«Herrumbre (Σκουριά») / Χορογραφία: Νάτσο Ντουάτο
Μπορεί η βία να γίνει χορός; Μπορεί τα βασανιστήρια να γίνουν χορός; Μπορεί η τρομοκρατία να γίνει χορός; Φυσικά. Το θέμα είναι πώς θα γίνουν. Πού θα επικεντρωθεί το θέμα. Ο ισπανός χορογράφος -άλλοτε έξοχος χορευτής που ’χουμε δει και στο Ηρώδειο- Νάτσο Ντουάτο χορογράφησε το «Herrumbre (Σκουριά)» του (2004 για τον Εθνικό Θίασο Χορού της Ισπανίας,
2016 για το Κρατικό Μπαλέτο του Βερολίνου, των οποίων διατελούσε, τότε, αντίστοιχα, καλλιτεχνικός διευθυντής) με βασικό του έναυσμα τις φωτογραφίες απ’ το στρατόπεδο κράτησης του Γκουαντάναμο. Το οποίο έχει δημιουργηθεί στη στρατιωτική βάση
που διατηρούν οι ΗΠΑ στο έδαφος της Κούβας (!), επί Προέδρου Μπους του νεότερου, μετά την επίθεση της 11 Σεπτεμβρίου 2001 και στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας». Φωτογραφίες που ’χαν τότε διαρρεύσει κι αποκάλυψαν τ’ άγρια βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν εκεί οι κρατούμενοι. Εναύσματά του, όμως, ήταν κι η πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ατότσα στην Μαδρίτη, όπως και κάθε μορφή βίας που ο χορογράφος
εισέπραττε. Ο Νάτσο Ντουάτο, που αναβίωσε το έργο του τώρα και για το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έχει συνθέσει μια σφιχτή χορογραφία, διάρκειας περίπου 55 λεπτών, καίρια, δυναμική, σκληρή αλλά όχι βάναυση, που κραυγάζει σιωπηλά για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: μια σειρά σκηνών όπου πρωταγωνιστούν η βία, οι βιασμοί, τα βασανιστήρια. Οι είκοσι χορευτές του, κινούμενοι γύρω απ’ το ογκώδες, επιβλητικό αλλά, παρά το βάρος του -μεταλλικό, με πετάσματα και με πλέγματα και με κάγκελα και με σιδηρόβεργες-, λειτουργικό σκηνικό του Τζαφάρ Τσάλαμπι -ένα υπέροχο γλυπτό-, το οποίο, απολύτως ψυχρό,
παγωμένο, τρομακτικό καθώς υψώνεται μέσα στις ομίχλες, παραπέμπει ευθέως σε περίφραξη στρατοπέδου συγκέντρωσης και το οποίο οι ίδιοι
μετακινούν, διαμορφώνουν και προσαρμόζουν, εκφράζουν το εσωτερικό σκοτάδι, την εσωτερική σκουριά των καταπιεστών, των βασανιστών, των βιαστών -των θυτών- και τον πόνο, την αγωνία, τον τρόμο των καταπιεσμένων, των βασανιζόμενων, των βιαζόμενων -των θυμάτων- και των ανθρώπων τους. Ο Νάτσο
Ντουάτο, με βάση του το κλασικό και το νεοκλασικό μπαλέτο, όπως έχουν εξελιχθεί, συνθέτει μια ελεγεία, ένα θρήνο, ένα ρέκβιεμ για τους βασανισμένους. Κι επειδή ολ’ αυτά συνεχίζονται στον κόσμο, απ’ άκρη σ’ άκρη, επειδή το Γκουαντάναμο παραμένει
ανοιχτό κι «ενεργό» ακόμα, τόσα χρόνια μετά το άνοιγμά του και τόσα χρόνια μετά τις αλλεπάλληλες εξαγγελίες κι υποσχέσεις ότι θα κλείσει, η καθαρά πολιτική αλλά καθόλου εγκεφαλική ή στεγνή χορογραφία του, αν και ηλικίας δεκαπέντε χρόνων -απ’ την αρχική δημιουργία της-, συνεχίζει να ισχύει και συνεχίζει να συγκινεί. Βέβαια, η χορογραφία δε θα μπορούσε να ’χει αυτά τα αποτελέσματα, αν, πέρα απ’ το καθοριστικό σκηνικό, το υπόβαθρό
της δεν ήταν οι εξαιρετικές, ανατριχιαστικές ηλεκτρονικές μουσικές -ηχητικά περιβάλλοντα τα οποία έχουν διαμορφωθεί αρχιτεκτονικά, κατά κάποιο τρόπο, με τη σύνθεση φυσικών και τεχνικών ήχων, θα ’ταν πιο σωστό να γράψω- των Πέδρο Αλκάλδε και Σέρχιο Καβαγέρο συν ένα απόσπασμα απ’ τη σύνθεση «Σκοτεινό ξύλο» για σόλο τσέλο του Ντέιβιντ Ντάρλινγκ, που, μαζί με τους σκοτεινούς φωτισμούς του Μπραντ
Φιλντς, συνθέτουν, σε μια ευτυχή συγκυρία, τη ζοφερή ατμόσφαιρα του έργου. Το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής δείχνει τον καλό εαυτό του ως σύνολο κι ως επί μέρους επιδόσεις, υλοποιώντας άριστα το όραμα του Νάτσο Ντουάτο. Μια βραδιά μεστή. Ελπίζω ότι το έργο θα περιληφθεί στο ρεπερτόριο της Λυρικής (Φωτογραφίες: 1,3,4,5,6,7,8,9,10,11 Μαρία Χειλοπούλου, 2,12 Δημήτρης Σακαλάκης).
(Πρώτη φορά είδα σ’ έντυπο πρόγραμμα της Λυρικής, όπως σ’ αυτό -δίγλωσσο, στα ελληνικά κι αγγλικά- της συγκεκριμένης
2016 για το Κρατικό Μπαλέτο του Βερολίνου, των οποίων διατελούσε, τότε, αντίστοιχα, καλλιτεχνικός διευθυντής) με βασικό του έναυσμα τις φωτογραφίες απ’ το στρατόπεδο κράτησης του Γκουαντάναμο. Το οποίο έχει δημιουργηθεί στη στρατιωτική βάση
που διατηρούν οι ΗΠΑ στο έδαφος της Κούβας (!), επί Προέδρου Μπους του νεότερου, μετά την επίθεση της 11 Σεπτεμβρίου 2001 και στο πλαίσιο του αποκαλούμενου «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας». Φωτογραφίες που ’χαν τότε διαρρεύσει κι αποκάλυψαν τ’ άγρια βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν εκεί οι κρατούμενοι. Εναύσματά του, όμως, ήταν κι η πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Ατότσα στην Μαδρίτη, όπως και κάθε μορφή βίας που ο χορογράφος
εισέπραττε. Ο Νάτσο Ντουάτο, που αναβίωσε το έργο του τώρα και για το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έχει συνθέσει μια σφιχτή χορογραφία, διάρκειας περίπου 55 λεπτών, καίρια, δυναμική, σκληρή αλλά όχι βάναυση, που κραυγάζει σιωπηλά για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: μια σειρά σκηνών όπου πρωταγωνιστούν η βία, οι βιασμοί, τα βασανιστήρια. Οι είκοσι χορευτές του, κινούμενοι γύρω απ’ το ογκώδες, επιβλητικό αλλά, παρά το βάρος του -μεταλλικό, με πετάσματα και με πλέγματα και με κάγκελα και με σιδηρόβεργες-, λειτουργικό σκηνικό του Τζαφάρ Τσάλαμπι -ένα υπέροχο γλυπτό-, το οποίο, απολύτως ψυχρό,
παγωμένο, τρομακτικό καθώς υψώνεται μέσα στις ομίχλες, παραπέμπει ευθέως σε περίφραξη στρατοπέδου συγκέντρωσης και το οποίο οι ίδιοι
μετακινούν, διαμορφώνουν και προσαρμόζουν, εκφράζουν το εσωτερικό σκοτάδι, την εσωτερική σκουριά των καταπιεστών, των βασανιστών, των βιαστών -των θυτών- και τον πόνο, την αγωνία, τον τρόμο των καταπιεσμένων, των βασανιζόμενων, των βιαζόμενων -των θυμάτων- και των ανθρώπων τους. Ο Νάτσο
Ντουάτο, με βάση του το κλασικό και το νεοκλασικό μπαλέτο, όπως έχουν εξελιχθεί, συνθέτει μια ελεγεία, ένα θρήνο, ένα ρέκβιεμ για τους βασανισμένους. Κι επειδή ολ’ αυτά συνεχίζονται στον κόσμο, απ’ άκρη σ’ άκρη, επειδή το Γκουαντάναμο παραμένει
ανοιχτό κι «ενεργό» ακόμα, τόσα χρόνια μετά το άνοιγμά του και τόσα χρόνια μετά τις αλλεπάλληλες εξαγγελίες κι υποσχέσεις ότι θα κλείσει, η καθαρά πολιτική αλλά καθόλου εγκεφαλική ή στεγνή χορογραφία του, αν και ηλικίας δεκαπέντε χρόνων -απ’ την αρχική δημιουργία της-, συνεχίζει να ισχύει και συνεχίζει να συγκινεί. Βέβαια, η χορογραφία δε θα μπορούσε να ’χει αυτά τα αποτελέσματα, αν, πέρα απ’ το καθοριστικό σκηνικό, το υπόβαθρό
της δεν ήταν οι εξαιρετικές, ανατριχιαστικές ηλεκτρονικές μουσικές -ηχητικά περιβάλλοντα τα οποία έχουν διαμορφωθεί αρχιτεκτονικά, κατά κάποιο τρόπο, με τη σύνθεση φυσικών και τεχνικών ήχων, θα ’ταν πιο σωστό να γράψω- των Πέδρο Αλκάλδε και Σέρχιο Καβαγέρο συν ένα απόσπασμα απ’ τη σύνθεση «Σκοτεινό ξύλο» για σόλο τσέλο του Ντέιβιντ Ντάρλινγκ, που, μαζί με τους σκοτεινούς φωτισμούς του Μπραντ
Φιλντς, συνθέτουν, σε μια ευτυχή συγκυρία, τη ζοφερή ατμόσφαιρα του έργου. Το Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής δείχνει τον καλό εαυτό του ως σύνολο κι ως επί μέρους επιδόσεις, υλοποιώντας άριστα το όραμα του Νάτσο Ντουάτο. Μια βραδιά μεστή. Ελπίζω ότι το έργο θα περιληφθεί στο ρεπερτόριο της Λυρικής (Φωτογραφίες: 1,3,4,5,6,7,8,9,10,11 Μαρία Χειλοπούλου, 2,12 Δημήτρης Σακαλάκης).
(Πρώτη φορά είδα σ’ έντυπο πρόγραμμα της Λυρικής, όπως σ’ αυτό -δίγλωσσο, στα ελληνικά κι αγγλικά- της συγκεκριμένης
παράστασης -υπεύθυνος έκδοσης Νίκος Α. Δοντάς- τόση αμηχανία επί του πρακτέου: δυο αμήχανα κείμενα που πλατειάζουν ή περιφέρονται χωρίς άξονα έως και δισέλιδο βιογραφικό του διευθυντή του Μπαλέτου της Λυρικής Κωνσταντίνου Ρήγου, ο οποίος καμιά ανάμειξη με την παράσταση δεν είχε, επιστρατεύτηκαν για να το γεμίσουν. Επισημαίνω: Πρώτον. «Πρωταγωνιστής ορόσημο» στον επώνυμο ρόλο στον «Σπάρτακο» (1968) του Γιούρι Γκριγκορόβιτς, στο «Μπαλσόι»,
δεν ήταν ο -σίγουρα σπουδαίος- Ιρέκ Μουχαμέντοφ αλλά ο Μέγας Βλαντίμιρ Βασίλιεφ για τον οποίο σχεδιάστηκε ο ρόλος και του οποίου η μνημειώδης ερμηνεία έχει καταγραφεί στην ομότιτλη ταινία-κινηματογράφηση του μπαλέτου (1977), που γύρισε ο Βαντίμ Ντερμπενιόφ, με συν-σκηνοθέτη τον Γκριγκορόβιτς. Δεύτερον. Τ’ όνομα της πιανίστας και ιδρύτριας του Εθνικού Ωδείου, κόρης του Μανώλη Καλομοίρη, ήταν Κρινώ κι όχι Κρινιώ Καλομοίρη).
δεν ήταν ο -σίγουρα σπουδαίος- Ιρέκ Μουχαμέντοφ αλλά ο Μέγας Βλαντίμιρ Βασίλιεφ για τον οποίο σχεδιάστηκε ο ρόλος και του οποίου η μνημειώδης ερμηνεία έχει καταγραφεί στην ομότιτλη ταινία-κινηματογράφηση του μπαλέτου (1977), που γύρισε ο Βαντίμ Ντερμπενιόφ, με συν-σκηνοθέτη τον Γκριγκορόβιτς. Δεύτερον. Τ’ όνομα της πιανίστας και ιδρύτριας του Εθνικού Ωδείου, κόρης του Μανώλη Καλομοίρη, ήταν Κρινώ κι όχι Κρινιώ Καλομοίρη).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Μπαλέτο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, 17 Φεβρουαρίου 2019.
No comments:
Post a Comment