώδη του Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή, Κύκλος «Ιταλικής Όπερας», συμπαραγωγή με τους «Λα Φούρα ντελς Μπάους», Φεστιβάλ Αθηνών, 5 Ιουνίου 2019.

No comments:

Post a Comment