«Λέδη Μάκμπετ του Μτσενσκ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, λιμπρέτο (Νικολάι Λεσκόφ) Αλεξάντερ Πρέις-Ντμίτρι Σοστακόβιτς / Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος. Σκηνοθεσία: Φανί Αρντάν.
Σε ένα χωριό της περιοχής Μτσενσκ -Ροσική Αυτοκρατορία, γύρω στα 1860. Η Κατερίνα Λβόβνα δεν είναι ευτυχισμένη. Μπορεί να παντρεύτηκε τον πλούσιο αλευρέμπορο Ζινόβι Ισμαΐλοφ, μπορεί να ζει στην ευημερία αλλά ασφυκτιά -μοναξιά και βαρεμάρα: ο
σύζυγός της όχι μόνο λείπει συχνά και την αφήνει μόνη αλλά και δεν μπορεί να της κάνει παιδί -δεν μαθαίνουμε αν είναι ανίκανος, όπερ και το πιθανότερο, ή στείρος. Και ο πεθερός της Μπορίς, ένας ακόλαστος γέρος, ο οποίος κρατάει, όμως, γερά τα ηνία και διαφεντεύει το σπίτι, τη δουλειά, την περιουσία και τη νύφη του, την καταπιέζει άγρια -μέχρι που, όταν μαθαίνει για την ανολοκλήρωτη σχέση με τον άντρα της, την κλειδώνει στην
κάμαρά της τη νύχτα, για να μην ξεπορτίσει και βρει εραστή, μέχρι που και να της κάνει ο ίδιος παιδί περνάει από το μυαλό του, για να αποκτήσουν οι Ισμαΐλοφ το διάδοχο που δεν του δίνει ο γιος του. Αλλά ο εραστής, καθώς η νεαρή γυναίκα διψάει για έρωτα, θα βρει τρόπο να μπει στο δωμάτιό της -ο Ζινόβι λείπει και πάλι. Είναι ο Σεργκέι, ένας λάγνος εργάτης στο κτήμα,
που νοιώθει ότι της λείπει ο άντρας, της ρίχνεται και η Κατερίνα Ισμαΐλοβα, αν και αρχικά αντιστέκεται, τελικά, ενδίδει. Και τον ερωτεύεται. Εκείνος όχι -να εκτονωθεί σεξουαλικά θέλει μόνο. Μία εβδομάδα μετά, ο γέρο -Ισμαΐλοφ ανακαλύπτει την παράνομη
σχέση. Μαστιγώνει τον Σεργκέι ως «διαρρήκτη» αλλά η Κατερίνα ρίχνει στο φαγητό με τα αγαπημένα του μανιτάρια ποντικοφάρμακο και τον δολοφονεί, ισχυριζόμενη ότι τα μανιτάρια, προφανώς, θα ήταν δηλητηριώδη. Με τον Σεργκέι θα σκοτώσουν και τον Ζινόβι, όταν εκείνος γυρίζει στο σπίτι, ένα βράδυ, χωρίς κανείς να τον πάρει είδηση, και τους πιάνει επ’ αυτοφώρω. Θα κρύψουν το πτώμα του στο κελάρι και,
καθώς ο εξαφανισμένος Ζινόβι κηρύσσεται νεκρός, οι δύο εραστές παντρεύονται. Στην τελετή, όμως, ένας μεθυσμένος χωρικός, αναζητώντας κρασί, παραβιάζει την κλειδαριά του κελαριού και ανακαλύπτει το πτώμα. Το καταγγέλλει στην αστυνομία που συλλαμβάνει, πριν το γαμήλιο γλέντι τελειώσει, την Κατερίνα και
τον Σεργκέι. Καταδικασμένοι πια, στέλνονται στην Σιβιρία. Στη διάρκεια της πορείας, σε μία στάση της φουρνιάς των καταδίκων, η Κατερίνα, απεγνωσμένα προσκολλημένη στον Σεργκέι που την κατηγορεί ως υπεύθυνη για την τύχη του, της φέρνεται φριχτά και την απωθεί, ανακαλύπτει, επιπλέον, ότι εκείνος ερωτοτροπεί με μία άλλη κατάδικο, την Σονιέτκα, που λοιδορεί ξεδιάντροπα την Κατερίνα.
Εκείνη θα ορμήσει και θα τη ρίξει στο ποτάμι που κυλάει πλάι τους αλλά θα παρασυρθεί και η ίδια. Πνίγονται και οι δύο. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς εμπνεύστηκε, για τη δεύτερη -και τελευταία όπως επέπρωτο να γίνει- όπερά του, απ’ τη σκληρή νουβέλα «Λέδη Μάκμπετ της περιοχής Μτσενσκ» (1865) του συμπατριώτη του Νικολάι Λεσκόφ. Μαζί με τον Αλεξάντερ Πρέις ετοίμασαν το λιμπρέτο πραγματοποιώντας αρκετές ουσιαστικές αλλαγές, με στόχο να προβάλουν, μέσα από την ηρωίδα τους, τη γυναίκα-θύμα των ανδρών και της
ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Η Κατερίνα Ισμαΐλοβα οδηγείται, εξαιτίας τους, στο φόνο και στον αφανισμό. Ενώ η εξουσία -εκκλησία, αστική τάξη, έμποροι-στυγνοί εκμεταλλευτές, ο δάσκαλος, αστυνομία...- δίνεται με σαρκαστικές πινελιές -μία τραγωδία με σατιρικές αποχρώσεις. Ο Σοστακόβιτς αναφέρεται στην τσαρική εποχή αλλά σίγουρα οι αναφορές του θίγουν και τη σύγχρονή του σταλινική πραγματικότητα. Ίσως γι αυτό, ίσως και γιατί το έργο του δεν υπάκουε στο δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που είχε, στο μεταξύ, επιβληθεί ως κατευθυντήρια γραμμή στη σοβιετική τέχνη, η όπερα «Λέδη Μάκμπετ της περιοχής Μτσενσκ» (1934) έγινε μεν επιτυχία στα δύο πρώτα, ταυτόχρονα, ανεβάσματά της στο Λένινγκραντ και στην Μόσχα αλλά, όταν, το 1936, ο Στάλιν, μαζί με τον Ζντάνοφ, τον Μολότοφ και τον
Μικογιάν, είδαν το τρίτο ανέβασμα -στο «Μπολσόι» της Μόσχας (1935)- κι αποχώρησαν μετά την τρίτη πράξη, και ύστερα από ένα ανυπόγραφο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Πράβντα» που ακολούθησε και που κατάγγελλε το έργο και τον Σοστακόβιτς για φορμαλισμό, κατέβηκε και δεν επανήλθε στη σοβιετική σκηνή. Παρά μόνο το 1962, ως «Κατερίνα Ισμαΐλοβα» πια, όταν ο Σοστακόβιτς τη μετασχημάτισε και την «απάλυνε». Χρειάστηκε να φτάσει το 1996 για να ανεβεί στις ροσικές οπερατικές σκηνές στην αρχική μορφή της -την οποία, πάντως, ας σημειώσω, ότι δεν δεχόταν πια ο Σοστακόβιτς, όσο
ζούσε, επιμένοντας στη δεύτερη εκδοχή-, περιβεβλημένη πια με ένα μύθο και έτσι να καθιερωθεί. Ως ένα αριστούργημα όπου ο συνθέτης χαράζει με ωμό ρεαλισμό και με ανυπέρβλητο δυναμισμό, φωνητικά και ορχηστρικά, τους ήρωές του και την εποχή τους. Τη σκηνοθεσία εδώ ανέλαβε η γαλίδα ηθοποιός -και σκηνοθέτρια πια- Φανί Αρντάν. Πολύ φοβόμουν για το αποτέλεσμα -είναι η πρώτη της σκηνοθεσία στην όπερα. Διαψεύστηκα. Η Φανί Αρντάν έχει κατευθύνει τη παράσταση ακολουθώντας μεν τον συντηρητικό, ακαδημαϊκό δρόμο αλλά σωστά, με προσοχή στη λεπτομέρεια, με μερικά έξυπνα ευρήματα -οι αστυνομικοί ως σλάπστικ Μπάτσοι της Κίστόουν και του Μακ Σένετ...-, χωρίς τις αγκυλώσεις στις οποίες οδηγεί το είδος, με ελάχιστες αστοχίες -όπως η πτώση των δύο γυναικών στο ποτάμι- και ελαφρά αμήχανη για τον τρόπο που θα κινήσει τη χορωδία -κατέφυγε σε ταμπλό βιβάν και παρατάξεις. Είχε, όμως, την εξυπνάδα, να διαλέξει πολύ καλούς συνεργάτες: τον Γερμανό
Τομπίας Χόχάιζελ για τα σκηνικά -λειτουργικότατα, εξαιρετικά καλόγουστα, καλοζυγισμένα, μόνο στη σκηνή του αστυνομικού τμήματος η λύση μοιάζει πρόχειρη-, τον Ιταλό Λούκα Μπιγκάτσι που τα φώτισε με υποβλητικό, συναρπαστικό τρόπο, την Κολεκτίβα «(La)Horde» -ήτοι τους Μαρίν Μπρουτί, Ζονατάν Ντεμπρουέρ, Αρτούρ Αρέλ- που επιμελήθηκε τη γόνιμη κινησιολογία -γοητευτικά, αν και όχι εντελώς σαφή, η έναρξη και το φινάλε της παράστασης με τους γυμνούς χορευτές μέσα στα τεράστια στεφάνια από φτερά. Και, βέβαια, την Ιταλίδα Μιλένα Κανονέρο και τη Γερμανίδα Πέτρα Ράινχαρτ, που συνεργάστηκαν για τα κοστούμια: μία εξαιρετική λεπτοδουλειά, με δεκάδες αποχρώσεις του γκρίζου να απλώνονται στις δύο πρώτες και στην τέταρτη πράξη αλλά με μία ελαφρά φολκλορική τάση στην τρίτη -κοστούμια υποταγμένα στο έργο, στην εποχή και στο τόπο του και στη σκηνοθετική γραμμή, υπέροχα αλλά λιτά, που δεν κραύγαζαν «κοιτάξτε πόσο ωραία είμαστε!». Βέβαια, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο επίτευγμα της παράστασης είναι, πρωταρχικά, στο
μουσικό μέρος της. Ο Βασίλης Χριστόπουλος οδηγεί την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε ένα επίτευγμα -για δεύτερη φορά μετά την περσινή, εναρκτήρια «Ηλέκτρα» του Στράους: με ένα υπερενισχυμένο ορχηστρικό σύνολο, με τα χάλκινα της πρόσθετης μπάντας (διεύθυνση Γιάαν Οτς), στις καίριες κορυφώσεις, ανεβασμένα στα θεωρεία, ο αρχιμουσικός λαξεύει με εκρηκτικό δυναμισμό αλλά και με σπάνιο μέτρο τις τεράστιες δυναμικές του Σοστακόβιτς που φτάνουν στον παροξυσμό χωρίς κανένα ψεγάδι αποδεικνύοντας ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των μαέστρων μας για τους οποίους πρέπει να είμαστε περήφανοι. Η Χορωδία, επίσης, της ΕΛΣ, με διευθυντή τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο είναι άψογη. Πολύ καλή και η διανομή, έστω και αν δεν προκύπτει έκπληξη. Η εξαίρετη ροσίδα σοπράνο Σβετλάνα Σοζντάτελεβα είναι μία δυναμική, φωνητικά και ερμηνευτικά,
Κατερίνα Ισμαΐλοβα, όπως και ο, επίσης ρόσος, πολύ καλός τενόρος Σεργκέι Σεμισκούρ πειστικότατος υποκριτικά ως Σεργκέι. Ο μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης ως Μπορίς και ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος (Ζινόβι), που τελευταία δίνει αλλεπάλληλα καλά δείγματα, ολοκληρώνουν επάξια το πρωταγωνιστικό κουαρτέτο. Αλλά και οι υπόλοιποι συμπληρώνουν ικανοποιητικά, οι περισσότεροι, τη διανομή. Ξεχώρισα τη σοπράνο Σοφία Κυανίδου (Αξίνια) και τη μέτζο Βικτώρια Μαΐφάτοβα (Σονιέτκα). Μία χάρμα ιδέσθαι παράσταση, πολύ καλού σκηνοθετικού και εξαιρετικού, εκρηκτικού μουσικού επιπέδου (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).
(Πληρέστατο το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -Τομέας Δραματολογίας: Νίκος Α. Δοντάς, Σοφία Κομποτιάτη, Φοίβη Παπαγιαννίδη. Επισημαίνω το εξαιρετικό κείμενο «'Λαίδη Μάκβεθ' ή 'Κατερίνα Ισμαήλοβα'; Ο Σοστακόβιτς και η σεξουαλική πολιτική στην όπερα» της Πολίν Φέρκλαφ).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «20ου Αιώνα», 19 Μαΐου 2019.