January 21, 2016

Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Πολιτιστική Πρωτεύουσα…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 21 Ιανουαρίου 2016

Βόλος (φωτογραφία), Δελφοί, Ελευσίνα, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Κέρκυρα, Λάρισα, Λέσβος Μεσολόγγι, Πειραιάς, Ρόδος, Σαλαμίνα, Σάμος, Τρίπολη -κατ’ αλφαβητική σειρά: δεκατέσσερις (!) είναι, τελικά, οι πόλεις που υπέβαλαν φάκελο διαγκωνιζόμενες στον αγώνα δρόμου/πρόκρισης για το χρίσμα της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας το 2021 -που ’ναι, τότε, η σειρά μας να το λάβουμε, μοιράζοντάς το, όπως έχει καθιερωθεί, με μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα -την Ρουμανία εν προκειμένω.
Υψηλές φιλοδοξίες αντιλαμβάνομαι, μεγάλες προσδοκίες υποπίπτουν στην αντίληψή μου, κλίμα ανάτασης εισπράττω, μεγάλο μεράκι βλέπω, άνθρωποι αξιόλογοι διαβάζω να ’χουν αναλάβει επικεφαλής των επιτροπών διεκδίκησης… Και λιγάκι απορώ: είναι σίγουροι για τις συνέπειες; Η μέχρι τώρα σχετική ελληνική πείρα δεν τους τρομάζει; Δεν ήξεραν; Ε, δε ρώταγαν; Γνωρίζω πως η μνήμη έχει κοντά ποδάρια, ειδικά στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν ακούσει ΤΙ συνέβη στις προηγούμενες -ελληνικές- περιπτώσεις Πολιτιστικής Πρωτεύουσας; Στην Θεσσαλονίκη -ειδικά…- το 1997; Στην Πάτρα το 2006; Όταν παραιτούνταν κι άλλαζαν ώσπου να πεις κύμινο οι καλλιτεχνικοί διευθυντές; Όταν τα λαμόγια εφόρμησαν καθέτως και βούτηξαν στο μέλι πατόκορφα; Όταν βούιξε ο τόπος απ’ τα σκάνδαλα -που όλα, βεβαίως, κουκουλώθηκαν; Που έως και σχετική βιβλιογραφία υπάρχει;
Για να μη μιλήσω για την πρώτη Πολιτιστική, την Αθήνα, το 1985, που ’χει πάρει διαστάσεις γεγονότος ιστορικού αλλά όπου κι εκεί, με το ΠΑΣΟΚ στο peak του, εν πλήρει δόξη,…, πολλοί και πολλά έφαγαν απ’ τα πολλά που μοιράστηκαν σε ημέτερους. Αλλά, είτε επειδή είχαμε την πρωτιά και ντρεπόμασταν, είτε επειδή υπήρχαν στο πρόγραμμα καλλιτέχνες μεγάλου βεληνεκούς, όπως ο Πίτερ Μπρουκ, ο Πέτερ Στάιν, ο Αντουάν Βιτέζ, ο Ζαν Λουί Μπαρό κι η Μαντλέν Ρενό…, συγκροτήματα όπως η Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, ορχήστρες μεγάλες ή οργανώσεις όπως το Rock in Athens, που βούλωναν τα στόματά μας, είτε επειδή τα ονόματα της Μελίνας που ’χε την πρωτοβουλία για το θεσμό και του Ντασέν δεν άφηναν περιθώρια, πολλά δε βγήκαν στην επιφάνεια…
Δίνουν, δηλαδή, την ψυχή τους για ένα πουκάμισο αδειανό; Γιατί; Πιστεύουν ότι το 2021 όλα πια θα ’ναι καθαρά και ξάστερα και ρόδινα; Είθε. Κι ας μην το πιστεύω. Καθόλου.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

Σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης πώς εμπλούτισα (;) τις γνώσεις μου για τον Τσέχοφ διαβάζοντας στα «Νέα» τον έγκριτο κριτικό θεάτρου και Δάσκαλο Κώστα Γεωργουσόπουλο να γράφει πως ο συγγραφέας είχε ντάτσα στην Σαχαλίνη, όπου «κατέφευγε συχνά» κι όπου έγραψε τον «Βυσσινόκηπο»…
Και ω, της -ευτυχούς- συμπτώσεως! Φίλη καλή με πληροφορεί πως δεν είναι ούτε μήνας σχεδόν που κυκλοφόρησε απ’ τις Εκδόσεις «Λέσβος» για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εντελώς καθυστερημένα -άρχισε να δημοσιεύεται σε εφημερίδα το 1893 και πρωτοεκδόθηκε το 1895-, το βιβλίο-μαρτυρία του Αντόν Τσέχοφ «Νήσος Σαχαλίνη», το οποίο διαβάζει αυτές στις μέρες, σε -πολύ καλή, μου λέει- μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη. Και με πρόλογο του Στέλιου Ελληνιάδη.
Ο Τσέχοφ, διαβάζω σε παρουσίαση του βιβλίου στο parapolitika.gr, «αποφάσισε να κάνει το ταξίδι αυτό το 1890, σε ηλικία 30 ετών, κάνοντας τρεις μήνες να πάει και τρεις μήνες να γυρίσει, αφού έμεινε εκεί άλλους τρεις μήνες. Επέστρεψε στην ρώσικη πρωτεύουσα αρχές Δεκέμβρη παίρνοντας το πλοίο μέσω Σιγκαπούρης και Κεϋλάνης, για να φτάσει στην Οδησσό δια μέσου του Ινδικού ωκεανού και της διώρυγας του Σουέζ». Οπότε μπερδεύτηκα εντελώς μ’ αυτά που ’χα διαβάσει στα «Νέα»…
Πάντως, με την ευκαιρία, να διορθώσω ότι η Σαχαλίνη -όπου ο Τσέχοφ πεταγόταν τακτικά…- απέχει απ’ την Μόσχα, όπως διαβάζω στο ίδιο δημοσίευμα, 9400 χλμ κι όχι 6700 όπως σας έγραφα. Πρέπει να διορθώνουμε τα λάθη μας. Ως ένδειξη στοιχειώδους, τουλάχιστον, εντιμότητας και σεβασμού προς τους αναγνώστες. Έτσι δεν είναι; Κι όχι να τα κουκουλώνουμε -τουμπεκί ψιλοκομμένο. Ειδικά όταν πρόκειται για χοντρές πατάτες…
Και, βέβαια, τρέχω ν’ αγοράσω το βιβλίο.


Έχει ευτυχήσει, τελικά, στην Ελλάδα, σε θεατρική μορφή, η νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ «Μιχαήλ Κόλχάας». Μετά τη μεταφορά της για το θέατρο απ’ τον Ίστβαν Τάσναντι με τον τίτλο «Μίκαελ Κόλχαας, ο εχθρός του λαού» που ’χα δει στην Θεσσαλονίκη, τη σεζόν 2000/2001, στο πλαίσιο του άτυπου Φεστιβάλ της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης το οποίο είχε οργανώσει το ΚΘΒΕ, απ’ το ουγγαρέζικο Θέατρο «Κάτονα Γιόζεφ», σ’ ένα αριστουργηματικό ανέβασμα απ’ τον νεαρό Άρπαντ Σίλινγκ και που δεν ξεχνώ, ως αμιγώς ελληνική παράσταση ανέβηκε -σκηνοθεσία κι ερμηνεία- ως μονόλογος, με τον τίτλο «Κόλχαας» απ’ τον Νίκο Αλεξίου. 
Αρχικά τη σεζόν 2010/2011 στο «Τόπος Αλλού». Κι αφού, έκτοτε, παίχτηκε σε διάφορα θέατρα, συνεχίζει φέτος -έκτη σεζόν!- να παρουσιάζεται στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων», άλλως «ΚΕΤ» -εξαιρετική στιγμή του ηθοποιού!
Και ιδού φέτος που ανέβηκε κι απ’ τη νεανική ομάδα «Τρις» στο «Bios.Tesla». Με τον τίτλο «Μίχαελ Κόλχαας. Η ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου». Σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία των τριών της ομάδας -Χριστίνα Γαρμπή, Κώστας Κουνέλλας, Βασίλης Σαφός-, οι οποίοι και παίζουν, με σκηνικά, κοστούμια και φωτισμούς που υπογράφουν αντίστοιχα η Άρτεμις Σιέρρα, ο Δήμος Κλιμενώφ κι ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης και που αποτελεσματικά ενισχύουν το αποτέλεσμα. Κι αν τα τρία παιδιά είναι ακόμα άπειρα, η δουλειά τους είναι απόλυτα επαινετή.
Οπότε έχετε να δείτε μέσα στην ίδια σεζόν δυο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις της νουβέλας του Κλάιστ, εξίσου ενδιαφέρουσες. 



Πάω στο «Θέατρο Τέχνης», στο Υπόγειο, να δω «Τα παιδιά του ήλιου» του Μαξίμ Γκόρκι -δεν τον αγαπώ πολύ, ποτέ δεν τον αγάπησα, άψογος δραματουργικά στο ρεαλισμό του αλλά ανθυπο-Τσέχοφ μου φαίνεται πάντοτε, όλα όσα ο Τσέχοφ κρύβει κάτω απ’ την επιφάνεια ο Γκόρκι τα δίνει φάτσα-φόρα, μασημένα-, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, η Ιωάννα Μαυρέα, πολύ καλή, πολύ άνετη στη σκηνή ηθοποιός, που ’χει διαπρέψει σε παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου -αξέχαστη ως Μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας της με χειροκίνητο μίξερ σε χρήση δονητή…-, να επαναλαμβάνει το κιτσοπούλειο στιλ -και, δυστυχώς, να επαναλαμβάνεται κι η άνεση να γίνεται ευκολία…- ως Αντόνοβνα του Γκόρκι εντελώς εξελληνισμένη -έως και «τα ίδια Παβελάκη μου, τα ίδια Παβελή μου» την άκουσα να λέει απευθυνόμενη στον Πάβελ, βασικό ήρωα του έργου. 
Πάω στην «Στέγη» να δω το «Πίστη, αγάπη, ελπίδα» του Έντεν φον Χόρβατ -αυτόν τον αγαπώ- σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση, πλην όλων των άλλων «μεταδραματικών», η -επίσης πολύ καλή, πάντως- Ευαγγελία Καρακατσάνη σ’ ολόκληρο αυτοσχεδιαστικό επιθεωρησιακό νούμερο εκτός κειμένου, α λα Κιτσοπούλου επίσης…
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι η Λένα Κιτσοπούλου θα ’ταν τόσο επιδραστική στους σκηνοθέτες μας… Και δη σκηνοθέτες που πολύ εκτιμώ. Καλά τα ’λεγα στο «Τέταρτο Κουδούνι», ήδη απ’ τις 28 Μαΐου, ότι το «Κιτσοπούλου» έγινε πια είδος -κατηγορία. Και ύφος, να συμπληρώσω. Καλό ειν’ αυτό; Κακό; Αδυνατώ να σας απαντήσω. Είμαι αδύνατος στα «μεταδραματικά». Μπορεί να συνηθίσω, όπως μου ’πε ο φίλος μου ο Νίκος: «Όλα έτσι είναι πια, συνήθισα». 


Πάντως, στην «Στέγη», την ιδιαίτερα φιλόξενη στα «μεταδραματικά», στην ίδια γραμμή -ε, δεν εννοώ «Κιτσοπούλου», όχι πια και τόση επιδραστικότητα, «μεταδραματική» γραμμή εννοώ- είδα απ’ το «Θέατρο Τέχνης της Μόσχας» και τους «Καραμάζοφ» του Ρώσου Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι «Αδερφοί Καραμάζοφ». Μια μεταγραφή του έργου απ’ τον ρηξικέλευθο σκηνοθέτη, με μαύρο χιούμορ, που τοποθετεί το έργο στους κύκλους της σημερινής παρακμιακής Ρωσίας των ολιγαρχών. Αυτή η παράσταση, όμως, μου άρεσε -πέντε ώρες διάρκεια και με κράτησε. Ίσως γιατί ο Μπογκομόλοφ, έστω κι αν έχει κάνει ακρότητες, μετέγραψε και αντιστοίχισε με μεγάλη ακρίβεια και συνέπεια το πρωτότυπο κείμενο, ίσως γιατί το ντοστογιεφσκικό μεδούλι δεν αλλοιώθηκε, ίσως γιατί με γοήτευσαν οι ηθοποιοί του που έπαιζαν μοντέρνα αλλά στη γραμμή της μεγάλης στανισλαφσκικής παράδοσης, 


με επικεφαλής τον Ίγκορ Μιρκουρμπάνοφ-Φιόντορ Καραμάζοφ -φίλος βρήκε πως ηθελημένα παρέπεμπε στον παρακμασμένο, ρώσο, πλέον, πολίτη και φίλο του Πούτιν, Ζεράρ Ντεπαρντιέ…-, βραβευμένο για την ερμηνεία του αυτή, πέρσι, με «Χρυσή Μάσκα» -το κορυφαίο ρωσικό θεατρικό βραβείο.


Δουλειά της Σοφίας Μαραθάκη και της ομάδας «Ατονάλ» πρωτόδα πέρσι στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»: το «Εσωτερικό» του Μορίς Μετερλένκ. Μια παράσταση μοντέρνα αλλά ουσιαστικά μοντέρνα. Ψαγμένη στις λεπτομέρειες. Σχολαστικά ακριβής. Αλλά και με συγκίνηση. Και, επιπλέον, υψηλής αισθητικής. Είχα ενθουσιαστεί. Γι αυτό και περίμενα την επόμενή τους. Ήρθε. Στο «104»: τέσσερα μονόπρακτα του Ντέιβιντ Άιβς κάτω απ’ τον γενικό τίτλο «Ο Φίλιπ Γκλας αγοράζει μια φραντζόλα ψωμί».

Ο Άιβς ανήκει στους «διαφορετικούς» αμερικανούς διανοούμενους. Είναι σκεπτόμενος, έχει χιούμορ λεπτό αλλά δεν μπορώ να πω ότι τρελαίνομαι, ειδικά με τα μονόπρακτα αυτά που θα μπορούσαν να καταταχτούν στη σφαίρα του Παραλόγου. Γι αυτό και με τα δυο πρώτα της παράστασης -«Λόγια, λόγια, λόγια» και «Παραλλαγές στο θάνατο του Τρότσκι»- δεν ενθουσιάστηκα. Αλλά στα δυο επόμενα -«Κανένα πρόβλημα» και «Ο Φίλιπ Γκλας αγοράζει μια φραντζόλα ψωμί»- η σκηνοθέτρια Σοφία Μαραθάκη επιβεβαιώνει τις υποσχέσεις που έδωσε με το «Εσωτερικό»: κάνει μουσική. Ειδικά στο δεύτερο. Όπου ακολουθεί τους μινιμαλιστικούς τρόπους του Γκλας με μεγάλη επιτυχία. Και για να κάνεις μουσική στο θέατρο χρειάζεται να ρίξεις πολλή δουλειά με τους ηθοποιούς σου. Μια παράσταση με πολλά συν. Δείτε την! 



Το τι καλά συμβαίνουν στο αναγεννημένο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Νίκο Διαμαντή το ’χω ήδη επισημάνει: παραστάσεις τουλάχιστον ενδιαφέρουσες -είδα έναν εξαιρετικό «Φάουστ» απ’ την Κατερίνα Ευαγγελάτου-, θεάματα για παιδιά, «αγρυπνίες» συναρπαστικές, συναντήσεις με διακεκριμένους των γραμμάτων, της μουσικής, της επιστήμης…, εκθέσεις πολύ ενδιαφέρουσες, εκπαιδευτικά προγράμματα έως και «κόκκινο» εικαστικό πολυθέαμα με τον τίτλο «Θρύλε, Θεέ μου» -για τον Ολυμπιακό βέβαια! Έξυπνες, πολύ έξυπνες ιδέες που προσπαθούν να κρατούν σε διαρκή εγρήγορση το θέατρο και να το δένουν με την πραγματικότητα της πόλης -έτσι πρέπει.
Ας προσέξουν όμως και τα τηλέφωνα επικοινωνίας. Φίλη που ήθελε να ρωτήσει πληροφορίες για τον «Φάουστ» κι αν υπάρχουν εισιτήρια μου ’λεγε πως επί μια βδομάδα τηλεφωνεί τις μέρες και ώρες λειτουργίας των ταμείων, που γράφει η -επίσης καλή- ιστοσελίδα του Δημοτικού και στο μεν αριθμό του τηλεφωνικού κέντρου ακούει πως «η τηλεφωνική σύνδεση δεν λειτουργεί για τεχνικούς λόγους» ενώ τα δυο τηλέφωνα των ταμείων δεν τα σηκώνουν…

2 comments:

  1. Αγαπητέ Γιώργο,

    επειδή σε διαβάζω, δεν περίμενα κι από σένα ένα τέτοιο τσουβάλιασμα της Πάτρας Πολιτιστικής 2006 με όλες τις προηγούμενες και ίσως και τις επερχόμενες ελληνικές Πολιτιστικές Πρωτεύουσες.
    Αλλά ας τα πιάσουμε από την αρχή: αναφέρεσαι στις 14 υποψήφιες πόλεις. Η αλλαγή αυτή στην διοργάνωση του θεσμού δεν έγινε από μόνη της, αλλά ως αποδοχή από τους υπεύθυνους της Comission της εισήγησης που τους παρουσίασα όταν επισκέφτηκαν την Πάτρα το 2006, δηλαδή ότι οι πόλεις πρέπει να αποδεικνύουν και ότι θέλουν να γίνουν ΠΠΕ και ότι το μπορούν. Ως τότε το αποφάσιζε ο Υπουργός!
    Γράφεις μετά " Όταν τα λαμόγια εφόρμησαν καθέτως και βούτηξαν στο μέλι πατόκορφα; Όταν βούιξε ο τόπος απ’ τα σκάνδαλα -που όλα, βεβαίως, κουκουλώθηκαν; Που έως και σχετική βιβλιογραφία υπάρχει;" βάζοντας μέσα και την Πάτρα Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2006.
    Η Πάτρα Πολιτιστική 2006 κόστισε 25 εκ. Ευρώ από τα οποία μόνο τα 12,5 πήγαν στο Καλλιτεχνικό Πρόγραμμα. Υπάρχει έκθεση των ορκωτών λογιστών που αναλύει όλα τα νούμερα και τα πεπραγμένα. Λαμόγια που έφαγαν, τουλάχιστον όσον αφορά στο Καλλιτεχνικό Πρόγραμμα το οποίο, μετά την φυγή Μικρούτσικου, εγώ κατάρτισα, εφάρμοσα και ολοκλήρωσα, δεν υπήρξαν, γι αυτό άλλωστε, παρά τις πολυάριθμες παραγωγές και μετακλήσεις που δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα προγράμματα προηγούμενων και επόμενων Πολιτιστικών Πρωτευουσών (που κόστισαν τα 5πλάσια τουλάχιστον χρήματα!) και δεν απέκτησα τα αντίστοιχα ουφίτσια και την ανάλογη επιρροή στα ελληνικά πολιτιστικά τεκταινόμενα: μόνο όποιος αφήνει να "βάλουν το δάχτυλο στο μέλι" γίνεται αγαπητός, διάσημος και αναγνωρισμένος στο Ελλαδιστάν!
    Και βέβαια, με την απόλυτη σύμπραξη κύκλων του τύπου, αυτό το Πρόγραμμα θάφτηκε, αγνοήθηκε, και συχνά λοιδορήθηκε από κάποιους που ούτε καν πέρασαν από την Πάτρα το 2006. Τι κι αν ήρθαν ο Γκότσεφ, ο Μπενίνι, ο Κορσουνόβας, ο Λη Μπρούερ, ο Τρεντινιάν, και τόσοι άλλοι;
    Αλλά ας πούμε και για το μετά: τα λαμόγια ή ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής φταίει όταν η ίδια η Πόλη της Πάτρας, όλα όσα παρέλαβε σε κτιριακές εγκαταστάσεις (Θέατρο 800 θέσεων με πλήρη εξοπλισμό - το Εργοστάσιο Τέχνης στον Λαδόπουλο, ανακαινισμένους χώρους δημοτικούς- Αρσάκειο, Μύλους Αγίου Γεωργίου, Μπάρι - αλλά και ιδιωτικούς με ρήτρα χρήσης για το μετά - Πτωχοκομείο, Κτίριο Μαραγκόπουλου κλπ.), δίκτυα με το εσωτερικό και το εξωτερικό, τεχνογνωσία προσωπικού, ΟΛΑ τα άφησε να σαπίσουν αναξιοποίητα, να λεηλατηθούν, να απαξιωθούν, για να αποδείξει ότι δεν έπρεπε να γίνει τίποτα και ότι δικαίως γκρίνιαζε που δεν έφαγε αρκετά;
    Όσο για την βιβλιογραφία, εκτός από το γραμμένο με συγκεκριμένη ατζέντα βιβλίο του Νικολόπουλου (Το Μαύρο Κουτί της Πολιτιστικής), που έχει κάποια σωστά στοιχεία αλλά και πολλές ανακρίβειες, και μία διπλωματική εργασία στο Πανεπιστήμιο Πατρών που βασίζεται αποκλειστικά στο εν λόγω βιβλίο, άλλη βιβλιογραφία δεν υπάρχει.
    Όπως βέβαια δεν υπάρχει καν στο Υπουργείο Πολιτισμού, αναρτημένο στην ιστοσελίδα ή διαθέσιμο το Αρχείο της Πάτρας Πολιτιστικής, η έκθεση Μπαρόζο για τις Πολιτιστικές, η αναφορά που γίνεται στην Πάτρα σε όλες σχεδόν τις επόμενες Πολιτιστικές Πρωτεύουσες ως μιας ανεξήγητα φτηνής ΠΠΕ με ένα τόσο ποιοτικό και πρωτότυπο πρόγραμμα, ή ό,τι άλλο το θετικό, γιατί τότε ίσως θα έπρεπε να υπάρξει και μια σοβαρή συζήτηση για την χαμένη ευκαιρία της Πόλης, να αξιοποιήσει την κληρονομιά της Πολιτιστικής, ή μια τουλάχιστον -για λόγους τεχνογνωσίας- πρόσκληση σε μένα να συμμετέχω στις ημερίδες που διοργάνωσε το Υπουργείο για τις υποψήφιες πόλεις, ή…
    Αλλά τι σου λέω τώρα, πού, σε ποιά χώρα;
    Ευχαριστώ για την φιλοξενία!
    Κ. Αλέξης Αλάτσης / Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Πάτρας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2006

    ReplyDelete
  2. Αγαπητέ Αλέξη

    Καταλαβαίνω την ευαισθησία σου στο θέμα της Πάτρας/Πολιτιστικής 2006 αλλά νομίζω πως ακριβώς με το σχόλιό σου επιβεβαιώνεις το δικό μου σχόλιο. Πολιτιστική Πρωτεύουσα και λαμόγια δεν συνδέονται μόνο μέσω καλλιτεχνικού προγράμματος. Που και στην Θεσσαλονίκη είχε πολλά εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Πάτρας από τα 25 εκατ. αν αφαιρεθούν τα 12,5 που αναφέρεις υπήρχαν και άλλα 12,5...
    Η παραίτηση Μικρούτσικου και ο θόρυβος που δημιουργήθηκε (http://news.in.gr/culture/article/?aid=674472), το 1,5 εκατομμύριο για το μετασχηματισμό του εργοστάσιου του Λαδόπουλου σε θέατρο, που, αν δεν κάνω λάθος, μετά το σεισμό του 2008, θεωρήθηκε στατικά επικίνδυνο, το Επίκεντρο που γκρεμίστηκε για να ανοικοδομηθεί και δεν ανοικοδομήθηκε, τα οποία πρόχειρα θυμάμαι, γιατί έχουν περάσει και δέκα χρόνια, δεν υποστηρίζουν την άποψή μου; Άσε για τα «μετά»... Και τα μετά δεν εντάσσονται στις συνέπειες; Άρα σήμερα η φιλοδοξία μιας οποιαδήποτε πόλης να πέσει στην ίδια λούμπα, διότι στην Ελλάδα ζούμε και τίποτα δεν έχει αλλάξει ή μάλλον όλα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο, δεν είναι μωροφιλοδοξία;
    Όσο για τη βιβλιογραφία, σου τη συμπληρώνω με το βιβλίο του Μασλία για την Θεσσαλονίκη: Η Πολιτιστική από μέσα, Ροδόλφος Μασλίας, Ιανός,1998, 223 σελ., ISBN 960-7771-10-9, ISBN-13 978-960-7771-10-

    ReplyDelete