August 18, 2016

Φεστιβάλ Αθηνών: επειγόντως ανανέωση!


Το Τέταρτο Κουδούνι / 18 Αυγούστου 2016 



Άκουσα, γι άλλη μια φορά, τον Δημήτρη Πλατανιά. Στην Καλαμάτα τη φορά αυτή, στη συναυλία-κλείσιμο του 22ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού -σας έγραψα σχετικά στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 29 Ιουλίου. Έχω γράψει αρκετές φορές για τον Πλατανιά. Αλλά θέλω να επανέλθω στον έλληνα βαρύτονο με τη διεθνή πια καριέρα. Δεν είμαι ούτε μουσικολόγος ούτε κριτικός μουσικής. Αγαπώ τη μουσική, αγαπώ τη φωνή, αγαπώ την όπερα κι έχω κάποια πείρα ως θεατής κι ακροατής. Και μπορώ με σιγουριά να γράψω -πάλι- πως ο Δημήτρης Πλατανιάς είναι ο καλύτερος βαρύτονος που είχαμε απ’ την εποχή του Κώστα Πασχάλη. Το μέγεθός του είναι ήδη αναγνωρισμένο, βέβαια, αλλά πιστεύω πως ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πως ο Πλατανιάς δεν είναι απλώς σημαντικός, δεν είναι απλώς ο καλύτερος. Αλλά πως ανήκει στα μεγέθη αυτά τα πάνω απ’ τον μέσο όρο, τα μετρημένα στα δάχτυλα, που τιμούν τη χώρα. Και που πρέπει να τους δώσουμε τη σημασία και να τους αποδώσουμε τις τιμές που τους οφείλουμε.
Επιπλέον διαπίστωσα πως η Καλαμάτα τον αγαπάει πολύ και τον καμαρώνει. Όχι ως είδωλο αλλά ως ένα δικό της παιδί, σπλάχνο απ’ τα σπλάχνα της. Όπου καθόμουνα κι έκανα αναφορά στον Πλατανιά, από μουσικόφιλους μέχρι σερβιτόρους, άκουγα να μιλούν για τον «Μήτσο» με μεγάλη στοργή. Και, κατά σύμπτωση, την επομένη της συναυλίας, τον είδα να ’ρχεται με το μηχανάκι του εκεί που καθόμασταν, στην παραλία, για να κάνει μπάνιο με τη γυναίκα του, την -ειδικευμένη στο λιντ- σοπράνο Χριστίνα Γιαννακοπούλου, Καλαματιανή επίσης, που τον περίμενε. Συμπαθέστατος, προσιτός, άμεσος, έξω καρδιά, πλακατζής. Και πανευτυχής που φέτος το καλοκαίρι δεν έχει υποχρεώσεις και θα μπορέσει να ξεκουραστεί και να κάνει μπάνια.





Απτον «Ριχάρδο Γ΄» με τον Κέβιν Σπέισι έχει να γίνει αυτό που γίνεται στην Επίδαυρο με τους «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου και της «Στέγης» -να χουν ξεπουλήσει κι οι δυο προγραμματισμένες παραστάσεις. Απορώ πώς και δεν πράττουν το ίδιο που χε κάνει τότε το Φεστιβάλ: να προσθέσουν μια παράσταση για την Κυριακή. Δε χάνονται αυτές οι ευκαιρίες. Είναι τόσος κόσμος που ενδιαφέρεται και δε βρήκε εισιτήριο... Ελπίζω κι εύχομαι, πάντως, η παράσταση ν ανταποκριθεί στις προσδοκίες που χει δημιουργήσει (Φωτογραφία: Νικόλας Μάστορας, Artwork: Beetroot).



Ε, όχι! Δεν το σχολίασα το σχόλιο που φέρεται να ’γραψε ο Γεράσιμος Γεννατάς και ν’ ανάρτησε στο προφίλ του στο facebook, για την «Ορέστεια» του Γιάννη Χουβαρδά και τους συναδέλφους του που παίζουν στην παράσταση. Γιατί δεν το πίστεψα -δε θέλησα να το πιστέψω. Το θεώρησα πλαστό, κάποιοι κακοήθεις θα τον χάκαραν. Άλλωστε, στο προφίλ του, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει (πια;). Θα ’ταν εξωφρενικό ΑΥΤΟ που διάβασα να μην ήταν πλαστό. Και να το ’χε γράψει ο Γεράσιμος Γεννατάς. Που ξέρω. Κι ο οποίος ηθοποιός είναι. Και, σίγουρα, έχει παίξει και, σίγουρα, θα παίξει κι ο ίδιος και σε παραστάσεις για τις οποίες υπήρξαν και θα υπάρξουν, ίσως, σχόλια αρνητικά…
(Μόνο, με τούτα και μ’ εκείνα, παιδιά, μη φτάσουμε πάλι σε κανένα ’44 και σε καμιά Ελένη Παπαδάκη…). 



Περίεργη η σύνθεση τoυ θιάσου «Διασπορά» που παρουσίασε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στην «Πειραιώς 260», στα αγγλικά, το έργο της Λιν Νότατζ «Ruined». Αναρωτήθηκα, επίσης, γιατί πήρε «Πούλιτζερ» το έργο αυτό, το 2009, και γι άλλη μια φορά σκέφτηκα πως έχουν ξεπέσει τα «Πούλιτζερ»... Αλλά κι η παράσταση, που συνυπέγραφαν (αλλού ναι, αλλού όχι, δεν ήταν και πολύ σαφές…) ο Ντένις Χίλτον-Ριντ κι η δικιά μας Γιούλα Μπούνταλη, σα λίγο «χαμένη» και μπερδεμένη κι απροετοίμαστη κι άδετη μου φάνηκε. Και μόνο την ίδια την Γιούλα Μπούνταλη ξεχώρισα στο ρόλο της Μάμα Νάντι.  


Πολύ ενδιαφέρουσα η μουσική δουλειά του Λευτέρη Βενιάδη στη μουσικοθεατρική παράσταση «Γεώργιος Σουρής τώρα» -σύνθεση κι εκτέλεση- που παίχτηκε στο Μέγαρο Μουσικής, επίσης στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Αλλά γιατί ν’ αναλάβει ο ίδιος και τη σκηνοθεσία; Το ημιερασιτεχνικό, κακοστημένο θέαμα κατέστρεψε την όλη εντύπωση -πιο αμήχανο, πεθαίνεις… Όσο για το ενδυματολογικό μέρος, τι να πω; Ο νεαρός βαρύτονος με το σορτσάκι (!), που σα μόλις να γύρισε απ’ τη θάλασσα και ν’ ανέβηκε στη σκηνή χωρίς να προλάβει ν’ αλλάξει, όλα τα λεφτά -εμβρόντητος έμεινα βλέποντάς τον. Κρίμα.



Αδιάφορη βρήκα και την «Αντιγόνη» του Ανούιγ όπως, υποτονικά, την ανέβασε στο «Ρεξ» -στην Σκηνή «Κοτοπούλη» του Εθνικού-, για το Φεστιβάλ, η Ελένη Ευθυμίου προσπαθώντας με κάποια τρικ -η «κιτσοπουλική» Ιωάννα Μαυρέα ως Ισμήνη!- να ζωντανέψει το ολίγον πια ψόφιο, κατά τη γνώμη μου, έργο που κάποτε υπεραγαπούσα.



Ενδιαφέρουσα η όπερα την οποία έβγαλε απ’ το «Λεόντιος και Λένα» του Μπίχνερ -που, προσωπικά, το βρίσκω τόσο , μα τόσο δύσκαμπτο έργο, τόσο χωρίς χιούμορ, τόσο λίγο κωμωδία, τόσο γερμανικό…- ο Κορνήλιος Σελαμσής -ταλαντούχος συνθέτης- κι εξαιρετικοί οι τέσσερις πρωταγωνιστές του -Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Χάρης Ανδριανός, Θεοδώρα Μπάκα και Λητώ Μεσσήνη, ειδικά οι δυο άντρες που έχουν και υποκριτικές ικανότητες καθόλου αμελητέες- αλλά η παράσταση του Αργύρη Ξάφη, που είδα στο Εθνικό, στο πλαίσιο, πάντα, του Φεστιβάλ, λίγο αμήχανη μου φάνηκε. Και κουραστική. Έστω κι αν, στο τέλος, με κέρδισε. 

Δεν μπορώ, πάντως, να μην υπογραμμίσω το σκηνικό/γλυπτό που υπέγραφαν η Ελένη Παπαναστασίου κι ο Γιάννης Κιτάνης. Έξοχο!



Όσο για την -εντός Φεστιβάλ ωσαύτως- «Κάρμεν» της Λυρικής διάβασα τόσα ενθουσιώδη που εξεπλάγην: μήπως δεν είδα την ίδια παράσταση; Διότι, εμένα, μετά την σίξτις-σέβεντις, κιτσίζουσα φετινή «Αΐντα» του ιταλού σκηνοθέτη Ενρίκο Καστιλιόνε, με την οποία άνοιξε η Λυρική το Φεστιβάλ στο Ηρώδειο, η «Κάρμεν» του Βρετανού Στίβεν Λάνγκριτζ μου φάνηκε να βρίσκεται στο άλλο -εξίσου ατυχές…- άκρο: στις σκηνοθεσίες που καμώνονται, ντε και καλά, τις μοντέρνες pour épater les bourgeois -για να εντυπωσιάσουν τους αστούς.
Ενδιαφέρον το φλας μπακ που επιχείρησε ο Λάνγκριτζ σκηνοθετώντας στην εισαγωγή την εκτέλεση του -φονιά, πια, της Κάρμεν- Δον Χοσέ και, κατόπιν, πιάνοντας την ιστορία απ’ την αρχή. Αλλά αυτή η ιδέα η παράστασή του να στηριχτεί στο «εύρημα» της παράνομης διακίνησης μεταναστών για να είναι in στα σημερινά ελληνικά δεδομένα μού φάνηκε τόσο «δήθεν», τόσο εξωτερική, τόσο άσχετη, τόσο επιβεβλημένη με το ζόρι, τόσο ψεύτικη... Κανένα, μα κανένα βάσανο στην αναζήτηση της ουσίας της όπερας -μα, δεν το ’δε αυτό κανείς; Πόσο μάλλον όταν η εκτέλεση απ’ τους υποκριτικά ανειδίκευτους στο μοντέρνο αυτό ύφος καλλιτέχνες της -καλής- Χορωδίας της Λυρικής οδηγούσε σε καμπανιστές παραφωνίες -εκείνος ο ηλικιωμένος φαντάρος...
Επιπλέον είχα την ατυχία να δω τη δεύτερη διανομή: μια κάποιας ηλικίας, καλής εμφάνισης και με καλούτσικη φωνή αλλά συμβατική, «δεύτερη» Γαλίδα Κάρμεν, τον δικό μας Δημήτρη Πακσόγλου που είναι ικανός φωνητικά τενόρος αλλά δε νομίζω πως του πάει ο Δον Χοσέ, μια συμπαθητική Μικαέλα -την Άννα Στυλιανάκη- κι έναν ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ Ιταλό Εσκαμίγιο -μα ΠΟΥ τις ψωνίζουν τις μετακλήσεις τους;- που απόρησα γιατί κανείς δεν τόλμησε να τον κράξει…



Για να καταλήξω: μετά από 28 εκδηλώσεις του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών που είδα -σχεδόν τις μισές- και παρά κάποιες -πολύ λίγες- ευχάριστες εκπλήξεις που είχα και στις οποίες ήδη αναφέρθηκα, μουσικές κυρίως, απογοητευτικό, τελικά, το βρήκα. Παραστάσεις νέων που δεν είχαν τίποτα να πουν, δήθεν, βιαστικά στημένες, άμετρη κατάχρηση του devised, τίποτα το ουσιαστικά καινούργιο αλλά κι οι ξενόφερτες, όσες είδα, τίποτα δε μου είπαν, ακόμα κι ο «Μάκβεθ» του Μπρετ Μπέιλι. που τόσο περίμενα, με ψιλοαπογοήτευσε. Απορώ με τους συναδέλφους που τόσα πολλά θετικά σε τόσο πολλές παραστάσεις βρήκαν…
Νομίζω πως ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος πρέπει πολλά να αναθεωρήσει. Αυτές οι αλλεπάλληλες παραστάσεις νέων και «νέων», που πληθύνθηκαν τόσο τα τελευταία χρόνια, ας γίνουν μια πλατφόρμα ενταγμένη στο Φεστιβάλ, δε γίνεται πια ν’ αποτελούν τον κορμό του.




Τα δυο «Ψηλά βουνά» μαλώνουν, για να παραφράσω το κλέφτικο δημοτικό. Τα βασισμένα στο αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου -το πρώτο που γράφτηκε στη δημοτική στην Ελλάδα - «Ψηλά βουνά», χειμωνιάτικη παραγωγή του «Ακροπόλ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου -που προφανώς έκανε και τη διασκευή για το θέατρο αλλά αυτό πουθενά δεν αναφέρεται-, περιοδεύουν ανά την Ελλάδα.
Αλλά ανά την Ελλάδα περιοδεύουν και τα -επίσης βασισμένα στο αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου- «Ψηλά βουνά», παραγωγή του «Νέου Θεάτρου Θεσσαλονίκης», σε σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα -η επιλογή κειμένων είναι του Ανδρέα Καρακίτσιου κι η δραματουργική επεξεργασία του θιάσου. Για να δούμε ποια θα νικήσουν -στις πιάτσες και στα εισιτήρια εννοώ.



Την Άνδρο την έχω αγαπήσει. Και το καινούργιο αμφιθέατρο της, που το ’δα πέρσι απέξω, μου άρεσε. Και το φεστιβάλ της που ξεκίνησε πέρσι το καλοδέχτηκα. Και τον Παντελή Βούλγαρη που ’χει αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνσή του πολύ τον εκτιμώ. Αλλά, όταν βλέπω, επί 27 εκδηλώσεων του προγράμματος του φεστιβάλ, οι 26 να ’ναι με τους συνήθεις περιοδεύοντες ανά την Ελλάδα θιάσους και τραγουδιστές/μουσικούς και κάποιες με ντόπιους και μια μόνο με ξένους καλλιτέχνες -«Music and Dance Gala for Andros με καλλιτέχνες από την Εθνική Όπερα Παρισίων», λέει, όπως διαβάζω στο δελτίο Τύπου-, ε, τότε βρίσκω καταχρηστικό έως και μεγαλομανή τον τίτλο «ΔΙΕΘΝΕΣ Φεστιβάλ Άνδρου». Άσε τον δήμαρχο Άνδρου που το χαρακτηρίζει ως «ένα από τα κορυφαία πολιτιστικά γεγονότα του καλοκαιριού στην Ελλάδα»… Θα μπορούσα έως και για σουσουδισμό να μιλήσω αλλά θα κινδύνευα να παρεξηγηθώ καθότι ο δήμαρχος λέγεται Σουσούδης…




«Η ακουστική λοιπόν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου έχει το αξιοπερίεργο, ότι έτσι όπως ακούγονται καθαρά τα Ελληνικά εκεί, δεν μπορούν να ακουστούν άλλες γλώσσες, υπάρχει δηλ. κάποιου είδους συντονισμού του ήχου, της Μαθηματικής Ελληνικής γλώσσας, του χώρου και της ακουστικής, και αυτό γιατί η Ελληνική γλώσσα είναι μουσική γλώσσα». Έζησα για να το διαβάσω κι αυτό. Έτσι ακριβώς…




Να ’χεις πει, να ’χεις γράψει τα χείριστα -δηλητήριο, υπονοούμενα…- για τον άνθρωπο, και, όταν πεθάνει, να γράφεις από πάνω και θερμή νεκρολογία αντί να το βουλώσεις διακριτικά, ε, το θεωρώ θράσος… Μέγα.


Την επόμενη Πέμπτη «Το Τέταρτο Κουδούνι» θ’ απουσιάσει και πάλι. Ραντεβού τον Σε(μ)πτέ(μ)βριο -Πέμπτη 1 Σε(μ)πτε(μ)βρίου (Ωχ, ολόκληρος Σε(μ)πτέ(μ)βριος κι ολόκληρος Οκτώ(μ)βριος με περιμένουν πάλι… Αλλά πώς να τους αποφύγω;).

No comments:

Post a Comment