May 7, 2015

Τελικά... «Πρασόκηπος»


Το Τέταρτο Κουδούνι /7 Μαΐου 2015

Ένα ανόρεχτο, μελαγχολικό ρεπερτόριο ανάγγειλε -σαν έτσι, για την τιμή των όπλων...- ο καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Βούρος στο ΚουΘουΒουΕ -σεζόν 2015/2016. Απόρροια των οικονομικών προβλημάτων του Θεάτρου, προφανώς, αλλά ευτυχώς εκείνο το ξεχείλωμα των περσινών δεκαεπτά παραγωγών -που δεν πραγματοποιήθηκαν, βέβαια, όλες... -ευτυχώς περιορίστηκε αισθητά: δέκα παραστάσεις έχουν προγραμματιστεί, εκ των οποίων τρεις οι επαναλήψεις (ανάμεσά τους κι ο «Γλάρος» του Γιάννη Βούρου, παράσταση, προς το παρόν, της μιας μέρας, συλλεκτική -διότι έκανε την πρεμιέρα της και... δεν ξαναπαίχτηκε, καθότι απ’ την επομένη ξεκίνησαν οι στάσεις εργασίας των ηθοποιών οι οποίες συνεχίζονται).
Με την ευκαιρία, αλήθεια, τι απέγινε εκείνο ’κει το «Alexander the Great. A Rock Opera»; Που, «μετά τις παραστάσεις στο Βασιλικό Θέατρο θα ακολουθούσε παγκόσμια περιοδεία του» όπως μετά βαΐων και κλάδων ανακοίνωναν; Επιπολαιότητα να το πω; Ή μήπως ως «παγκόσμια περιοδεία» τις τρεις παραστάσεις που ’δωσαν στην Αθήνα εννοούσαν; 




Ότι ο Τσέχοφ είναι από μόνος του μουσική -μουσική δωματίου- το ’μαθα το ’74, απ’ τον «Βυσσινόκηπο» που ’κανε ο Μίνως Βολανάκης -με Λαμπέτη και Παπαμιχαήλ κι άλλους εκλεκτούς (στη φωτογραφία Δημήτρης Παπαμιχαήλ με Άννα Γεραλή).
Τι ήταν ο «δραματικός» Τσέχοφ του Στανισλάφσκι το ’μαθα, κρεμασμένος απ’ τον δεύτερο εξώστη του Εθνικού, με τις «Τρεις αδελφές» του Νιεμιρόβιτς-Ντάντσενκα, παράσταση του 1940, διατηρημένη κι «αναπαλαιωμένη», στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά τη χούντα, όταν ήρθε το «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας στην Αθήνα για πρώτη φορά. 
Μια παράσταση μουσειακή μεν αλλά συγκλονιστική, καθηλωτική, με μια βαριά, πηχτή, ασφυκτική ατμόσφαιρα που σα να την έκοβες με το μαχαίρι -δε θα την ξεχάσω ποτέ.
Στο στρατό, ’79 με ’81, ξετίναξα τον τόμο με τον Τσέχοφ στις μεταφράσεις του Λυκούργου Καλλέργη -κι ας μην ήταν οι καλύτερες. Απέξω τα ’μαθα τα έργα του. Τότε τον ένοιωσα βαθιά τον φυματικό γιατρό, τον ειρωνικό, τον σαρκαστή των ανθρώπινων, που η ειρωνεία, ο σαρκασμός του λιώνει, σβήνει, διαλύεται μέσα στην απόλυτη κατανόησή του, στην τρυφερότητά του την παιχνιδιάρικη, στην αγάπη του για τον άνθρωπο.

Τι εννούσε ο Τσέχοφ λέγοντας πως τα έργα του είναι κωμωδίες μού το ’μαθε καθαρά και ξάστερα, μου το αποκωδικοποίησε, το ’89, ο Λευτέρης Βογιατζής με τον «Θείο Βάνια» του στη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη -η ελληνική τσεχοφική παράσταση-μοντέλο, επιμένω (η φωτογραφία της Σοφίας Φραγκούλη). Η σκηνή που ο Βάνιας-Βογιατζής πυροβολούσε τον Σερεμπρικόφ, το όπλο πάθαινε αφλογιστία κι ο Βάνιας φώναζε ο ίδιος «μπαμ» μού έμεινε σημάδι ανεξίτηλο.
Αυτές είναι οι παραστάσεις -δεν πρόλαβα τους πρώτους Τσέχοφ του Κουν -που καθόρισαν το συγγραφέα αυτόν μέσα μου. Στα ευαγγέλιά μου είναι τα έργα του. Το περασμένο καλοκαίρι το πέρασα με τα διηγήματά του -στους τρεις τόμους του «Κέδρου» κι ας μην είναι καλές οι μεταφράσεις. Κι έχω δημιουργήσει μια παγιωμένη αντίληψη για τον Τσέχοφ. Κακό αυτό. Πολύ κακό. Έτσι ακούγεται τουλάχιστον. Γίνεσαι, ίσως, μονολιθικός -«αυτός είναι ο Τσέχοφ και κανείς άλλος». Κι όμως. Ο ίδιος ο Τσέχοφ δε μ’ άφησε να γίνω μονολιθικός. Οι σελίδες του, όσο τον διαβάζεις, είναι σα να φουσκώνουν και ν’ ανοίγουν σε δεκάδες, σ’ εκατοντάδες -να πολλαπλασιάζονται- η καθεμιά τους. Και σαν καθένα απ’ τα πολλαπλά της ίδιας αυτής σελίδας να μπορείς να το διαβάσεις, να το ερμηνεύσεις αλλιώς. Με κάθε τρόπο. Κάθε φορά διαφορετικό: σε κάθε εποχή, σε κάθε περίοδο, σε κάθε στιγμή, σε κάθε συνθήκη, σε κάθε ψυχισμό...
Έτσι, όταν ήρθε το 1988 για πρώτη φορά η «Ταγκάνκα» στην Ελλάδα, στο Εθνικό και είδα τις ανατρεπτικές «Τρεις αδελφές» του Γιούρι Λιουμπίμοφ, όλα ανατράπηκαν και μέσα μου -τουμπάρησαν. Αλλά ανατράπηκαν με τρόπο αποκαλυπτικό. Κάθε ανατροπή του Λιουμπίμοφ απέρρεε απ’ το κείμενο, απ’ τον Τσέχοφ. Γι αυτό ακριβώς -γιατί μ’ έπεισε για το αντίθετο της άποψης που είχα και με συγκίνησε βαθιά- εκστασιάστηκα. Είδα την παράσταση και την επόμενη βραδιά, ταξίδεψα και στην Θεσσαλονίκη, νύχτα, με τον φίλο μου τον Γιάννη οδηγό, για να την ξαναδώ. Και δεν ξέχασα ποτέ τα δάχτυλα της Άλα Ντεμίντοβα-Μάσα να χαράζουν τον καθρέφτη τον νοτισμένο απ’ το χνώτο της: αν δεν ήταν ΑΥΤΟ Τσέχοφ, τότε τι ήταν;
Διαπίστωσα, λοιπόν -το χώνεψα καλά- πως ο Τσέχοφ επιδέχεται κάθε ανατροπή. Και πως είμαι, ακριβώς εξαιτίας του, ανοιχτός να δεχτώ κάθε ανατροπή του. Ο συγκλονιστικός «Γλάρος» (2003) του Άρπαντ Σίλινγκ με τον ουγγαρέζικο θίασο «Κρέτακορ» στο Φεστιβάλ Αθηνών του 2007, μια εντελώς «γυμνή» παράσταση, ήρθε να επιβεβαιώσει την πεποίθησή μου αυτή. Τον ήχο του βιολιού του που ο ίδιος ο Τριέπλιεφ συντρίβει στο φινάλε, ήχο που αντικαθιστούσε τον ήχο του όπλου με το οποίο αυτοκτονεί στο έργο, ακόμα τον έχω στ αυτιά μου
Είδα, λοιπόν, μ’ ανοιχτή καρδιά και μυαλό ανοιχτό τον «Βυσσινόκηπο» του Νίκου Καραθάνου στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Αλλά δε μ’ άγγιξε, δε με συγκίνησε, δεν τον ένοιωσα. Κι ας έπαιζαν ηθοποιοί απ’ τους καλύτερούς μας -ηθοποιοί που θαυμάζω. Κι ας εκτιμώ πολύ τον Νίκο Καραθάνο της «Γκόλφως» και του «Δεκαήμερου». Δε με άγγιξε, γιατί όλες αυτές οι ανατροπές που ’κανε, ολ’ αυτά τα ευρήματα καμιά στιγμή δε με έπεισαν ότι δεν είναι σκηνοθετισμοί. Κι ότι απέρρευσαν, ξεπήδησαν, κύλησαν αβίαστα, ανάβλυσαν απ’ το κείμενο παρά από προσωπικά βιώματα του σκηνοθέτη, που στριμώχτηκαν στον «Βυσσινόκηπο». «Βυσσινόκηπος» με τα πράσα -που εκτοξεύει προς πάσαν κατεύθυνσιν η οργισμένη Λιουμπόφ Αντρέιεβνα- γιατί «τα πράσα κάνουν καλό σκουπίδι στη σκηνή», όπως είπε ο σκηνοθέτης;
Πάντα, στις περιπτώσεις αυτές, ρίχνω, καταρχάς, το βάρος στον εαυτό μου: ότι γέρασα, ότι δεν αντιλαμβάνομαι την καινούργια γλώσσα του θεάτρου, ότι έχασα πια το τρένο. Και στενοχωριέμαι. Ελάτε, όμως, που έρχονται κάποιες απ’ αυτές τις παραστάσεις της νέας γλώσσας οι οποίες με συνεπαίρνουν... Και τότε σκέφτομαι: μπας και δε φταίω ’γω, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, που τσινάω;







Ιδού, λοιπόν, που, τελικά, τα βρήηηηκε ο ΣΥΡΙΖΑ με το «Ποτάμι». Στο «Μεταξουργείο» της Άννας Βαγενά, από 9 Μαΐου, κυβέρνηση συνασπισμού με πρόεδρο τον Βασίλη Κατσικονούρη: η Άννα Βαγενά, βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ πια, σκηνοθετεί κι ερμηνεύει τον -πρωτοπαιγμένο το 2014/2015 απ’ την Άννα Παναγιωτοπούλου, σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια- μονόλογο του Κατσικονούρη «Το μπουφάν της Χάρλεϋ ή Πάλι καλά» και συνασπίζεται με τον Νίκο Ορφανό, βουλευτή με το «Ποτάμι» πια, που ομοίως σκηνοθετεί κι ερμηνεύει τον -πρωτοπαιγμένο το 2012/2013 απ' τον αυτοσκηνοθετημένο Δημήτρη Πιατά- επίσης μονόλογο, επίσης του Κατσικονούρη, «Ο Μάκης», σε κοινή, διακομματική παράσταση.




Καλά, καταργείται και το Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθεάτρου και Παντομίμας του Κιλκίς; Που έφτανε στην 17η διοργάνωσή του; Ποτέ δεν μπόρεσα να πάω αλλά μια πολύ καλή αίσθηση είχα απ’ αυτά που διάβαζα όλα τα χρόνια. Ξέρω τις οικονομικές δυσκολίες αλλά μήπως ο Δήμος του Κιλκίς θα ’πρεπε να το σκεφτεί ωριμότερα;



Επειδή πουθενά δεν το διάβασα, να θυμίσω πως το έργο του Έντουαρντ Μποντ «Have I None» του 2000, που παίζεται με τον τίτλο «Δεν έχω τίποτα» και σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»,
πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα, στο θέατρο «Πορεία», τη σεζόν 2006/2007, με τον τίτλο «Τίποτα δικό μου» και σε σκηνοθεσία 'Εφης Θεοδώρου. Που το «Ζ» της -σκηνική προσαρμογή της στο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, την οποία ανέβασε αρχικά στην Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού, έτυχε θερμής αποδοχής -και την άξιζε- στην Γαλλία, στο Εθνικό Θέατρο του Στρασβούργου όπου πρόσφατα παίχτηκε. Ενώ «Το ατλαζένιο γοβάκι» του Πολ Κλοντέλ που ανέβασε πέρσι για το Φεστιβάλ Αθηνών -ένας άθλος με εξαιρετικά αποτελέσματα- πρόκειται να επαναληφθεί και στο φετινό Φεστιβάλ («Πειραιώς 260», 26 και 27 Ιουνίου, σας το συστήνω ολόθερμα).



Διάβασα σε μια κριτική την υπόθεση -ο συγγραφέας κι η πουτάνα γειτόνισσά του που, όταν αυτός γίνεται αφορμή να της κάνουν έξωση, έξαλλη εισβάλλει στο σπίτι του για να τον βρίσει αλλά τελικά ερωτεύονται- της κωμωδίας «Ο κύριος Παπαπαναγιωτοπουλάκης» του Νίκου Μουτσινά, που παίζεται σε σκηνοθεσία του και με τον ίδιο και την Μαρία Σολωμού στο «Γκλόρια». Μα εντελώς ίδια δεν είναι με την κωμωδία (1964) του Γουίλτον (κατά το πρώτο ελληνικό ανέβασμα του έργου, Μπιλ στο πρωτότυπο) Μάνχοφ «Η κουκουβάγια και το γατάκι»; Εντελώς, όμως. 
Την είχα δει το ’74, επί χούντας, στην Θεσσαλονίκη, στο «Αυλαία», απ’ το ΚουΘουΒουΕ -ήταν και τότε το ρεπερτόριο α λα Χατζάκης...-, σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη με Ρένο Φέσσα και Δώρα Σιτζάνη, την έχω δει και προηγουμένως ως ταινία (1970) με τον ελληνικό τίτλο «Η τροτέζα και ο πρωτάρης» -του Χέρμπερτ Ρος, με Τζορτζ Σίγκαλ και Μπάρμπρα Στράιζεντ. Οπωσδήποτε για σύμπτωση θα πρόκειται... Ε;



Ήθελε, λέει, να ζήσει το όνειρό του ο Μάρκος Σεφερλής. Να δει τον Γιώργο Κιμούλη στην εκπομπή του «Mega με μία» -ξέρετε, το πρωινάδικο του Mega (μου, σου, του, μας, σας, τους)- και να του πάρει συνέντευξη. Και το ’ζησε! Διότι ο Γιώργος Κιμούλης ΠΗΓΕ στο πρωινάδικο. Του Μάρκου Σεφερλή. Και παραχώρησε συνέντευξη. Στον Μάρκο Σεφερλή. Όπου μίλησε -στο πρωινάδικο του Σεφερλή- για τον «Βασιλιά Λιρ». Του Σέξπιρ. Που ’χει ανεβάσει. Σε σκηνοθεσία του Σλοβένου Τομάζ Παντούρ. Τι μπορεί κανείς να δει και ν’ ακούσει... Και τι μπορεί να κάνει κανείς για να προωθήσει τη δουλειά του...

No comments:

Post a Comment