November 7, 2019

Στο Φτερό / Η αστική τάξη μοιχεύεται ή Η πεπονόφλουδα που γύρισε ανάποδα


«Ψύλλοι στ’ αυτιά» του Ζορζ Φεντό / Σκηνοθεσία: Πέτρος Φιλιππίδης


Παρίσι, Μπελ Επόκ. Ο κύριος Βίκτορ-Εμμανουήλ Σαντεμπίζ, της ανώτερης αστικής τάξης, διευθυντής ασφαλιστικής εταιρείας, δωρίζει τις τιράντες που του δώρισε η γυναίκα του Ραϊμόνδη στον ανιψιό του Κάμιλο Σαντεμπίζ με τον οποίο συγκατοικούν, γιατί, κρυφά από εκείνη, έχει φορέσει, κατά σύσταση του Φινάς, γιατρού 


της εταιρείας του, άλλες, ειδικές, «θεραπευτικές» τιράντες για να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα ανικανότητας που του έχει εμφανιστεί στη σεξουαλική σχέση με τη γυναίκα του. Ο νεαρός ανιψιός Σαντεμπίζ, όμως -που, λόγω ατελούς ουρανίσκου, έχει πρόβλημα να εκφέρει τα σύμφωνα και κανείς δεν καταλαβαίνει τι λέει- συνοδεύει την Αντουανέτ, τη μαγείρισσα του σπιτιού, παντρεμένη 
με τον Ισίδωρο (Ετιέν στο πρωτότυπο), καμαριέρη των Σαντεμπίζ, για μία παράνομη βραδιά στο «ειδικευμένο» ξενοδοχείο -καθόλου όνομα και πράγμα...- «Το Οικογενειακόν», όπου τις ξεχνάει τις τιράντες. Ο τυπικότατος ξενοδόχος -και ολίγον προαγωγός- Φεραγιόν θα του τις στείλει ταχυδρομικώς στη διεύθυνση που ο Κάμιλος του έχει δώσει: για «τον κύριο Σαντεμπίζ» -χωρίς μικρό όνομα. Τις τιράντες 

παραλαμβάνει η κυρία Σαντεμπίζ -η Ραϊμόνδη- που, συνηθίζει, «εκ παραδρομής», να ανοίγει την αλληλογραφία του συζύγου της και, σε συνδυασμό με το πρόβλημα ανικανότητας που εκείνος 

αντιμετωπίζει μαζί της, της μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά: ότι ο κύριος Σαντεμπίζ την απατά. Για να σιγουρευτεί, κατά σύσταση της στενής φίλης της Λουίζας, παντρεμένης με τον εξωφρενικά ζηλότυπο Ισπανό Κάρλος Χομενιντές ντε Χιστάνγκουα, του ρίχνει 

πεπονόφλουδα: του στέλνει -για να δει αν θα ανταποκριθεί- ανώνυμη ερωτική επιστολή, που της τη γράφει η Λουίζα για να μην αναγνωρίσει ο άντρας της τον γραφικό χαρακτήρα της, ότι, δήθεν, τον είδε στο θέατρο, στο θεωρείο του, ότι της αρέσει πολύ και
του κλείνει ραντεβού στο «Οικογενειακόν». Ο Βίκτορ-Εμμανουήλ κολακεύεται αλλά δεν πείθεται ότι κάποια τον ερωτεύτηκε ξαφνικά. Πιστεύει ότι η «άγνωστη κυρία» είδε τον Ρομέν Τουρνέλ, ευειδή, καρδιοκατακτητή, φίλο και πελάτη του, που ήταν μαζί του στο θεωρείο, ότι αυτός είναι που της άρεσε και ότι τους μπέρδεψε. Και ότι σ’ αυτόν, ουσιαστικά, είναι που απευθύνεται το γράμμα. Στέλνει, λοιπόν αντ’ αυτού, στο ξενοδοχείο, τον Τουρνέλ που,

όμως, εδώ και καιρό πολιορκεί την κυρία Σαντεμπίζ. Όταν εκείνη, στη δεύτερη πράξη, πηγαίνει στο «Οικογενειακόν» για να πιάσει επ’ αυτοφώρω το σύζυγό της, πέφτει πάνω στον Τουρνέλ που βρίσκει την ευκαιρία να πέσει -κυριολεκτικά...- πάνω της αλλά εκείνη τον αποκρούει. Στη γυναίκα του, την Αντουανέτ, που έχει, 
επίσης, πάει εκεί, και πάλι, με τον ανιψιό Σαντεμπίζ για ακολασίες, πέφτει πάνω και ο καμαριέρης Ισίδωρος. Εκείνη, για να τον αποφύγει, κρύβεται στο δωμάτιο του Ράγκμπι, ενός ερωτύλου, Άγγλου που μένει μόνιμα στο ξενοδοχείο -και που της την πέφτει...- αλλά ο σύζυγος εισβάλλει και τη βλέπει, πριν η Αντουανέτ το σκάσει. Ότι στο ξενοδοχείο 

δουλεύει και ο μεθύστακας Πος που ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου τον έχει -κυριολεκτικά...- του κλότσου και του μπάτσου και που τυγχάνει να είναι σωσίας του κ. Σαντεμπίζ είναι που περιπλέκει εντελώς τα πράγματα. Οι παρεξηγήσεις και τα μπερδέματα, στα 


οποία εμπλέκονται, επίσης, η εξώλης και προώλης Ολυμπία, σύζυγος του Φεραγιόν, ο Αυγουστίνος, ένας γέρος θείος του, που χρησιμοποιείται ως βιτρίνα για τα ...έκτροπα που λαμβάνουν χώρα στο «Οικογενειακόν» αλλά και ο έξαλλος, αφότου διάβασε την ερωτική επιστολή προς τον Σαντεμπίζ και αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα της γυναίκας του, Χιστάνγκουα που κυνηγάει την υποτιθέμενη άπιστη για να τη σκοτώσει, φτάνουν στον παροξυσμό, στην παράκρουση, για να λυθούν στο τέλος, στην τρίτη πράξη: οι φανταστικές μοιχείες να εξηγηθούν και οι πραγματικές να κουκουλωθούν, χωρίς να χυθεί αίμα -μόνο κάτι κλοτσιές που
έφαγε ο κύριος Σαντεμπίζ από τον Φεραγιόν, εκλαμβανόμενος ως Πος. Το βοντβίλ «Ψύλλοι στ’ αυτιά (1907), από τα καλύτερα -αν όχι το καλύτερο- του Μεγάλου Μάστορα Ζορζ Φεντό, ένας αξιοθαύμαστος, ωρολογιακής ακρίβειας, σπαρταριστός θεατρικός μηχανισμός καταιγιστικών ρυθμών και θεότρελων ευρημάτων, κουρδισμένος 
στην εντέλεια, φάρσα περιωπής, κλασική πια, δικαίως θεωρείται προδρομικό του Θεάτρου του Παραλόγου και του Ιονέσκο. Με κορυφαία στιγμή του, όταν ο καμαριέρης Ισίδωρος, στην τρίτη πράξη, λέει στη γυναίκα του, που την έχει πιάσει πριν από λίγο στο ξενοδοχείο, στο δωμάτιο του Άγγλου αλλά εκείνη το αρνείται και τον βγάζει τρελό, «σε βρήκα μισόγυμνη στην αγκαλιά ενός Άγγλου» και η Αντουανέτ τού 

απαντάει «μα πώς; Εγώ δεν ξέρω αγγλικά»! Αν αυτό δεν είναι Ιονέσκο... Καταπληκτική ατάκα! Ο Φεντό βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα στη σύγχρονη μεγαλοαστική κοινωνία του, τη σαρκάζει χωρίς αναστολές αλλά ύπουλα - διασκεδάζοντάς την με μία 
φαρσάρα. Ό,τι έκανε, την ίδια εποχή, στην άλλη ακτή της Μάγχης, με το δικό του τρόπο, στη δική του κοινωνία, ο Όσκαρ Ουάιλντ. Πάντα θαύμαζα, λάτρευα τον Φεντό, τον θεωρώ τόσο, μα τόσο θεατρένιο -η αποθέωση του Θεάτρου! Ο Πέτρος Φιλιππίδης, πάνω στην παλιά αλλά δοκιμασμένη και ανθεκτική, ακόμα, μετάφραση που είχε κάνει ο Μίνως Βολανάκης, έχει οργανώσει, χωρίς να καταφεύγει, αυτή τη 
φορά, σε ευκολίες, μία πολύ καλή παράσταση κλασικού Φεντό. Και Φεντό σημαίνει ακρίβεια και ρυθμοί. Η παράστασή του είναι ακριβής, με προσοχή στη λεπτομέρεια και οι ασθματικοί ρυθμοί της έχουν ανάσες ώστε να μην σε αγχώνουν. Και το γέλιο βγαίνει αβίαστο γιατί στη σκηνή παίζουν σοβαρά, δεν αστειεύονται με το κείμενο, δεν το κοροϊδεύουν, που αν συμβεί κάτι τέτοιο, στο είδος αυτό, το παιχνίδι χάνεται. Βρήκα, όμως, 
εντελώς περιττά και ξεκάρφωτα τα δύο χορευτικά ιντερμέδια -ειδικά το στριπ σόου του Τουρνέλ- ενώ, αντίθετα, δένει με το ύφος βοντβίλ το μουσικοχορευτικό φινάλε. Σύμμαχοι του σκηνοθέτη, ο Γιάννης Μετζικώφ και μία παραγωγή γενναιόδωρη. Επιτέλους: σκηνικό και, κυρίως, κοστούμια! Και με γούστο. Ο Γιάννης Μετζικώφ έστησε
δύο  καλόγουστα, και καλά φωτισμένα από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, σκηνικά -όσο κι αν στο δεύτερο, του ξενοδοχείου, τα κρεβάτια της ακολασίας θα έπρεπε να είναι μεγάλα αλλά, αναγκαστικά, λόγω της μικρής σκηνής προφανώς, έχουν συρρικνωθεί σε κάτι σαν καναπέδες- και μία σειρά από κοστούμια προσεγμένα σε κάθε λεπτομέρεια, χρωματικά έξοχα από μόνα τους αλλά και έξοχα συνδυασμένα χρωματικά μεταξύ τους. Ο Ιάκωβος Δρόσος διάλεξε 
μουσικές, όπως εκείνος ξέρει να διαλέγει, και ο Δημόκριτος Σηφάκης κίνησε καλά την παράσταση στην οποία η κίνηση έχει τη σημασία της. Η παράσταση στηρίζεται και από μία καλή διανομή: Θανάσης Ευθυμιάδης-σθεναρός Χιστάνγκουα, Μυρτώ Αλικάκη-έξοχη Λουίζα, Φαίη Ξυλά-Ραϊμόνδη -αν και περίμενα περισσότερα-, Θοδωρής Κατσαφάδος-Φεραγιόν, κάπως επίπεδος, όμως, η δαιμόνια Αλεξάνδρα Καρακατσάνη-Ολυμπία, ο απολαυστικός Σταύρος Σβήγγος-Κάμιλος που κερδίζει τις εντυπώσεις -και λόγω της ιδιαιτερότητας του ρόλου-, Θοδωρής Ρωμανίδης, Ευγενία Παναγοπούλου-Αντουανέτα, ο πολύ καλός Βαγγέλης Κυπαρίσσης-Γιατρός, με πιο αδύναμους τον Χάρη Χιώτη-Βαπτιστίνο και τον Αντώνη Στάμο-Ισίδωρο. Βέβαια, εκείνος που κυριαρχεί απόλυτα -σπαρταριστός!- είναι ο Πέτρος Φιλιππίδης. Απόλυτα διαφοροποιημένος 

-μεγαλοαστός Σαντεμπίζ, λεχρίτης Πος- βγάζει πέρα τους ρόλους των δύο σωσιών με εξαιρετική άνεση, με ευεργετικό χιούμορ, χωρίς παραχωρήσεις σε ευκολίες, μεστός, ώριμος, κυρίαρχος των μέσων του, με μία απλότητα και με μία σιγουριά αξιομνημόνευτες, 
που καμία στιγμή δεν εκτρέπονται στη σκηνική έπαρση: ένας σπουδαίος κωμικός, ένας σπουδαίος ηθοποιός που ξέρει να βαθύνει τους ρόλους του και να βρει το στόχο κάτω από το κωμικό περίβλημα. Δείτε τον! Και προσέξτε την έκπληξή του ως... πολύ κύριος Σαντεμπίζ που -πώς είναι δυνατόν!- αντιμετωπίζεται ως αλητήριος μεθύστακας όταν εκλαμβάνεται ως Πος. Μην τον χάσετε! Πρόκειται, άλλωστε, για μία εύφορη, στο σύνολό της, βραδιά (Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου).

(Το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης (επιμέλεια κειμένων Ιάκωβος Δρόσος), φανταχτερό και με πολλές διαφημίσεις αλλά με ενδιαφέρον υλικό -ειδικά το καθόλου τυπικό βιογραφικό του Φεντό).

Θέατρο «Μουσούρη», 31 Οκτωβρίου 2019.

No comments:

Post a Comment