November 23, 2013

Η θριαμβευτική έξοδος ταιριάζει στον Γιάννη Χουβαρδά

Το έργο. 1865. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος μόλις έχει λήξει με τη νίκη των Βορείων. Ο ταξίαρχος -απ’ την πλευρά των νικητών- Έζρα Μάνον, πρώην δικαστής και δήμαρχος στην πόλη του, επιστρέφει στο σπίτι του, το αρχοντόσπιτο των Μάνον, κάπου στην Νέα Αγγλία. Το οικογενειακό κλίμα είναι βαρύ. Η γυναίκα του Έζρα, η Κριστίν, που ανέκαθεν σιχαινόταν τον άντρα της, έχει γίνει ερωμένη του Άνταμ Μπραντ, καπετάνιου ιστιοφόρου, ο οποίος θα αποδειχθεί πως δεν είναι παρά πρώτος εξάδελφος του Έζρα, γιος του Ντέιβιντ, αδελφού του πατέρα του, και της Μαρί Μπραντόμ, μιάς καναδέζας γκουβερνάντας στο σπίτι των Μάνον, που ο Έιμπ, ο πατέρας του Έζρα, τους έδιωξε από το σπίτι με την πρόφαση πως η σχέση αυτή ήταν ανάρμοστη αλλά, ουσιαστικά, επειδή ήταν και ο ίδιος ερωτευμένος με την κοπέλα _ η αρχοντική οικογένεια βαρύνεται από παλιά με αμαρτήματα.
Η Λαβίνια, η στυγνή κόρη του Έζρα και της Κριστίν, που αλληλομισιέται με τη μητέρα της και μοιάζει νοσηρά δεμένη με τον πατέρα της, έχει ανακαλύψει τη σχέση της Κριστίν με τον Άνταμ με τον οποίο είναι και η ίδια ερωτευμένη, τους έχει παρακολουθήσει και εκβιάζει την Κριστίν: δεν θα μιλήσει στον πατέρα της μόνον αν η Κριστίν δεν ξαναδεί τον εραστή της. Η μόνη λύση στην οποία η Κριστίν ελπίζει είναι ο θάνατος του Μάνον που έχει κάποιο πρόβλημα με την καρδιά του. Δεν μπορεί όμως να περιμένει τη μοίρα. Ο Άνταμ την προμηθεύει με δηλητήριο σε χάπια και, όταν η Κριστίν φέρνει τον άντρα της στα όριά του αποκαλύπτοντας τη σχέση της κι εκείνος παθαίνει καρδιακή κρίση, δεν του δίνει τα χάπια του αλλά τα δικά της. Ο Έζρα Μάνον πεθαίνει αφού προλάβει να πει στην Λαβίνια πως η μάνα της είναι η ένοχη για το θάνατό του.
Όταν γυρίσει και ο Όριν, ο γιος των Μάνον, ένας νέος προσκολλημένος στη μητέρα του που ο Έζρα έστειλε στον πόλεμο «για να γίνει άντρας», η Κριστίν θα του κατηγορήσει με κάθε τρόπο την Λαβίνια, προσπαθώντας να τον πείσει πως η αδελφή του είναι τρελή και πως όσα ακούσει από το στόμα της θα είναι αποκυήματα της φαντασίας της. Η Λαβίνια, όμως, θα πάρει τον Όριν μαζί της στην Βοστόνη και θα παρακολουθήσουν τη μάνα τους που πηγαίνει, μετά την κηδεία, στο πλοίο του Μπραντ για να τον συναντήσει: τους ακούν να μιλάνε -σχεδιάζουν να το σκάσουν. Ο Όριν πείθεται. Μόλις η Κριστίν φεύγει, πυροβολεί τον Μπραντ και τον σκοτώνει. Όταν γυρίσουν σπίτι και το αποκαλύψουν στη μητέρα τους, εκείνη αυτοκτονεί.
Ένα χρόνο μετά ο Όριν και η Λαβίνια γυρίζουν στο σπίτι από ένα μεγάλο ταξίδι που έχουν κάνει στην Ανατολή και στα νησιά του Ειρηνικού. Το σπίτι μοιάζει στοιχειωμένο. Ο Όριν βλέπει παντού φαντάσματα. Και μισεί πια την Λαβίνια – σαν να έχουν πάρει τη θέση των γονιών τους και να έχουν κληρονομήσει το μίσος που αισθανόταν μεταξύ τους εκείνοι. Ο Όριν γράφει την απόκρυφη ιστορία των εγκλημάτων της γενιάς των Μάνον και αφήνει ένα φάκελο με το χειρόγραφο στη φίλη και γειτόνισσά τους, την Χέιζελ, για να τον ανοίξει αν κάτι του συμβεί. Μετά αυτοκτονεί. Η Λαβίνια, σε απόγνωση πια, προσπαθεί να πείσει τον αδελφό της Χέιζελ, τον Πίτερ, που την είχε ζητήσει σε γάμο και εκείνη είχε αρνηθεί όταν ο πατέρας της ζούσε, να παντρευτούν. Ο Πίτερ όμως δεν θέλει πια. Η Λαβίνια λέει, τότε, στον γέρο κηπουρό Σεθ να καρφώσει τα παράθυρα του αρχοντικού. Εκεί θα μείνει κλεισμένη μέχρι το τέλος, μόνη, φορτωμένη το πένθος, τις αναμνήσεις και τις τύψεις της –η τελευταία των Μάνον.


Ο Γιουτζίν Ο’Νίλ με την τριλογία του «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (1931) κάνει ένα παράτολμο βήμα στην πορεία του ως συγγραφέας: μεταγράφει την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τη μόνη σωζόμενη τριλογία του αρχαίου ελληνικού δράματος, στη σύγχρονη εποχή επιλέγοντας ως χρόνο που διαδραματίζεται την αμέσως μεταπολεμική εποχή του Αμερικάνικου Εμφυλίου και με ακριβείς αντιστοιχίες: οι καταραμένοι Ατρείδες του Αισχύλου γίνονται οι καταραμένοι Μάνον, τρία έργα που συνδέονται στενά, ως συνέχεια το ένα του άλλου -«Ο γυρισμός», «Οι κυνηγημένοι», «Οι στοιχειωμένοι», οι τίτλοι τους- και που αντιστοιχούν στις τρεις τραγωδίες της «Ορέστειας» -«Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες»-, τα ανάλογα πρόσωπα -που ακόμα και τα ονόματά τους έχουν ένα τουλάχιστον γράμμα που να παραπέμπει στα ονόματα των ηρώων της «Ορέστειας»-, κουτσομπόληδες κάτοικοι της πόλης της Νέας Αγγλίας όπου ζουν οι Μάνον, οι οποίοι σχολιάζουν τα τεκταινόμενα ως άλλος Χορός, καταστάσεις ανάλογες αλλά προσαρμοσμένες στη σύγχρονη πραγματικότητα, μερικά πρόσθετα θέματα διακριτικά προστεθημένα… Όλα ζυγισμένα και δεμένα με μεγάλη προσοχή, όλα αντιστοιχημένα με εξαιρετική δεξιοτεχνία.
Και τη θέση της μοίρας έχει πάρει η σύγχρονη ψυχολογία και ο Φρόιντ που τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, όταν το έργο γραφόταν, βασιλεύει. Τα φροϊδικά συμπλέγματα της Ηλέκτρας και του Οιδίποδα ανάγλυφα φωτίζουν τις σχέσεις Λαβίνια – Έζρα και Όριν – Κριστίν, αντίστοιχα, και κινούν τις πράξεις τους. Φυσικά, σήμερα, που ο φροϊδισμός έχει δώσει τη θέση του σε νεότερες θεωρίες και η ψυχολογία έχει προχωρήσει, το έργο μοιάζει κάπως «παλιό» και αφελές -πολύ «αμερικάνικο»… Ούτε μπορεί να συγκριθεί με την πρωτότυπη «Ορέστεια». Χωρίς, όμως, να έχει χάσει το μέγεθός του. Και σίγουρα δεν παύει να θεωρείται ένας σταθμός στη δραματουργία του Ο’Νιλ αλλά και γενικότερα στην ιστορία του θεάτρου.
Η παράσταση. Ο Γιάννης Χουβαρδάς, έχοντας όλα αυτά υπόψιν του, λειτούργησε ως ένας σκεπτόμενος, σύγχρονος και σίγουρος πια για τον εαυτό του σκηνοθέτης που έχει ξεπεράσει το στάδιο των σκηνοθετισμών. Η σκηνοθεσία του είναι μοντέρνα χωρίς να επιδιώκει να προβάλει το σκηνοθέτη. Προβάλλει το έργο -το κείμενο- και μέσω αυτού τη σκηνοθετική άποψη.
Επεξεργάστηκε αποτελεσματικά μαζί με τον Σάββα Κυριακίδη το κείμενο στη σωστή, στο κλίμα του έργου, μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, συνέπτυξε την απαγορευτικής διάρκειας έκταση της τριλογίας, έσμιξε το ρεαλισμό και τις μεταφυσικές διαστάσεις της μέσα από ένα συγκρατημένο στιλιζάρισμα και υπερπήδησε το εμπόδιο του ξεπερασμένου «Χορού» με ένα έξυπνο εύρημα: οι κουτσομπόληδες συμπολίτες των Μάνον στη μικρή πόλη της Νέας Αγγλίας έγιναν τέσσερις σύγχρονοι θεατές της παράστασης, που σηκώνονται και, σιγά – σιγά, παρεμβαίνουν και σχολιάζουν διαρκώς τα επί σκηνής τεκταινόμενα, σαν αόρατοι από τους Μάνον. Το εύρημα λειτουργεί ως μοχλός αποστασιοποίησης και -με το χιούμορ του- αποφόρτισης από το βαρύ κλίμα του έργου. Θα παρατηρήσω μόνον πως τα κείμενα των «θεατών» κάποιες στιγμές πλατειάζουν και παρατραβάνε -το τηλεφώνημα από το κινητό, για παράδειγμα- και πως, όταν αυτό συμβαίνει, τότε η ισορροπία κλυδωνίζεται.
Η παράσταση, παράσταση με μέγεθος και ατμόσφαιρα υποβλητική, παγωμένη, αμείλικτη, που σχεδόν δέος προκαλεί, κυλάει με τους αργούς ρυθμούς που πρέπουν σ’ αυτό το αργόσυρτο δράμα, μπροστά ή πίσω από μία βαριά γκρίζα, γυμνή, μεταλλική αυλαία πυρασφάλειας η οποία ανεβοκατεβαίνει αργά, απειλητικά, σαν λεπίδι λαιμητόμου, σε ένα σκηνικό χώρο τη διαμόρφωση του οποίου υπογράφει ο σκηνοθέτης και που ορίζεται βασικά με ζωντανές βιντεοπροβολές -κάμερες που μεγεθύνουν τα πρόσωπα των ηρώων, τονίζουν χαρακτηριστικά τους, δείχνουν, φωτίζουν, ζουμάρουν σε λεπτομέρειες, αποκαλύπτουν… Σπάνια -για να μην πω ποτέ…- έχω δει τόσο ισορροπημένη και σοφή, καίρια θα έλεγα χρήση του -πολυχρησιμοποιημένου και, συνήθως, επί ματαίω…- βίντεο. Και σπάνια έχω δει μία μοντέρνα παράσταση να μεταφέρει τόσο επιτυχημένα –αλλά καθόλου δουλικά και άγονα- το πνεύμα ενός έργου και του συγγραφέα του υπηρετώντας ταυτόχρονα μία ιδιαίτερα υψηλή αισθητική.
Με αποκορύφωμα τη συγκλονιστική σκηνή όπου το «Ω, Σεναντόα», το αμερικάνικο παραδοσιακό τραγούδι -επιλογή του ίδιου του Ο’Νιλ- που, διδαγμένο θαυμάσια από την Μελίνα Παιονίδου, εύστοχα γίνεται το λάιτ μοτίφ -το βασικό θέμα- στην παράσταση, ξεφεύγοντας από το μελαγχολικό, νοσταλγικό, λυπητερό, σχεδόν πένθιμο χαρακτήρα του, φτάνει να αποκτήσει εμβατηριακό χαρακτήρα Εθνικού Ύμνου καθώς το τραγουδούν όλοι οι ήρωες του έργου καθισμένοι στα δύο κεντρικά θεωρεία του πρώτου ορόφου του θεάτρου -δεξιά οι άντρες, αριστερά οι γυναίκες. Μία σκηνή που, εμένα τουλάχιστον, κατευθείαν με παρέπεμψε στη -σύγχρονη με την εποχή του έργου- δολοφονία του Λίνκολν, μία δολοφονία που έλαβε χώρα στο θεωρείο ενός θεάτρου και που δεν είναι δύσκολο να συνδεθεί με τα θέματα της τριλογίας του Ο’Νιλ.
Η συμβολή του Λευτέρη Παυλόπουλου με τους φωτισμούς του στο επιβλητικό αποτέλεσμα, πολύτιμη. Για άλλη μια φορά. Η Ιωάννα Τσάμη, με τα κοστούμια εποχής που σχεδίασε, πρέπει να υπολογιστεί ως παράγοντας αποφασιστικός στην επιτυχία αυτή: σαγηνευτικά! Ειδικά τα κρινολίνα της Κριστίν και της Λαβίνια, άψογα φορεμένα από τις δύο ηθοποιούς, γράφουν ιστορία.
Οι ερμηνείες. Η επιτυχία της παράστασης έγκειται και στη διανομή της. Όσο και στη διδασκαλία των ηθοποιών από τον Γιάννη Χουβαρδά. Και αν ο Αργύρης Πανταζάρας και, κυρίως, η Γιούλικα Σκαφιδά δείχνουν κάπως ανώριμοι ακόμα, οι υπόλοιποι αποζημιώνουν. Η εκλεκτή Μάγια Λυμπεροπούλου, η Θέμις Μπαζάκα, ο Χάρης Τσιτσάκης, ένας διακριτικός αλλά πολύτιμος ηθοποιός, και ο Γιώργος Κοτανίδης συγκροτούν ένα έξοχα δεμένο κουαρτέτο Θεατών / Χορό. Ο Γιώργος Γάλλος στέκεται στα πόδια του με σιγουριά. Με μία ωριμότητα, με μία πληρότητα, πλημμυρισμενος από τη γαλήνη της εγκαρτέρησης, ο Σεθ του Χρήστου Στέργιογλου. 
Ο Χρήστος Λούλης, ηθοποιός εξαίρετος, εδώ φλερτάρει λίγο με την μανιέρα· δεν τη χρειάζεται καθόλου, τον διαβεβαιώνω. Ο Ακύλλας Καραζήσης είναι ένας συγκλονιστικός, πατριαρχικός αλλά και βαθύτατα ανθρώπινος Έζρα Μάνον, ένας Αγαμέμνων του Εμφύλιου με μέγεθος. Στην παράσταση, βέβαια, τελικά, κυριαρχούν η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη/Κριστίν Μάνον και η Μαρία Πρωτόπαππα/Λαβίνια Μάνον: ένα ντουέτο άριστα δεμένο, ένας Ιανός με δύο πρόσωπα αλλά κοινή ψυχοσύνθεση. Αγέρωχες, άκαμπτες, μητριαρχικές, ανδροβόρες, η Κριστίν της Καραμπέτη διέπεται από μία θηλύτητα, έναν αισθησιασμό, η Λαβίνια της Πρωτόπαππα από μία πουριτανική σκληρότητα, σαν κοφτερό μαχαίρι, σαν ένα στεγνό κόκαλο -οστά γεγυμνωμένα- που αποκτά σάρκα, που ανθίζει μόνο μετά το θάνατο της μάνας της για να επανέλθει στην ακαμψία της στην τελευταία σκηνή. Δύο ερμηνείες που δεν μπορείς όχι απλώς να παραβλέψεις αλλά με τίποτα να ξεχάσεις.
Το συμπέρασμα. Μία υποβλητική και επιβλητική, σοφά μοντέρνα παράσταση που σέβεται το κείμενο. Μόλις που προλαβαίνετε να τη δείτε. Αν χάσετε την ευκαιρία, το κρίμα στο λαιμό σας. Η τελευταία παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά στο Εθνικό Θέατρο, πριν αποχωρήσει από την -καρποφόρα- καλλιτεχνική διεύθυνσή του, είναι μία θριαμβευτική έξοδος. Που θα γράψει -σημείο αναφοράς- στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.

Εθνικό Θέατρο / Κτίριο Τσίλερ – Κεντρική Σκηνή, 10 Μαρτίου 2013, 31 Μαρτίου 2013, 16 Νοεμβρίου 2013.

No comments:

Post a Comment