«Το σχολείο των γυναικών» του Μολιέρου / Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Μυλωνάς.
Ο ώριμος Αρνόλφος έχει παγιωμένες απόψεις για τις γυναίκες, για το γάμο, για τις άπιστες συζύγους. Τρέμει την εις βάρος του μοιχεία. Γι αυτό και, έως τώρα, έχει μείνει ανύπαντρος. Το ιδανικό γι αυτόν θα ήταν μία σύζυγος που θα είχε παραμείνει απομονωμένη από το κοινωνικό περιβάλλον και τους
«πειρασμούς» του μέχρι το γάμο της. Και αποπειράται να το εφαρμόσει: αναλαμβάνει την κηδεμονία της τετράχρονης Αγνής που την κλείνει σε μοναστήρι, δίνει αυστηρές οδηγίες για την ανατροφή της και, όταν εκείνη γίνεται 17 χρόνων, την παίρνει και, περιμένοντας την ενηλικίωσή της για να την παντρευτεί, ουσιαστικά, τη φυλακίζει, μαζί με ένα ζευγάρι υπηρετών, στο σπίτι
που κρατάει με το επίθετο -για να αφήνει μία αίσθηση αριστοκρατικότητας...- Κύριος Ντε Λα Σους, όπου της διδάσκει τα σκληρά καθήκοντα μιας παντρεμένης γυναίκας και τους κανόνες που πρέπει η Αγνή να τηρεί. Όμως άλλαι αι βουλαί ανθρώπων άλλα δε φύση και έρως κελεύουν… Ο νεαρός Οράτιος, γιος του Ορόντ, φίλου του Αρνόλφου, βλέπει την Αγνή, την ερωτεύεται, τρυπώνει στο σπίτι, όταν ο κηδεμόνας της «Κύριος ντε Λα Σους» απουσιάζει, 
τον ερωτεύεται και εκείνη και κάνουν σχέδια. Ο αφελής Οράτιος, όταν συναντάει τον Αρνόλφο, για τον οποίο δεν ξέρει ότι είναι ο Κύριος ντε Λα Σους, του εξομολογείται τον έρωτα του με το κορίτσι, οπότε ο εμβρόντητος Αρνόλφος
αρχίζει να παίρνει τα μέτρα του για να τον αποκλείσει από το σπίτι του και να τους χωρίσει. Εμφανίζεται, όμως, και ο Ορόντ, ο πατέρας του Οράτιου, με το φίλο-του Ανρίκ που έλειπε για χρόνια στην Αμερική. Έχουν συμφωνήσει να παντρέψουν -άλλο εμπόδιο για τους δύο νέους- τον Οράτιο με την κόρη του Ανρίκ. Όπου αποκαλύπτεται, όμως, ότι κόρη του Ανρίκ είναι η
Αγνή. Οι δύο ερωτευμένοι σμίγουν επίσημα πια, με την ευλογία των πατεράδων τους, και ο Αρνόλφος, που το σχέδιό του, όπως είχε προβλέψει ο φίλος του Κριζάλντ ο οποίος τον συμβούλευε να μην το εφαρμόσει, ναυάγησε, τρώει, απογοητευμένος, τη χυλόπιτα. Είναι «Το σχολείο γυναικών» (1662) του Μολιέρου, το πρώτο έργο του που ωθεί σε μία στροφή όχι μόνο το θέατρό του αλλά και το θέατρο της 
εποχής: ο Μολιέρος γράφει ένα πυκνό, έμμετρο έργο, με γερή αίσθηση της δραματικής οικονομίας, με άψογο κειμενικό ρυθμό, μία κωμωδία με καλογραμμένους χαρακτήρες μολονότι η κληρονομιά της κομέντια ντελ άρτε είναι ακόμα αισθητή. Εκείνο, όμως, που, χωρίς να χάνεται η ποίηση,
κυριαρχεί είναι η δηλητηριώδης αλλά έξυπνα εγχυμένη στο έργο σάτιρα της κοινωνίας της εποχής του -και κατ’ επέκταση της Εκκλησίας- και της υποκρισίας της, των απόψεών της για τη θέση της γυναίκας και για το γάμο Γι αυτό και «Το σχολείο γυναικών» ξεσήκωσε πολεμική κατά του συγγραφέα που απάντησε στους κατηγόρους και συκοφάντες του, από σκηνής, με τα δύο επόμενα έργα του -«Η κριτική του Σχολείου 
γυναικών» και «Ο αυτοσχεδιασμός των Βερσαλιών». Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς ως σκηνοθέτης -με συνεργάτιδα την Κατερίνα Φωτιάδη που επιμελήθηκε και την κίνηση στην οποία, εν πολλοίς, η παράσταση οφείλει τους εξαιρετικούς
ρυθμούς της, και με δραματολόγο την Εύα Σαραγά- δεν χρειάστηκε να αποδομήσει το έργο, να το περικόψει, να το κακοποιήσει, να προσθέσει κείμενα, να το διανθίσει με βρισιές, να βάλει γυμνά για να μας δείξει τη διαχρονικότητά του: οι θέσεις για την υποταγή της γυναίκας στο σύζυγο και στα, εκ του γάμου εκπορευόμενα, «καθήκοντά» της συνεχίζουν, παρά τα όσα μεσολάβησαν στους πάνω από τρεισήμισι αιώνες που κύλησαν, να έχουν ακλόνητους θιασώτες -το βλέπουμε γύρω μας καθημερινά...
Και αυτό είναι αυταπόδεικτο μέσα από το ίδιο το κείμενο του Μολιέρου. Του άρκεσε μόνο -έξυπνο εύρημα!- να βάλει επί σκηνής, ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου με τα περίπου σύγχρονα κοστούμια, μία «Κυρία της Αυλής». Με κοστούμι εποχής Λουδοβίκου ΙΔ΄ -της εποχής του έργου. Να κινείται εύγλωττα βουβή. Αυτό τα έλεγε όλα: ότι πολλά, μεν, έχουν αλλάξει από τότε, αλλά και πάρα πολλά έχουν μείνει ίδια. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς επέλεξε για την παράσταση την υπέροχη, έμμετρη -και γι αυτό αξεπέραστη- 
λιτή μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη και κατάφερε να διδάξει τους ηθοποιούς του να μην την «τραγουδούν». Το φινετσάτο σκηνικό -ένα σπίτι-κλουβί- που σχεδίασαν ο Λουκάς Μπάκας και η Φιλάνθη Μπουγάτσου, φωτισμένο έξοχα από την Βαλεντίνα Ταμιωλάκη, τα χαρούμενα, φωτεινά, σε μεθυστικά χρώματα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, που σου ανοίγουν 
την καρδιά, και οι, αρμονικά δεμένες με τα επί σκηνής δρώμενα, μουσικές του Θοδωρή Οικονόμου, παιγμένες ζωντανά από πέντε μουσικούς, δίνουν κύρος αλλά και ελαφράδα στην παράσταση. Που τη στηρίζει μία πολύ καλή διανομή: η Ελίνα Ρίζου (Αγνή) -έστω και αν δεν είναι το φιζίκ της
απολύτως ταιριαστό με το ρόλο-, ο Αινείας Τσαμάτης (χαριτωμένος Οράτιος), το σπιρτόζο ζευγάρι των υπηρετών -Αλέν (Στέλιος Ιακωβίδης) και Ζορζέτ (Κατερίνα Πατσιάνη), ζουμεροί ηθοποιοί και οι δύο-, ο Λαέρτης Μαλκότσης (Κριζάλντ), ο Γιώργος Τζαβάρας (Ορόντ και Συμβολαιογράφος), ο Δρόσος Σκώτης (Ανρίκ) δίνουν το καλύτερό τους. Εκφραστική στη σιωπή της, η Μάγδα Καυκούλα (Κυρία της Αυλής). Πρώτη φορά βλέπω τον Γιάννη Μπέζο τόσο ενεργό στη σκηνή. Με εξαιρετικό τάιμινγκ και το δικό του, προσωπικό χιούμορ βγάζει υπαινικτικά, χωρίς να το εκβιάσει, γέλιο, δημιουργώντας, αν όχι τον καλύτερο, έναν από τους καλύτερους ρόλους του. Και στο φινάλε στάζει μία συγκινητική πίκρα για την «ήττα» του. Μία παράσταση που
κάποιοι, ίσως, δεν τη θεωρήσουν αρκετά «τολμηρή» αλλά είναι διακριτικά ιλαρή και απολαυστική (Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης).
(Πολύ καλοφτιαγμένο το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Εύα Σαραγά-, προχωράει μεθοδικά από τα ειδικά του έργου στα γενικά).
Θέατρο «Rex» / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», Εθνικό Θέατρο, 13 Νοεμβρίου 2024.