October 6, 2015

Οι κακόμοιροι οι καργιόληδες…



Το έργο. Κότα που γεννάει χρυσά αυγά: ο Σίλβερ Τζόνι. Μόλις στα δεκαεφτά του, ομορφούλης, σέξι, προικισμένος ροκάς τραγουδιστής στη λαμπρή ανατολή της ροκ -λονδρέζικο Σόχο, τέλος δεκαετίας του ’50-, με ασημί, πάντα, σακάκι -Silver βλέπετε…-, παντελόνια εφαρμοστά -πολύ εφαρμοστά, στον καβάλο κυρίως…, μαλλί με κοκοράκι α λα Έλβις, το κοινό από κάτω να υστεριάζεται, οι πιτσιρίκες έτοιμες να τα δώσουν όλα…, οι ώριμοι κύριοι που τους αρέσουν τα αγοράκια της ηλικίας του να ξερογλείφονται… και στην ποδιά του να σφάζονται –κυριολεκτικά…- μάνατζερ.
Προς το παρόν εμφανίζεται στο b κατηγορίας «Ατλάντικ Kλαμπ» του Εβραίου Έζρα που τον μανατζάρει με υπερπροστατευτικό τρόπο, καθότι, πιθανότατα, συνδεδεμένος και «αλλιώτικα» μαζί του. Η φήμη του ανερχόμενου μικρού κεντρίζει το ενδιαφέρον του ντόπιου γκάνγκστερ/επιχειρηματία Σαμ Ρος που, ένα Σαββατόβραδο, μετά την εμφάνιση του Σίλβερ Τζόνι στο «Ατλάντικ», συναντάει στο μαγαζί τον Έζρα και του προτείνει να αναλάβει ό ίδιος το νεαρό προσφέροντας στον πάτρωνά του ένα ποσοστό 50% ενώ κάτι ακούγεται για προοπτικές Αμερικής -η Γη της Επαγγελίας, τότε, για τους ροκάδες. Ο Έζρα, προφανώς -η συνάντηση μας γίνεται γνωστή όχι ευθέως αλλά μέσα από μισόλογα τρίτων-, δεν συμφωνεί. Κακώς. Γιατί το άλλο πρωί -ξημέρωσε Κυριακή πια- τηλεφωνούν, όπως εκείνος ισχυρίζεται, στο πρωτοπαλίκαρό του, τον Μίκι, ότι οι περί τον Έζρα «την πούτσισαν» και του συστήνουν να ψάξει στον ακάλυπτο σε δύο σκουπιδοτενεκέδες. Και όντως… Θα βρουν εκεί το αφεντικό, πριονισμένο στα δύο. Ενώ ο Σίλβερ Τζόνι έχει εξαφανιστεί -ο Ρος πρέπει να έχει αρπάξει και το χρυσόμαλλον δέρας.
Οι τρεις υπάλληλοι του κλαμπ -το αχτύπητο  ντουέτο Σουίτς και Ποτς και ο Σκίνι-, ο Μπέιμπι, ο άχρηστος, ψυχωτικός γιος του Έζρα, που ο πατέρας του, όπως μαθαίνουμε, τον κακοποιούσε σεξουαλικά όταν ήταν παιδάκι, που μοιάζει να μην έχει μεγάλη επαφή με την πραγματικότητα και που έχει βάλει στόχο τον Σκίνι στον οποίο συμπεριφέρεται σαδιστικά -ένα είδος μπούλινγκ-, και ο προϊστάμενός τους, ο πολύ «σοβαρός» και «θετικός» Μίκι, που τους έφερε τα μαντάτα, όλοι αυτοί οι τσάμπα μάγκες, πανικόβλητοι -ο κακόμοιρος ο Σκίνι μοιρολογάει τον Έζρα «ο κακόμοιρος ο καργιόλης»...-, προσπαθούν όλη την Κυριακή να οχυρωθούν μέσα στο «Ατλάντικ» και να οργανώσουν την άμυνά τους κάτω από το φόβο εισβολής της συμμορίας του Ρος που πιθανόν και να σκοπεύει να τους ξεπαστρέψει όλους για να βάλει χέρι στο «ορφανό» πια νάιτ κλαμπ.
Αλλά ο Μπέιμπι τους αποδεικνύει πως δεν είναι τόσο άχρηστος όσο πίστευαν. Πάει στο σπίτι του Ρος, τον καθαρίζει στο άψε-σβήσε και… επαναπατρίζει τον Σίλβερ Τζόνι που, όταν οι υπόλοιποι ξυπνούν, τον βρίσκουν κρεμασμένο ανάποδα σαν σφαχτάρι -αλλά ζωντανό- στον κάτω όροφο του μαγαζιού. Ο γιος-εκδικητής του Έζρα του έχει αποσπάσει και ομολογία: πως τη δουλειά με τον Ρος, με αντάλλαγμα τον Σίλβερ Τζόνι και θύμα τον Έζρα, την είχε στημένη ο Μίκι για να περάσει το «Ατλάντικ» στα δικά του χέρια. Ο Μπέιμπι, που έτσι κι αλλιώς είχε στο μάτι τον τύπο, πυροβολεί εν ψυχρώ και σκοτώνει τον Σκίνι, προτεζέ του συντριμμένου πια Μίκι που ομολογεί την πλεκτάνη και προσπαθεί να δικαιολογηθεί. Όλα δείχνουν ότι ο ψυχανώμαλος δολοφόνος αναλαμβάνει τα ηνία και το μέλλον του Σίλβερ Τζόνι που έχει μπει για τα καλά στο πνεύμα του μιλιέ και με τον οποίο έχουν μία… ποιητική έξοδο καθώς φεύγουν για να απολαύσουν το ηλιόλουστο δευτεριάτικο πρωινό ενώ ο Σουίτς και ο Ποτς έντρομοι το σκάνε.
Με το γκανγκστερικό «Mojo» του (1995), διεμβολίζοντας με σαρκαστικό χιούμορ και διαπεραστική ειρωνεία αυτό το ζοφερό, βίαιο, άγριο θέμα, με τα τεμαχισμένα πτώματα και τους ματωμένους νεκρούς, τις εκδικήσεις και τις αντεκδικήσεις που παραπέμπουν στις αιματηρές τραγωδίες του ελισαβετιανού και του ιακοβιανού θεάτρου του 16ου και του 17ου αιώνα, ο Άγγλος Τζεζ Μπάτεργουερθ, έχει δημιουργήσει παραδόξως μία μαύρη κωμωδία. Που, αν μοιάζει να χρωστάει -με το σαρδόνιο χιούμορ της και με τα διαρκή ομοφυλοφιλικά υπονοούμενα αλλά και τις ευθείες γκέι αναφορές της- στον Τζο Όρτον, μεγαλύτερες είναι οι οφειλές της στον Κουέντιν Ταραντίνο και στα «Αδέσποτα σκυλιά» του (ο ελληνικός τίτλος για το «Reservoir Dogs»). Είναι αδύνατον ο μανιώδης κινηματογραφόφιλος Μπάτεργουερθ να μην έχει δει τρία χρόνια πριν (1992) την ταινία και να μην έχει επηρεαστεί.
Το έργο του, μία καταγραφή των αγγλικών ηθών του τέλους της δεκαετίας του ’50, μπορεί να μην προχωράει σε βάθος αλλά αποτελεί ένα υπόδειγμα δραματικής οικονομίας και ένα μοντέλο συμπύκνωσης ενώ ο Μπάτεργουερθ δημιουργεί χαρακτήρες -τύπους, έστω- που, εμβαπτισμένοι σ’ αυτό το ιδιαίτερο, απολαυστικό χιούμορ, χαράζονται στη μνήμη.
Η παράσταση. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος -με την καλύτερη παράσταση Όρτον («Τι είδε ο μπάτλερ») που έχει γίνει στην Ελλάδα στο ενεργητικό του- άδραξε αποφασιστικά από τα μαλλιά το συγγενικό, μπορώ να πω, αυτό κείμενο. Συνέλαβε το πνεύμα του και, χωρίς να καταφύγει σε καμία «άποψη» και σε κανένα σκηνοθετισμό, ακολούθησε πιστά τις ανάσες του -ανάσανε μαζί του.
Πρώτο βήμα η μετάφραση που την ανέλαβε ο ίδιος: ένα επίτευγμα. Η δύσβατη, επώδυνη εγγλέζικη slang βρήκε μία εντυπωσιακή αντιστοίχισή της στα ελληνικά της πιάτσας, με το μεταφραστή να απολαμβάνει τη γλώσσα κλείνοντας το μάτι σε διακειμενικές αναφορές -όπως στον Μπέκετ, κάποια στιγμή- ακόμα και όταν αυτό δεν είναι στις προθέσεις του συγγραφέα αλλά χωρίς ούτε μία στιγμή να εξυπνακίζει εις βάρος του έργου.
Δεύτερο βασικό βήμα, οι ρυθμοί. Το κείμενο του Μπάτεργουερθ καλπάζει. Οι ατάκες τρέχουν σαν τρελές, υπερπηδούν εμπόδια, αγκαλιάζονται, αλληλεπικαλύπτονται, συγκρούονται, φρενάρουν απότομα… Ο Μοσχόπουλος -με συνεργάτρια σκηνοθέτρια την Άννα Μιχελή- ακολούθησε τους φρενήρεις αυτούς ρυθμούς με απόλυτη επιτυχία ακόμα και εις βάρος, κάποιες στιγμές, στην αρχή κυρίως, της πρόσληψης του κειμένου από το θεατή/ακροατή. Ούτως ώστε, όταν προκύπτει η ανάγκη της παύσης ή της σιωπής, αυτές να επέρχονται γεμάτες, πλήρεις, εύγλωττες.
Το χιούμορ είναι το τρίτο βήμα. Ο σκηνοθέτης είναι εμφανές ότι απολαμβάνει το χιούμορ του Μπάτεργουερθ και, μέσα από τη διδασκαλία των ηθοποιών, το προσεγγίζει ευφρόσυνα.
Η Ευαγγελία Θεριανού, με τα ενισχυμένα από τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, σκηνικά της και η Κλαιρ Μπρέσγουελ με τα κοστούμια της -το μήκος του μαύρου παντελονιού του Ποτς συνδυασμένου με λευκές κάλτσες (που δημιουργούν την υπόνοια ότι δεν πρέπει να είναι και πολύ καθαρές…) υποστηρίζει απολαυστικά το ρόλο…- ενδυναμώνουν το παραστασιακό αποτέλεσμα, χωρίς το εμφανές οικονομικό στρίμωγμα να αφήνει την αίσθηση της μιζέριας.
Η χρήση της ροκ μουσικής και των τραγουδιών της εποχής με το τζουκ μποξ να κυριαρχεί στο έργο και στη σκηνή και τα πυκνά, α καπέλα, «live» του Μπέιμπι -που μάλλον ανατριχίλα προκαλούν...-, άψογα: αναδεικνύουν την παράσταση σχεδόν σε ένα μίνι ροκ μιούζικαλ.
Οι ερμηνείες. Άψογος -ιδεώδης- ο κορδωμένος Σίλβερ Τζόνι του -χορευτή και μάλιστα καλού- Αλέξη Φουσέκη. Η εναρκτήρια, βουβή σκηνή του με το «φουσκωμένο» σλιπάκι και το σενιάρισμά του μπροστά στον καθρέφτη πυροδοτεί την παράσταση. Βρήκα σωστό αλλά κάπως άνευρο τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο (Σουίτς). Ο Γιώργος Παπαγεωργίου, με καταπληκτική κίνηση και πολύ καλό τραγούδι, αν και δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, η ιδανική επιλογή για τον ψυχωτικό Μπέιμπι, έδωσε το ρόλο επαρκέστατα με μερικές πολύ καλές εντάσεις. Ιδεώδης, αντίθετα, η επιλογή, του Ηλία Μουλά για τον ρόλο του Σκίνι: τον βρήκα εξαιρετικό -αυθεντικό. Κάπως βαρύς αλλά μέσα στο ρόλο του cool, σοβαροφανή Μίκι, ο καλός Αργύρης Ξάφης.
Αναμφισβήτητα την παράσταση κλέβει ο Γιώργος Χρυσοστόμου. Το τελικό υπερθετικό συνολικό αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς αυτόν. Ο Ποτς του είναι μία συναρπαστική δημιουργία ρόλου εξ υπαρχής: με σπαρταριστές γκέι αποχρώσεις στην ερμηνεία του σκατόμαγκα που στα δύσκολα κλάνει μέντες, αποχρώσεις που με παρέπεμψαν στον Κάπτεν Σπάροου του Τζόνι Ντεπ στους «Πειρατές της Καραϊβικής», με κίνηση σχεδόν χορευτική, με ρυθμούς ιλιγγιώδεις αλλά ελεγχόμενους, με χιούμορ σαρωτικό, με το κωμικό να αναβλύζει από μέσα του χωρίς να το εκβιάζει, με μία δεξιοτεχνία εντυπωσιακή, ο Γιώργος Χρυσοστόμου είναι όλα τα λεφτά.


Το συμπέρασμα. Δείτε την παράσταση αυτή! Θα την απολαύσετε. Δείτε τον Γιώργο Χρυσοστόμου. Θα σας αποπλανήσει -με την καλή έννοια (Οι φωτογραφίες, του Πάτροκλου Σκαφίδα).

Θέατρο «Πόρτα», 10 Μαΐου 2015 και 3 Οκτωβρίου 2015.

No comments:

Post a Comment