January 19, 2018

Tip: «Μαντάμ Σουσού»


«Είναι η Σουσού, η ξακουστή»: επιτυχέστατη «αναστήλωση»



Ιστορία 80 χρόνων φέρει η «Μαντάμ Σουσού». Από το 1938, όταν εμφανίστηκε στον «Θησαυρό» -περιοδικό λαϊκό της εποχής, το οποίο άντεξε πολλές δεκαετίες-, ως τύπος που πρωταγωνιστούσε σε σειρά ευθυμογραφημάτων του Δημήτρη Ψαθά. Έγινε βιβλίο, ξαναέγινε βιβλίο, έγινε έργο θεατρικό από τον ίδιο το δημιουργό της, έγινε ταινία, έγινε ραδιοφωνική σειρά, έγινε τηλεοπτική σειρά ασπρόμαυρη αλλά και έγχρωμη, έγινε τραγούδι, έγινε μουσική κωμωδία και συνεχίζει να παρουσιάζεται στο θέατρο -οκτώ δεκαετίες έχει διανύσει και η σουσού έχει γίνει όρος με παράγωγά 
του. Μεγαλοπιασμένη γυναίκα του Παναγιωτάκη που έχει πάγκο και πουλάει ψάρια στον Μπούθουλα -νυν Ακαδημία Πλάτωνος-, αμόρφωτη, αστοιχείωτη, με φαντασιώσεις αριστοκρατικής καταγωγής, με -κατά φαντασίαν- γαλικά στο λεξιλόγιό της, το ψώνιο της γειτονιάς της, παθολογικά μεγαλομανής αλλά κατά βάθος καλόψυχη, η μαντάμ Σουσού Παναγιώτου -ο Ψαθάς ισχυριζόταν ότι την είχε εμπνευστεί από γειτόνισσά του- σνομπάρει έως και περιφρονεί τις «τσοκαρίες» της γειτονιάς της, οργανώνει «απρέ μιντί», ξαναβαφτίζει Μαρί και, κατόπιν, Λεονί την Δημητρούλα, το «δουλικό» που της εξασφάλισε ο Παναγιωτάκης -ζει μία κατά φαντασίαν ζωή. Μέχρι που μία κληρονομιά 800 εκατομμυρίων δραχμών από τον αδελφό της, λαντζέρη στην


Αμερική που, πριν πεθάνει, είχε εξελιχθεί σε εκατομμυριούχο, της επιτρέπει να μετατρέψει τις φαντασιώσεις της σε πραγματικότητα. Παρατάει τον Παναγιωτάκη, που την αγαπάει, τη φροντίζει στοργικά και είναι το ανάχωμα στην καζούρα του Buθουλα, όπως, επί το πιο εύηχον «γαλικόν», αποκαλεί τη γειτονιά της, εις βάρος της αλλά μυρίζει ψαρίλα και δεν τον θεωρεί αντάξιό της παντρεύεται έναν απατεώνα ο οποίος της παρουσιάζεται ως αριστοκράτης με το ιστορικό επώνυμο Καντακουζηνός και την πλευρίζει με σκοπό να τη μαδήσει, αγοράζει ένα μέγαρο στο Κολωνάκι και μετακομίζει,
προσλαμβάνει πολυμελές υπηρετικό προσωπικό και καθηγήτρια γαλικών, κάνει ό,τι μπορεί, με ψέματα και μύθους, για να κρύψει την καταγωγή της, ξοδεύει αλόγιστα τα λεφτά της και, τελικά, ο απατεών σύζυγος την πείθει να περάσει στο όνομά του όσα της έχουν απομείνει και εξαφανίζεται αφήνοντάς την με ένα μωρό. Η Σουσού, χωρίς πεντάρα πια, θα γυρίσει εκεί από όπου ξεκίνησε: 

στον Μπούθουλα και στον αγαθό Παναγιωτάκη που πάντα την αγαπάει. Το έργο έχει την αθωότητα και την αφέλεια της εποχής του και η Σουσού δεν είναι, αρχικά, παρά ένα γελοιογραφικό σκίτσο, σαν αυτά του Φωκίωνα Δημητριάδη που συνόδευαν τα κείμενα του Ψαθά. Ο συγγραφέας, όμως, κάνει προσπάθειες να της προσδώσει μολιερικά χαρακτηριστικά -ολίγον Αρχοντοχωριάτης Ζουρντέν-, όπως προσπαθούσε πάντα με τους ήρωές του -βλέπε «Το στραβόξυλο», «Ο εαυτούλης μου», «Ζητείται ψεύτης».... Η Δήμητρα Παπαδοπούλου έκανε πάνω στο

κείμενο αυτό μία πολύ καλή διασκευαστική δουλειά χωρίς να προσπαθήσει να το εκσυγχρονίσει: το τοποθέτησε σε μία εποχή γύρω στη δεκαετία του ’50, έσφιξε τις σύντομες σκηνές του που έχουν τις ρίζες τους στα αρχικά σύντομα ευθυμογραφήματα του Ψαθά με ηρωίδα την Σουσού, το φρεσκάρισε, καθάρισε τις μούχλες και τις σκουριές που είχε πιάσει, έκανε κάποιες πολύ λογικοφανείς αλλαγές χωρίς να καταφύγει σε ευκολίες και φτήνιες στις οποίες 
κατέφευγε άλλοτε και πρόσθεσε έναν Ψαθά-αφηγητή που συνδέει τις σκηνές και «εξηγεί» -χωρίς αυτό να είναι ελάττωμα αλλά μάλλον σαν πατίνα που εξυπηρετεί την εποχή του έργου. Το κείμενο, που επιμελήθηκε η Νικολέττα Κοτσαηλίδου, παρέλαβε ο Γιάννης Κακλέας, το επεξεργάστηκε, επίσης, δραματουργικά  και ανέβασε την παράσταση ως κωμωδία μετ’ ασμάτων -δεν τη χαρακτηρίζω, αρχικά, μουσική κωμωδία μια και τα τραγούδια απλώς είναι της εποχής και σχολιάζουν τις καταστάσεις, χωρίς να προκύπτουν από το κείμενο, χωρίς ειδικά γραμμένους στίχους, τα περισσότερα, εκτός αυτών που έγραψε η Μαρίζα Ρίζου η οποία έχει και την ευθύνη της μουσικής. Αλλά, με τη μουσική και τα τραγούδια ζωντανά εκτελεσμένα, με ζωντανή επί σκηνής ορχήστρα -σε ενορχήστρωση Δημήτρη Σιάμπου-, τελικά, δίνεται η αίσθηση 
της μουσικής κωμωδίας, την οποία επιτείνουν οι έξοχες -ανάλαφρες και καλά εκτελεσμένες- χορογραφιες του Κυριάκου Κοσμίδη -αυτή των υπηρετών μου έφερε ένα άρωμα Άγγελου Γριμάνη και Γιάννη Μέτση από τον «Βαπτιστικό» της Λυρικής της δεκαετίας του ’60-, στις οποίες πολλά, μα πολλά οφείλει η παράσταση. Μία παράσταση καλά δεμένη, καλά κουρδισμένη που τρέχει χωρίς προσκόμματα. Η εξαιρετική, λειτουργικότατη σκηνογραφική δουλειά του Μανόλη Παντελιδάκη, που την 

αναδεικνύουν οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, τα θαυμάσια, καλόγουστα και ταιριαστά με το ύφος της Σουσούς κοστούμια «της αριστοκρατίας» του Νίκου Χαρλαύτη, με τα εντυπωσιακά αλλά και αστεία τονισμένα καπέλα με τα φτερά της Δήμητρας Καίσαρη, αλλά και τα πολύ σωστά «της πλέμπας» της Σοφίας Νικολαΐδη, τα βίντεο του Κάρολου Πορφύρη που δεν είναι τυπικά αλλά κυλούν και σημαίνουν κινηματογραφικά, έστω και αν μπερδεύουν εποχές 


και τόπους, μία παράσταση κινηματογραφικής δομής συμπληρώνουν, μαζί με μία πλούσια παραγωγή που -σπανιότατο πια- δεν έχει φεισθεί εξόδων, τη θετική εικόνα ενός παραστασιακού αποτελέσματος με χρώματα και αρώματα νοσταλγικά. Η Δήμητρα

Παπαδοπούλου με την Σουσού κάνει νομίζω τον καλύτερο ρόλο της: είναι αστεία χωρίς ποτέ να γίνεται γελοία. Μαζί της, ο Παναγιωτάκης του Κώστα Κόκλα, αυθεντικά λαϊκός, και ο Άλκις Κούρκουλος, ιδανικός Καντακουζηνός, με το σηκωμένο φρύδι και το ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό ύφος σχηματίζουν ένα ισορροπημένο, άψογο βασικό τρίο άριστης διανομής. Το 
πολυπληθές σύνολο των ηθοποιών βοηθάει αποτελεσματικά -παλαιότεροι, όπως ο Κώστας Φλωκατούλας, ο Βασίλης Χαλακατεβάκης, ο Γιώργος Ψυχογιός ή ο Μελέτης Γεωργιάδης και νεότεροι, όπως η Ροζαμάλια Κυρίου-«Μαρί», η Ηλιάνα Γαϊτάνη, η Γιάννα Ζιάνη, η Χρύσα Κλούβα, ο Γρηγόρης Ποιμενίδης ή ο Κωστής Μπούντας. Πρόλαβα να ξεχωρίσω την

Φαίη Κοκκινοπούλου, λαγαρή σουμπρέτα, και την Νικολέτα Κοτσαηλίδου, καλλονή με στόφα σταρ αλλά και γκάμα, που της αξίζουν πρωταγωνιστικοί ρόλοι. Άφησα τελευταία την Χριστίνα 
Μαξούρη. Στο πρόγραμμα αναφέρεται ότι έχει επωμιστεί τα τραγούδια της παράστασης. Γνωρίζω εδώ και χρόνια την εξαιρετική φωνή της, ικανή να ερμηνεύει έξοχα τραγούδια διαφορετικού ύφους. Εδώ, όμως, κάνει την έκπληξη: κομψή, με κίνηση εντυπωσιακή, χορεύει με τόση αρμονία και τόσο μπρίο -όπως λέγαμε παλιά- που κλέβει την παράσταση. Αφοπλιστική! Χωρίς την Χριστίνα Μαξούρη η παράσταση θα είχε χάσει τη μισή νοστιμιά της. Θα σας έλεγα ανεπιφύλακτα να τη δείτε -ένα μεγάλο ψυχαγωγικό θέαμα που σέβεται τον εαυτό του και το θεατή- μέχρι αύριο που τελειώνει, αν δεν είχα την επιφύλαξη του ακριβού εισιτηρίου: από 10 έως 80 ευρώ… Ελπίζω να την επαναφέρουν, μετά την επιτυχία που είχε. Κρίμα μία τέτοια παραγωγή να είναι τόσο βραχύβια (Φωτογραφίες: 1 NDP Photo Agency Nikolareas-Daskalakis-Poupoulidou. 6,7,11,12,14 Γιώργος Καλφαμανώλης).

No comments:

Post a Comment