December 19, 2025

Δεν πεθαίνω σα χώρα… ή Ένας έφηβος ετών 50


 

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 269  



Ήταν 26 Δεκεμβρίου 1975. Λάρισα. Αίθουσα του Δημοτικού Ωδείου. Ένα Θέατρο γεννιέται. Η Χούντα έχει πέσει πριν από ενάμιση χρόνο. Άνεμος αισιοδοξίας και δημιουργικότητας πνέει. Το θέατρο ανάσανε. Οι ιδέες περί αποκέντρωσης έχουν αρχίσει να κυριαρχούν.

Η Λάρισα έχει ανθρώπους ταλαντούχους. Η ιδέα ήταν της Άννας Βαγενά, μαζί της ο Κώστας Τσιάνος κι ο σκηνογράφος ενδυματολόγος Γιώργος Ζιάκας. Λαρισαίοι κι οι τρεις. Παιδιά της δύσκολης δεκαετίας του ’40. Αυτοί ίδρυσαν και  

ξεκίνησαν το «Θεσσαλικό Θέατρο». Αποφάσισαν ν’ αρχίσουν με την «Αυλή των θαυμάτων», το σπαρακτικό έργο  του Ιάκωβου Καμπανέλλη -τι καλύτερη επιλογή;

Κάλεσαν τον Διαγόρα Χρονόπουλο να τους σκηνοθετήσει, ο Γιώργος Ζιάκας έκανε τα σκηνικά 

και τα  κοστούμια, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης τη μουσική και στη διανομή ήταν η Νένα Μεντή, η Κατερίνα Καραβία, ο Γιώργος Ακριτίδης, ο Κώστας Τσιάνος, η Αλίκη Αλεξανδράκη, η Δήμητρα Σταμπουλίδου, η Μαρία Μίχα, ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Μιχάλης Μπογιαρίδης, η Άννα Βαγενά, ο Νίκος Χαραλάμπους, ο Μάνος Μπαλλής, ο 

Σεραφείμ Ντίνας, ο Βαγγέλης Πετανίτης -μερικοί τους εξαίρετοι ηθοποιοί. Άλλοι Λαρισαίοι, άλλοι που δε δίστασαν, ξεσηκώθηκαν απ’ την Αθήνα για ν’ αντιμετωπίσουν συνθήκες αντίξοες -«Θεσσαλικό» σήμαινε και μεγάλες και δύσκολες περιοδείες. Κάποιοι έμειναν και για τη συνέχεια, κάποιοι δε συνέχισαν. 
Η πρεμιέρα τους δόθηκε τη Δεύτερη Μέρα των Χριστουγέννων του ’75. Φαντάζομαι τη συγκίνηση όλων. Των επί σκηνής, των πίσω απ’ τη σκηνή, των θεατών. Κανείς δεν περίμενε, πάντως, ότι το «Θεσσαλικό» τους θα έφτανε τα πενήντα του χρόνια. Κι όμως τα έφτασε. Με πολλές επιτυχίες - 



κορυφή του η ευριπίδεια «Ηλέκτρα» του Κώστα Τσιάνου, με την Λυδία Κονιόρδου ανεπανάληπτη στον επώνυμο ρόλο-, με αποτυχίες, με παραστάσεις που δεν ευδοκίμησαν, όπως συμβαίνει πάντα σε όλα τα Θέατρα. Κινήθηκε απ’ την επιθεώρηση έως και την αρχαία τραγωδία, από ελληνικό ρεπερτόριο έως ξένα κλασικά αλλά και σύγχρονα έργα. Που να ΑΦΟΡΟΥΝ το κοινό του. Αυτός ήταν ο γνώμονας. Το 1983, όταν η Μελίνα Μερκούρη, ως υπουργός Πολιτισμού, δημιούργησε το θεσμό των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων, ονομάστηκε ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας χωρίς ποτέ να αποτάξει τον αρχικό του τίτλο -«Θεσσαλικό Θέατρο».



Φέτος, με καλλιτεχνικό διευθυντή του τον Ορέστη Τάτση, γιορτάζει αυτά τα πενήντα του χρόνια -ένας έφηβος ακόμα. Με τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου που ανεβάζει μια νέα γυναίκα, η Ιόλη Ανδρεάδη -κι αν πέρασαν απ’ το «Θεσσαλικό» νέοι άνθρωποι!-, με Αλσέστ τον Γεράσιμο Γεννατά, στο θέατρο που το ’λεγαν «Θέατρο του Μύλου» αλλά τώρα πια λέγεται «Κώστας Τσιάνος». Δικαιότερη απόφαση για την ονοματοδοσία αυτή δεν υπήρξε: 22 ολόκληρα χρόνια καλλιτεχνικός διευθυντής του «Θεσσαλικού» που το οδήγησε σε θριάμβους και στο εξωτερικό, ο Κώστας Τσιάνος πολλά άκουσε, πολύ πάλεψε και πολύ σκατό έφαγε. Αλλά νίκησε.
Η παράσταση κάνει αύριο πρεμιέρα κι απ’ τις 8 Μαρτίου θα παιχτεί και στην Αθήνα στο νέο θέατρο (πρώην κινηματογράφο) «Φιλίπ».
Εμείς απ’ την επαρχία -περιφέρεια τη λέμε, πια, για λόγους πολιτικής ορθότητας αλλά εγώ δε θα τους τηρήσω...- 



που αγαπούσαμε το θέατρο και που πάντα ονειρευόμασταν ένα δικό μας Θέατρο για να μην περιμένουμε μόνο τους περιοδεύοντες  θιάσους, νοιώθουμε περισσότερο τη σημασία του «Θεσσαλικού». Γι αυτό, πάντα, όταν μιλάω ή όταν γράφω για το «Θεσσαλικό», συγκινούμαι. Ας ευχαριστήσουμε την Λάρισα και τους ανθρώπους -απ’ τους παλιούς, κάποιοι δεν υπάρχουν πια και στη μνήμη τους είναι αφιερωμένο το κείμενο αυτό- που το στέριωσαν και το στήριξαν. Για ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ. Γιορτάζουμε μαζί τους. 

December 18, 2025

Κική Μορφονιού (1936-18 Δεκεμβρίου 2025): Ταλέντο και Ήθος


Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 268  
 



Η Ελλάδα έχασε σήμερα ένα Μεγάλο Κεφάλαιό της στην ιστορία της όπερας. Αλλά κι έναν σεμνό άνθρωπο, με Ήθος: την μέτζο Κική Μορφονιού.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή, της οποίας υπήρξε για χρόνια κορυφαίο στέλεχος, πρόλαβε και τίμησε την Κική Μορφονιού το 2023, κατά την έναρξη των επετειακών εκδηλώσεων για τα εκατό χρόνια απ’ τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας. Στην πρεμιέρα της «Μήδειας» του Κερουμπίνι, στις 25 Απριλίου 2023, στην Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ Γιώργος Κουμεντάκης της απένειμε τιμητική πλακέτα για «τη σπουδαία συνεισφορά της στη λυρική τέχνη, τις αξεπέραστες ερμηνείες της, αλλά και για το ήθος, την αγάπη και την αφοσίωσή της στην Εθνική Λυρική Σκηνή». Τη χειροκροτήσαμε τότε μ’ όλη μας την ψυχή. 
Η τελευταία εμφάνισή της ήταν στο ντοκιμαντέρ (1923) της ΕΛΣ και των Βασίλη Λούρα και Μιχάλη Ασθενίδη για την Μαρία Κάλλας «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», όπου αναφέρεται στην ιστορική συνεργασία τους στην Επίδαυρο.  
Στις 21 Αυγούστου 2010, μ’ αφορμή τη συμπλήρωση ακριβώς 50 χρόνων απ’ την πρεμιέρα στην Επίδαυρο της «Νόρμας» με την Μαρία Κάλλας, που ’χε προγραμματίσει η Λυρική Σκηνή, πρεμιέρα που αναβλήθηκε, όμως, λόγω νεροποντής, για να πραγματοποιηθεί λίγες μέρες μετά, δημοσιεύτηκε στα «Νέα», ένα δισέλιδο σαλόνι που έγραψα με μεγάλη αγάπη και το οποίο συμπεριλάμβανε κι ένα κείμενο μ’ αυτή την ανάμνηση της Κικής Μορφονιού. Στη μνήμη Της την αναδημοσιεύω. Ας είναι αναπαυμένη.
 
 




Κική Μορφονιου: «Την έβλεπες πως ήταν ευτυχισμένη»
 

ΤΑ ΝΕΑ έχουν την τιμή σήμερα να φιλοξενούν την Κική Μορφονιού, την Ανταλτζίζα της ιστορικής εκείνης παράστασης. Τη νεαρή τότε μέτζο που έκανε στη συνέχεια μια μεγάλη καριέρα στην Ελλάδα περνώντας κι από ξένες λυρικές Σκηνές. Αφήνουμε τη μαρτυρία της να μιλήσει από μόνη της.
«Στην Λυρική πρωτοεμφανίστηκα το 1958, στην ‘Αΐντα’, στη χορωδία. Και σε ρόλο είχα ντεμπουτάρει το ’59 με Αζουτσένα στον ‘Τροβατόρε’. Την Ανταλτζίζα επρόκειτο να τραγουδήσει η Αντριάνα Λαζαρίνι. Εγώ θα έκανα την Κλοτίλντε, ένα μικρό ρόλο, αλλά μελετούσα την Ανταλτζίζα για να γίνονται οι πρόβες με την χορωδία και την ορχήστρα, ούτως ώστε όταν έρθουν οι ξένοι -η Κάλλας, ο Μίρτο Πίκι, ο Φερούτσιο Ματσόλι κι η Λαζαρίνι- να ναι έτοιμη η παράσταση. Οι πρόβες γίνονταν σ’ ένα σχολείο, πιο κάτω απ’  το Ηρώδειο. Ήταν εκεί ο Μινωτής που σκηνοθετούσε, η ορχήστρα που χε προετοιμάσει πολύ καλά το έργο με μαέστρο τον Τότη Καραλίβανο… 
Όταν έγινε γνωστό πώς δε θα ρθει η Λαζαρίνι γιατί αρρώστησε ο αείμνηστος Μπαστιάς μαζί με τον Καραλίβανο με προέτρεψαν να πάω στην Ρώμη να μ’  ακούσει ο Τούλιο Σεραφίν που θα διηύθυνε. Πετάω στην Ρώμη, μ άκουσε, ενθουσιάστηκε με τη φωνή μου αλλά είπε: ‘Εγώ δεν έχω λόγο να μην τραγουδήσει η κοπέλα, δεν ξέρω, όμως, τι θα πει η Μαρία’. Η οποία δεν ήταν τότε στην Ρώμη, ήταν στο Μιλάνο και θα ρχότανε κατευθείαν στην Αθήνα. Κάθισα δέκα μέρες κι έκανα με τον Σεραφίν ένα ρετούς στο ρόλο, αν και τον ήξερα.
Όταν έφτασε στην Αθήνα η Κάλλας πήγα να τη συναντήσω στην ‘Μεγάλη Βρετάνια’. Η πιο συγκινητική στιγμή της ζωής μου! Η Κάλλας ήταν, από τότε που ήμουνα μαθήτρια, το ίνδαλμά μου και δε φανταζόμουνα ποτέ όχι ότι θα τραγουδήσω αλλά ούτε καν ότι θα μιλήσω κάποτε μαζί της. Μου άνοιξε την πόρτα στη σουίτα της και με υποδέχτηκε μ’  ένα χαμόγελο. Με είδε κάπως ανήσυχη και μου λέει: ‘Κάθισε λίγο να ηρεμήσεις’. Ήταν πολύ καλοσυνάτη. Μετά κάναμε το ντουέτο και με τη φωνή και την παρουσία της ξεχάστηκα. Αυτό που ένοιωσα ήταν πρωτόγνωρο. Όταν τελειώσαμε μ’  ακούμπησε απαλά και μου λέει: ‘Θα τραγουδήσεις μαζί μου. Μου άρεσε πολύ η φωνή σου κι ο τρόπος που τραγουδάς, οι φωνές μας ταιριάζουν…’. Δεν ήξερα τι να πω. Της είπα μόνο: ‘Ευχαριστώ πολύ. Η επιτυχία μου εξαρτάται από σας’. Κι αυθόρμητα έσκυψα και της φίλησα το χέρι. 


Μόλις ήρθαν οι ξένοι πήγαμε κατευθείαν στην Επίδαυρο. Μέναμε σε δωμάτια στο Λυγουριό. Η Κάλλας στο Ναύπλιο. Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία για μένα. Έμαθα πολλά πράγματα μαζί της άλλαξε η ζωή μου. Καθόλου ντίβα δεν ήταν στις πρόβες. Ζούσε τον έρωτά της με τον Ωνάση τότε. Κάθε απόγευμα την έφερνε στο θέατρο, στην πρόβα με την ορχήστρα -ερχόντουσαν χεράκι-χεράκι, καθότανε, παρακολουθούσε όλη την πρόβα και μετά την έπαιρνε και φεύγανε. Δεν το κρύβανε. Ήτανε μια πολύ ωραία περίοδος της ζωής της. Και τη ζούσε πολύ έντονα. Την έβλεπες πως ήταν ευτυχισμένη. Πιστεύω πως της είχε λείψει πάρα πολύ στη ζωή της η αγάπη. Μιλούσαμε καμιά φορά στα παρασκήνια και μου έλεγε κάποια πράγματα. Την πήρε, λοιπόν, τότε, ανάμεσα στις πρόβες, και πήγανε με την ‘Χριστίνα’, νομίζω στην Βενετία, σε κάποιο χορό. Γύρισε κρυωμένη. Ήρθε στην πρόβα που είχαμε στις 11 το πρωί με κλειστό λαιμό. Της βάζει μια πόστα, μα μια πόστα ο Σεραφίν: ‘Μαρία, πώς το ’κανες εσύ αυτό μετά από τόσα χρόνια που σε ξέρω; Τι ανευθυνότητα ειν’  αυτή;’. Είχε κατεβάσει το κεφάλι σα μαθητριούλα. Ήταν το μόνο ντεζαβαντάζ στις πρόβες.
Επίσης συνέβη αυτό που κυκλοφορεί σαν ανέκδοτο. Ο Γιάννης Τσαρούχης που κανε τα σκηνικά τής έλεγε: ‘Μαρία, πρέπει να δοκιμάσεις την περούκα’. ‘Νon posso’- ‘δεν μπορώ’- του απαντούσε. ‘Εντάξει Μαρία μου, αύριο’. Την άλλη μέρα πάλι: ‘Μαρία, σε παρακαλώ να βάλουμε την περούκα’, «Non posso, Γιάννη μου, non posso’. Αυτό τέσσερις, πέντε φορές… Οπότε ο Τσαρούχης εξερράγη: ‘Μη σώσεις και possεις». Ο Αντώνης Φωκάς, πάλι, που έκανε τα κοστούμια, μάλωνε πολύ με τον Γιάννη Τσαρούχη.
Στη δεύτερη παράσταση η Κάλλας είχε αρρωστήσει -ίσως ήταν ακόμα αυτό το κρύωμα που χε αρπάξει στο ‘σκασιαρχείο’. Την ώρα του ντουέτου, στα ενδιάμεσα της ορχήστρας, μου λέει: ‘Κική, έχω πυρετό, θα σταματήσω’ Σιγά-σιγά της λέω: ‘Μην μου το κάνετε αυτό, δεν φαίνεται τίποτα’. Στο διάλειμμα πήγε ο Μπαστιάς στο καμαρίνι και της είπε κι αυτός ‘μην το κάνεις θα καταστραφεί η παράσταση’. Εγώ της πήγα χαμομήλι που χα στο καμαρίνι. Και, τελικά, συνέχισε.
Ήταν σταθμός για μένα αυτή η παράσταση. Να σας πω και κάτι που αισθάνθηκα; Αν σταματούσε τότε η καριέρα μου δεν θα με πείραζε. Μου ταν αρκετή αυτή και μόνο η παράσταση. Ήμουνα κοπελίτσα κι όλη τη μαγεία αυτής της γυναίκας την ένοιωσα βαθιά. 
Αποκάλυπτε μ εντυπωσιακό τρόπο όλες τις πλευρές του χαρακτήρα της Νόρμας. Από εμπνευσμένη ιέρεια γινότανε προσβεβλημένη και προδομένη γυναίκα. Κυριαρχούσε στη σκηνή. Εκείνο που μου χε κάνει τρομερή εντύπωση ήταν ότι είχε κατορθώσει να μεταβάλει όλο της το κορμί σε ηχείο. Είχε μία ανεπανάληπτη ειλικρίνεια υποκριτικής που καθήλωνε το κοινό. Δε θα ξεχάσω το άπλωμα των χεριών της: γέμιζαν όλο το χώρο. Γέμιζε κι η καρδιά σου τότε.
Για μένα ήταν πολύ μεγάλη τύχη κι ευχαριστώ το Θεό που μου δωσε αυτή την ευκαιρία. Όμως αν δεν ήταν εκείνη να με περιβάλει μ’ αυτή την αγάπη κι αυτή την εμπιστοσύνη… Όλοι έλεγαν πως είχα πολύ μεγάλη επιτυχία. Ε, σ’ εκείνη το οφείλω. Σκεφτείτε ότι τραγουδούσαμε μαζί. Αν μου φερόταν έτσι όπως πολλοί πίστευαν ότι φέρεται…
Κι η εικόνα της που κυκλοφορούσε δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ο πατέρας της κάποτε, σε μια εκπομπή της τηλεόρασης, μου είπε ‘Λένε πως η Μαρία σας βοήθησε για ν’  αλλάξει το ίματζ της’- γιατί το είχανε γράψει κι αυτό. ‘Δεν ειν έτσι. Σας εξετίμησε σα φωνή και σαν άνθρωπο’. Κι εγώ αυτό πίστευα. Δεν ήταν μόνο η βοήθειά της στις παραστάσεις της Επιδαύρου -την επόμενη χρονιά ήμουνα και στην «Μήδεια» που έκανε. Με βοήθησε πολύ κι έξω. Μ’ έστειλε σε δάσκαλο στην Σκάλα, κανόνισε ακρόαση στο ‘Κόβεντ Γκάρντεν’ -έχω το γράμμα της-, και στην ‘Σκάλα’, για να τραγουδήσω μαζί της, άσχετα αν δεν έγιναν οι παραστάσεις αυτές. 

Την αντιμετώπιζα με δέος, με θαυμασμό και σεβασμό. Και συνειδητοποίησα απ’ την πρώτη στιγμή πως αυτό που έκανε για μένα ήταν απόρροια της μεγάλης ανθρωπιάς της. Αν σε εμπιστευότανε σ’  άφηνε να νοιώσεις ελεύθερη. 
Δεν έδειχνε να έχει τρακ, ήταν ψύχραιμη. Κι ας της καταμαρτυρούσαν τόσα τότε. Όσο για τη ‘φωνητική κάμψη’ που λέγανε, νομίζω πως υπάρχει ένα αχάριστο κοινό. Αλλά και οι συνάδελφοί σας… Θυμάστε πάντα μια κακιά στιγμή. Κι όχι όλα τ’ άλλα. Η γυναίκα αυτή ήταν ένας θρύλος. Δεν ξέρω αν θα ξανάρθει άλλη καλλιτέχνις σαν την Κάλλας. Δεν ήταν απλώς μια τραγουδίστρια. Ήταν φαινόμενο».

December 13, 2025

Στο Φτερό / Ο Τειρεσίας είπε την αλήθεια

 
«Οιδίποδας» (Σοφοκλής) του Ρόμπερτ Άικ / Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Άικ 
 



Ο Οιδίποδας είναι πολιτικό πρόσωπο. Πρόεδρος ενός νέου κόμματος το οποίο κατεβαίνει στις εθνικές εκλογές της -μη κατονομαζόμενης- χώρας του, με την υπόσχεση, αν εκλεγεί, να προχωρήσει σε εκκαθάριση και ανανέωση του 

πολιτικού σκηνικού με εντιμότητα, ακεραιότητα και διαφάνεια. Έχει πείσει το λαό και έχει μεγάλο ρεύμα. Βράδυ της μέρας των εκλογών, ελάχιστος χρόνος απομένει μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων που, σύμφωνα με τα exit polls, προβλέπονται θριαμβευτικά για τον Οιδίποδα. Ο οποίος, 

προεκλογικά, έχει υποσχεθεί, μόλις εκλεγεί, να δημοσιοποιήσει το πιστοποιητικό γέννησής του, καθώς οι αντίπαλοί του έχουν διασπείρει τη φήμη ότι είναι ξένος -κάτι σαν Ομπάμα- καθώς και να ρίξει φως στην, από ετών χρονολογούμενη,   
σκοτεινή υπόθεση του θανάτου του Λάιου, ηγέτη της χώρας, του οποίου τη, μεγαλύτερή του κατά 13 χρόνια, χήρα Ιοκάστη παντρεύτηκε. Εν μέσω της αναμονής, εμφανίζεται ένας άγνωστος, περιθωριακός «μάντης» που του λέει κατάμουτρα ότι ο ίδιος ο Οιδίποδας είναι ο φονιάς του Λαΐου, ότι έχει σκοτώσει τον πατέρα του, ότι είναι εραστής της μάνας του και ότι, τελικά, νικητής, μετά τις εκλογές, θα είναι ο αδελφός της Ιοκάστης, ο Κρέων, ο στενότερος συνεργάτης του. Το όνομα του «μάντη» είναι Τειρεσίας. Ο Οιδίποδας κατηγορεί ευθέως τον Κρέοντα ότι εκείνος έφερε τον «μάντη» -στον οποίο έχει υπαγορεύσει τι θα 
πει- επιθυμώντας να τον υπονομεύσει και εποφθαλμιώντας την εξουσία, πράγμα που ο Κρέων αρνείται. Στο μεταξύ, η Ιοκάστη, μέσα στην ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα, έχει ετοιμάσει δείπνο αποχαιρετιστήριο στο χώρο του προεκλογικού τους κέντρου ενώ, στο μεταξύ, εργάτες έχουν αρχίσει να το αδειάζουν από τα έπιπλα -ο ρόλος του έληξε. Το δείπνο είναι σε στενό κύκλο: τα τρία τους παιδιά (ο Ετεοκλής, ο Πολυνείκης, που φανερώνει ότι η κοπέλα του Ετεοκλή τον έχει παρατήσει γιατί την απάτησε ενώ ο ίδιος αποκαλύπτεται πως είναι ομοφυλόφιλος με σταθερή σχέση, και η Αντιγόνη), η Μερόπη, μητέρα του Οιδίποδα, και ο Μέντωρ, δεξί χέρι του και κρυφός  εραστής της Ιοκάστης, ο οποίος ετοιμάζεται να αποσυρθεί από 
την υπηρεσία. Η Μερόπη δεν έχει προσκληθεί αλλά βρίσκεται εκεί από μόνη της, ζητώντας επίμονα να μιλήσει ιδιαιτέρως με τον γιο της ενώ ο άντρας της, ο πατέρας του Οιδίποδα, βρίσκεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο. Τη νύχτα αυτή πολλά τρομερά μυστικά θα αποκαλυφθούν. Ο επίμονος να πληροφορηθεί την αλήθεια Οιδίποδας θα μάθει πως ο γέροντας που 

σκοτώθηκε, όταν, στα 18 του, οδηγώντας σαν τρελός και στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας συγκρούστηκε με ένα αυτοκίνητο, ήταν ο Λάιος. Το δυστύχημα αποσιωπήθηκε επειδή ο Λάιος πήγαινε σε κάποιο ξενοδοχείο για να συναντηθεί ερωτικά με μία μικρή και ανακοινώθηκε μόνο πως πέθανε από ανακοπή. Ήδη είχε 
 
βιάσει την τότε  δεκατριάχρονη Ιοκάστη που έμεινε έγκυος, γέννησε μυστικά ένα αγοράκι και το παιδί το παρέλαβε ο Μέντωρ, από τότε άνθρωπος της εξουσίας, και το εγκατέλειψε σε ένα δάσος. Όταν η Μερόπη αποκαλύπτει -αυτός ήταν ο λόγος που είχε έρθει-, ενώ την ειδοποιούν πως ο άντρας της πέθανε, πως ο Οιδίποδας δεν είναι παιδί  

τους -ήταν άτεκνοι- αλλά ούτε και υιοθετημένος αλλά ένα μωρό που το βρήκαν εγκαταλειμμένο στο δάσος, πλάι στο σπίτι τους, όλα κουμπώνουν: το μωρό αυτό ήταν ο Οιδίποδας που, κατόπιν, παντρεύτηκε τη φυσική -χωρίς και οι δύο να το γνωρίζουν- μητέρα του, την Ιοκάστη, και απέκτησε μαζί της τρία παιδιά. Ο Τειρεσίας ούτε λάθος είχε κάνει ούτε υποβολιμαία ήταν όσα είπε. Η συντριπτική  

νίκη στις εκλογές του Οιδίποδα και του κόμματός του είναι γεγονός και ανακοινώνεται. Αλλά η παράλληλη φρίκη που αντιμετωπίζουν Ιοκάστη και Οιδίποδας θα οδηγήσουν εκείνη στην αυτοκτονία και εκείνον στην αυτοτύφλωση, Το έργο κλείνει, θεατρικότατα, ένα φλας μπακ, με τον Οιδίποδα και την Ιοκάστη να επισκέπτονται για πρώτη φορά το χώρο που θα γινόταν το εκλογικό τους κέντρο αλλά και το πεδίο τρομακτικών αποκαλύψεων και, τελικά, θανάτου. Είναι η, σε θρίλερ, πολύ ελεύθερη μεταγραφή της τραγωδίας του Σοφοκλή «Οιδίπους τύραννος» (πιθανόν 429 με 428 π.Χ.) από τον άγγλο συγγραφέα και σκηνοθέτη Ρόμπερτ Άικ (έχουμε, ήδη, δει στην Ελλάδα τη διασκευή του -μαζί με τον Ντάνκαν ΜακΜίλαν- για το θέατρο του μυθιστορήματος του Τζορτζ Όργουελ «1984» και το έργο του «The Doctor», ελεύθερη διασκευή από το θεατρικό του Άρτουρ Σνίτσλερ «Καθηγητής 
Μπερνχάρντι», και τα δύο σε εξαιρετικές σκηνοθεσίες της Κατερίνας Ευαγγελάτου -για το δεύτερο δεν κατάφερα να γράψω), με τον τίτλο «Οιδίποδας» (2018). Ο Άικ μεταφέρει το έργο στη σύγχρονη εποχή με ευφυείς αναγωγές και, κατά κάποιο τρόπο, σε διάλογο με την τραγωδία. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση είναι η δεξιοτεχνία του στη μεταγραφή. Όσο και αν κάποιες στιγμές θα μπορούσαν να θεωρηθούν εύκολες και κάπως αδικαιολόγητες 

(η παρουσία του Τειρεσία, για παράδειγμα), πολλές είναι οι ιδιοφυείς (ο τρόπος αυτοκτονίας της Ιοκάστης και πώς βρίσκεται το πιστόλι στα χέρια της ή της αυτοτύφλωσης του Οιδίποδα...). Ο Άικ, ως διασκευαστής, μετασχηματίζει πρόσωπα και καταστάσεις της τραγωδίας ή αποσπά στοιχεία από αυτά προσθέτοντάς τα σε νέους ρόλους (Άγγελος / Μέντωρ), προσθέτει πρόσωπα, 
όπως η Μερόπη, ο Πολυνείκης, ο Ετεοκλής, η (γραμματέας) Ιόλη…-, δίνει φωνή στην Αντιγόνη που στον «Οιδίποδα τύραννο» είναι πρόσωπο βουβό -όλα αυτά με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες-, τοποθετεί στη σκηνή ένα μεγάλο ρολόι-χρονόμετρο που μετράει αντίστροφα μέχρι την ώρα της επίσημης ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων -αλλά και μέχρι την ολοκλήρωση της οικογενειακής καταστροφής-, προσθέτει το εύρημα της εκκένωσης του χώρου από τα έπιπλα, που πραγματοποιούν οι οι εργάτες, μέχρι να μείνει στο τέλος γυμνός, όπως γυμνή είναι πια η πραγματικότητα και η αλήθεια… Η παράστασή του (σκηνοθετική επιμέλεια της ελληνικής παραγωγής η Βρετανοαμερικανίδα Λίζι Μάνγουόρινγκ, συνεργάτης σκηνοθέτης ο Πρόδρομος Τσινικόρης), είναι σφιχτή, τέλεια κουρδισμένη, με εξαίρετους  
ρυθμούς και σε καθηλώνει. Τα «παγωμένα» σκηνικά της Γερμανίδας Χίλντεγκαρντ Μπέχτλερ, τα κοστούμια του Πολονού Βόιτσιεχ Τζιέτζιτς, οι φωτισμοί της Αγγλίδας Νατάσα Τσίβερς, με συνεργάτρια την, επίσης, Αγγλίδα Σάρλοτ Μπάρτον, οι ήχοι που σχεδίασε -εξαιρετική δουλειά!- ο Άγγλος Τομ Γκίμπονς συντείνουν στην επιτυχία της παράστασης. Ο Νίκος Κουρής εξυπηρετεί απολύτως το ρόλο του Οιδίποδα, όπως και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη της Ιοκάστης -συγκλονιστική στη σκηνή που περιγράφει τη γέννα της του Οιδίποδα αλλά και στη συνέχεια. Η Ράνια Οικονομίδου (Μερόπη) 

καθηλώνει,  χωρίς να της λείπει το χιούμορ. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος διαθέτει το κύρος για τον Κρέοντα και ας γίνεται κάπως μονότονος. Άριστος ο Τάκης Σακελλαρίου στον κάπως μυστηριώδη ρόλο του (Μέντωρ). Τη διανομή συμπληρώνουν με αρτιότητα ο Κώστας Νικούλι (Τειρεσίας), ο Γιάννης Τσουμαράκης (Πολυνείκης), ο Γιώργος Ζιάκας (Ετεοκλής), η Δανάη-Αρσενία Φιλίδου (Αντιγόνη), ο Σωκράτης Πατσίκας (Οδηγός) και η Χαρά Γιώτα (Ιόλη). Μία πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση-πρόταση. (Φωτογραφίες: 1,2,4,5,6,7,8,9,10,11,12,13,14 Ανδρέας Σιμόπουλος, 3,15 Πηνελόπη Γερασίμου). 
 
(Πρόγραμμα της παράστασης -επιτέλους είδαμε πρόγραμμα στην Στέγη!- είναι ένα λιτής αλλά εξαιρετικής αισθητικής βιβλίο (Ίδρυμα Ωνάση, επιμέλεια έκδοσης Χριστίνα Κοσμόγλου), με το κείμενο της μετάφρασης του Νίκου Χατζόπουλου).
 
«Στέγη» Ιδρύματος Ωνάση / Κεντρική Σκηνή, 6 Δεκεμβρίου 2025.

November 29, 2025

Στο Φτερό / Σε μαύρο, γκρίζο, άσπρο

 
«Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι, λιμπρέτο (Σαρντού) Τζουζέπε Τζακόζα - Λουίτζι Ίλικα. Μουσική διεύθυνση: Πάολο Καρινιάνι, σκηνοθεσία: Νίκος Σ. Πετρόπουλος (αναβίωση: Ίων Κεσούλης). 
 
Στην πολιτικά ανάστατη Ρόμη του 1800 -με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη να συγκρούεται με τις δυνάμεις του Παπικού Κράτους, να επικρατεί -με τον Πάπα να εξορίζεται στην Γαλία- και να έχει εγκαθιδρύσει το 1798 τη βραχύβια Ρωμαϊκή Δημοκρατία που καταλύεται άδοξα, τους παπικούς να ανακτούν την  


εξουσία και με τον Βοναπάρτη, μετά τη νικηφόρα γι αυτόν, Μάχη του Μαρένγκο, να επανέρχεται και να κυριαρχεί- δύο φλογερά ερωτικά πάθη βράζουν: ο μεγάλος έρωτας και η σχέση ανάμεσα στην παθολογικά ζηλότυπη ντίβα της όπερας Φλόρια Τόσκα και τον δημοκρατικό 
ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσι αλλά και το ασίγαστο, ανικανοποίητο, χωρίς ανταπόκριση πάθος, επίσης για την Τόσκα, του αντιδραστικού εκπροσώπου του κακού, αρχηγού της Αστυνομίας βαρόνου Σκάρπια. Ο Καβαραντόσι κρύβει στη βίλα του τον πολιτικό κρατούμενο Αντζελότι, εκ των ηγετών της καταλυμένης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ο οποίος έχει δραπετεύσει από
τη φυλακή. Οι χαφιέδες του Σκάρπια δεν βρίσκουν στη βίλα το δραπέτη αλλά συλλαμβάνουν το ζωγράφο για ύποπτη συμπεριφορά. Και τον βασανίζουν για να αποσπάσουν την πληροφορία πού κρύβεται ο δραπέτης, ενώ στο πλαϊνό δωμάτιο βρίσκεται η Τόσκα, που ακούει τις κραυγές του, με τον Σκάρπια. Ο οποίος, επιπλέον, εκμεταλλεύεται τη ζήλια της. Εκείνη, πανικόβλητη για την τύχη του Μάριο και γνωρίζοντας το μυστικό, αποκα
λύπτει ότι το κρησφύγετο του Αντζελότι είναι το πηγάδι της βίλας, όπου, πριν τον συλλάβουν, εκείνος αυτοκτονεί. Ο Μάριο, που θεωρεί ότι η Τόσκα τον πρόδωσε, φυλακίζεται και δίνεται διαταγή εκτέλεσής του. Ο Σκάρπια εκβιάζει την Τόσκα να του δοθεί για να σώσει τον εραστή της: η εκτέλεσή του θα είναι εικονική και εκείνη θα έχει στα χέρια της την άδειά του να περάσουν οι δύο τους τα σύνορα. Κάτω από αφόρητη πίεση η Τόσκα

του λέει ότι δέχεται αλλά δεν υποκύπτει: πριν ο Σκάρπια την κάνει δική του τον μαχαιρώνει και φεύγει για το φρούριο του Σαντ’ Άντζελο, όπου ο Μάριο, φυλακισμένος, περιμένει την εκτέλεσή του, για να τον ενημερώσει, έγκαιρα, ότι πρέπει να υποκριθεί πως πέφτει 
νεκρός από τα άσφαιρα βόλια του εκτελεστικού αποσπάσματος. Η «εικονική» εκτέλεσή του πραγματοποιείται, μόνο που δεν είναι καθόλου «εικονική»... Ο Σκάρπια έχει προλάβει να δώσει συνθηματικά τη σχετική οδηγία. Η Τόσκα, όταν αντιλαμβάνεται πως είναι νεκρός και ενώ πλησιάζουν οι διώκτες της, καθώς έχουν ανακαλύψει τη δολοφονία του Σκάρπια, ρίχνεται στο κενό από τις επάλξεις και αυτοκτονεί. Είναι η «Τόσκα» (1900) του Ιταλού Τζάκομο Πουτσίνι που, σαν σήμερα ακριβώς, έφυγε από τη ζωή πριν 

από 100 χρόνια -εξ ου και φέτος τιμάται αυτή η επέτειος. Πάνω στο -με αδυναμίες...- λιμπρέτο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα που βασίστηκαν στο ομώνυμο δράμα (1887) του Γάλου  Βικτοριέν Σαρντού, ο Τζάκομο Πουτσίνι, επιμένοντας στο ρεαλισμό -όπως, στην εποχή του, τον αντιλαμβάνονταν- και αγγίζοντας τα όρια της σχολής του βερισμού, 

έχει συνθέσει την «Τόσκα« του, μία από τις πιο ελκυστικές αλλά και πιο δημοφιλείς όπερες του ρεπερτορίου. Με έντονη τη δραματική αίσθηση -το «Te Deum», παράλληλα με τον Σκάρπια να βυσσοδομεί, για παράδειγμα- και με κορυφώσεις συναρπαστικές. Ο Νίκος Σ. Πετρόπουλος σκέφτηκε, όταν ανέλαβε αρχικά τη συγκεκριμένη σκηνοθεσία (2007), να μεταφέρει το έργο 

από το 1800 στο 1944, τη ρευστή περίοδο της κατάρρευσης του φασιστικού καθεστώτος που ο Σκάρπια το εκπροσωπεί ως Αρχηγός της Αστυνομίας. Δεν ήταν κακή η ιδέα, υπάρχουν αντιστοιχίες αλλά πώς να «χωρέσει» ο Βοναπάρτης ή η μάχη του Μαρένγκο στο σκηνοθετικό αφήγημα; Κλωτσάνε... Η παράσταση, που έχει γνωρίσει πολλές επαναλήψεις από την Λυρική Σκηνή, επαναλαμβάνεται και πάλι, σε αναβίωση που υπογράφει ο Ίων Κεσούλης. Θα ήθελα, πάντως, να επισημάνω κάποιες λεπτομέρειες 

που δεν ξέρω αν πρέπει να αποδοθούν στη σκηνοθεσία ή στην αναβίωση: το χαμηλού επιστόμιου δοχείο όπου ο Νεωκόρος πετάει τα «μαραμένα» λουλούδια μπροστά από το άγαλμα της Μαντόνας θα έπρεπε να είναι κάτι βαθύτερο ή τα λουλούδια να είναι από μαλακότερο υλικό, ώστε να μην ακούγεται ο ήχος που προδίδει ότι είναι πλαστικά. Το πανί με τον οποίο είναι πρόχειρα δεμένο το πληγωμένο μπράτσο του Αντζελότι δεν μπορεί να είναι δεμένο ΈΞΩ από το σακάκι του και τόσο ματωμένο. Και το πορτρέτο του Μουσολίνι, που διακρίνεται, κάπως αχνά, ψηλά είναι, επίσης, εκτός  

χρόνου -1944: ο Μουσολίνι, μετά την απόβαση των Συμμάχων στην Νότια Ιταλία είχε καθαιρεθεί από το βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε Γ΄ ήδη από τον Ιούλιο του 1943, είχε εξοριστεί και είχε αντικατασταθεί στην πρωθυπουργία από το στρατάρχη Μπαντόλιο και μόνο τον Σεπτέμβριο του ‘43 απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς, που είχαν εισβάλει στην Βόρεια Ιταλία, και διορίστηκε υποτυπώδης πρωθυπουργός-μαριονέτα της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας  -κοινώς Δημοκρατίας του Σαλό- την οποία δημιούργησαν, άρα δεν είναι πια στα πράγματα ώστε να υπάρχει πορτρέτο του στο γραφείο του Σκάρπια. Επίσης ακατανόητη μου έχει φανεί, εξαρχής, 
 
η εκτέλεση του Καβαραντόσι πλάτη στο απόσπασμα και με τον κρατούμενο λυτό και καθισμένο σε καρέκλα ανάποδα, πόζα που παραπέμπει στη... γνωστή φωτογραφία του μοντέλου, κολ γκερλ πολυτελείας Κριστίν Κίλερ, του «σκανδάλου Προφιούμο», υπουργού Πολέμου, που έριξε την κυβέρνηση  
ΜακΜίλαν, στηνΑγγλία, το 1963. Η παράσταση, πάντως, είναι υψηλής αισθητικής χάρη, κυρίως, στα σκηνικά -πολύ καλά φωτισμένα από τον Χρήστο Τζιόγκα- που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης -και, κατά βάση, σκηνογράφος- Νίκος Σ. Πετρόπουλος και στα κοστούμια του. Αισθητική όλη σε μαύρο, γκρίζο και λίγο λευκό που αποδίδει εξαιρετικά τη σκοτεινιά της εποχής και του έργου. Άρτια είναι και τα μουσικά αποτελέσματα της παράστασης: ο Ιταλός αρχιμουσικός Πάολο Καρινιάνι οδηγεί την Ορχήστρα της 
ΕΛΣ με γνώση και μέτρο. Εξίσου καλά είναι και τα αποτελέσματα της Χορωδίας της ΕΛΣ υπό τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο και της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ υπό την Κωνσταντίνα Πιτσιάκου. Πολύ καλός και πειστικός, όπως συνήθως, ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Αντζελότι), σωστός ο μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης (Νεωκόρος), εξυπηρετικοί ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Παπαδημητρίου ( Σαρόνε και Δεσμοφύλακας), η σοπράνο Πέννυ Ρίζου (Βοσκός off, που το  
τραγούδι του ακούγεται ως μετάδοση -με «παράσιτα»- από το ραδιόφωνο του Δεσμοφύλακα) και ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (αστυνομικός Σπολέτα). Ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (Σκάρπια), στο υψηλό επίπεδό του, χωρίς να το ξεπερνά. Η μετακλημένη σοπράνο Αλεξάνδρα Κούζακ έχει φωνή με έξοχες στιγμές και συμπαθητική υποκριτική αλλά δεν ΕΙΝΑΙ Τόσκα, απλώς παίζει την Τόσκα. Ξεχώρισα τον μετακλημένο αργεντινό τενόρο Μαρσέλο Πουέντε. Ο Καβαραντόσι του είναι απολύτως πειστικός, με ζεστά ηχοχρώματα, πολύ καλή τεχνική και με φωνητικό εύρος ικανοποιητικότατο. Μία βραδιά που δεν προδίδει τον Πουτσίνι και την «Τόσκα» του (Φωτογραφίες: Γιάννης Αντώνογλου).

(Στο, όπως πάντα, ικανοποιητικό επίπεδό του, το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα-βιβλίο της παράστασης -επιμέλεια έκδοσης Σοφία Κομποτιάτη. Ξεχώρισα το -παλαιότερο- γλαφυρότατο κείμενο του Νίκου Α. Δοντά «Ένα θρίλερ με πολλές πτυχές». Βρίσκω, πάντως, ακατανόητη την έλλειψη από τη συνέντευξη στην Σοφία Κομποτιάτη του σκηνοθέτη-σκηνογράφου, στον οποίο μάλιστα είναι αφιερωμένη η παράσταση, μιας φωτογραφίας του).
 
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 28 Νοεμβρίου 2025.

November 20, 2025

Γυναίκα πάσχουσα

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 267 




Στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση άρχισε, ήδη, παραστάσεις, πλέον, ο «Οιδίποδας του Ρόμπερτ Άικ. Αλλά θα ’ταν παράλειψή μου να μην αναφερθώ, έστω και καθυστερημένα, στην προηγούμενη παράσταση που φιλοξενήθηκε εκεί: «Το παρελθόν» («Le Passé») του Ζιλιέν Γκοσλέν (2021). Γιατί η 
παράσταση και μου άρεσε πολύ και ήταν σημαντική. Ξεκινώντας απ’ τη δραματουργία: ο Γκοσλέν, καλλιτεχνικός διευθυντής του «Οντεόν Θέατρο της Ευρώπης» στο Παρίσι, «ειδικευμένος» στη μεταφορά πεζών στο θέατρο και στις διασκευές, αυτή τη φορά ασχολήθηκε με τον ρόσο συγγραφέα της αρχής του 20ου αιώνα Λεονίντ Αντρέγεφ: συνέθεσε, διασκεύασε και μετασχημάτισε, με θαυμαστή επιδεξιότητα, σε κείμενο θεατρικό, διηγήματα αλλά και θεατρικά του επικεντρώνοντας την παράστασή του στο θεατρικό του Αντρέγεφ «Εκατερίνα Ιβάνοβνα».  
Η ομώνυμη ηρωίδα του, αφού επιβιώνει από μια δολοφονική απόπειρα του συζύγου της, καταφεύγει σε μια ζωή «ακόλαστη», για να καταλήξει στην τρέλα. Γοργοί, θυελλώδεις ρυθμοί, παροξυσμικές καταστάσεις, κοινωνικές άβυσσοι κι ένας παραλληλισμός με τη σημερινή ζωή των γυναικοκτονιών και της βίας κατά των γυναικών αλλά με κοστούμια της εποχής του Αντρέγιεφ. Το ταυτόχρονο βίντεο που μεγεθύνει πρόσωπα και καταστάσεις, διαρκώς παρόν, 

σχεδόν καταχρηστικά, μια γκροτέσκα, ιδιαίτερα τολμηρή, ασπρόμαυρη σκηνή απ’ τις εννιά της παράστασης -κάτι σαν ιντερμέδιο-, σκηνή που δεν μπόρεσα να αντιληφθώ τη χρησιμότητά της, ηθοποιοί σπρωγμένοι στα άκρα και στην υπερβολή, με κορυφαία την Βικτοριά Κενέλ που επιδεικνύει αξιοσημείωτη αντοχή στις σκηνικές «κακουχίες» της, διάρκεια της παράστασης πάνω από τέσσερις ώρες αλλά ομολογώ πως δεν έπληξα. 


Ο Γκοσλέν φέρνει στη σκηνή την κακοποίηση της γυναίκας για την οποία τώρα μιλούμε αλλά τότε έκρυβαν ή θεωρούσαν φυσιολογική. Με πολύ δυνατά αποτελέσματα.

November 19, 2025

Στο Φτερό / Μπαρόκ που χαλαρώνει και τονώνει


Μπαρόκ Ορχήστρα του Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής: συναυλία «Από τις ‘Τέσσερις Εποχές’ του Αντόνιο Βιβάλντι στη ‘Θύελλα και Ορμή’ του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ». Μουσική διεύθυνση: Λίνα Τουρ Μπονέτ. Σολίστ: Λίνα Τουρ Μπονέτ, μπαρόκ βιολί, Δήμος Γκουνταρούλης, βιολοντσέλο.
 

Από τη συνάντηση χορωδιών σε φεστιβάλ μπαρόκ μουσικής: η «Εναλλακτική Σκηνή» της Λυρικής αγαπάει την ποικιλία και το δείχνει. Έτσι, και πάλι, φιλοξενεί, με καλλιτεχνική επιμέλεια του τσελίστα Δήμου Γκουνταρούλη και σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Μπαρόκ 

Μουσικής, με θέμα, φέτος, «Η εποχή των μεταβάσεων», Άκουσα την πρώτη συναυλία του «Από τις ‘Τέσσερις Εποχές’ του Αντόνιο Βιβάλντι στη ‘Θύελλα και Ορμή’ του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ». Η οποία άνοιξε με το δημοφιλέστερο, ίσως, έργο της μπαρόκ εποχής: «Οι τέσσερις εποχές» του Ιταλού 
(Βενετσιάνου) Αντόνιο Βιβάλντι. Από τη συλλογή του των 12 κοντσέρτων (1718-1720, πρώτη έκδοση 1725) «Η αναμέτρηση της αρμονίας με την επινόηση», έργο 8. Ένα έργο πρώιμης προγραμματικής μουσικής, όπου, στα τέσσερα κοντσέρτα του για βιολί, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο, ο Βιβάλντι περιγράφει μουσικά τη φύση στις τέσσερις εποχές της -«Άνοιξη», «Καλοκαίρι», 
«Φθινόπωρο», «Χειμώνας»- που δίνουν και τα ονόματά τους στα τέσσερα κοντσέρτα. Ο συνθέτης αρμονικά περιγράφει ρυάκια που κελαρύζουν, πουλιά  που κελαηδούν, ένα βοσκό με τον σκύλο του που γαβγίζει, μύγες που βουίζουν μέσα στην καλοκαιρινή ζέστη, φθινοπωρινές καταιγίδες, χιονισμένα τοπία, χειμωνιάτικες φωτιές που ζεσταίνουν… Γλαφυρά, χαρούμενα, μελωδικά, με στιλ αλλά και με ανθρωπιά, χωρίς να φοβάται τη φύση όταν αγριεύει. Το σύνολο της Μπαρόκ Ορχήστρας του Φεστιβάλ 

-12  μουσικοί-, εμψυχωμένο από τη διαρκώς χαμογελαστή ισπανίδα βιολονίστρια Λίνα Τουρ Μπονέτ που, εκτός από τη μουσική διεύθυνση, κρατούσε και το μέρος της σολίστ, έδωσε μία διαυγή, δυναμική αλλά και λυρική ερμηνεία εξαίρετη αυτού του πολυακουσμένου έργου. Παράλληλα σε μία, υψωμένη στο βάθος της σκηνής, οθόνη με κορνίζα, εν είδει ζωγραφικού πίνακα, 

προβάλλονταν πίνακες της εποχής -που σε κάποιους δινόταν ηλεκτρονικά και κίνηση-, με θέματα σχετικά με τα θέματα του κάθε κοντσέρτου, αλλά και, μεταφρασμένα στα ελληνικά, σονέτα, προφανώς του ίδιου του Βιβάλντι, που συνοδεύουν τις παρτιτούρες περιγράφοντας τη μουσική του. Το δεύτερο μέρος  

ήταν αφιερωμένο στο πέμπτο παιδί και δευτερότοκο γιο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, τον Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ, επίσης συνθέτη που τα, τελευταία χρόνια, το έργο του έχει επανεκτιμηθεί και έχει ιδιαίτερα εκτιμηθεί. ενταγμένο στο αισθητικό κίνημα «Sturm und Drang» («Θύελλα και οργή»), στο μεταίχμιο μπαρόκ και κλασικισμού και ως πρόδρομος του ρομαντισμού. Το πρόγραμμα περιλάμβανε τη σύντομη
αλλά εξαιρετική Συμφωνία H. 661 (1773) του γερμανού συνθέτη, που το σύνολο ερμήνευσε άψογα, με την Λίνα Τουρ Μπονέτ στη θέση της εξάρχουσας βιολονίστριας και, για φινάλε, το Κοντσέρτο του για βιολοντσέλο H. 432 (1750), «πειραγμένο», καθώς το δεύτερο μέρος του είχε αντικατασταθεί από το αντίστοιχο του Κοντσέρτου για βιολοντσέλο H. 439. Σολίστας, ο ίδιος ο Δήμος Γκουνταρούλης που έδωσε μία πολύ καλή ερμηνεία βιρτουόζου. Μία βραδιά που με χαλάρωσε και με ηρέμησε και με τόνωσε. Έχετε μπροστά σας άλλες τρεις συναυλίες του Φεστιβάλ -με διαφορετικά αλλά εξίσου ενδιαφέροντα προγράμματα-, αύριο και στις 21 και 22 Νοεμβρίου, Να πάτε! (Φωτογραφίες: Βαλέρια Ισάεβα).

(Διαφωτιστικό το δίγλωσσο -ελληνικά, αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα για όλο το Φεστιβάλ -υπεύθυνος έκδοσης Χαράλαμπος Γωγιός, κείμενα Δήμος Γκουνταρούλης).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Εναλλακτική Σκηνή, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής «Η Εποχή των Μεταβάσεων», 16 Νοεμβρίου 2025.