October 2, 2013

«Τρωάδες» ριγμένες στο πέλαγο

Το έργο. Οι Αχαιοί αλώνουν την Τροία. Μετά από δέκα χρόνια πολέμου. Σκοτώνουν τους άντρες και σέρνουν στη σκλαβιά τις γυναίκες. Η βασίλισσα Εκάβη, χήρα του βασιλιά Πριάμου που οι Έλληνες τον σκότωσαν, στον καταυλισμό όπου τις έχουν ρίξει, θα μάθει από τον κήρυκα των Ελλήνων, τον Ταλθύβιο, πως προορίζεται _ η έσχατη ταπείνωση _ για σκλάβα του Οδυσσέα που ο Δούρειος Ίππος του ήταν το τέχνασμα με το οποίο έπεσε τελικά η Τροία. Πως η κόρη της, η μάντισσα Κασσάνδρα, που βρίσκεται σε βακχικό παραλήρημα και μαντεύει τα δεινά τα οποία θα βρουν τους Ατρείδες που ηγούνται της εκστρατείας, θα γίνει παλλακίδα του στρατηγού Αγαμέμνονα. Πώς την Ανδρομάχη, τη γυναίκα του πρεσβύτερου γιου της Έκτορα ο οποίος είναι πια νεκρός, η μοιρασιά ανάμεσα στους ηγέτες των Αχαιών την έρριξε στον Νεοπτόλεμο, το γιο του νεκρού Αχιλλέα. Πως ακριβώς στον τάφο του Αχιλλέα θυσιάστηκε η Πολυξένη, άλλη της κόρη.
Και στο τέλος, πριν δει με τις άλλες Τραδίτισσες την Πέργαμο, την ακρόπολη της πατρίδας τους, παραδομένη από τους Έλληνες στις φλόγες, και τα τείχη της να καταρρέουν και πριν τις σύρουν στα καράβια των Αχαιών, θα θρηνήσει και θα νεκροστολίσει και το εγγόνι της, τον μικρούλη Αστυάνακτα, το γιο του Έκτορα και της Ανδρομάχης, που οι κατακτητές συντρίβουν πετώντας τον από τα τείχη για να μην υπάρχει μελλοντικός εκδικητής της άλωσης της Τροίας. Ενώ η ωραία Ελένη, η αφορμή του τρωικού ολέθρου, καταφέρνει να μαλακώσει, με τη ρητορική και τα τερτίπια της, τον Μενέλαο, το σύζυγο που παράτησε για χάρη του Τρώα Πάρι, ο οποίος τη «σέρνει» αιχμάλωτη για να την τιμωρήσει, υποτίθεται, με θάνατο στο Άργος, ως μοιχαλίδα.
Ο Ευριπίδης με τις «Τρωάδες» του έχει γράψει (415 π.Χ.) μία τραγωδία με χαλαρή μεν δομή αλλά που η συγκλονιστική δύναμή της, το ποιητικό της μέγεθος και η έντονα αντιπολεμική της θέση τής έχουν προσδώσει αξεπέραστη αντοχή.
Η παράσταση. Ο Θοδωρής Αμπαζής που ανέλαβε τη σκηνοθεσία _ αλλά και τη μουσική _ της χιλοπαιγμένης τραγωδίας επέλεξε, ως ικανότατος συνθέτης που είναι, και πάλι το δρόμο που ακολουθεί εδώ και χρόνια: του μουσικού θεάτρου. Ενός σύγχρονου μουσικού θεάτρου θεάτρου. Ενός θεάτρου δεμένου στενά, έστω και αν πρόκειται για πρόζα, έστω και αν πρόκειται για πεζογραφία, με τη μουσική. Αναζήτησε την _ αναμφισβήτητη, εφόσον πρόκειται για έργο βασικά λυρικό _ μουσική του κειμένου, τους ρυθμούς του, τις ανάσες και τις σιωπές του. Πώς όμως είναι δυνατόν αυτό όταν ανεβάζεις το έργο σε μετάφραση; Πρέπει η μετάφραση να είναι ένας άθλος: να μεταφέρει αναλογικά τη μουσική του πρωτοτύπου. Αλλά η μετάφραση της Έλσας Ανδριανού είναι συμβατική. Δεν κομίζει κάτι καινούργιο, κάποτε επιλέγει λύσεις πεπαλαιωμένες και κάποτε ξεπέφτει σε λύσεις κοινότοπες.
Βασισμένος στο κείμενο αυτό ο σκηνοθέτης, μετά από έναν ενθαρρυντικά επιτυχή Πρόλογο, με τον Ποσειδώνα, προστάτη έως τότε της Τροίας ως άγαλμα που μαδάει, φυλλοροεί και απογυμνώνεται σαν να εγκαταλείπει οριστικά τους Τρώες στην τύχη τους _ εξαιρετική ιδέα _, άρχισε να πελαγοδρομεί. Ανάμεσα στο φορμαλισμό και στο ρεαλισμό της καθημερινότητας, ανάμεσα σε μεταφυσικές ανησυχίες και σε μεταμοντέρνες λύσεις, ανάμεσα σε μία ειδική εκφορά του λόγου που ζήτησε και στην αδυναμία του να την επιβάλει σε όλους. Επιζήτησε ο Θοδωρής Αμπαζής στην εκφορά του λόγου ένα παραξένισμα _ εγκοπές, νότες αιφνίδιες, χτύπημα όλων των λέξεων… _, ακολουθώντας λύσεις Λίγκετι και Στοκχάουζεν και Κάγκελ και Νταλαπίκολα χωρίς όμως να έχει μία σταθερή γραμμή. Ο Χορός πειθάρχησε περισσότερο αλλά και εκεί υπήρχαν προβλήματα: σε μερικά στάσιμα ο λόγος χανόταν. Επιπλέον οι ρυθμοί έπασχαν και η παράσταση τεντώθηκε στις δύο ώρες και τέταρτο χωρίς λόγο.
Τη μουσική του, πάλι, τη βρήκα άνιση. Η μοντέρνα φωνητική δουλειά του στο Χορό συνοδευόταν από γλυκερές μουσικές που η ενορχήστρωσή τους για ένα σύνολο όπως _ η πολύ καλή στην εκτέλεση _ Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων του Δήμου Πατρέων «Θανάσης Τσιπινάκης» τις έκανε ακόμα πιο γλυκερές _ εντελώς αταίριαστες με το έργο, κατά τη γνώμη μου.
Αλλά ούτε και οι άλλοι _ ικανότατοι κατά τα άλλα _ συντελεστές βρέθηκαν σε φόρμα, νομίζω. Η Ελένη Μανωλοπούλου εξυπηρέτησε την παράσταση με ένα λιτό σκηνικό αλλά στα κοστούμια φοβάμαι πως έχει αρχίσει να καταφεύγει σε μανιέρα και να επαναλαμβάνεται με αυτές τις φόρμες του «φθαρμένου διαχρονικού». Τα φορέματα κοκτέιλ, τα μπονέ, το μεσοπολεμικό στιλ, η Ανδρομάχη με τη χαμένη γόβα μού φάνηκαν ευρήματα πολυχρησιμοποιημένα και τελειωμένα πια. Ο Αλέκος Αναστασίου έδωσε τα σκοτάδια που προφανώς του ζητήθηκαν αλλά η εκτέλεση των φωτισμών του, ειδικά στην αρχή, μου άφησε την εντύπωση λαθών. Σε κακή στιγμή και η πολύ καλή Ζωή Χατζηαντωνίου η οποία επιμελήθηκε την κίνηση. Τα άναρχα χοροπηδητά και τις επινοημένες χειρονομίες τα εισέπραξα σαν ένα μόνιμο φάλτσο. Γενικά έμεινα την αίσθηση πως κανένα στοιχείο της παράστασης δεν συναντιόταν με το άλλο.
Οι ερμηνείες. Το ίδιο πρόβλημα διαπίστωσα και στις ερμηνείες. Το πρόβλημα ξεκινούσε από τις επιλογές της διανομής _ ηθοποιοί άπειροι ή ακατάλληλοι για το είδος και μάλιστα για τις αυξημένες απαιτήσεις της σκηνοθεσίας _ αλλά και ο σκηνοθέτης δεν είχε καταφέρει να οδηγήσει τους ηθοποιούς του και να επιτύχει ομοιογένεια. Αντίθετα ο καθένας τους έμοιαζε να πλέει, ριγμένος στο πέλαγος, έρμαιο των δυνατοτήτων του, προς διαφορετική κατεύθυνση.
Ο Απόστολος Πελεκάνος οδηγήθηκε σε γκέστους φορμαλιστικά α λα Τερζόπουλος και σε μία ερμηνεία _ κίνηση, εκφορά λόγου… _ που φλερτάριζε με το κωμικό και με τα κινούμενα σχέδια. Η Τζωρτζίνα Δαλιάνη παρέπαιε μεταξύ μπουλβάρ και «Μαρά – Σαντ». Η Δανάη Σαριδάκη, με φωνή από τον λάρυγγα, σπηλαιώδη, φορτσάριζε μέχρι την κακοφωνία. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης ωθήθηκε από τη σκηνοθεσία να φτάσει την ειρωνεία με την οποία ο Ευριπίδης αντιμετωπίζει τον Μενέλαο όχι απλώς στο γκροτέσκο αλλά στην στεντόρια, κραυγαλέα υπερβολή _ γιατί; _ ενώ, αντίθετα, η Κατερίνα Διδασκάλου κράτησε την Ελένη σε πλαίσια εντελώς συμβατικά και επίπεδα. Πιστεύω πως μόνον η Κόρα Καρβούνη, τόσο στην Αθηνά όσο και ως μέλος του Χορού, κατάλαβε πλήρως το αιτούμενο της σκηνοθεσίας και κατάφερε να σταθμίσει την εκφορά του λόγου και τις φωνητικές ακροβασίες στο επίπεδο των σκηνοθετικών προθέσεων. Άψογα φωνητικά αλλά άνισα υποκριτικά τα μέλη του Χορού.

Μεγαλύτερο αγκάθι της παράστασης _ είναι, βλέπετε, και ο άξονας του έργου _ η Εκάβη της Άννας Κοκκίνου. Έξοχη καρατερίστα / τυπίστα η Άννα Κοκκίνου, με εξαίρετες ερμηνείες στο ενεργητικό της, πιστεύω ακράδαντα πως δεν κάνει για ρόλους που ζητούν γκραν ρολίστα, πόσω μάλλον τραγωδό ανοιχτών χώρων. Ούτε η φιγούρα της την βοηθάει ούτε, κυρίως, η φωνή της: χωρίς μέγεθος, χωρίς μέταλλο, χωρίς αντοχή, χωρίς τεχνική, βραχνή, με διαρκή κοκοράκια, ανεπαρκής, εξαφανίστηκε στο φινάλε. Η προβληματική εκφορά του λόγου της, όπου τα «υγρά» λι και νι πηγαινοέρχονται θανατηφόρα, η δυσκαμψία στην κίνησή της και η έλλειψη ρυθμού συμπλήρωναν την εικόνα. Όλα, βέβαια, θα μπορούσαν να παραμεριστούν, αν υπήρχε συγκίνηση. Η συγκίνηση, όμως, έλειπε. Όπως και από όλη την παράσταση.
Η off φωνή του Μιχαήλ Μαρμαρινού στον Ποσειδώνα, ικανοποιητική παρά τα έντονα συριστικά του.
Το συμπέρασμα. Μία άτυχη, κατά τη γνώμη μου, στιγμή. Κρίμα στη δουλειά που εμφανώς είχε γίνει.


Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας, 30 Σεπτεμβρίου 2013.

No comments:

Post a Comment