October 18, 2018

Στο Φτερό / Για μια κρεμάστρα αδειανή…


«Τίμων ο Αθηναίος» των Ουίλιαμ Σέξπιρ και Τόμας Μίντλτον / Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός 

 
Αρχαία Αθήνα -αρχαία Αθήνα όπως, βέβαια, τη φανταζόταν ο Σέξπιρ. Ο εύπορος άρχοντας Τίμων ζει ανεξέλεγκτα σπάταλη ζωή. Όχι τόσο για τον εαυτό του, όσο για τους -δεκάδες, εκατοντάδες...- φίλους του (ή «φίλους» του; Ο χρόνος θα δείξει...): πλούσια συμπόσια με του πουλιού το γάλα και με ξέφρενες διασκεδάσεις, μοιράζει, δεξιά-αριστερά, λεφτά, μοιράζει δώρα, μοιράζει κοσμήματα, μοιράζει άλογα, πληρώνει χρέη τους για να βγουν απ’
τη φυλακή, προικίζει υπηρέτες του για να δεχτεί ο πεθερός να τους δώσει το χέρι της αγαπημένης τους... Ευεργεσίες, τρύπια χέρια και πίστη ακλόνητη στην έννοια της φιλίας: πως όταν βρεθεί στην ανάγκη θα του παρασταθούν οι φίλοι (ή «φίλοι»; Ο χρόνος θα δείξει...). Κι ακούει τα λόγια τους τα μεγάλα, τις κολακείες τους, τις υπερβολές τους, τα υμνητικά τους ποιήματα, κι όλα τα χάφτει.
Αμάσητα. Ως αλήθειες αδιαπραγμάτευτες. Μόνον ο πικρός, κυνικός, δηλητηριώδης, έξω από νόρμες φιλόσοφος Απήμαντος (γιατί όχι Αποίμαντος -που δεν ποιμαίνεται;) δε δέχεται τα εδέσματα, τα δώρα, τα χρήματά του... Και μετέχει στον κύκλο του με σκοπό, μόνο και μόνο, να του κρούει τον κώδωνα για τη σιγουριά και την έπαρσή του και να του επισείει τους κινδύνους
για το μέλλον: της χρεωκοπίας και της διάψευσης των περί φιλίας και φίλων (ή «φίλων»; Ο χρόνος θα δείξει...) πεποιθήσεών του. Δεν εισακούεται. Κι η ώρα της κρίσης φτάνει. Ο αφοσιωμένος επιστάτης του Φλάβιος, που προσπαθούσε εις μάτην έως τότε να του επιστήσει την προσοχή, καταφέρνει, επιτέλους, να αφυπνίσει τον Τίμωνα. Είναι πολύ αργά: το ρευστό του έχει στερέψει και τα κτήματά του δεν μπορεί να τα ρευστοποιήσει για να καλύψει τα 
χρέη που πια τον πνίγουν, διότι όλα είναι υποθηκευμένα. Κι οι υπηρέτες του, που τους στέλνει στους φίλους του (οι οποίοι περίτρανα αποδεικνύονται, τελικά, «φίλοι»...), γυρίζουν άπρακτοι: απαξάπαντες οι «φίλοι», με κάποια πρόφαση -ή και χωρίς δικαιολογία...-, του γυρίζουν τις πλάτες. Αρνούνται να του δανείσουν κι όσοι τους χρωστούσε, μόλις τα νέα μαθεύονται, 

στέλνουν -αμείλικτοι...- τους δικούς τους υπηρέτες ν’ απαιτήσουν άμεσα όσα ο γενναιόδωρος άρχοντας τους χρωστάει. Ο Τίμων, χρεοκοπημένος πια, τους καλεί όλους τους «φίλους» -άρχοντες, γερουσιαστές, καλλιτέχνες, παράσιτους.. -σ’ ένα τελευταίο δείπνο. Που δε θα μοιάζει με τα προηγούμενα... Τους σερβίρει μόνον 

αχνιστό νερό, τους περιχύνει μ’ αυτό, ρίχνει πάνω τους τα πιάτα, τους βρίζει, τους καταριέται, τους πετάει έξω απ’ το σπίτι του κι ύστερα τα παρατάει όλα κι εγκαταλείπει την Αθήνα για να ζήσει, έξω απ’ τα τείχη της, άστεγος, σε μια σπηλιά, τρώγοντας μόνο ρίζες. Δε θέλει να δει κανέναν, δε θέλει να μιλήσει σε κανέναν κι όποιον εμφανιστεί μπροστά του τον καταριέται με τις χειρότερες κατάρες: ένας μισάνθρωπος πια -Ο Μισάνθρωπος. Επί δικαίους και αδίκους.

Ακόμα και τον στρατηγό Αλκιβιάδη που, εξορισμένος απ’ την Αθήνα γιατί ζήτησε επίμονα να μην εκτελεστεί ένας φίλος του καταδικασμένος για φόνο εν βρασμώ ψυχής, έχει στραφεί εναντίον της -η παράλληλη ιστορία του έργου- κι επέρχεται τιμωρός, με τα στρατεύματά του, για να τη ξεθεμελιώσει. Ο Τίμων, στον οποίο ο 

Αλκιβιάδης στάθηκε, όντως, φιλικά, του εύχεται ολόψυχα, καθώς το μίσος του βράζει, επιτυχία στο σχέδιό του να καταστρέψει την Αθήνα και του δίνει χρυσάφι, που τυχαία βρήκε στην σπηλιά, για να ενισχύσει το σχέδιο αυτό, όπως και στις δυο πόρνες που συνοδεύουν τον Αλκιβιάδη, για να φιλοδωρήσουν με αφροδίσια τους Αθηναίους αλλά δε θα παραλείψει, επίσης, να τους καταραστεί. Όπως κι όσους, όταν μαθαίνουν για το χρυσάφι, 
πιστεύοντας στην παλινόρθωσή του, έρχονται να τον συναντήσουν, ανάμεσά τους και γερουσιαστές που του προτείνουν να τον αποζημιώσουν κι, ενώπιον του κινδύνου απ’ τον Αλκιβιάδη, να 
επιστρέψει για να τους βοηθήσει ενώ ο Απήμαντος τον κατηγορεί για... αθέμιτο ανταγωνισμό κι επιδίδονται σ’ έναν αγώνα μισανθρωπίας. Μόνον ο πιστός Φλάβιος, που θα ’ρθει να του συμπαρασταθεί και να τον βοηθήσει, θα τον συγκινήσει. Αλλά θα 

τον διώξει κι αυτόν. Τελικά πεθαίνει εκεί, στην ερημιά, και τον θάβουν, όπως είχε ζητήσει, πλάι στο κύμα ενώ ο Αλκιβιάδης εισβάλλει στην Αθήνα χωρίς, όμως, να τη δηώσει, αποδεχόμενος να τιμωρηθούν μόνον όσοι έβλαψαν τον ίδιο και τον Τίμωνα. O Σέξπιρ, στο έργο του «Τίμων ο Αθηναίος» (χρονολογείται, απ’ τα 

κοινά στοιχεία με τον «Βασιλιά Λιρ» και τον «Κοριολανό», τα οποία εντοπίστηκαν, μεταξύ 1605 και 1608) που πιθανολογείται ότι το ’χει γράψει σε συνεργασία με τον Τόμας Μίντλτον, έχει κεντρικό ήρωα-άξονα του έργου τον Τίμωνα, υπαρκτό πρόσωπο που ’ζησε στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, τα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, και για την ιστορία του αντλεί, κυρίως, απ τον Πλούταρχο κι έμμεσα απ’ τον Λουκιανό. Το έργο, που ’χει, αρχικά, καταταχτεί στις τραγωδίες, ανήκει στα, υφολογικά,
«προβληματικά» έργα του Σέξπιρ, και μάλλον τραγικωμωδία θα πρέπει να χαρακτηριστεί. Αλλά προβληματικό και στη γραφή του θα ’πρεπε να θεωρηθεί με την ελλειπτικότητα ορισμένων σκηνών του. Αυτό το ελάττωμα, εντούτοις, σήμερα, το αναδεικνύει σ’ ένα εξαιρετικά σύγχρονο έργο. Που στην Ελλάδα της παρελθούσης «ευμάρειας» και της σπατάλης και της σημερινής φτωχοποίησης και των άστεγων αποκτά, ακόμα πιο εντυπωσιακά, σύγχρονες διαστάσεις. Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, με στήριγμα την εξαιρετική μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου, καίρια και θεατρικότατη, εκμεταλλεύτηκε αυτή τη διάσταση του έργου αλλά χωρίς, καμιά στιγμή, να κραυγάζει. Η παράσταση
ανοίγει με τον Τίμωνα σε μια εσωτερικά επιχρυσωμένη μπανιέρα να πίνει το ποτό του σε κολονάτο ποτήρι και τελειώνει με τον Αλκιβιάδη στην ίδια μπανιέρα: η ιστορία επαναλαμβάνεται, ο άνθρωπος ούτε μαθαίνει ούτε αλλάζει. Ένα τεράστιας έπαρσης Ταυ -το αρχικό του άρχοντα- υψώνεται κατάφωτο στο βάθος της σκηνής παραπέμποντας, όμως, σε σταυρό όπου, στο τέλος, ο Τίμων 

θα «σταυρωθεί» ως ο αίρων τις αμαρτίες του κόσμου του. Κι η σκηνή επεκτείνεται και διεμβολίζει την πλατεία του θεάτρου και το κοινό -εμείς είμαστε ο Τίμων, εμείς κι οι «φίλοι» του. Το εμπνευσμένο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου -η καλύτερη 
δουλειά της των τελευταίων χρόνων-, έξοχα φωτισμένο απ’ τον Αλέκο Αναστασίου, «στεγάζεται» μ’ έναν ουρανό από αδειανές, τελικά, κρεμάστρες -για μια κρεμάστρα αδειανή..., για να παραφράσω τον Σεφέρη- που σημειολογούν τους ξεκρέμαστους «φίλους» του Τίμωνα -προφανώς έμπνευση απ’ τα αγγλικά hanger που σημαίνει κρεμάστρα και hangers-on που σημαίνει τους παρατρεχάμενους, τα τσιράκια, τα παράσιτα, τους κόλακες της εξουσίας. Τα τσιράκια αυτά, οι γλείφτες, γκρουπάρονται επί σκηνής, ιδιοφυώς, απ’ το σκηνοθέτη και την Μαρία Σμαγιέβιτς η οποία έχει φροντίσει άψογα την κίνηση, σα σμήνος από ακρίδες που πέφτουν πάνω του και σχεδόν εξαφανίζουν τον Τίμωνα, ντυμένοι όπως κι ο ίδιος, απ’ την Ελένη Μανωλοπούλου επίσης, με κοστούμια που διατρέχουν τις εποχές απ’ την ελισαβετιανή μέχρι τη σύγχρονη 
εκφράζοντας τη διαχρονικότητα του έργου αλλά και καλά δεμένα μεταξύ τους. Στην ευτυχή συγκυρία οφείλω να θεωρήσω ισότιμες για το έξοχο συνολικό παραστασιακό αποτέλεσμα τη μουσική δουλειά του Λύσανδρου Φαληρέα που ’χει διασκευάσει καταπληκτικά, για φωνές, αποσπάσματα από καντάτες του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ του γερμανικού Μπαρόκ, από Φιλίπ Βερντελό της γαλικής Αναγέννησης, Ρίτσαρντ Κάρλτον της 
αγγλικής Αναγέννησης κι απ’ το «Στάμπατ Μάτερ» του σύγχρονου Γάλου του 20ου αιώνα Φρανσίς Πουλένκ αλλά και την εκπληκτική μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου -ριζιμιό λιθάρι πια στο Εθνικό Θέατρο. Η  παράσταση, με υψηλή αισθητική -έξοχη η σκηνή με τα εξ ύψους εδέσματα στο συμπόσιο της πρώτης πράξης-, μ’ έξυπνα και ποτέ εξυπνακίστικα ευρήματα 
-οι καταπακτές με τους υπολογιστές-, μ’ εξαιρετικούς ρυθμούς, πετάει. Στο αποτέλεσμα συμβάλλει αποφασιστικά το σύνολο των ηθοποιών. Φοβάμαι τη μανιέρα των ηθοποιών που προκύπτει απ’ την αυτοσχεδιαστική μέθοδο της σκηνοθετικής δουλειάς του Στάθη Λιβαθινού. Εδώ, όμως, οι τακτικοί συνεργάτες του μοιάζει να ’χουν ξεφύγει απ’ τον κίνδυνο 

αυτό: Αργυρώ Ανανιάδου, Γιώργος Δάμπασης, ο τόσο ιδιαίτερος Ιερώνυμος Καλετσάνος, ο πλαστικότατος και πάντα με χιούμορ Νίκος Καρδώνης, Δημήτρης Παπανικολάου (Απήμαντος), η ουσιαστικότατη ηθοποιός Μαρία Σαββίδου (Φλάβιος), ο ρωμαλέος γκραν ρολίστας Χρήστος Σουγάρης (Αλκιβιάδης), Άρης Τρουπάκης, ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο. Και, πλάι τους, ίσοι μεταξύ ίσων, οι νεότεροι Στάθης Κόικας, Φώτης Κουτρουβίδης, Αναστάσης Λαουλάκος, Φοίβος Μαρκιανός, Μάνος Στεφανάκης, Αντιγόνη Φρυδά. Αφήνω τελευταίο αλλά όχι 

έσχατο τον Βασίλη Ανδρέου που ’χει επωμιστεί τον επώνυμο ρόλο: θαυματουργεί, κατά τη γνώμη μου. Ηθοποιός χαμηλών τόνων, εδώ, αγνώριστος, έχει κατακτήσει μια δύναμη, ένα νεύρο, μια στιβαρότητα, μια ουσιαστική ικανότητα να γεφυρώσει τα δυο, τόσο αντιφατικά, άκρα του ρόλου του. Ο Πρίγκιπας Μίσκιν του στον ντοστογιεφσκικό «Ηλίθιο» του Στάθη Λιβαθινού επίσης, στο Εθνικό, κι ο Τίμων του, δυο -εντελώς διαφορετικοί- ρόλοι του, θα ’ταν αρκετοί να τον σημαδέψουν για πάντα (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
(Η παράσταση συνοδεύεται από δυο θαυμάσιες εκδόσεις: το πλούσιο πρόγραμμα, με υπεύθυνη την Μαρία Καρανάνου κι επιμέλεια της εξαιρετικής ύλης απ’ την Έρι Κύργια, δραματολόγο, εξάλλου, της παράστασης, και το υποδειγματικό τομίδιο των Εκδόσεων Σοκόλη, στη Σειρά Παγκόσμιο Θέατρο, με τη μετάφραση -απ’ το πρωτότυπο- του Νίκου Χατζόπουλου).

Θέατρο «Rex» / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», Εθνικό Θέατρο, 11 Οκτωβρίου 2018.

No comments:

Post a Comment