Εξ ιδίων κρίνω. Στο πολιτιστικό _ καλλιτεχνικό το λέγαμε τότε _ ρεπορτάζ, στα Νέα, απ’ το 1984, έχοντας δει από παιδί εκατοντάδες παραστάσεις που σήμερα έχουν γίνει χιλιάδες, «ψώνιο» του θεάτρου _ αλλά, πιστεύω, με την καλή, την εποικοδομητική έννοια _, απ’ το 1987, αν δεν κάνω λάθος, άρχισα να γράφω για παραστάσεις που έβλεπα. Στο «Πάνθεον» αρχικά, στο «Μarie Claire» στη συνέχεια, στον «Ταχυδρόμο» κατόπιν, για να περάσω στο «Ν-Συν» _ το ένθετο στα σαββατιάτικα «Νέα» _ και, τώρα πια, στο blog totetartokoudouni.blogspot.com _ κοντεύω τα είκοσι πέντε χρόνια πια. Πολύ σύντομα άρχισα να φορτώνομαι τον τίτλο του «κριτικού θεάτρου». Δεν τον ήθελα, δεν τον επιζήτησα, δεν τον ζήλεψα, δεν τον δικαιούμουν, δεν έπεσα στην παγίδα της μωροφιλοδοξίας. Εγώ, τη γνώμη ενός δημοσιογράφου ήθελα πάντα να γράφω. Ενός θεατρόφιλου δημοσιογράφου. Μανιώδη θεατρόφιλου. Με μόνο σκοπό να δώσω μια βοήθεια στον αναγνώστη, μια πυξίδα, έναν μπούσουλα για να πορευτεί στον ωκεανό των παραστάσεων που όσο πάει και φουσκώνει και απλώνεται.
Ναι, άποψη, σίγουρα είχα. Και έχω. Και κάποια φόρμα έπρεπε να βρω να τη γράψω. Η φόρμα αναγκαστικά με κριτική έμοιαζε. Δεν ήταν _ δεν είναι _ όμως. Κριτική παρουσίαση θα μπορούσα να την ονομάσω. «Στρουθοκαμηλισμός», θα μου πείτε. Ή «φόβος» _ να πω τα πράγματα με το όνομά τους. Όχι. Θέση είναι. Επιμένω. Πώς προσπάθησα _ προσπαθώ _ να το δείξω; Επιμένοντας, ποτέ, σε κανένα από τα έντυπα που έγραψα, να μην μπει το κείμενό μου υπό τον τίτλο «Κριτική». Προτάσσοντας σε κάθε κείμενο εκτεταμένη «υπόθεση» του έργου, πράγμα που επιθυμεί να καταδείξει πως το κείμενο απευθύνεται όχι στο σινάφι και στους ειδήμονες αλλά στον απλό θεατή, τον μη γνώστη κι εκείνο που επιζητεί είναι να τον ενημερώσει γι’ αυτό που πιθανόν θα αποφασίσει να πάει να δει _ το ιδεώδες για μένα θα ήταν να το ξαναδιαβάσει αφού δει τη συγκεκριμένη παράσταση, σα να συνομιλεί μαζί μου κι ανταλλάσσουμε τις γνώμες μας.
Το προσπαθώ, επίσης, γράφοντας πάντα στο πρώτο ενικό και συνειδητά επανερχόμενος, ξανά και ξανά, στις εκφράσεις «πιστεύω», «νομίζω», «κατά τη γνώμη μου», «θα ήθελα» επιδιώκοντας να δείξω πως τη γνώμη μου δεν τη θεωρώ θέσφατο αλλά απολύτως υποκειμενική _ με βάσει, βέβαια, τα όποια κριτήρια έχω _, όσο κι αν αυτές οι εκφράσεις μπορούν να εκληφθούν ως αδυναμία και ατολμία. Αρνούμενος να γίνω μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών παρά τις προτάσεις που δέχτηκα αρκετές φορές _ δεν είμαι κριτικός! Απορρίπτοντας τον τίτλο του κριτικού όταν με παρουσιάζουν μ’ αυτόν και διευκρινίζοντας πως μόνο δημοσιογράφος είμαι _ σίγουρα με γνώμη για το αντικείμενό μου. Εξηγώντας πως κριτικό θεωρώ μόνο τον οπλισμένο με φιλολογικές, θεατρολογικές και πρακτικές του θεάτρου γνώσεις _ που, με χαρτιά, δεν διαθέτω _ αλλά και γνώσεις ευρύτερες. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως όσοι τις διαθέτουν αυτομάτως μπορεί να χριστούν κριτικοί…
Πιστεύω, δηλαδή, πως, όταν γράφεις τη γνώμη σου, είτε ως κριτικός, είτε ως δημοσιογράφος, είτε ως απλός θεατής, για μια παράσταση, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ κατά ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ τρόπο να διαπλέκεσαι με τους ανθρώπους της, είτε ως προς τη συγκεκριμένη παράσταση, είτε με το παρελθόν των δημιουργών της είτε με το μέλλον τους. Πιστεύω ότι για να γράψεις γνώμη πρέπει να έχεις πείρα μεγάλη ως θεατής. Ότι πρέπει να έχεις ματιά διεισδυτική, οξεία. Ότι δεν πρέπει να φοβάσαι να γράφεις τη γνώμη σου και ότι δεν πρέπει να τη διυλίζεις μέσα από σκοπιμότητες. Και ότι, πάνω απ’ όλα, πρέπει να διατηρήσεις την εντιμότητά σου, να μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να χωθεί και να χαθεί στα κυκλώματα ώστε να μη φτάσεις στο σημείο να βλέπουν, πίσω από τις γραμμές που γράφεις, για ποιον λόγο επαινείς ή για ποιον λόγο απορρίπτεις και κάποτε λιβελογραφείς. Ή τι επιδιώκεις με το γραπτό σου.
Δύσκολα όλα αυτά. Πολύ δύσκολα. Σας διαβεβαιώ. Ειδικά αν είσαι δημοσιογράφος και με τους ανθρώπους, για την καλλιτεχνική δουλεία των οποίων γράφεις τη γνώμη σου, πρέπει, λόγω επαγγέλματος, να επικοινωνείς και να συναλλάσσεσαι. Μίση, πάθη, θεωρίες συνομωσίας, επιστολές ανώνυμες, επιστολές επώνυμες, «καταγγελίες» στη διεύθυνση της εφημερίδας, «καταγγελίες» δημόσιες _ βασικό βήμα η τηλεόραση και βασικό μέσο οι συνεντεύξεις _, απαξίωση, εξώδικα, προσβολές, συκοφαντίες _ «συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, κάτι θα μείνει»…, δημοσιεύματα, ανυπόγραφα και ενυπόγραφα, αποκλεισμούς, εμπάρκο, μηνύσεις και άλλα πολλά τα αντιμετώπισα από πολύ νωρίς _ στα μούτρα μου. Κι αυτά, πρόσφατα, έφτασαν, και μάλιστα από άτομα ποιούντα _ χα, χα, χα _ Ήθος, στην απόλυτη χυδαιότητα όπου η αχαλίνωτη μεγαλομανία και η ανεξέλεγκτη εγωπάθεια αγγίζουν πλέον την ψυχοπάθεια.
Για να μη μιλήσω για τον εκ των ένδον πόλεμο _ λες και προσπάθησα να πάρω τη μπουκιά απ’ το στόμα κανενός: υπονόμευση, διαβολές, καρφώματα, ρουφιανιές… _ μια απεγνωσμένη προσπάθεια εξόντωσης. Κι όλα αυτά πόθεν ελαυνόμενα; Από την _ ανεξήγητη _ ανασφάλεια, από την εξουσιομανία, από διαπλεκόμενα πασίγνωστα αλλά μη κατονομαζόμενα… Έφτασα στο χείλος να με απολύσουν. Δεν τα κατάφεραν. Με τάραξαν, με σύγχυσαν αλλά το αυτί μου δεν ίδρωσε. Συνεχίζω, και μάλιστα πιο απελευθερωμένος, το δρόμο που διάλεξα. Συνειδητά. Με στήριγμα κάποιους, λίγους, ανθρώπους του θεάτρου, κάποιους, λίγους, του χώρου της δημοσιογραφίας, κάποιους, λίγους, φίλους και τους αναγνώστες που κάποτε γίνονται συγκινητικοί. Δεν φοβάμαι κανέναν και τίποτα. Γράφω και θα γράφω αυτά που πιστεύω. Όχι ως «κριτικός θεάτρου». Ως δημοσιογράφος. Και ως ένας άνθρωπος που συνεχίζει _ πάντα _ να αγαπάει το θέατρο. Πολύ. Πολύ λίγους, όμως, από τους ανθρώπους του. Κι ας εκτιμάει ως καλλιτέχνες περισσότερους απ’ όσους αγαπάει.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου αλάνθαστο. Και βέβαια έχω κάνει τα σφαλματά μου. Αλλά καμαρώνω όταν βλέπω να εξελίσσονται νέοι άνθρωποι που τους «ανακάλυψα» πρώτος ή από τους πρώτους και τους υποστήριξα και επέμεινα πιστεύοντας στο τάλαντό τους. Κι ας με πληγώνουν καθημερινά η αχαριστία και η «αμνησία». Προσπαθώ να μην μπλέκω στα γραπτά μου τις _ ελάχιστες _ φιλίες και σχέσεις που έχω με ανθρώπους του χώρου. Προσπαθώ να καταλάβω τους νέους δρόμους του θεάτρου και ας δυσκολεύομαι. Κι ας έχω μεγαλώσει για να τους ακολουθήσω. Σιχαίνομαι το δήθεν. Δεν δηλώνω ούτε Πάπας ούτε παντογνώστης αλλά και δεν πιστεύω πως είμαι _ χωρίς να υποκρίνομαι τον σεμνό και ταπεινό, κάτι που επίσης σιχαίνομαι. Λατρεύω το θέατρο αλλά δεν πιστεύω πως είναι το άπαν στη ζωή. Και είμαι οπαδός του guarda e passa _ δες και προσπέρνα. Ασπαζόμενος, περισσότερο, την εκδοχή guarda, sputa e passa _ δες, φτύσε και προσπέρνα. Και κοιμάμαι ήσυχος. Χωρίς τύψεις και εφιάλτες. Το πολύ - πολύ να δω στον ύπνο μου _ που έχει συμβεί… _ πως ο Λιβαθινός μου ’χει αναθέσει ρόλο σε έργο του Κρητικού Θεάτρου και πως έχω ξεχάσει τα λόγια μου.
Σεμνός και ειληκρινής λόγος.Χαίρομαι που τον διάβασα.
ReplyDeleteΚαι μεις σε αγαπήσαμε Γιώργο, όχι γιατί κάποτε μας έγραψες καλά -όταν είμασταν άγνωστοι κι άσημοι- από το πουθενά ξεφύτρωσες μιά νύχτα με βροχή και μας έδωσες κουράγιο για μιά δεκαετία....αλλά γιατί παρέμεινες πάντα υατό που ήσουν -παθιασμένος ερασι-τέχνης- με την κυριολεξία του όρου,,,Ποτέ δεν προσποιήθηκες κάτι άλλο, και ποτέ δεν μπήκες στην περιπέτεια να 'μορφώσεις' τα πλήθη ή να 'μεταφράσεις' ή να ΄διασκευάσεις' ή να εμπλακείς μέσα στην ίδια τη διαδικασία και να δημιουργήσεις παντός είδους δεσμεύσεις. Ακέραιος δημοσιογράφος -με το θάρρος της γνώμης του και το καλοπροαίρετο ρεπορτάζ....Σε αγαπάμε πολύ και μας λείπεις πάντα...
ReplyDeleteΕυτυχώς που ανακάλυψες το διαδίκτυο!
να ένας άνθρωπος με σεμνότητα , ίσως από τους λίγους σαυτη τη χωρα
ReplyDeleteευχαριστώ! Δεν το είχα διαβάσει....keep walking!!!
ReplyDelete