October 24, 2013

Σώσον Κύριε το ΚουΘουΒουΕ Σου


Το Τέταρτο Κουδούνι / 24 Οκτωβρίου 2013


Τώρα, στο Θεό σας _ που εδώ δένει και με την περίσταση… _, τι βρήκαν να πουν η διοίκηση κι ο Γιάννης ο Βούρος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ, με τον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο στην συνάντηση τους η οποία ανακοινώθηκε μάλιστα επισήμως; Με την απορία αυτή έχω μείνει: τι τον κουβάλησαν το χριστιανό στους Λαζαριστές; Περί ΚουΘουΒουΕ μίλησαν; Κάτι τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά «πιστεύουμε ότι στο θέμα του πολιτισμού πορευόμαστε σε κοινά μονοπάτια» είπε η πρόεδρος Μένη Λυσαρίδου, πέταξε κι ο Παναγιώτατος ένα «η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι στο πλευρό των γνησίων καλλιτεχνών, διότι υπάρχουν και εκείνοι που καπηλεύονται την τέχνη και στο όνομα της κάνουν τερατουργήματα» _ που ένας Θεός ξέρει τι και ποιους εννοούσε, καθότι, μεταξύ μας, η Εκκλησία δεν είναι και πολύ της πρωτοπορίας…
Το πολύ - πολύ ο Παναγιώτατος ένα ευχέλαιο να ’κανε για να φύγουν τα κακά πνεύματα κι οι καλικάντζαροι απ’ το Θέατρο, κανέναν αγιασμό να τελούσε για να μην επανέλθει το ΚουΘουΒουΕ στο ρεπερτόριο _ που φαίνεται σε καλό δρόμο να πηγαίνει φέτος _ των περασμένων χρόνων, καμιά ευχή να ’ψελνε κατά λαϊκισμού και κατά κρεμασμένων στην πρόσοψη κουρελόπανων… Πιο αποτελεσματικό θα το ’βρισκα.



Εγώ, αν με ρωτούσατε, θα σας συνιστούσα να μην το χάσετε: το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Ο κυκλισμός του τετραγώνου» που παίζεται στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Ένας καινούργιος, αλλιώτικος Δημητριάδης, ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ενδιαφέρων και καθόλου ερμητικός, σε μια εξαίρετη παράσταση με θαυμάσιες ερμηνείες. Μπορεί και να κουραστείτε _ κρατάει δυο ώρες και τριάντα πέντε λεπτά χωρίς διάλειμμα, τη χρονομέτρησα την παράσταση, εγώ, πάντως, ειλικρινά σας λέω πως καθόλου δεν κουράστηκα _, αλλά αξίζει τον κόπο. Πιστεύω πως είναι μια καινούργια πρόταση _ θα επανέλθω. Δημητριάδης και Καραντζάς, πάντως, δικαιώνονται. 


Από συνέντευξη του Γιώργου Κιμούλη στην Μυρτώ Λοβέρδου που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα της Κυριακής»: «Χωρίς να θέλω να μειώσω τη δύναμη και την αξία του γεγονότος που δημιουργεί το ποιοτικό άλμα, θα έλεγα, πρώτον, ότι η φασιστική συμπεριφορά που μπορεί να διέπει τους νεοέλληνες δεν είναι κάτι καινούργιο. Υπάρχει σε όλες τις σχέσεις μας, διαπροσωπικές, επαγγελματικές, κοινωνικές... Το δεχόμαστε πολλά χρόνια τώρα». Ναι, ναι! Μα πόσο, μα πόοοοοσο συμφωνώ…




«Το Δημοτικό Θέατρο είναι σύμβολο […] μιας χώρας που ξαναγεννιέται, ενός λαού που στέκεται ξανά στα πόδια του» είπε, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στα _ τέλος πάντων… _ «γκλαμουράτα» εγκαίνια του ανακαινισμένου Δημοτικού του Πειραιά. Άμα (ν’) είναι έτσι, κι είναι σύμβολο «μιας χώρας που ξαναγεννιέται» κι «ενός λαού που στέκεται ξανά στα πόδια του» και ξαναγεννηθεί με τον ίδιο τρόπο που ξαναγεννιέται η χώρα και σταθεί ξανά στα πόδια του με τον ίδιο τρόπο που στέκεται ξανά στα πόδια του ο λαός, ε, τότε, την έβαψε το Δημοτικό… Εκτός κι αν είναι σύμβολο ενός δημάρχου που ξαναγεννιέται μέχρι τις δημοτικές εκλογές. Οπότε αλλάζει το πράμα. 
Καλορίζικο, πάντως, να ’ναι και με συγχωρείτε αν είμαι τόσο καχύποπτος κι απαισιόδοξος περί το θέμα.


Ναι, το ξέρω. Και ο Σωτήρης Χατζάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, και ο Κώστας Τσιάνος, ο σκηνοθέτης της «Γειτονιάς των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη που ανεβαίνει στην Σκηνή «Κοτοπούλη» του Εθνικού αύριο, πως ομνύουν στ’ όνομα του Νίκου Κούρκουλου και πως απαγγέλλουν το «Πιστεύω» αντικαθιστώντας τ’ όνομα του Θεού με του Νίκου Κούρκουλου _ διετέλεσαν, άλλωστε, και οι δυο τους αναπληρωτές διευθυντές του όταν κυβερνούσε το Εθνικό. Αλλά _ με το παρντόν _ να διορθώσω το σχετικό δελτίο Τύπου που μου ’στειλαν απ’ το Θέατρο. «Το έργο έχει ανεβεί για πρώτη φορά στο θέατρο ‘Κοτοπούλη – Rex’ το 1963» όχι «με πρωταγωνιστές τον Νίκο Κούρκουλο, την Τζένη Καρέζη και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο» αλλά απ’ το θίασο της Τζένης Καρέζη και με πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη (που επίσης δεν είναι εν ζωή), τον Νίκο Κούρκουλο και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Μ’ αυτή ακριβώς τη σειρά. Για ν’ ακριβολογούμε.




Το διάβασα στο «Αθηνόραμα»: «Το ‘September’ μπορεί να έχει έναν εντελώς αδικαιολόγητο ΑΓΓΛΟΦΩΝΟ (σ.σ. τα κεφαλαία δικά μου) τίτλο, χαρακτηριστικό πολλών σύγχρονων ελληνικών ταινιών, λίγα είναι όμως τα υπόλοιπα στοιχεία που το συνδέουν άμεσα με τη θεματική της οικογενειακής καταπίεσης και το αντιρεαλιστικό στιλιζάρισμά του (σ.σ. πριν αλέκτορα φωνήσαι…) Greek Weird Wave». Τέλειο!



Είχα προσέξει στο αρχικό δελτίο Τύπου για τον «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» που ανεβαίνει απόψε στο θέατρο «Χορν» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, με Γιώργο Κιμούλη, Πέμη Ζούνη (αντί, τελικά, της Ρούλας Πατεράκη, καλά, ουδεμία σχέση ανάμεσα στις δυο…) και Σμαράγδα Σμυρναίου, πως αναφερόταν ότι το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1933 απ’ το Εθνικό Θέατρο «με τον Αιμίλιο Βεάκη και την Κατίνα Παξινού». Πουθενά η Ελένη Παπαδάκη. Που ερμήνευε την Έλα _ τον άλλο απ’ τους δυο ομότιμους πρώτους γυναικείους ρόλους _ στην παράσταση.
Πριν προλάβω να γράψω οτιδήποτε, βλέπω στο επόμενο δελτίο να την έχουν προσθέσει. Πολύ, μα πολύ εκτιμώ το νοιάξιμο αυτό των ανθρώπων της «Ελληνικής Θεαμάτων». Έχουν μάλιστα προσθέσει και το _ άλλο, επίσης, μεγάλο _ όνομα της Βάσως Μανωλίδου που έπαιζε την Φρίντα. Εγώ θα πρόσθετα, τότε, και του ξεχασμένου Νίκου Δενδραμή που έκανε Έρχαρτ.


Απερίφραστα πια ενεργεί. Ανενδοίαστα. Χωρίς καμιά επιφύλαξη. Χωρίς καν να τηρούνται τα προσχήματα. Εκείνη η «δημοσιογραφία» του πολιτιστικού ρεπορτάζ _ αυτό ξέρω ΠΟΛΥ καλά, γι αυτό μιλάω _, που πέταξε και το φύλλον συκής για να αποκαλυφθεί η βασική ιδιότητά της: δημόσιες σχέσεις. Η «δημοσιογραφία» που γλείφει τους πάντες με το μυαλό στα μελλοντικά ωφέλη, που υμνολογεί με κάθε τρόπο αυτούς του θεάτρου απ’ τους οποίους μισθοδοτείται πλέον. Κανονικά. Και νόμιμα.
Ανέκαθεν μιλούσαν _ στο ρεπορτάζ, επιμένω, που κάνω, το πολιτιστικό, ειδικότερα το θεατρικό _ για δημοσιογράφους που «τους τα χώνανε», που «τα παίρνανε». Είτε στην κυριολεξία είτε μεταφορικά _ σχέσεις, τραπεζώματα, τακιμιάσματα… Ήταν η εύκολη συκοφαντία που πέταγαν οι «αντιφρονούντες» αλλά υπήρχε κι ένας κόκκος αλήθειας. Αλλά, τότε, υπήρχε και κάτι που λεγόταν «αρχές». Και κάτι που λεγόταν «δεοντολογία». Και κάτι που λεγόταν «τσίπα». Και που τώρα, όσο πάνε και εκλείπουν _ στις άγνωστες λέξεις πια.
Σε καλούσε, ας πούμε, ο τάδε θεατρικός επιχειρηματίας _ όπως τους λέγανε τότε _, σ’ έχωνε στο γραφείο, κλείδωνε τις πόρτες και σου ’λεγε: «Γιωργάκη, (σ.σ. ας πούμε), σε θέλω να μου κάνεις το γραφείο Τύπου και τα λεφτά θα ’ναι καλά». «Μα κ. Βαγγέλη (σ.σ. ας πούμε), είναι αντιδεοντολογικό». «Δε θα το μάθει κανένας, Γιωργάκη. Σου δίνω λόγο τιμής». «Όχι», εσύ. «Ναι», εκείνος. Και ίδρωνες να ξεκολλήσεις και να σου ξεκλειδώσει την πόρτα. Ή σου ’λεγε ο δείνα θιασάρχης: «Φτιάξε μου το πρόγραμμα της παράστασης». Κι έλεγες εσύ: «Ευχαριστώ, αλλά είναι αντιδεοντολογικό να πληρωθώ από σας για το πρόγραμμα και μετά να γράφω για την παράσταση. Αν δε μου αρέσει;».
Τώρα πάαανε αυτά. «Τα έσβησεν ο Σβώλος», που λέγανε κι οι παλαιοί. Αναφανδόν όλα _ μέχρι τις ταβέρνες και τα καφενεία και τα μπαρ και τα κλαμπ που συχνάζουνε διαφημίζουνε, φάτσα - φόρα. Κάτι λίγοι απομείνανε _ που θεωρούνται και μαλάκες. Αναρωτιέμαι μόνο: εκείνοι που συνεχίζουν να τους διαβάζουν αυτούς τους «δημοσιογράφους», της κατηγορίας αυτής, και να τους υποστηρίζουν και να τους πιστεύουν ΔΕΝ καταλαβαίνουν; Ή κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν; Ή τους συμφέρει να «μην καταλαβαίνουν»;

No comments:

Post a Comment