December 19, 2015

Γιώργος Λούκος: «Ο ουρανοκατέβατος αποτυχημένος μισέλλην»… ή Μια απάντηση… από τα παλιά

Η συνέντευξη αυτή που είχα πάρει από τον Γιώργο Λούκο έγινε με αφορμή την ανάληψη το 2005 των καθηκόντων του ως προέδρου του Ελληνικού Φεστιβάλ και δημοσιεύτηκε, λόγω έκτασης, σε συνεπτυγμένη μορφή, στο τεύχος 315 (6 Φεβρουαρίου 2006) του περιοδικού «Ταχυδρόμος» -δέκα, σχεδόν χρόνια, πριν. Την αναρτώ εδώ, με κάποιες μικρές διορθώσεις στην ορθογραφία και στη στίξη, ως απάντηση στο κατάπτυστο, κατά τη γνώμη μου, κείμενο του κριτικού θεάτρου Κώστα Γεωργουσόπουλου που δημοσιεύεται με τον τίτλο «Ματζόρε και μινόρε κλίμακα» στα σημερινά «Νέα». Μπορείτε να το διαβάσετε για να σχηματίσετε και τη δική σας γνώμη. Τη συνέντευξη -που σημεία της αποδεικνύονται και προφητικά...- μπορείτε να τη διαβάσετε για να σχηματίσετε, επίσης, δική σας γνώμη, περί «ενός κυρίου που ήρθε από το πουθενά και διαχειρίστηκε εν λευκώ και ανεξέλεγκτα έναν πολιτιστικό θεσμό που ξεκίνησε το 1955, δηλαδή 50 χρόνια πριν ξεφυτρώσει ουρανοκατέβατος ένας αποτυχημένος έλληνας χορευτής που ξενιτεύτηκε 18 χρονών και εξελίχτηκε σε μάνατζερ ενός μπαλέτου στη Λυών». Αυτού που, δια της εις άτοπον απαγωγής, ανενδοίαστα χαρακτηρίζεται «μισέλλην» -ένα μετεμφυλιακό άρωμα…


Γεννήθηκε το ’50. Στο Ελληνικό. Εκεί μεγάλωσε. Εκεί είναι πάντα το πατρικό του. Κλειστό πια μετά τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας του που πολύ του στοίχισε -μένει σε ξενοδοχείο για να είναι κοντά στα γραφεία του Φεστιβάλ.
«Μάλλον σκανδαλιάρικο παιδί ήμουνα. Έπαιζα πολύ αλλά ήμουν και καλός μαθητής. Δημοτικό πήγα στη σχολή Γιαννοπούλου, στην Γλυφάδα, κοντά στον Άγιο Νικόλαο -στην παλιά εκκλησία. Θυμάμαι ακόμα το σχολικό που περνούσε και μ’ έπαιρνε απ’ το σπίτι και τον κύριο Γιώργο που ήταν ο οδηγός του. Υπάρχει ακόμα η σχολή. Αλλά είναι μεγάλη πια. Τότε ένα σπιτάκι ήταν. Με λίγα παιδιά -πέντε-έξι σε κάθε τάξη».
Ο πατέρας του, εργοδηγός, εργάστηκε σε διάφορες εταιρείες. «Ταξίδευε -δούλεψε πολύ εκτός Αθήνας: στο αεροδρόμιο της Λάρισας, στο λιμάνι του Πόρτο Λάγος -είχαμε τότε εγκατασταθεί οικογενειακώς στην Ξάνθη-, σε δρόμους που φτιαχνότανε στην Περσία, στην Λιβύη, στο Ιράκ… Δεν τον ακολουθούσαμε πια για να μην αλλάζουμε σχολεία η αδελφή μου κι εγώ.
Η μάνα μου είχε μανία να μάθω ξένες γλώσσες. Και κάθε φορά που αλλάζαμε πόλη μάθαινα τη γλώσσα της δασκάλας που βρίσκαμε. Άρχισα γαλλικά με την κυρία Λίντα πέντε χρονών, στην Ξάνθη άρχισα γερμανικά στα επτά…».
Γυμνάσιο έκανε στην Λεόντειο -στα Πατήσια. «Ολόκληρο ταξίδι για να φτάσω. Και κάποιες μέρες της εβδομάδας ξανανέβαινα στην Αθήνα το απόγευμα γιατί έκανα εγγλέζικα στο Βρετανικό Συμβούλιο. Ήταν πολύ αργά τότε τα λεωφορεία και γραφικά αλλά έφτανες πιο γρήγορα απ’ ό,τι σήμερα…».
Κρατάει ακόμα φίλους από το γυμνάσιο -ανάμεσά τους ο Λουκάς Τσούκαλης, καθηγητής Πανεπιστημίου, ειδικός σύμβουλος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που έχει γίνει και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Φεστιβάλ -«καθόμασταν στο ίδιο θρανίο, ήμασταν κολλητοί. Και είμαστε και κουμπάροι, του ’χω βαφτίσει το γιο».
Την τέχνη πότε την ανακαλύψατε; 
«Είχα δυο γιαγιάδες που, όπως σε πολλές ελληνικές οικογένειες τότε, η μία, από τον πατέρα μου, η Αρβανίτισα, ήταν δεξιά, τη λέγανε μάλιστα Βασιλική και τα παιδιά της» -γελάει -«είχανε ονόματα βασιλέων- Κωνσταντίνος, Γεώργιος… - και η άλλη, από την μητέρα μου, η Πόντια, ήταν κομουνίστρια. Και πήγε και φυλακή. Αυτή με πήγε στο θέατρο πρώτη φορά. Στο ‘Κορίτσι με το κορδελάκι’, με τον Κατράκη. Και στον Μυράτ, στο ‘Απόψε αυτοσχεδιάζουμε’. Είχα δει πολλές παραστάσεις.
Στην Λεόντειο είχαμε ένα σύλλογο, τον Πνευματικό Σύλλογο Λεοντείου Λυκείου, όπου ήταν ο Δημήτρης ο Μαραγκόπουλος, ο σημερινός συνθέτης, ο Γιώργος ο Βερνίκος που είναι σήμερα εφοπλιστής, ο Λουκάς ο Τσούκαλης…, και βγάζαμε μια εφημερίδα. Στο πρώτο φύλλο μάλιστα είχα γράψει κριτική για το ‘Ένας άντρας και μια γυναίκα’ του Λελούς!». Σκάει στα γέλια.
«Στην Τετάρτη είχα φέρει στη σχολή το ‘Θέατρο’ του Κρίτα που είχε μέσα τυπωμένο το ‘Λεωφορείο ο Πόθος’ του Τενεσί Ουίλιαμς -το είχε ανεβάσει την περασμένη χρονιά η Έλλη Λαμπέτη που ήταν και στο εξώφυλλο- και το είχαμε παίξει -διαβαστά. Εγώ διάβαζα την Μπλανς! Γιατί το γυμνάσιο ήταν αρρένων μόνον. Έκανα και το… κάστινγκ. Και ζήτησα από το ίδιο το καθηγητή που είχαμε στα Νέα Ελληνικά να διαβάσει το Γιατρό που έρχεται στο τέλος. Και το έκανε. Είχαμε κάνει έτσι και την ‘Φαύστα’ του Μποστ. Δεν υπήρχαν ακόμη τότε οι φωτοτυπίες. Το πηγαίναμε το βιβλίο ο ένας στον άλλο, μαζευόμασταν όλοι στο ίδιο θρανίο -ο ένας πάνω στον άλλο…
Και βλέπαμε πολύ θέατρο και κινηματογράφο. Μετά πηγαίναμε στο ‘Νούφαρα’ που ήταν τότε της μόδας, στο Κολωνάκι, και τρώγαμε πίτσες. Η πίτσα μόλις είχε… εισαχθεί από την Ιταλία. Μαζί με την Μίνα και τον Αντριάνο Τσελεντάνο!». Γελάει. Γελάει συχνά. Γελάνε και τα μάτια του. Πολύ συμπαθητικός άνθρωπος.
Άμεσος, απλός, καθόλου «δήθεν», καθόλου με το «ύφος» που, συνήθως, αποκτάει ο Έλληνας όταν αποκτήσει «πόστο». Και ευφυής. Έξυπνος άνθρωπος. Είναι η πέμπτη συνέντευξη που κάνουμε από το καλοκαίρι του 1994, όταν πρωτόρθε «επίσημα» στην Ελλάδα, ως διευθυντής του Μπαλέτου της Όπερας της Λιόν που εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών, και, κάθε φορά, αντί να τον «απομυθοποιώ» ανακαλύπτω και άλλα χαρίσματά του. Αφήστε τη συνέντευξη Τύπου για το πρόγραμμα των δύο Φεστιβάλ… Εκεί κι αν με -μας- εντυπωσίασε με την ετοιμότητά του, τον πυκνό του λόγο, την καθαρή του σκέψη, την ευθύτητά του… Και τι ενέργεια! Πηγαινοέρχεται συνέχεια Λιόν-Αθήνα, ακολουθεί το Μπαλέτο στις διεθνείς περιοδείες του…
«Χόρεψα και σε κάποια μικρά συγκροτήματα δημοτικών χορών. Μου άρεσε πολύ να χορεύω. Αλλά χόρευαν τότε και πιο πολύ. Στα γλέντια που κάνανε οι μεγάλοι -σε γάμους, στις γιορτές, ακόμα και τις Κυριακές- χόρευαν μικροί και μεγάλοι».
Γιάνκα… 
«Ναι, ναι! Γιάνκα, μάμπο… Θυμάμαι όταν ήμουν στην Εβδόμη είχε γίνει στην αίθουσα ‘Τερψιχόρη’ του Χίλτον το πάρτι των τελειοφοίτων όπου είχαν έρθει οι Φόρμιγξ -ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ήταν κι αυτός νομίζω στην Λεόντειο- και παίξανε μια γιάνκα τους -«Γιάνκα χορεύει όλη η Αθήνα, γιάνκα κι ο βασιλιάς…». Γελάει. «Και την επόμενη χρονιά, στο δικό μας το πάρτι που το κάναμε στ’ ‘Αστέρια’, είχαμε φέρει τον Τόνυ Πινέλι!». 

Η «ΕΞΟΔΟΣ»
«Το Παρίσι του ’68 ήταν ένα ‘μπουρδέλο’»

Τελειώνοντας το γυμνάσιο φεύγει για την Γαλλία.
«Είχα ήδη πάει ένα καλοκαίρι στην Αγγλία, σ’ ένα κολέγιο, για να εξασκήσω τα αγγλικά μου. Ήταν η εποχή της μίνι φούστας -Μπιτλς, Κάρναμπι Στριτ… Πηγαίνοντας είχαμε σταματήσει στο Παρίσι. Ορισμένους φίλους που έχω ακόμη, τους είχα γνωρίσει σ’ αυτό το ταξίδι. Επομένως ήθελα να πάω στο Παρίσι. Ούτως ή άλλως. Ήταν και η Λεόντειος όπου κάναμε γαλλικά… Αλλά δεν ήξερα καθόλου τι θέλω να κάνω. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, να γράψω θέατρο επειδή μου άρεσε να γράφω -μου άρεσαν οι εκθέσεις, στην Έκθεση είχα το μεγαλύτερο βαθμό… Τελικά έφυγα για να σπουδάσω αρχιτεκτονική. Το μισοπίστευα. Ήταν κάτι κάπως καλλιτεχνικό…
Όταν έφτασα, το Παρίσι ήταν ένα τεράστιο ‘μπουρδέλο’. Αμέσως μετά τον Μάη του ’68. Χίπις, οι φοιτητές κάνανε αυτοσχεδιασμούς, ομάδες… Ειδικά στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου πήγα. Διαδηλώσεις από δω, παραστάσεις από ’κει, και μετά βρισκόμασταν όλοι και γίνονταν πάρτι! Ήμουν πάντα πολύ της γυμναστικής. Και πήγα και γράφτηκα στο Πανεπιστημιακό Αθλητικό Κέντρο. Στο μπουλβάρ Σεν Μισέλ ήταν. Έκανα γυμναστική, μπάσκετ, κολύμπι… Στη διπλανή αίθουσα είχε μαθήματα χορού. Ο χορός στα γαλλικά μυαλά υπήρχε από δυο-τρεις αιώνες. Για ένα αγόρι να φύγει από το μπάσκετ και να πάει μετά να κάνει χορό δεν ήταν απίθανο. Από την άλλη αυτό το οποίο έκανε τα μαθήματα πιο προσιτά ήταν ότι είχε αρχίσει ένα άνοιγμα προς τους μοντέρνους χορούς και τις μοντέρνες μουσικές που έρχονταν από την Αμερική. Δεν ήταν το κλασικό το πιανάκι… Είχε ταμπούρλα, κάτι μαύρους από την Σενεγάλη που παίζανε όργανα -κάτι μεταξύ ψευτο-Μάρθα Γκράχαμ και τζαζ.
Εμένα, βέβαια, μου άρεσε ο κλασικός χορός τότε. Ήταν μια κοπέλα που λεγότανε Αν-Μαρί Ρενό η οποία έγινε μετά χορογράφος και που έκανε από τους φοιτητές ένα γκρουπάκι. Αυτό ήταν η πρώτη μου ομάδα. Μου άρεσε. Και κυρίως η ζωή του ‘μπουλουκιού’. Γίνονταν πολλές συζητήσεις πολιτικές… Φουλ το πολιτικό! Ενώ όταν έφευγα από την Ελλάδα, επειδή ήταν δικτατορία τότε, μου έλεγαν: ‘Πρόσεχε τι θα βγαίνει από το στόμα σου!’. Ήταν τότε στο Παρίσι και πολλοί έλληνες πολιτικοί εξόριστοι. Εκείνη την εποχή γνώρισα τον Βασίλη Βασιλικό, την Ειρήνη Παπά…».
Στο Παρίσι θα γνωρίσει και τον Γιάννη Τσαρούχη. «Του πόζαρα τότε μαζί με άλλους για το χαρτζιλίκι. Γιατί πλήρωνε τα μοντέλα. Θυμάμαι τον Ανδρέα Στάικο, το συγγραφέα σήμερα, που του είχε ποζάρει για τον Άγιο Σεβαστιανό και που είχε φίλη μια χορεύτρια. Την έλεγαν Φρανσουάζ και δουλεύαμε μετά μαζί στο ‘Καζινό ντε Παρί’. Έκανα χορό με την ανιψιά του Τσαρούχη, την Κορίνα την Πολίτη που γίναμε φίλοι. Θυμάμαι την άλλη ανιψιά του, την Νίκη Τσαρούχη που έχει σήμερα το Ίδρυμα Τσαρούχη, τον Γιώργο Τουρκοβασίλη που έβγαζε φωτογραφίες των έργων του...
Ήταν πολύ μεγάλο σχολείο για μένα ο Τσαρούχης. Το κατάλαβα πολύ αργότερα. Έμαθα πράγματα που δεν τα ήξερα καθόλου. Όπως για το ρεμπέτικο. Στην οικογένειά μου τραγουδούσαν στα γλέντια -κι αυτό το αφιέρωμα στην Βέμπο που έχω βάλει φέτος στο Ηρώδειο είναι εντελώς προσωπικό. Αλλά στο μυαλό μου ήταν όλα μπερδεμένα: και η Βέμπο, και η Τζένη Βάνου, και η Μοσχολιού, και το ρεμπέτικο, και ο Ερβέ Βιλάρ…
Μεγάλο σχολείο! Και ο Τσαρούχης και η φίλη του η Λίλα ντε Νόμπιλι, η ζωγράφος και σκηνογράφος, που ήταν πολύ σοφή γυναίκα. Μαλώνανε μεταξύ τους, έκαναν όμως μετά και μια ‘Ακαδημία’ για μας. Αλλ’ αντ’ άλλων μας λέγανε αλλά, τελικά, ήτανε καταπληκτικό σχολείο. Έμαθα για την αρχαία Ελλάδα, για το Βυζάντιο, για τον Μακρυγιάννη, τον Παρθένη… Καταπληκτικές ιστορίες, καταπληκτικά ανέκδοτα για την Κοτοπούλη, για τον Βεάκη, για την Κάλλας, τον Ωνάση… Ήμασταν όλο αυτιά. Με έβαζε ο Τσαρούχης να του διαβάζω τη μετάφραση των ‘Τρωάδων’ που είχε κάνει και που ανέβασε μετά στην Αθήνα».
Θυμάται -και γελάει πάλι- ότι ο Τσαρούχης είχε ζητήσει από ένα φίλο του ζωγράφο που θα ερχότανε στο Παρίσι να του φέρει από το σπίτι του στην Αθήνα κάτι φωτογραφίες που είχε αφήσει. «Όταν εκείνος είδε ότι στις φωτογραφίες ήταν γυμνοί ναύτες έγραψε πάνω στο φάκελο που τις είχε βάλει: ‘Είναι του Τσαρούχη’. Μήπως και πέσει το αεροπλάνο, τις βρουν πάνω του, νομίζουν ότι είναι δικές του και παρεξηγηθεί…».
«Την αρχιτεκτονική την άφησα. Στο σπίτι, στην αρχή, δεν τους το έλεγα… Πήγα με μια φίλη μου σε μια ακρόαση που έκανε ο Ρολάν Πετί για ένα μιούζικαλ που ανέβαζε στο ‘Καζινό ντε Παρί’ για την Ζιζί Ζανμέρ. Δεν ήξερα καλά-καλά ούτε ποιος είναι. Μόνο το όνομά του. Και ήμουν πολύ άνετος. Με ρώτησαν αν θέλω να κάνω κι εγώ ακρόαση. Είπα ‘γιατί όχι;’. Και ανέβηκα στη σκηνή και αυτοσχεδίασα. Η Ζιζί Ζανμέρ έβαλε τα γέλια. Αλλά με πήραν! Και δεν πήραν τη φίλη μου!
Το πρώτο που έκανα ήταν ο οδηγός μιας Ρολς-Ρόις με την οποία έφτανε η Ζιζί στη σκηνή. Όλα αυτά μου θύμιζαν Χόλιγουντ και είχα τρελαθεί. Φρεντ Αστέρ ένοιωθα!». Γελάει. « Ήταν μισή η Ρολς -κομμένη στο μήκος. Και ανέβαινε στη σκηνή από κάτω. Εγώ ήμουν μόνος μου μέσα. Με μακριά μαλλιά τότε… Έβγαζα το καπέλο, βγαίνανε είκοσι τέσσερα παιδιά και τελευταία έβγαινε η Ζιζί. Πρώτα φαινότανε οι γάμπες της, τις έβγαζε, τις άπλωνε, τις κουνούσε, χειροκροτούσε ο κόσμος, φώναζε, μετά έβγαινε ολόκληρη, έκλεινα την πόρτα, ξανακαθόμουνα στο βολάν και όταν τελείωνε το τραγούδι κατέβαινε το αυτοκίνητο και εξαφανιζότανε!
Παράλληλα έκανα μαθήματα χορού σαν τρελός -στον Μπορίς Κνιάζεφ, στον Ρεϊμόν Φρανκετί... Έκατσα ενάμισι χρόνο στο ‘Καζινό’. Ήταν εκεί ο Σερζ Γκενσμπούρ που έγραφε τα τραγούδια, ο Ιβ Σεν-Λοράν που έκανε τα κοστούμια… Και ερχότανε πολλοί διάσημοι. Από τον Νουρέγιεφ και την Ντίτριχ μέχρι την Ζαν Μορό.
Μετά έγινε το ‘Θέατρο της Σιωπής’, από χορευτές της Όπερας κυρίως, με την Μπριζίτ Λεφέβρ, και πήγα μαζί τους -δέκα άτομα συνολικά. Από τα πρώτα γκρουπ σύγχρονου χορού στην Γαλλία. Ένα κλίμα «μετα-1968». Χορεύαμε στο Παρίσι -στο «Παλάς»-, κάναμε μικρές περιοδείες…
Είχε αρχίσει στο Παρίσι να έχει πολύ χορό -πολλά ξένα συγκροτήματα- και θέατρο. Μεγάλη ευτυχία: κάθε βράδυ στο θέατρο. Και μεγάλο σχολείο. Είδα και μπούρδες αλλά… Δεν θα ξεχάσω, για παράδειγμα, τον ‘Ορλάνδο μαινόμενο’ του Ρονκόνι στις Αλ. Ή «Το βλέμμα του κωφού» του Μπομπ Ουίλσον. Παράλληλα κάναμε τηλεόραση για να βγάλουμε κάποια λεφτά -σε ορισμένα σόου, με την Σιλβί Βαρτάν ας πούμε…
Το 1974 πήγα στο Μπαλέτο της Όπερας της Ζυρίχης. Με ακρόαση. Ήταν η πρώτη γερή επαφή μου με την όπερα. Τραγουδούσε τότε εκεί μια εξαιρετική ελληνίδα σοπράνο, συμπαθέστατος άνθρωπος, η Αντιγόνη Σγούρδα. Πήγαινα κάθε μέρα στην όπερα αλλά και στο θέατρο, στο «Σάουσπιλχάους», όπου είχα δει την Τερέζα Γκίζε. Είχε παράδοση στο θέατρο η Ζιρίχη… Και άρχισα να μαθαίνω ιταλικά.
Τότε μου τηλεφώνησε ο Ρολάν Πετί που είχε αναλάβει το Μπαλέτο της Μασαλίας. Πήγα ως χορευτής. Γράφηκα και στο Πανεπιστήμιο του Εξ αν Προβάνς όπου έκανα μάστερ φιλοσοφίας. Κάναμε και ένα γκρουπάκι θεατρικό στο πανεπιστήμιο. Ο Ρολάν Πετί μου πρότεινε να γίνω βοηθός του και να πηγαίνω εδώ κι εκεί να ανεβάζω χορογραφίες του. Μου άρεσε η ιδέα. Κυρίως γιατί θα ταξίδευα. Έκανα έργα του Πετί με τον Μπαρίσνικοφ, τον Μπουχόνες, την Σίνθια Γκρέγκορι, με τον Νουρέγιεφ, την Μακάροβα…. Με τον Νουρέγιεφ είχα πολύ τρακ. Θυμάμαι που χόρευε Κουασιμόδο στην ‘Παναγία των Παρισίων’ και έκανε τα πάντα για να… εξαφανίσει την καμπούρα.
Η Μασαλία, αν και πηγαίναμε κάθε χρόνο για παραστάσεις στο Παρίσι, ήταν βέβαια λίγο αποκομμένη. Βαρέθηκα. Πήγαμε στην Αμερική περιοδεία. Τότε μάλωσα και με τον Ρολάν Πετί -στα δικαστήρια φτάσαμε- και έφυγα. Η διευθύντρια της Μετροπόλιταν Όπερα μου ζήτησε να δουλέψω εκεί. Έγιναν δύο γκαλά για τα εκατό χρόνια της Μετροπόλιταν για τα οποία δούλεψα. Μεγάλη εμπειρία!
Στο μεταξύ ο Μπομπ Ουίλσον ανέβαζε τρεις «Μήδειες» στην Λιόν -του Σαρπαντιέ, του Κερουμπίνι και ενός σύγχρονου Άγγλου, του Γκάβιν Μπράιαρς, που το λιμπρέτο της ήταν στα νέα ελληνικά - σε μετάφραση του Μίνου Βολανάκη. Ήθελε ένα βοηθό για το Χορό που να είναι Έλληνας. Ο διευθυντής της Όπερας της Λιόν, ο Ζαν-Πιερ Μπροσμάν που τον ήξερα από το Παρίσι, μου τηλεφώνησε: ‘Είσαι ο μόνος Έλληνας που ξέρω και μπορεί να κάνει αυτή τη δουλειά’. Έτσι πήγα στην Λιόν. Μου φαινότανε, μετά την Νέα Υόρκη πολύ ‘παρακατιανή’, αλλά η ιδέα να δουλέψω με τον Μπομπ Ουίλσον με ενδιέφερε πάρα πολύ. Και έμεινα. Η Φρανσουάζ Αντρέ που ήταν διευθύντρια του Μπαλέτου, όταν ανέλαβε μια θέση στο υπουργείο Πολιτισμού και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει, μου ζήτησε να γίνω μετρ ντε μπαλέ και αναπληρωτής διευθυντής. Ύστερα, όταν γύρισε, έγινα συνδιευθυντής. Και, όταν έφυγε, διευθυντής.
Το 1992 ανέλαβα από την Ροζέλα Χαϊτάουερ το Φεστιβάλ Χορού που εκείνη είχε ξεκινήσει στις Κάνες. Με βοήθησαν με τη συμμετοχή τους άνθρωποι του χορού που γνώριζα. Επειδή πήγε καλά μου πρότειναν να κάνω στην Νέα Υόρκη ένα φεστιβάλ για προβολή του γαλλικού χορού -το «France Moves». Και τον περασμένο Οκτώβριο έκανα κάτι ανάλογο στο Λονδίνο».

Τόσα χρόνια που ζείτε στο εξωτερικό νοιώθετε περισσότερο πολίτης του κόσμου ή Έλληνας; 
«Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα του εξωτερικού να διατηρεί και τις δύο ιδιότητες. Είμαστε πιο κοσμοπολίτες. Και έχουμε μια ευκολία προσαρμογής».
Στην Ελλάδα ερχόσασταν συχνά; 
«Στην αρχή που έφυγα όχι τόσο. Τα τελευταία δέκα χρόνια, λόγω της μητέρας μου, κάθε μήνα».
Δεν ξεχάσατε, πάντως, καθόλου τα ελληνικά… 
«Ε… Λέω ‘στις μία’, λέω «ξεπίτηδες» που το ’λεγε η γιαγιά μου αλλά κανένας δεν το λέει πια… Το καταλαβαίνω, όμως, το λάθος όταν το κάνω. Πάντως τους φίλους μου που λείπουν όσο εγώ, τους διορθώνω…». Γελάει. 

ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
«Φεστιβάλ με ‘κεκτημένα’ δεν γίνεται…» 



Ποια ήταν η εικόνα των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου που είχατε έξω; 
«Ποτέ δεν είχα διαβάσει κάτι στις εφημερίδες για τα ελληνικά Φεστιβάλ».
Και οι σχέσεις σας με το Ελληνικό Φεστιβάλ; 
«Κάτι συζητήσεις είχα κάνει με τον Θάνο Μικρούτσικο όταν ήταν πρόεδρος. Μου είχε γίνει και μια πρόταση παλαιότερα να το αναλάβω. Αλλά δεν προχώρησε.
Όταν μου ξανάγινε πρόταση μου άρεσε η ιδέα. Αλλά ήθελα να γίνει κάτι διαφορετικό. Δεν ήξερα το πώς. Ακόμα δεν ξέρω το πώς… Ή μάλλον ξέρω ορισμένα από τα πώς. Αν θα ακολουθήσει το κοινό για να δει παράσταση της Αριάν Μνουσκίν στο Ολυμπιακό Γυμναστήριο του Τάε Κβον Ντο δεν το ξέρω ακόμα. Ή τι απήχηση θα έχουν οι εκδηλώσεις στο Πειραιώς 260 -εκδηλώσεις που δεν απευθύνονται στο κοινό του Ηρωδείου. Θα μπορέσουμε να κινητοποιήσουμε τους νέους;».
Τι ήταν καθοριστικό για να πάρετε την απόφαση; 
«Μίλησα με κάποιους φίλους. Οι περισσότεροι μου είπαν ‘πρόσεχε’. Ένας μου είπε ‘χαίρομαι και ανησυχώ’. Άλλοι, ‘προς Θεού, μακριά. Αν μου το δίνανε δεν θα το έπαιρνα ποτέ’. Έναν άλλος όμως που του είπα «θέλουν να με ‘μπλέξουν’ με το Φεστιβάλ» μου απάντησε επιτακτικά: ‘Να μπλέξεις!’».
Ένα ιδεατό φεστιβάλ πώς θα ήταν για σας; Ρίξατε νερό στο κρασί σας; 
«Το πρόγραμμα ως τώρα, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, συχνά γινόταν με ‘εντολές’. Κατάφερα να αποφύγω τις πολλές πολιτικές παρεμβάσεις γιατί έχω ‘πλάτες’. Την κάλυψη του Πρωθυπουργού, δηλαδή. Αλλά και που το ήξεραν με τρελάνανε ώσπου να ανακοινώσω το πρόγραμμα...
Ένα φεστιβάλ τόσο μεγάλης διάρκειας, ‘πολυσυλλεκτικό’, δεν μπορείς να το αλλάξεις αμέσως και να το κάνεις τελείως διαφορετικό. Υπάρχουν κάποιες συνήθειες του κοινού, και των θεσμών, και των υπουργείων… Αν μπορέσει αυτό να γίνει σε δυο-τρία χρόνια θα είναι πολύ καλό.
Καταρχάς δεν ξέρω αν ο πολλαπλασιασμός των χώρων είναι κάτι που αντιπροσωπεύει την ελληνική κοινωνία. Βεβαίως όλα τα φεστιβάλ που αξίζουν -Αβινιόν, Εδιμβούργο…- γίνονται σε διάφορους χώρους. Ένας σκηνοθέτης, ένας χορογράφος δικαιούται να πει: ‘Γι’ αυτό που θέλω να ανεβάσω καταλληλότερος είναι ο τάδε χώρος’. Το Ηρώδειο που είναι ωραίο θέατρο, και σε ωραία θέση, και κάτω από την Ακρόπολη, και κάτω από το καλοκαιρινό φεγγάρι -και όλα αυτά που μας λένε…- είναι όμως και ένας χώρος εξαιρετικά προβληματικός για πολλά πράγματα. Και για το κλασικό μπαλέτο που χρειάζεται ορχήστρα, πράγμα που περιορίζει τη σκηνή, και για τη μουσική από ακουστική άποψη, και για το θέατρο. Ο τοίχος αυτός στιλιστικά είναι καθοριστικός -όλο το κόνσεπτ πρέπει να ξεκινάει από τον τοίχο…
Από την άλλη δεν μπορείς να αγνοήσεις την πληρότητα. Και στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο ο μέσος όρος πληρότητας είναι ανησυχητικός. Όχι πώς απαραίτητα πρέπει να πουλάς για ένα θέατρο που χωράει δέκα χιλιάδες θεατές οκτώ χιλιάδες εισιτήρια σε κάθε παράσταση. Αλλά αν πουλάς τόσο συχνά χίλια οκτακόσια μόνο, ε, υπάρχει πρόβλημα. Και αν είσαι αναγκασμένος, επειδή πουλάς μόνο χίλια οκτακόσια, να δίνεις χίλιες πεντακόσιες προσκλήσεις για να το γεμίσεις, υπάρχει δεύτερο πρόβλημα. Καταρχάς εξευτελίζεις το θεσμό. Αν μπορούν να μπουν τσάμπα κατά τον Α, Β, Γ… τρόπο, γιατί να πληρώσουν εισιτήριο; Ναι, ξέρω, είναι μη κερδοσκοπική επιχείρηση το Φεστιβάλ αλλά δεν γίνεται να χάνεις συνέχεια λεφτά…

Υπάρχουν προβλήματα που δεν υπάρχουν σε άλλα φεστιβάλ. Εμφανίζονται σιγά-σιγά. Και προσπαθώ να τα αντιμετωπίσω. Οι ελληνικές παραγωγές είναι καινούργιες. Και κοστίζουν πολύ περισσότερο από τις παραγωγές που έχουν ήδη παιχτεί στον τόπο τους και αλλού και που φέρνουμε απέξω. Αλλά και παραγωγές που δεν έχουν παιχτεί κοστίζουν και πάλι φτηνότερα. Γιατί οι θίασοι έξω επιχορηγούνται σοβαρότερα. Δυο βραδιές με την ‘Σάουμπίνε’ στοιχίζουν 20.000 ευρώ, δυο παραστάσεις ενός ελληνικού θιάσου στην Επίδαυρο 220.000…
Επιπλέον, για τους ξένους θιάσους, θα έρθουν ξένοι δημοσιογράφοι που θα μιλήσουν και για μας. Και είναι πολύ σημαντικό αυτό. Αν πάνε και ελληνικές παραγωγές στην Αβινιόν, στο Εδιμβούργο, στην ‘Σάουμπίνε’ αυτό θα έχει σίγουρα επίδραση και στην πολιτιστική εικόνα της Ελλάδας».
Η πόλη της Αθήνας -ο Δήμος Αθηναίων- δεν θα έπρεπε να συμμετέχει στο Φεστιβάλ Αθηνών; 
«Είναι το μόνο, ίσως, Φεστιβάλ στον κόσμο που δεν έχει σχέση με τον Δήμο της πόλης όπου διεξάγεται. Το Φεστιβάλ Αθηνών και ο Δήμος Αθηναίων σαν να αγνοεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Και μάλιστα την περίοδο του Φεστιβάλ ο Δήμος κάνει ένα άλλο Φεστιβάλ! Που είναι ο καλύτερος τρόπος για να σαμποτάρουμε τον εαυτό μας! Χαρακτηριστικό της ελληνικής νοοτροπίας… Έκανα μια μικρή προσπάθεια, είδα την κ. Μπακογιάννη, ίσως έπρεπε να επιμείνω… Αλλά έπρεπε να γίνουν πολλά άλλα. Ελπίζω η επαφή αυτή με τον Δήμο να γίνει στο μέλλον».
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έχει ήδη αρχίσει, παρά τα όσα γράφηκαν, να εγκρίνει «παραχωρήσεις» του Ηρωδείου για το καλοκαίρι. Δεν φοβάστε ότι, ενώ κάνετε προσπάθεια για «μάζεμα» του Φεστιβάλ, έτσι θα στηθεί τον Σεπτέμβριο ένα «παραφεστιβάλ»; 
«Εκείνο που με απασχολεί πρώτα είναι το Φεστιβάλ Αθηνών να γίνει καλά. Και ελπίζω να έχουν την εξυπνάδα να μην το κάνουν αυτό το ‘παραφεστιβάλ’. Γιατί επίσης θα είναι σαμποτάζ του Φεστιβάλ».
Η ανακοίνωση του προγράμματος και των σχεδίων σας έγινε δεκτή θετικότατα από σχεδόν σύσσωμο τον Τύπο. Σαν να σας περιμέναμε από χρόνια… Σας τόνωσε αυτό; 
«Πάρα πολύ. Όπως και οι αντιδράσεις των καλλιτεχνών. Ακόμη και αυτών που δεν είναι ευχαριστημένοι για λόγους προσωπικούς. Εκείνο που με ανησυχεί είναι ότι όλες οι επιχορηγήσεις, όλα τα χρήματα τα οποία έχουν υποσχεθεί για το έλλειμμα των 6,5 εκατομμυρίων ευρώ που βρήκα. δεν έχουν έρθει ακόμα. Αν δεν έρθουν, το Φεστιβάλ απλώς δεν θα μπορέσει να γίνει…».
Φοβάστε ότι οι «θιγόμενοι» από την αλλαγή νοοτροπίας -καλλιτεχνικά γραφεία, θίασοι που δεν συμμετέχουν μετά από πολλά χρόνια «μονιμότητας», ΔΗΠΕΘΕ που δεν εγκρίθηκαν, ο ΘΟΚ που έφτασε σε επερώτηση στην Βουλή…- μπορούν μακροπρόθεσμα να σας υποσκάψουν; 
«Αυτό είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Στα φεστιβάλ που έχω κάνει στις Κάνες εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, στην Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο ποτέ κανείς δεν μου είπε: ‘Γιατί εγώ δεν είμαι μέσα;». Το πολύ να μου είπανε: ‘Θα ‘θελα να ’μαι κι εγώ…». Τα ‘κεκτημένα’ μόνο στην Ελλάδα ισχύουν. Δεν νομίζω ότι έτσι θα ’πρεπε να είναι τα φεστιβάλ. Νομίζω ότι έτσι ΔΕΝ θα έπρεπε να είναι… Η συμμετοχή του οποιουδήποτε θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά με καλλιτεχνικά κριτήρια. Όχι επειδή ήταν πέρσι και πρόπερσι και αντιπρόπερσι ή επειδή είναι απ’ αυτή τη χώρα, τη φιλική, ή από την άλλη όπου μιλάνε ελληνικά… Σε κανένα φεστιβάλ του κόσμου δεν υπάρχουν αυτά τα κριτήρια.
Μακάρι να μπορούσαν να υπάρχουν στο πρόγραμμα και δυο -τρία ΔΗΠΕΘΕ. Αλλά μπορεί να μπούνε την επόμενη χρονιά. Εξαρτάται από το πόσο ενδιαφέρον θα έχουν οι προτάσεις που θα κάνουν.
Αν του χρόνου έβαζα αυτούς που βάζω φέτος θα μου ’λεγαν: ‘Εσύ βγάζεις κάποιους που ήταν μόνιμοι για να βάλεις μόνιμα κάποιους άλλους’. Αλλά αν κάποιοι έχουν φέτος καταπληκτική επιτυχία θα το σκεφτώ σοβαρά. Έψαξα πάρα πολύ καλά τις ως τώρα παραστάσεις. Και μέσα από όσα μου είπαν οι καλλιτέχνες που συνάντησα και μέσα από όσα διάβασα στις εφημερίδες. Όταν ούτε το θέατρο γεμίζεις ούτε καλές κριτικές έχεις, ε, κάτι συμβαίνει».
Είστε αισιόδοξος; 
«Όσον αφορά τον προγραμματισμό, γενικά, ναι. Πήγε καλά και πιστεύω ότι θα πάει πολύ καλύτερα του χρόνου. Το υπ’ αριθμόν 1 πρόβλημα είναι να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους τα υπουργεία εφόσον πιστεύουν ότι το Φεστιβάλ είναι ένας θεσμός που θα πρέπει να λειτουργεί κανονικά. Ώστε να μη χρωστάμε λεφτά, να μπορέσουμε να έχουμε χρήματα για το πρόγραμμα, να μπορέσουμε να αναδείξουμε τους χώρους και γενικά την Αθήνα, μια και το Φεστιβάλ Αθηνών απλώνεται πια σε όλη την πόλη. Και πρέπει να μάθουν όλοι που είχαν συνηθίσει σε έναν τρόπο λειτουργίας αρκετά ελληνικό, τουτέστιν ‘παίρνω τηλέφωνο το γνωστό μου πολιτικό και παίρνει τηλέφωνο’, ότι δεν πρέπει να λειτουργούν έτσι. Και να μάθουν ότι είναι καλύτερα να γίνει ένα λάθος και ένας διευθυντής να έχει γνώμη και να μην του αρέσουν τα πάντα από το να μπαίνουν μέσα με πιέσεις». 


Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΚΟΣ ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ 

** Γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1950 στο Ελληνικό. Οι ρίζες του: από τον πατέρα του Αρβανίτης. Από τη μάνα του Πόντιος.
** Έφυγε το 1968 στο Παρίσι για σπουδές αρχιτεκτονικής αλλά τον κέρδισε ο χορός.
** Πρωτοεμφανίζεται ως χορευτής στο «Καζινό ντε Παρί».
** Από το 1972 μέχρι το 1980 συνεργάζεται με τη νεανική ομάδα χορού «Θέατρο της Σιωπής», το Μπαλέτο της Όπερας της Ζιρίχης, το Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ και το Εθνικό Μπαλέτο της Μασαλίας του Ρολάν Πετί.
** Το 1980 χρίεται βοηθός του Ρολάν Πετί.
** Συνεργάζεται με την Μετροπόλιταν Όπερα το 1983.
** Από το 1983 στην Όπερα της Λιόν: βοηθός του Μπομπ Ουίλσον και στη συνέχεια μετρ ντε μπαλέ στο Μπαλέτο της Όπερας, συνδιευθυντής και από το 1991 μέχρι σήμερα μόνος διευθυντής.
** Το 1992 αναλαμβάνει και τη διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού των Κανών που διατηρεί μέχρι σήμερα.
** Οργανώνει το 2001 στην Νέα Υόρκη το Φεστιβάλ Γαλλικού Χορού «France Moves».
** Οργανώνει το 2005 στο Λονδίνο ένα ανάλογο «France Moves».
** Το 2005 αναλαμβάνει τις τύχες και του Ελληνικού Φεστιβάλ.
(Το σκίτσο, της Τιτίνας Χαλματζή).

No comments:

Post a Comment