April 16, 2025

Στο Φτερό / Αύρα θανάτου

 
«Drop Down Community»: συναυλία «Σοστακόβιτς Συμφωνία αρ. 14» / Μουσική διεύθυνση: Μάρκελλος Χρυσικόπουλος. Σολίστ: Θεοδώρα Μπάκα, μέτζο, Τίμος Σιρλαντζής, μπασοβαρύτονος.


Ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, ο τσεμπαλίστας που εξελίσσεται σε πρώτης γραμμής αρχιμουσικό, διακρίνεται, ανάμεσα στα άλλα, για την ευφάνταστη επιλογή των έργων του ρεπερτορίου του, για τους συνδυασμούς των έργων στα προγράμματά του αλλά και για τον τρόπο της παρουσίασής τους, με τη στήριξη

των συνεργατών του. Αυτή τη φορά  συμμετείχε στο 3ο Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής, θεσμό, με ελεύθερη για το κοινό είσοδο, που δημιούργησε, για τις μέρες πριν από το Πάσχα, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Γιώργο Κουμεντάκη, η Εθνική Λυρική Σκηνή, σε συνεργασία με το
υπουργείο Πολιτισμού. Και  που φαίνεται να καθιερώνεται, μετά την επιτυχία που, ήδη, είχαν οι δύο προηγούμενες διοργανώσεις: πάνω από 40 συναυλίες, σε περισσότερους από δώδεκα εμβληματικούς χώρους της πόλης -μνημεία, εκκλησίες...-, σε μία βεντάλια που περιλαμβάνει όλα τα είδη της μουσικής, είχαν και φέτος τη μεγάλη ανταπόκριση του κοινού στο πενταήμερο της διάρκειάς τους. Ο Μάρκελλος
Χρυσικόπουλος συμμετείχε, ως αρχιμουσικός, με την πολύ αξιόλογη έως εξαιρετική, όπως αποδείχτηκε, βουλγαρική ορχήστρα δωματίου -έγχορδα και κρουστά- «Drop Down Community», στην εκτέλεση της όχι συχνά παιζόμενης ούτε ιδιαίτερα δημοφιλούς Συμφωνίας αρ. 14 (1969) του Ρόσου Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Ενός ιδιότυπου συμφωνικού έργου σε ένδεκα μέρη που το καθένα έχει σολίστα μία μέτζο ή ένα μπάσο ή και τους δύο. Ενός έργου που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ορατόριο αλλά, τελικά, βαφτίστηκε συμφωνία κατά το πρότυπο Συμφωνιών του Μάλερ. Ο Σοστακόβιτς 




επέλεξε -όλα μεταφρασμένα στα ροσικά- ποιήματα του Ισπανού Λόρκα, του Γάλου Γκιγιόμ Απολινέρ -έξι ποιήματά του-, του γερμανικής καταγωγής Ρόσου  Κιούχελμπέργκερ και  του επίσης γερμανικής καταγωγής, γεννημένου στην
Πράγα, Ρίλκε, που όλα έχουν αναφορές στο θάνατο ή τα διατρέχει μία αύρα θανάτου. Ένα υπέροχο, τελικά, έργο που απλώνεται από τη συγκινητική τρυφερότητα του «Η αυτοκτονία» του Απολινέρ έως το άγριο, αθυρόστομο «Η απάντηση των Κοζάκων Ζαποριζιανών στον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης» του ίδιου ποιητή. Μουσικές μελαγχολικές, από τις οποίες, όμως, κάποιες στιγμές ξεπετάγεται, ξεσπάει η έντονη ζωικότητα του συνθέτη. Ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος ακολούθησε με σεβασμό τη μουσική


του Σοστακόβιτς -στην εκδοχή του έργου όπου τα ποιήματα επαναμεταφράστηκαν στις πρωτότυπες γλώσσες τους. Δημιούργησε ένα διάφανο θόλο μελαγχολίας, πυροδότησε τις εκρήξεις όπου χρειαζόταν και οδήγησε τρυφερά αλλά με πυγμή το ορχηστρικό σύνολο. Και τους δύο σολίστες. Εξαίρετος ο μπασοβαρύτονος -μπάσος προφόντο, θα έλεγα εγώ, με βαθιές αλλά θερμές νότες- Τίμος Σιρλαντζής, ακόμα καλύτερη η μέτζο Θεοδώρα Μπάκα. Μία βραδιά που θα θυμάμαι (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).

(Όλες τις συναυλίες του Φεστιβάλ συνόδευε ένα δωρεάν, προσεγμένο, δίγλωσσο -ελληνικά, αγγλικά-, πολύπτυχο με το πρόγραμμά του).

Εθνική Λυρική Σκηνή / «Εναλλακτική Σκηνή», 3ο Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής, Υπουργείο Πολιτισμού και Εθνική Λυρική Σκηνή, 15 Απριλίου 2025. 

April 7, 2025

Μελόδραμα ή τραγωδία;

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 246
 



«Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, σε σκηνοθεσία της Βρετανής Κέιτι Μίτσελ: μια σπουδαία παράσταση που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 2016 και στην Αθήνα, στο ΚΠΙΣΝ, απ’ την Εθνική Λυρική Σκηνή, ως συμπαραγωγή της με την Βασιλική Όπερα, Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, το 2018, για να επαναληφθεί το 2019 και για τρίτη φορά φέτος, με τη δυναμική


διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού τώρα.  
Είδα και τα τρία ανεβάσματα. Κι έγραψα στο totetartokoudouni.blogspot com ήδη στις 21 Μαρτίου 2018 και στις 21 Μαρτίου 2019. Δε θα ’χα να προσθέσω κάτι -η Κέιτι Μίτσελ, με τη μοντέρνα, ευρηματική της αλλά καθόλου επιπόλαιη σκηνοθεσία, κατάφερε να μετασχηματίσει το μελόδραμα σε τραγωδία  


-συγκλονιστική τραγωδία.
Κι η καινούργια διανομή έχει ακολουθήσει με σεβασμό τη γραμμή της: εξαιρετικοί και μοναδικά δεμένες οι φωνές τους η γεννημένη στην Αγγλία αυστραλιανή σοπράνο Τζέσικα Πρατ (άψογη Λουτσία) κι ο ισπανός τενόρος Ισμαέλ Τζόρντι (Εντγκάρντο) αλλά κι οι δικοί μας -ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης (σε μεγάλη φόρμα Ενρίκο), ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Αρτούρο), ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Ραϊμόντο), η μέτζο Ελένη Βουδουράκη (Αλίζα), ο τενόρος Μάνος Κοκκώνης (Νορμάνο)- δεν υστερούν. Μη χάσετε την ευκαιρία να το διαπιστώσετε και οι ίδιοι (Φωτογραίες: Γιάννης Αντώνογλου).

March 21, 2025

Άδυτα, άδυτα, ειστ’ εδώ;

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 245

«Καυτηριάζει το χάος του ελληνικού θεάτρου»,
«Μας μεταφέρει στα άδυτα του θεάτρου» διάβαζα προκαταβολικά για την παράσταση. Θα το τολμήσουν; Αν ναι, μπράβο τους! Θα τους εκτιμήσω ακόμα περισσότερο. Ξεκίνησα με μεγάλα καλάθια. 
Τελικά, ψάχνοντας για «άδυτα» κι αναζητώντας το «χάος», είδα ένα άτολμο, βιαστικό και μάλλον πρόχειρο κακέκτυπο εράνισμα απ’ «Το σώσε» («Noises Off») του Μάικλ Φρέιν, το «Βίρα τις άγκυρες» των Παπαθανασίου και Ρέππα, γιατί όχι και το γουντιαλενικό «Σφαίρες πάνω απ’ το Μπρόντγουαίη» («Bullets over Broadway»). Ε, merde, alors…

March 15, 2025

Ο πρώτος Άθολ Φούγκαρντ στην Ελλάδα

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 244

 

Στις 8 Μαρτίου πέθανε, στα 92 του, στο Κέιπ Τάουν, ο Άθολ Φούγκαρντ, ο κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας της Νότιας Αφρικής. Ο οποίος θαρραλέα, με τόλμη, με πείσμα είχε αγωνιστεί έμπρακτα κατά του ρατσιστικού καθεστώτος του

απαρτχάιντ της πατρίδας του απ’ την πρώτη στιγμή της καριέρας του και σ’  όλη του τη ζωή, συνεργαζόμενος με μαύρους ηθοποιούς στη σκηνή. 
Στην Ελλάδα έχουν παιχτεί
όχι πολλά έργα του αλλά εκείνο που θέλω να θυμίσω είναι πως ο πρώτος που τον παρουσίασε εδώ ήταν ο ηθοποιός/σκηνοθέτης Τάκης Βουτέρης με το τότε -προκάτοχο του «Θεάτρου των Εξαρχείων» που ίδρυσε κατόπιν- «Θέατρο του Πειραιά», στο

θεατράκι της οδού Αλκιβιάδου 104β, τη σεζόν 1978/1979: ανέβασε «Το νησί» του που ο Φούγκαρντ συνυπογράφει με τους μαύρους ηθοποιούς συνεργάτες του Τζον Κάνι και Ουίνστον Ντσόνα οι οποίοι και έπαιζαν στην πρεμιέρα και, στη συνέχεια, στο εξωτερικό τους δύο ρόλους του έργου -οι ήρωές του, ενώ είναι κρατούμενοι του ρατσιστικού καθεστώτος στις φυλακές ενός νησιού, κρυφά ετοιμάζουν την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή βρίσκοντας τις αντιστοιχίες με τη ζωή τους και το περιβάλλον όπου ζουν.

March 4, 2025

Στο Φτερό / Ο Ρέπιν δίνει φτερά στον Σοστακόβιτς και ο Νεστερόβιτς στον Ραχμάνινοφ

 
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: συναυλία «Ο Βαντίμ Ρέπιν ξανά στην Κ.Ο.Α. / Έτος Σοστακόβιτς» / Μουσική διεύθυνση: Μιχάλ Νεστερόβιτς. Σολίστ: Βαντίμ Ρέπιν, βιολί. 
 
 
Κρατούσε την ανάσα του. Το κοινό. Όσο έπαιζε ο Βαντίμ Ρέπιν. Απόλυτη ησυχία. Συγχωρούσες ακόμα και το κινητό που ακούστηκε στην καντέντσα -στο σόλο του, στο τέλος του τρίτου από τα τέσσερα μέρη. Του Κοντσέρτου για βιολί
και  ορχήστρα αρ.1 (1947-1948, πρώτη εκτέλεση 1955) του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Το οποίο ο ρόσος βιολονίστας ερμήνευσε στο πλαίσιο του «Έτους Σοστακόβιτς» -για τα 50 χρόνια από το θάνατό του, το 1975- που έδωσε και το

δεύτερο τίτλο της συναυλίας της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, με τον Πολονό Μιχάλ Νεστερόβιτς στο πόντιουμ, μαζί με τον πρώτο «Ο Βαντίμ Ρέπιν ξανά στην Κ.Ο.Α.». Σπουδαίος βιολονίστας -και  ήταν μεγάλη χαρά που τον ξανακούσαμε,
δύο χρόνια ακριβώς μετά τη συμμετοχή του ως σολίστ στην πανηγυρική συναυλία για τα 80 χρόνια της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών το 2023. Τότε με Τσαϊκόφσκι, τώρα με Σοστακόβιτς. Ένα έργο της ωριμότητας του συνθέτη, σε τέσσερα μέρη, όπου ο σολίστας περνάει από μία μελαγχολική ατμόσφαιρα σε ένα νευρώδες σκέρτσο, εκτελεί μία τεράστια, ιλιγγιώδη καντέντσα που απαιτεί υπερβατική δεξιοτεχνία -να θυμίσω ότι το έργο γράφτηκε για τον κορυφαίο Νταβίντ Όιστραχ και εκτελέστηκε, για πρώτη
φορά, από τον ίδιο- για να καταλήξει σε ένα σαρωτικό πρέστο. Ο Βαντίμ Ρέπιν, λυρικός αλλά και δυναμικός, δεξιοτέχνης μοναδικός αλλά και με βαθιά μουσικότητα, ανταποκρίθηκε απολύτως στις απαιτήσεις του κοντσέρτου -συγκλονιστικός!-, άξια πλαισιωμένος από την ορχήστρα. Αποθεώθηκε κι ας μη μας χάρισε, δυστυχώς -εμφανώς κατάκοπος-, ανκόρ. Στο δεύτερο μέρος άλλο ένα σπουδαίο ρόσικο μουσικό δημιούργημα, παλαιότερο: η -κάπως παραγνωρισμένη, όπως και όλες οι 
συμφωνίες του- Συμφωνία αρ. 2 (1906-1907, πρώτη εκτέλεση 1908) του Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Μία αρτεσιανή πηγή μελωδικών θεμάτων, μεγάλης διάρκειας αλλά καθηλωτική, συναρπαστική -ένα λυρικό αριστούργημα. Η ΚΟΑ, μετά από τις «οξύτητες» και τις έντονες δυναμικές του Σοστακόβιτς, μπήκε, άξια οδηγούμενη από την μπαγκέτα του Νεστερόβιτς στην καρδιά του ύστερου ρομαντισμού απογειώνοντας τη συναυλία. Μία από τις βραδιές της Κρατικής Ορχήστρας που θα θυμόμαστε (Φωτογραφίες: Μαργαρίτα Νικητάκη).

(Χρηστικότατο, όπως πάντα, το δωρεάν έντυπο πολύπτυχο πρόγραμμα-αφίσα της συναυλίας -υπεύθυνη έκδοσης Αλίκη Φιδετζή, σύνταξη κειμένων Τίτος Γουβέλης).

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, 27 Φεβρουαρίου 2025.
 
(Τη συναυλία παρακολούθησα με πρόσκληση που μου παραχώρησε απευθείας η ΚΟΑ).

February 23, 2025

Στο Φτερό / Αμείλικτο πεπρωμένο

 

«Η δύναμη του πεπρωμένου» του Τζουζέπε Βέρντι. Λιμπρέτο (Σααβέδρα, Σίλερ) Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε (συμπληρώσεις Αντόνιο Γκισλαντσόνι) / Μουσική διεύθυνση: Πάολο Καρινιάνι. Σκηνοθεσία: Ροδούλα Γαϊτάνου. 

 

Σεβίλη, μέσα 18ου αιώνα. Ο Ντον Αλβάρο, αριστοκρατικής γενιάς αλλά από το Περού και με ινδιάνικο αίμα, ερωτεύεται την Λεονόρα, κόρη του μαρκίσιου του Καλατράβα ο οποίος τον απεχθάνεται, εκείνη ανταποκρίνεται και αποφασίζουν να κλεφτούν. Τους προλαβαίνει, όμως, ο πατέρας της και στη σύγκρουσή του με τον Αλβάρο, όταν εκείνος, για να δείξει τις ειρηνικές του προθέσεις, πετάει κάτω
το όπλο του, αυτό εκπυρσοκροτεί και σκοτώνει τον Καλατράβα που καταριέται την κόρη του. Το ζευγάρι χωρίζεται και χάνεται. Ένα χρόνο μετά, σε ένα πανδοχείο ο Κάρλο ντι Βάργκας, αδελφός της Λεονόρα, μεταμφιεσμένος σε φοιτητή και με αλλαγμένο όνομα, ψάχνει τον Αλβάρο και την αδελφή του να τους εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα τους. Η Λεονόρα, που βρίσκεται εκεί, αποκρύπτοντας την ταυτότητά της και ντυμένη άντρας, τον

αναγνωρίζει και κρύβεται, ενώ από κάποιες κουβέντες, καταλαβαίνει ότι ο Αλβάρο δεν έχει γυρίσει στην Αμερική και, λανθασμένα, πείθεται ότι απλώς την έχει προδώσει. Ταυτόχρονα, η Πρετσιοζίλα, μία όμορφη νεαρή τσιγγάνα, προτρέπει τους άντρες να πάνε όλοι να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ιταλίας. Η Λεονόρα καταφεύγει σε ένα γειτονικό μοναστήρι όπου αποφασίζει να ζήσει την υπόλοιπη
ζωή της σε ένα ερημητήριο, εντελώς απομονωμένη. Ο ηγούμενος Πατέρας Γκουαρντιάνο στον οποίο εμπιστεύεται την αλήθεια, την προειδοποιεί για τις δυσκολίες που θα έχει να αντιμετωπίσει και την οδηγεί σε μία σπηλιά όπου θα της φέρνει να τρώει ο ίδιος. Στο μεταξύ, στην Ιταλία, ο Αλβάρο, που πιστεύει ότι η Λεονόρα είναι νεκρή και έχει καταταγεί στον ισπανικό στρατό, συναντάει τον Κάρλο που, επίσης, έχει καταταγεί με άλλο όνομα και τον σώζει από την επίθεση δύο δολοφόνων. Συνδέονται με βαθιά φιλία χωρίς ο ένας να γνωρίζει ποιος είναι ο άλλος. Ο Αλβάρο τραυματίζεται βαριά στη μάχη και,
καθώς κινδυνεύει να πεθάνει, εμπιστεύεται στο φίλο του μία κασετίνα με γράμματα ζητώντας να του υποσχεθεί ότι, αν πεθάνει, θα τα κάψει χωρίς να τα διαβάσει. Ο Κάρλο κάτι υποψιάζεται και ανοίγει την κασετίνα όπου βρίσκει ένα πορτρέτο της αδελφής του. Οπότε καταλαβαίνει ποιος είναι ο φίλος του ο οποίος, τελικά, επιζεί. Όταν ο Αλβάρο συνέρχεται, μονομαχεί με τον Κάρλο που δεν ξεχνάει την εκδίκηση. Τους χωρίζουν και ο Αλβάρο αποφασίζει να κλειστεί σε μοναστήρι. Το μοναστήρι, όπου καταφεύγει ως πατήρ Ραφαήλ, είναι στην Ισπανία και είναι αυτό που κοντά του βρίσκεται το ερημητήριο της Λεονόρα. Ο Κάρλο που το μαθαίνει ορμάει εναντίον του και μονομαχούν. Ο Αλβάρο τον

τραυματίζει θανάσιμα και τρυπώνει στη σπηλιά της Λεονόρα. Εκεί οι δύο ερωτευμένοι αναγνωρίζονται. Εκείνη τρέχει στον λαβωμένο αδελφό της που, όμως, πριν ξεψυχήσει, τη μαχαιρώνει: η εκδίκηση ολοκληρώνεται. Ο Αλβάρο έχει τιμωρηθεί (Στην πρώτη εκδοχή του έργου ο Αλβάρο πέφτει σε έναν κοντινό γκρεμό και σκοτώνεται). Είναι «Η δύναμη του
πεπρωμένου» (1862) του Τζουζέπε Βέρντι. Το λιμπρέτο του Ιταλού  Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε -βασισμένο στο έργο «Δον Αλβάρο ή Η δύναμη του πεπρωμένου» (1835) του ισπανού Άνχελ δε Σααβέδρα, 3ου δούκα του Ρίβας και με μία σκηνή προσαρμοσμένη από «Το στρατόπεδο του Βάλενστάιν» (1798), πρώτο έργο της τριλογίας «Βάλενστάιν» του Γερμανού Φρίντριχ φον Σίλερ- συναγωνίζεται το λιμπρέτο του Σαλβατόρε Καμαράνο για τον «Τροβατόρε»: απιθανότητες, κενά, ασυνέπειες, συμπτώσεις, 
συμπτώσεις, συμπτώσεις εξωφρενικές, εξηγήσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά -ένα από τα χειρότερα λιμπρέτα που βρέθηκαν στα χέρια του Βέρντι. Και όμως, με τη μοναδική ικανότητά του, το μεταμόρφωσε σε μία όπερα πλήρη, πλούσια, που σφύζει από μελωδίες ενός ώριμου πια συνθέτη και με τα
καθοδηγητικά μοτίβα -λάιτ μοτίφ- να αναπτύσσονται. Ενώ, με αλλεπάλληλες αλλαγές και προσαρμογές, με αφορμή διάφορα μεταγενέστερα ανεβάσματά της, την εξέλιξε, με βασικότερη τη δεύτερη εκδοχή της (1869) στην οποία -με τη συνεργασία του Αντόνιο Γκισλαντσόνι στις προσθαφαιρέσεις και τροποποιήσεις του λιμπρέτου- πρόσθεσε την υπέροχη, ορμητική εισαγωγή που γνωρίζουμε και άλλαξε το φινάλε. Η Ροδούλα Γαϊτάνου που  ανέλαβε τη σκηνοθεσία έδωσε μία νοικοκυρεμένη αλλά συμβατική παράσταση, με κάποια ευρήματα καλού γούστου αλλά χωρίς εκπλήξεις: τοποθέτησε το έργο στον 20ο αιώνα με απόηχους από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους τονίζοντας το «πόλεμος πάντων πατήρ», ως το στοιχείο που επηρεάζει απολύτως τη ζωή των ηρώων. Αλλά δεν κατάφερε την υπέρβαση.
Όσο κι αν τη βοήθησε η αισθητική της παράστασης: τα σκηνικά (εκτός από τη σκηνή του δάσους με τους σταυρούς από σωλήνες νέον που μου θύμισε καμπαρέ…), υποβλητικά φωτισμένα -ζοφερά σκοτάδια- από τον Ιταλό Τζουζέπε ντι Ιόριο, του Γιώργου Σουγλίδη, τα κοστούμια του και τα βίντεο του Άγγλου Ντικ Στρέικερ που υπηρετούσαν τη σκηνοθετική άποψη. Χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση η κινησιολογία της Δήμητρας Καστέλλου. Η παράσταση ενισχυόταν μουσικά από την καλή απόδοση της
Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπό τον ιταλό αρχιμουσικό Πάολο Καρινιάνι και τη συμμετοχή της διδαγμένης από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο  Χορωδίας της ΕΛΣ που ο ρόλος της είναι καίριος στη συγκεκριμένη όπερα. Ο αργεντινός τενόρος Μαρσέλο Πουέντε (Ντον Αλβάρο) νομίζω ότι ξεχώρισε στη διανομή -ζεστό φωνητικό μέταλλο και ισχυρή φωνή- ενώ ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (Ντον Κάρλο), αν και καθόλου πειστικός όταν δηλώνει «φοιτητής»…, τον συναγωνίστηκε. Ικανοποιητικός ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Μαρκίσιος του Καλατράβα και Ηγούμενος. Με ελλείψεις, υποκριτικές και φωνητικές, η λευκοροσίδα μέτζο Οξάνα Βόλκοβα  ως Πρετσιοζίλα (ένας 
ρόλος που μοιάζει στριμωγμένος στο έργο χωρίς ουσιαστικό λόγο) δεν με έπεισε. Βρήκα χωρίς υπερβάσεις και κάπως δύσκαμπτο τον μπασοβαρύτονο Γιάννη Γιαννίση (Αδελφός Μελιτόνε). Η ρουμάνα, στέλεχος της Λυρικής, σοπράνο Τσέλια Κοστέα (Λεονόρα), επίσης ηλικίας όχι ταιριαστής με το ρόλο, έχει πολλές δυνατότητες αλλά η φωνή της
μοιάζει να έχει  κάπως στεγνώσει. Η μέτζο  Ιωάννα-Βασιλική Κοράκη (Κούρα), ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Παπαδημητρίου (Δήμαρχος), ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Μάστρο-Τραμπούκο) και ο ρόσος βαρύτονος Μαξίμ Κλονόφσκι (Χειρουργός) βοήθησαν κατά τις δυνάμεις τους. Μία παράσταση χωρίς εξάρσεις αλλά όχι και χωρίς ενδιαφέρον (Φωτογραφίες: 1 Valeria Isaeva, 2, 7, 8, 13 Andreas Simopoulos, 3, 4, 5, 6, 9, 10, 11, 12 Giannis Antonoglou).

(Καλοφτιαγμένο το -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη έκδοσης Σοφία Κομποτιάτη. Βρίσκω, πάντως, μάλλον περιττή τη συνέντευξη με τον/την σκηνοθέτη/-τρια, που τελευταία έχει καθιερωθεί. Ό,τι σκέφτεται για την παράσταση είναι προτιμότερο να τα εκθέτει στη σκηνή παρά να τα περιγράφει).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 2 Φεβρουαρίου 2025. 

February 9, 2025

Στο Φτερό / Δεν είδε τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα...

 
«Θέλω να δω τον Πάπα» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, λιμπρέτο (Ενεκέν) Θεόφραστος Σακελλαρίδης / Μουσική διεύθυνση: Νίκος Βασιλείου. Σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη.
 

Ξεπερασμένο είδος η ελληνική οπερέτα. Τα λιμπρέτα της ακούγονται αφελή. Τα αστεία της, παιδαριώδη. Οι μουσικές της είναι μόνο που την απογειώνουν. Και είναι αρκετές  οπερέτες που, λόγω της μουσικής τους, απογειώνονται.  Με  

πρώτες τις οπερέτες του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία τάση επανανακάλυψης και επανεκτίμησης των έργων αυτών. Από καλλιτέχνες και θεωρητικούς που ενδιαφέρονται, υποστηρίζουν 
την αναβίωση και αποκαθιστούν τα χαμένα ή λανθάνοντα ή αφημένα στη φθορά έργα. Πιο πρόσφατη περίπτωση, η οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Θέλω να δω τον Πάπα» (1920): ένα νιόπαντρο ζευγάρι, η Άννα και ο Αδριανός, ξεκινάει για ταξίδι του μέλιτος στην Ιταλία αλλά η επιμονή της συζύγου «να δει τον Πάπα», αίτημα που ο σύζυγος αρνείται κατηγορηματικά να ικανοποιήσει, οδηγεί στη ρήξη στην οποία, όταν οι
νεόνυμφοι επιστρέφουν, εμπλέκονται τα σόγια και η Ρίτα, μία «ελευθερίων ηθών» καμπαρετζού, ρήξη, πάντως, που καταλήγει σε επαναπροσέγγιση του ζευγαριού και σε λύση του… προβλήματος. Χωρίς Πάπα… Η οπερέτα για να αναβιώσει και να σταθεί σήμερα, θέλει πολλή δουλειά: δραματουργική και σκηνοθετική. Και ηθοποιούς-τραγουδιστές με ιδιαίτερες ικανότητες. Εδώ, τη
σκηνοθεσία υπογράφει η Νατάσα Τριανταφύλλη, με την ‘Ελενα Τριανταφυλλοπούλου να έχει αναλάβει τη δραματουργική επεξεργασία και τη διασκευή του λιμπρέτου που έχει γράψει ο ίδιος ο Σακελλαρίδης, βασισμένος στη φάρσα του Γάλου Μορίς Ενεκέν «Οικιακές χαρές (1894). Δεν ξέρω, βέβαια, το πρωτότυπο λιμπρέτο αλλά το κείμενο ρέει,
σκοντάφτει μόνο σε κάποιες παρεμβάσεις ή κάποιες προσθήκες δια στόματος του υπηρέτη Δημοσθένη, που προσπαθούν, εις μάτην, να προσδώσουν κύρος και βάρος στο ανάλαφρο εργάκι. Η
Νατάσα Τριανταφύλλη έχει δώσει ελαφράδα και καλούς ρυθμούς στο παραστασιακό αποτέλεσμα με μία συμβατική παράσταση. Η απορία μου είναι πώς και δεν εκμεταλλεύτηκε τα «σόκιν» υπονοούμενα του έργου, που ξεκινούν από τον τίτλο του. Η «ταυτότητα» του «Πάπα» νομίζω πως εύκολα ανιχνεύεται, όταν, μάλιστα, δίνεται η πληροφορία πως σε κάποιο από τα σωζόμενα χειρόγραφά του Σακελλαρίδη υπάρχει η διόρθωση του «θέλω να δω τον Πάπα» σε
«θέλω να δω το μουσουργό Πουτσίνι»… Την παράσταση δεν βοηθούν οι μάλλον αφελείς χορογραφίες (υπεύθυνη κινησιολογίας Δήμητρα Μητροπούλου) ούτε τα φωτισμένα από τον Χρήστο Τζιόγκα άχρωμα σκηνικά της Τίνας Τζόκα, που η μετακίνησή τους καμία αίσθηση αλλαγής δεν δημιουργεί, όχι όμως και τα
καλόγουστα κοστούμια της. Μουσικά η παράσταση έχει την κεφάτη υποστήριξη του Νίκου Βασιλείου που διευθύνει με νεύρο, επιτυχώς ένα μικρό σύνολο μουσικών για το οποίο ο Γιάννης Μπελώνης προσάρμοσε την αποκατάσταση της ενορχήστρωσης που την έκανε ο ίδιος. Η διανομή έχει τα υπέρ της -η εγνωσμένης υποκριτικής δεινότητας σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου (Κυρία Λατρούδη, μητέρα της Άννας), η καλλίφωνη σοπράνο Χρύσα Μαλιαμάνη (Άννα), ο πολύ καλός, με ταιριαστή «προπολεμική» φιγούρα, τενόρος Νικόλας Μαραζιώτης (Αδριανός), ο ηθοποιός Αντώνης Κυριακάκης,πολύ άνετος υποκριτικά και με χιούμορ Υπηρέτης Δημοσθένης, ενώ ο μαέστρος Νίκος Βασιλείου με άνεση συμμετέχει και στη διανομή με τις λίγες
ατάκες του Ενωμοτάρχη. Ο βαρύτονος Βαγγέλης Μανιάτης (Λατσούδης, πατέρας της Άννας) και, κυρίως, ο τενόρος Δημήτρης Σιγαλός (Βαρονάς, θείος του Αδριανού) δυστυχώς κινούνται σε υποκριτικό επίπεδο μαθητικής παράστασης. Αφήνω τελευταία τη μέτζο Μαρισία Παπαλεξίου. Λυγερή, σέξι, τραγανή, με υπέροχη κίνηση και εξαιρετικό χορό, με πολύ καλή φωνή και με υψηλό υποκριτικό επίπεδο -πολυτάλαντη-, κλέβει, «νόμιμα», χωρίς τερτίπια, την παράσταση, τέλεια ως Αρτίστα

Ρίτα. Νομίζω πως η Λυρική πρέπει να την αξιοποιήσει περισσότερο (Φωτογραφίες: Βαλέρια Ισάεβα).

(Πολύ καλό το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- στα βασικά έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνος έκδοσης και επιμέλεια ύλης Χαράλαμπος Γωγιός, συνεργάτιδα Μαρία Κακογιάννη. Εξαιρετικά διαφωτιστικό το κείμενο του Αλέξανδρου Ευκλείδη. Μου έλειψαν οι ελληνικοί υπέρτιτλοι στην παράσταση).

Εθνική Λυρική Σκηνή / «Εναλλακτική Σκηνή», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 7 Φεβρουαρίου 2025.

February 2, 2025

Θέλει ψυχούλα η Μπέλλου. Και την έχει.

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 243
 
Ταλαντούχο άτομο. Απ’ την αρχή που την είδα στη σκηνή, το μυρίστηκα: καλή, πολύ καλή ηθοποιός, τάλαντο πολύπλευρο, φάτσα τεατράλε, ολότελα δοσμένη όταν βρίσκεται στη σκηνή κι ας μην έχει ρόλο σημαντικό. Ύστερα ανακάλυψα τη φωνή της -το τραγούδι της. Σπουδαία φωνή. Με γκάμα. Που πάει βαθιά, φτάνει έως τις ρίζες -στο παραδοσιακό και στο ρεμπέτικο. Ερμηνεύτρια. Η Χριστίνα Μαξούρη αποτελεί πια μια απ’ τις σημαντικές μονάδες του ελληνικού θεάτρου. Αλλά και του ελληνικού τραγουδιού. Πολύτιμη. Και απολύτως διακριτική. Ψάχνεται, δουλεύει πολύ και συστηματικά. Σε ό,τι και να καταπιαστεί. Κι αυτό  
φαίνεται στο αποτέλεσμα. 
Αρκετά χρόνια στη σκηνή αλλά και στο τραγούδι έκανε και δικές της παραστάσεις -όπως τα «Δανεικά παπούτσια», είχα γράψει ήδη γι αυτό στο totetartokoudouni.blogspot.com απ’ τις 14 Μαΐου 2015, σχεδόν δέκα χρόνια πριν. Το καλοκαίρι του 2021 ετοίμασε και παρουσίασε για το Φεστιβάλ Αθηνών τη μουσική παράσταση «Τα τραγούδια της Σωτηρίας». Η παράσταση ευδοκίμησε. Και παίζεται ακόμη. Φέτος, κατάφερα επιτέλους να τη δω. Στην Κεντρική Σκηνή του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου». Φίσκα στον κόσμο η αίθουσα. Ο Δημήτρης Χαλιώτης υλοποίησε την ιδέα που είχε συνυπογράφοντας με την ίδια την Χριστίνα Μαξούρη την καλλιτεχνική επιμέλεια, με τον Σωτήρη Μελανό να ’χει αναλάβει τη σκηνογραφική επιμέλεια, την Βάνα Γιαννούλα την ενδυματολογική, τον Νίκο Βλασόπουλο το σχεδιασμό των φωτισμών και τον Γιάννη Παξεβάνη το σχεδιασμό του ήχου. Όλα λειτουργούν άψογα. Και διακριτικά, σεμνά, χωρίς φιγούρες, εφέ και γκλίτερ.
Έχουν στήσει πάνω στη σκηνή ένα λαϊκό πάλκο με πέντε καρέκλες για τους τέσσερις πολύ καλούς μουσικούς -δυο μπουζούκια, μια κιθάρα κι ένα ακορντεόν- κι ανάμεσά τους, η Χριστίνα Μαξούρη. Που δεν «παίζει» την Σωτηρία Μπέλλου. Αλλά δίνει πνοή στα τραγούδια της. Ευεργετική. 
Δεν πρόκειται, όμως, απλώς για μια συναυλία. Ακούγονται πολλά τραγούδια της Μπέλλου -απ’ το πρώτο της δισκογραφημένο μέχρι τα υπέροχα του Μούτση και του Σαββόπουλου, του Ανδριόπουλου, του Κουνάδη, του Λάγιου…, περνώντας απ’ τον Τσιτσάνη που την ανέβασε ψηλά κι έμεινε κοντά του για χρόνια και τους άλλους του ρεμπέτικου 
και του λαϊκού (Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Καλδάρας, Χατζηχρήστος, Χιώτης…)- αλλά αυτά διανθίζονται με κείμενα: λόγια της ίδιας της Μπέλλου, λόγια που έγραψαν ή είπαν γι αυτήν, γράμματα στη μητέρα της, δημοσιεύματα… 
Η παράσταση δε φιλοδόξησε να ’ναι βιογραφία της Σωτηρίας Μπέλλου αλλά να σχεδιάσει τον περίγυρό της, την εποχή, τις συνθήκες που αντιμετώπισε, τα ανεβοκατεβάσματα στην καριέρα της -απ’ τους θριάμβους της μέχρι την εξαθλίωση, όταν έφτασε να ζητιανεύει-, την «επανανακάλυψή» της και, το τέλος της -ό,τι πιο τραγικό-, όταν ο καρκίνος της στέρησε τη φωνή της. Κι όλα αυτά εξαιρετικά δεμένα χωρίς καμιά διάθεση αγιοποίησης -τα ζάρια κι οι γυναίκες, που, πολλές φορές, την κατέστρεψαν εκεί είναι, δεν αγνοούνται.
Η Χριστίνα Μαξούρη δε μιμείται την Μπέλλου. Αλλά δίνει την ψυχή της. Και τα τραγούδια αυτά θέλουν ψυχούλα. Γι αυτό κι η παράσταση αγγίζει τις ψυχές, συγκινεί -άκουσα όλο το θέατρο να σιγοτραγουδάει με την Χριστίνα Μαξούρη. Και με την Σωτηρία Μπέλλου. Ευτυχής συνάντηση. Που σίγουρα έχει μέλλον (Φωτογραφίες: Patroklos_Skafidas).

January 23, 2025

Στο Φτερό / Ο πόλεμος ποτέ δεν θα τελειώσει...

 
«Η Μάνα κουράγιο και τα παιδιά της» του Μπέρτολτ Μπρεχτ / Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
 
Άννα Φίρλινγκ. Το παρατσούκλι της, «Μάνα Κουράγιο». 17ος αιώνας. Τριακονταετής Πόλεμος (1618-1648) -μία από τις πρόβες τζενεράλε για τους Παγκόσμιους Πολέμους του 20ου αιώνα: Προτεστάντες εναντίον Καθολικών.
Η Μάνα Κουράγιο, γυρολόγα  εμπόρισσα, επωφελείται: με το κάρο της-καντίνα, φορτωμένο εμπορεύματα κατάλληλα για την περίπτωση και με τα τρία παιδιά της -από τρεις διαφορετικούς πατεράδες-, τον τολμηρό και καπάτσο Άιλιφ από φινλανδό πατέρα, τον μειωμένης αντιληπτικότητας αλλά τίμιο Έμενταλ από πατέρα ελβετό και την μουγγή Κάτριν, πατέρα γερμανού, με τόλμη και αποφασιστικότητα και θράσος, περιφέρεται στα πεδία του πολέμου, ακολουθώντας τα
σουιδικά στρατεύματα, προτεστάντισσα αλλά εύκολα προσαρμόσιμη και στις συνθήκες των εχθρών καθολικών, ζει όπως μπορεί, πουλάει όπως μπορεί και εκμεταλλεύεται τον πόλεμο όσο μπορεί, δύσπιστη στην ειρήνη. Ο πόλεμος, όμως,  δεν είναι «φιλικός» μαζί της. Μέσα σε μία δεκαετία -έως το 1634, το έργο ξεκινάει το 1624 από την Σουιδία για να περάσει από την Πολονία και να καταλήξει στην Γερμανία- χάνει, εξαιτίας του, το ένα μετά το άλλο και τα τρία παιδιά της και καταλήγει να σέρνει 
μόνη το κάρο της. Ένας στρατιωτικός ιεροκήρυκας, ένας μάγειρας του στρατού που, συμφεροντολογικά, προτείνει στην ανένδοτη Άννα ερωτική σχέση και μία πόρνη του στρατεύματος, η Ιβέτ, που, όμως, εξελίσσεται
σε σύζυγο και, κατόπιν, σε χήρα συνταγματάρχου…, είναι τα πιο κοντινά της πρόσωπα. Όλα, όμως, θέλουν να την εκμεταλλευτούν, όπως και η ίδια, βέβαια, θέλει να τους εκμεταλλευτεί -θετικός ήρωας στο έργο αυτό δεν υπάρχει. Εκτός, ίσως, από την Κάτριν που, απελπισμένη, καταφεύγει σε μία
απεγνωσμένα ηρωική πράξη ειδοποιώντας, με ένα τύμπανο που το βαράει, τους κατοίκους μίας πόλης στην οποία οι καθολικοί ετοιμάζονται να επιτεθούν μέσα στη νύχτα. Πράξη που την πληρώνει με τη ζωή της. Είναι «Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» (1938-1939, πρεμιέρα 1941) του αυτοεξόριστου, τότε, Γερμανού Μπέρτολτ Μπρεχτ -που γράφτηκε, με υλικό αντλημένο από τη «Βιογραφία της αρχιαπατεώνισσας και τυχοδιώκτριας Κουράσε», μέρος του ογκώδους μυθιστορήματος (1668/1669) 
«Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος» του Χανς Γιάκομπ Κριστόφελ φον Γκρίμελσχάουζενκαι με την αποφασιστική συνεισφορά της συμπατριώτισσας του συγγραφέα Μαργκαρέτε Στέφιν, τότε ερωμένης του,   
της οποίας το όνομα αποσιωπάται στην έκδοση του έργου... Μία θεατρική πραγματεία για τις «βλαβερές συνέπειες» του πολέμου: πού ωθεί τους ανθρώπους. Η απληστία της Άννας να τον εκμεταλλευτεί πληρώνεται με αίμα -το αίμα των παιδιών της. Γνώση δεν θα βάλει, όμως. Στο τέλος συνεχίζει. Σέρνοντας πια μόνη το κάρο που έσερναν τα παιδιά της. Κάθαρση δεν υπάρχει. Ο Μπρεχτ εφαρμόζει τη θεωρία του για το «επικό θέατρο» απορρίπτοντας το συναίσθημα αλλά με τρόπο αντιφατικό: από σκηνές,
όπως του θανάτου της Κάτριν ή με τη σορό του εκτελεσμένου Έμενταλ, να την περνούν μπροστά από τη μάνα του ψάχνοντας, από τις αντιδράσεις, τους συνεργάτες του και εκείνη «να μην τον γνωρίζει», πώς μπορείς να αφαιρέσεις το συναίσθημα; Ο Στάθης Λιβαθινός, σε μεγάλη φόρμα τα τελευταία χρόνια -«Συμφορά από το πολύ μυαλό», «Berlin Alexanderplatz», «Βασιλιάς Λιρ»,
«Καζανόβα/Δον Ζουάν: Ερωτική περιπλάνηση», «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί»...-, έπιασε στα χέρια του το έργο με μεγάλη προσοχή, ακολούθησε σεβαστικά το κείμενο στη ρέουσα, θεατρικότατη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, ακολούθησε, χωρίς όμως να υποδουλωθεί, τη μπρεχτική γραμμή της αποστασιοποίησης και του παραξενίσματος και έχει δημιουργήσει μία εξαιρετική ατμόσφαιρα, υποβλητική, με άψογους ρυθμούς, ένα παραστασιακό αποτέλεσμα, με  
συνεργάτιδα δραματουργό και δραματολόγο της παράστασης την Έρι Κύργια, μπρεχτικό αλλά σύγχρονα μπρεχτικό, χωρίς να αποδομήσει ή να διασκευάσει το κείμενο. Η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή που παίζεται ζωντανά επί σκηνής -δεν έχει χρησιμοποιηθεί, η γραμμένη εξαρχής για να συνοδεύει κάθε παράσταση του έργου, μουσική του Πάουλ Ντεσάου- και τα
τραγούδια του σε στίχους του Γιώργου Δεπάστα και διδαγμένα από την Μελίνα Παιονίδου υπηρετούν το πνεύμα του έργου αλλά φέρνοντάς το στη σύγχρονη εποχή, συμπορευόμενα με τη σκηνοθετική γραμμή. Το ίδιο και τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, φωτισμένα από τον Αλέκο Αναστασίου, και τα 
κοστούμια της που αντλούν από διάφορες εποχές υπηρετώντας και αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του έργου, όπως και ο σχεδιασμός των βίντεο από τον Αλέξανδρο Αβρανά και η διδαγμένη από τον Άντι Τζούμα κίνηση -η παράσταση διακρίνεται για τους
άψογους ρυθμούς της και τα έξοχα γκρουπαρίσματα. Για την Μπέττυ Αρβανίτη να αναλάβει τον επώνυμο ρόλο ήταν μία πολύ τολμηρή και ριψοκίνδυνη απόφαση. Και όμως τα καταφέρνει πολύ καλά -ένας άθλος!- έστω και αν, κάποιες στιγμές, ακούγεται κάπως υποτονική. Η έξυπνη κίνηση του Στάθη Λιβαθινού ήταν να την πλαισιώσει, εκτός από τον Νίκο Αλεξίου (Ιεροκήρυκας), έμπειρο και ικανότατο ηθοποιό που αξιοποιεί το λεπτά ειρωνικό στιλ του, με ένα τσούρμο νέων ηθοποιών που τους έχει οδηγήσει σε μία εκρηκτική παρουσία
η  οποία εκτοξεύει την παράσταση: Αντώνης Γιαννακός, Γιάννης Δενδρινός, Παναγιώτης Καμμένος, Φώτης Κουτρουβίδης, Πάρης Λεόντιος, Άννα Μάγκου, Βασίλης Ντάρμας, Βασίλης Παπαδημητρίου, Άγγελος Παππάς, Αντώνης Παρχαρίδης, Θεοδοσία Σαββάκη,  Ιωάννης Σύριος, Χρήστος Σωνάκης, Βασίλης Τσαλίκης, Σταμάτης Φακορέλλης. Οι περισσότεροι σε περισσότερους από έναν ρόλους ενώ ορισμένοι
συμμετέχουν και ως μουσικοί στην παράσταση, μαζί με τον μουσικό Ιάκωβο Παυλόπουλο. Σίγουρα πολλοί από αυτούς εγγράφουν υποθήκες για το μέλλον. Θα ξεχωρίσω την λίγο παλαιότερη Εύα Σιμάτου: εξαιρετική Ιβέτ, στην καλύτερη έως τώρα εμφάνισή της. Μία παράσταση που, προσωπικά, πιστεύω ότι τιμά το Εθνικό Θέατρο (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή). 
 
(Εξαιρετικό το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Έρι Κύργια-, με πολύ ενδιαφέροντα, διαφωτιστικά κείμενα. Το μυθιστόρημα «Σιμπλίκιος Σιμπλικίσιμος» του Χανς Γιάκομπ Κριστόφελ φον Γκρίμελσχάουζεν, σε μετάφραση Γιάννη Κοιλή, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Εξάντας», 2017).

Κτίριο Τσίλερ / Κεντρική Σκηνή, Εθνικό Θέατρο, 5 Ιανουαρίου 2025.