January 25, 2018

Tip: «Ρομπ/Rob»


Νεκρόδειπνος για ένα δολοφόνο ή Όταν τα αίματα γίνονται ποίηση



Δολοφόνος κατά συρροή, ξεκινώντας στα 19 του με μητροκτονία και πατροκτονία -ο πατέρας του ήταν αξιωματικός της αστυνομίας-, ο νεαρός Ιταλός Ρομπέρτο Σούκο, για τον οποίο η διάγνωση των ψυχιάτρων, όταν τον έπιασε η αστυνομία, ήταν πως πρόκειται για σχιζοφρενή παρανοϊκό, κλείστηκε σε ψυχιατρείο, μετά από πέντε χρόνια απέδρασε, αλώνισε Ιταλία, Γαλία και Ελβετία βιαιοπραγώντας, κλέβοντας, απάγοντας, βιάζοντας, σκοτώνοντας, τον συνέλαβαν και πάλι, προσπάθησε και πάλι να αποδράσει, αλλά 
χωρίς επιτυχία, και, πριν τον ξανακλείσουν στο ψυχιατρείο, το 1988, αυτοκτόνησε. Το όνομά του απέκτησε διαστάσεις συμβόλου -ο εξεγερμένος που εκδικείται την κοινωνία η οποία τον δημιούργησε, ο εραστής, με κάθε τίμημα, της ελευθερίας-, όταν ο Γάλος Μπερνάρ-Μαρί Κολτές τον έκανε, ελαφρώς παραφράζοντας το όνομά του, ήρωα στο -τελευταίο, πριν πεθάνει, στα 41 του χρόνια- θεατρικό του έργο «Ρομπέρτο Ζούκο» (1988 -την ίδια χρονιά της αυτοκτονίας του Σούκο-, πρώτο ανέβασμα 1990),
βασισμένος σε πραγματικά περιστατικά της ζωής του. Ο Ευθύμης Φιλίππου, αντλώντας, από το κινηματογραφικής δομής -με πολλές σύντομες σκηνές- έργο του Κολτές, στοιχεία της πλοκής και πρόσωπα αλλά, τελικά, αποκτώντας πλήρη ελευθερία από αυτό, συνέθεσε ένα μετα-κείμενο: στον δικό του «Ρομπ/Rob», που παίζεται στην «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση, δέκα πρόσωπα χωρίς όνομα, που συνδέθηκαν με τον νεκρό πια 
δολοφόνο, νεκροί-θύματά του αλλά και ζώντες -το Κορίτσι που Αγαπάει τον Ρομπ, η Μητέρα του, ο Πατέρας του, η Μικρή Αδελφή του, ο Φίλος του, η Διευθύντρια του Σχολείου του, ο Φύλακάς του, ο Άντρας που Θέλει να Μοιάσει στον Ρομπ, η Εκνευριστική Πωλήτρια- συναντώνται σε ένα, κατά κάποιο τρόπο, «νεκρόδειπνο» -που θα μπορούσε να είναι και μία συνέντευξη Τύπου-, στη μνήμη του νεκρού, πια, Ρομπ -έχει αυτοκτονήσει στο τέλος του έργου του Κολτές-, με «τελετάρχη» έναν Αστυνομικό 
Επιθεωρητή, και μιλούν για τον νεκρό, απευθυνόμενα στο κοινό. Εκθέτουν τον αποτροπιασμό τους, το θαυμασμό τους, στοιχεία «αντικειμενικά» αλλά και γνώμες υποκειμενικές. Με αποστασιοποιημένους μονολόγους, διακοπτόμενους, που δεν συναντώνται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται: μνήμες, εκτιμήσεις, στιγμές, λεπτομέρειες, διαπιστώσεις… Αφήνοντας μία αίσθηση ότι όλοι τους και ο καθένας τους χωριστά θα μπορούσαν να είναι ο Ρομπ. Τίποτα δεν είναι πρωτότυπο. Η αφετηρία είναι το έργο του Κολτές, την ιδέα νεκρών και ζώντων συνδαιτυμόνων την είχε ο Ιάκωβος

Καμπανέλλης στον «Δείπνο» του, οι ατάκες που ακούγονται, αποσπώμενες, άπτονται της κοινοτοπίας και, κάποτε, σχεδόν της αφέλειας αλλά το κειμενικό αποτέλεσμα, κατά παράδοξο τρόπο, το βρήκα συναρπαστικό. Ο Φιλίππου, δεινός χειριστής της γλώσσας, με τη γλώσσα συνθέτει μουσική. Πέρα από τις έννοιες, οι λέξεις που χρησιμοποιεί, όπως τις χρησιμοποιεί και όπως τις συνθέτει σε φράσεις, οι φράσεις που επαναλαμβάνονται σαν λάιτ μοτίφ, τα νήματα που ενώνονται, κόβονται κάποια στιγμή, για να συναντηθούν και να δεθούν και πάλι αργότερα -το κομμένο χέρι, για παράδειγμα, που και κλείνει 
το έργο- παράγουν μουσικό αποτέλεσμα, δημιουργούν ποίηση ενώ το χιούμορ και η ειρωνεία του συγγραφέα τού προσδίδουν μία ξεχωριστή λάμψη. Και, σε μένα τουλάχιστον, έμεινε η αίσθηση ότι η διάρκειά του δεν είναι τραβηγμένη αλλά, αντίθετα, όλα είναι πολύ σωστά μετρημένα. Ναι, από μία άποψη που τη σέβομαι, το κείμενο θα μπορούσε να κοπεί αλλά, κατά τη δική μου άποψη, είναι ζυγισμένο σε άψογες δόσεις. Ο Δημήτρης Καραντζάς αποδεικνύεται, με σύμβουλο δραματουργίας την Θεοδώρα 
Καπράλου, ο ιδανικός σκηνοθέτης για το κείμενο -ο ίδιος ο συγγραφέας δεν το χαρακτηρίζει έργο θεατρικό- του Φιλίππου. Έστησε μία μετωπική, αποστασιοποιημένη, απόλυτα στιλιζαρισμένη παράσταση που τονίζει την κυρίαρχη αφηγηματικότητα του κειμένου και με την, κάτι περισσότερο από αποφασιστική, συνεργασία του Δημήτρη Καμαρωτού που υπογράφει την -για άλλη μία φορά- έξοχη ηχητική δραματουργία και τη μουσική σύνθεση -ηχητικά τοπία που σε ταξιδεύουν- και του Τάσου Καραχάλιου που οργάνωσε συναρπαστικά

την κίνηση, έχει δημιουργήσει, τελικά, μία ομιλούσα χορογραφία γοργών ρυθμών, που αναδεικνύει τη μουσικότητά του. Οι συνεχείς μετακινήσεις των ηθοποιών κατά μήκος του επιμήκους σκηνικού, οι αλλαγές θέσεων, οι αιφνίδιες ακινητοποιήσεις τους, η στάση των σωμάτων τους, τα γκέστους -κυρίως χέρια που χτυπούν στο τραπέζι, που υψώνονται, που απλώνονται, παλάμες που ανοίγουν…- τα οποία έχουν επινοηθεί σηματοδοτούν μία παράσταση που υλοποιεί την ποίηση
του  κειμένου. Και που, περίπου στο μέσον της -μία αισθησιακή έκρηξη καταπιεσμένου ερωτισμού που διατρέχει υπόγεια το κείμενο-, αποσυντονίζεται, απορρυθμίζεται, αποδομείται, το στιλιζάρισμα αλλοιώνεται, αυτοκαταστρέφεται, καταρρέει -η αυστηρή κοινωνική γεωμετρία διαλύεται-, ένας ηθοποιός γυμνώνεται, τα κοστούμια των υπόλοιπων «αποσυντίθενται», η ακρίβεια της κίνησής τους καταστρέφεται, τα σώματά τους στρεβλώνονται, συμπλέκονται σε σύμπλεγμα γλυπτικό αισθησιακό -εξαιρετικό το αισθητικό αποτέλεσμα- αλλά η «τάξη» αποκαθίσταται και πάλι. Το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη

-το μακρόστενο τραπέζι που σχηματίζουν τα ενωμένα μικρότερα, οι ουδέτερες καρέκλες, κλεισμένα, όλα, σε κάτι σαν περιστύλιο…-, αυστηρό, συμμετρικό, που η συμμετρία του, όμως, κάπως σπάζει ώστε να μη γίνεται μονότονο, «στεγνό», που τα πορτοκάλια, όμως, τα οποία είναι πάνω του και που τρώνε οι ηθοποιοί το υγραίνουν, αναδεικνύει τις έξοχες μονοχρωμίες των κοστουμιών της Ιωάννας Τσάμη, που τονίζουν, ως στολές υπερβατικές, το παράδοξο του κειμένου, και αναδεικνύεται από τους καταπληκτικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου. Μόνη ένστασή μου, τα επί σκηνής πατάρια στα οποία ακουμπούν τα τραπέζια και που δεν είναι ενωμένα 
ανακόπτοντας, έτσι, τη ροή της κίνησης των ηθοποιών οι οποίοι, αναγκαστικά, ανεβοκατεβαίνουν τα ενδιάμεσα σκαλοπατάκια. Δέκα ηθοποιοί, από καλοί έως εξαιρετικοί -επιλογή πρώτης γραμμής για τη διανομή-, γίνονται τα ακριβέστατα όργανα -μετρημένοι ρυθμοί, μετρημένες κινήσεις, όλα αυστηρά μετρημένα-, χωρίς -το παράδοξο- να χάσουν την προσωπικότητά τους. Αντίθετα αναδεικνύουν τα προσόντα τους: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης, ο εξαιρετικός, ως συνήθως, Χρήστος Λούλης, με τον καλά καρφωμένο λόγο του, ο σταθερά ανερχόμενος Βασίλης Μαγουλιώτης -έξοχος στον συγκλονιστικό μονόλογο-πλάτη του φινάλε, με την υψωμένη ανοιχτή 
παλάμη που, πάνω της, επικεντρώνεται το φως-, Αγγελική Παπούλια, Ελίνα Ρίζου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης,
Σταυρούλα Σιάμου -εξαιρετική, ομολογουμένως η Εκπληξη της παράστασης η χορεύτρια/χορογράφος/κινησιολόγος που έχει σπουδάσει χορό αλλά όχι θέατρο αλλά η στροφή της στο θέατρο έχει στεφθεί με επιτυχία η οποία εδώ κορυφώνεται, Μαρία Σκουλά. Και οι δέκα είναι υπέροχοι. Όπως θα έχετε διαπιστώσει είμαι ενθουσιασμένος από την παράσταση στο σύνολό της. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις, τις διάβασα, τις άκουσα, τις σέβομαι αλλά επιμένω στη γνώμη μου: για μένα, μία παράσταση-σταθμός (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).  

January 20, 2018

Ιβάν Φίσερ και Ορχήστρα του Φεστιβάλ Βουδαπέστης: τραγουδώντας Ραχμάνινοφ



Δεν είναι συχνό φαινόμενο πια η παρουσία μεγάλων ορχηστρών στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών… Τα πράγματα έχουν πολύ στενέψει οικονομικά, ο ευπατρίδης Αλέξανδρος Γουλανδρής που τόσο διακριτικά -ανώνυμα, μέχρι το τέλος της ζωής του- φρόντιζε, ιδίοις αναλώμασι, το θέμα, με μετακλήσεις, τα τελευταία χρόνια,, δεν ζει πια, οι υπόλοιποι ιδιώτες χορηγοί καθόλου σε προτεραιότητα δεν το θέτουν, αναγκαστικά γίνονται εκπτώσεις… Η έλευση, λοιπόν, της Ορχήστρας του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης, στο πλαίσιο του Κύκλου «Μεγάλες Ορχήστρες-Μεγάλοι Ερμηνευτές, έστω και για μία συναυλία, με τη χορηγία της Alpha Bank, ήταν ένα γεγονός. Διότι ο Ούγγρος, με εβραϊκές ρίζες, αρχιμουσικός Ιβάν Φίσερ, που ίδρυσε το κορυφαίο ουγγρικό συμφωνικό σύνολο το 1983 και είναι, έκτοτε, ο μουσικός διευθυντής του, έδεσε, σιγά-σιγά, την Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης και την ανέδειξε στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών συμφωνικών συγκροτημάτων: ένα σύνολο ομοιογενές, πειθαρχημένο, με σύμπνοια, που οι μουσικοί του προσφέρουν το καλύτερο και ένας ήχος μεστός και λαμπερός.

Η συναυλία άνοιξε «μινιμαλιστικά» με την Ορχηστρική Σουίτα αρ. 2 (1738/1739;) του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, παιγμένη με εσωτερικότητα και στο σωστό ύφος, από ένα οκταμελές σύνολο της ορχήστρας, με τον Ιβάν Φίσερ να διευθύνει από το τσέμπαλο: ανάλαφρη, γοητευτική εκτέλεση, που κορυφώθηκε με τη χαριτωμένη μπαντινερί.
Στη συνέχεια, το πρόγραμμα είχε Κοντσέρτο: δεν ακούσαμε το Κοντσέρτο για πιάνο του Σούμαν, όπως προέβλεπε το αρχικό πρόγραμμα, ούτε το Κοντσέρτο για πιάνο αρ.21 του Μότσαρτ που το αντικατέστησε στη συνέχεια. Το βασικότερο: δεν ακούσαμε τον σπουδαίο ρουμάνο πιανίστα Ράντου Λούπου, που είχε αρχικά αναγγελθεί ως σολίστας, λόγω προβλήματος με την υγεία του. Οπότε η συναυλία εξέπεσε ως προς το δεύτερο σκέλος του Κύκλου στον οποίο ήταν ενταγμένη -«Μεγάλοι Ερμηνευτές». Στη θέση του, ο Ούγγρος Ντένες Βάριον. Και, τελικά, στο πρόγραμμα, το έξοχο 

Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3 (πρώτη εκτέλεση 1803) του Λούντβιχ φαν Μπετόβεν, όπου ο κλασικισμός εναγκαλίζεται τον ρομαντισμό. Εξαιρετική η ορχήστρα υπό τον Ιβάν Φίσερ γλυκολάλησε και αγκάλιασε τον πιανίστα που έδωσε μία πολύ καλή ερμηνεία χωρίς, όμως, να απογειώσει το έργο. Στο θερμό χειροκρότημα απάντησε με ανκόρ μία από τις «Παιδικές σκηνές», έργο 15 του Ρόμπερτ Σούμαν, αφιερωμένη στην κορούλα του που ήταν στην πλατεία και γιόρταζε τα γενέθλιά της.
Η βραδιά έκλεισε ένδοξα: Συμφωνία αρ. 2 του Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Έργο του ύστερου, ακμαίου πάντως, ρομαντισμού (πρώτη εκτέλεση 1908), μεστό, πολύ ενδιαφέρον αλλά όχι κορυφαίο, ο Φίσερ με τους μουσικούς του το εκτίναξε με μία αριστουργηματική ερμηνεία που ανέδειξε το δυναμισμό αλλά και το λυρισμό του -απολαυστικό το μοναδικό αντάτζιο/τρίτο μέρος που έχει αρκούντως χρησιμοποιηθεί στον κινηματογράφο ως επένδυση: οι Ούγγροι, υπό την μπαγκέτα του Ιβάν Φίσερ, τραγούδησαν τον Ραχμάνινοφ -ένας καντάμπιλε εναγκαλισμός στον ρόσο συνθέτη.
Το ανκόρ της ορχήστρας ήταν έκπληξη. Οι μουσικοί τραγούδησαν κυριολεκτικά: «Βοκαλίζ», από τα «14 Τραγούδια» (1915) του Ραχμάνινοφ, επίσης, με όλες τις κυρίες της ορχήστρας να αφήνουν τα όργανα και με τις πάρτες στα χέρια να εξελίσσονται σε εντυπωσιακή χορωδία χωρίς λόγια που τη συνόδευαν οι άντρες μουσικοί. Περιττό να μιλήσω για το ενθουσιαστικό χειροκρότημα από μία αίθουσα κατάμεστη.

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών/«Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης», 19 Ιανουαρίου 2018.

January 19, 2018

Tip: «Μαντάμ Σουσού»


«Είναι η Σουσού, η ξακουστή»: επιτυχέστατη «αναστήλωση»



Ιστορία 80 χρόνων φέρει η «Μαντάμ Σουσού». Από το 1938, όταν εμφανίστηκε στον «Θησαυρό» -περιοδικό λαϊκό της εποχής, το οποίο άντεξε πολλές δεκαετίες-, ως τύπος που πρωταγωνιστούσε σε σειρά ευθυμογραφημάτων του Δημήτρη Ψαθά. Έγινε βιβλίο, ξαναέγινε βιβλίο, έγινε έργο θεατρικό από τον ίδιο το δημιουργό της, έγινε ταινία, έγινε ραδιοφωνική σειρά, έγινε τηλεοπτική σειρά ασπρόμαυρη αλλά και έγχρωμη, έγινε τραγούδι, έγινε μουσική κωμωδία και συνεχίζει να παρουσιάζεται στο θέατρο -οκτώ δεκαετίες έχει διανύσει και η σουσού έχει γίνει όρος με παράγωγά 
του. Μεγαλοπιασμένη γυναίκα του Παναγιωτάκη που έχει πάγκο και πουλάει ψάρια στον Μπούθουλα -νυν Ακαδημία Πλάτωνος-, αμόρφωτη, αστοιχείωτη, με φαντασιώσεις αριστοκρατικής καταγωγής, με -κατά φαντασίαν- γαλικά στο λεξιλόγιό της, το ψώνιο της γειτονιάς της, παθολογικά μεγαλομανής αλλά κατά βάθος καλόψυχη, η μαντάμ Σουσού Παναγιώτου -ο Ψαθάς ισχυριζόταν ότι την είχε εμπνευστεί από γειτόνισσά του- σνομπάρει έως και περιφρονεί τις «τσοκαρίες» της γειτονιάς της, οργανώνει «απρέ μιντί», ξαναβαφτίζει Μαρί και, κατόπιν, Λεονί την Δημητρούλα, το «δουλικό» που της εξασφάλισε ο Παναγιωτάκης -ζει μία κατά φαντασίαν ζωή. Μέχρι που μία κληρονομιά 800 εκατομμυρίων δραχμών από τον αδελφό της, λαντζέρη στην


Αμερική που, πριν πεθάνει, είχε εξελιχθεί σε εκατομμυριούχο, της επιτρέπει να μετατρέψει τις φαντασιώσεις της σε πραγματικότητα. Παρατάει τον Παναγιωτάκη, που την αγαπάει, τη φροντίζει στοργικά και είναι το ανάχωμα στην καζούρα του Buθουλα, όπως, επί το πιο εύηχον «γαλικόν», αποκαλεί τη γειτονιά της, εις βάρος της αλλά μυρίζει ψαρίλα και δεν τον θεωρεί αντάξιό της παντρεύεται έναν απατεώνα ο οποίος της παρουσιάζεται ως αριστοκράτης με το ιστορικό επώνυμο Καντακουζηνός και την πλευρίζει με σκοπό να τη μαδήσει, αγοράζει ένα μέγαρο στο Κολωνάκι και μετακομίζει,
προσλαμβάνει πολυμελές υπηρετικό προσωπικό και καθηγήτρια γαλικών, κάνει ό,τι μπορεί, με ψέματα και μύθους, για να κρύψει την καταγωγή της, ξοδεύει αλόγιστα τα λεφτά της και, τελικά, ο απατεών σύζυγος την πείθει να περάσει στο όνομά του όσα της έχουν απομείνει και εξαφανίζεται αφήνοντάς την με ένα μωρό. Η Σουσού, χωρίς πεντάρα πια, θα γυρίσει εκεί από όπου ξεκίνησε: 

στον Μπούθουλα και στον αγαθό Παναγιωτάκη που πάντα την αγαπάει. Το έργο έχει την αθωότητα και την αφέλεια της εποχής του και η Σουσού δεν είναι, αρχικά, παρά ένα γελοιογραφικό σκίτσο, σαν αυτά του Φωκίωνα Δημητριάδη που συνόδευαν τα κείμενα του Ψαθά. Ο συγγραφέας, όμως, κάνει προσπάθειες να της προσδώσει μολιερικά χαρακτηριστικά -ολίγον Αρχοντοχωριάτης Ζουρντέν-, όπως προσπαθούσε πάντα με τους ήρωές του -βλέπε «Το στραβόξυλο», «Ο εαυτούλης μου», «Ζητείται ψεύτης».... Η Δήμητρα Παπαδοπούλου έκανε πάνω στο

κείμενο αυτό μία πολύ καλή διασκευαστική δουλειά χωρίς να προσπαθήσει να το εκσυγχρονίσει: το τοποθέτησε σε μία εποχή γύρω στη δεκαετία του ’50, έσφιξε τις σύντομες σκηνές του που έχουν τις ρίζες τους στα αρχικά σύντομα ευθυμογραφήματα του Ψαθά με ηρωίδα την Σουσού, το φρεσκάρισε, καθάρισε τις μούχλες και τις σκουριές που είχε πιάσει, έκανε κάποιες πολύ λογικοφανείς αλλαγές χωρίς να καταφύγει σε ευκολίες και φτήνιες στις οποίες 
κατέφευγε άλλοτε και πρόσθεσε έναν Ψαθά-αφηγητή που συνδέει τις σκηνές και «εξηγεί» -χωρίς αυτό να είναι ελάττωμα αλλά μάλλον σαν πατίνα που εξυπηρετεί την εποχή του έργου. Το κείμενο, που επιμελήθηκε η Νικολέττα Κοτσαηλίδου, παρέλαβε ο Γιάννης Κακλέας, το επεξεργάστηκε, επίσης, δραματουργικά  και ανέβασε την παράσταση ως κωμωδία μετ’ ασμάτων -δεν τη χαρακτηρίζω, αρχικά, μουσική κωμωδία μια και τα τραγούδια απλώς είναι της εποχής και σχολιάζουν τις καταστάσεις, χωρίς να προκύπτουν από το κείμενο, χωρίς ειδικά γραμμένους στίχους, τα περισσότερα, εκτός αυτών που έγραψε η Μαρίζα Ρίζου η οποία έχει και την ευθύνη της μουσικής. Αλλά, με τη μουσική και τα τραγούδια ζωντανά εκτελεσμένα, με ζωντανή επί σκηνής ορχήστρα -σε ενορχήστρωση Δημήτρη Σιάμπου-, τελικά, δίνεται η αίσθηση 
της μουσικής κωμωδίας, την οποία επιτείνουν οι έξοχες -ανάλαφρες και καλά εκτελεσμένες- χορογραφιες του Κυριάκου Κοσμίδη -αυτή των υπηρετών μου έφερε ένα άρωμα Άγγελου Γριμάνη και Γιάννη Μέτση από τον «Βαπτιστικό» της Λυρικής της δεκαετίας του ’60-, στις οποίες πολλά, μα πολλά οφείλει η παράσταση. Μία παράσταση καλά δεμένη, καλά κουρδισμένη που τρέχει χωρίς προσκόμματα. Η εξαιρετική, λειτουργικότατη σκηνογραφική δουλειά του Μανόλη Παντελιδάκη, που την 

αναδεικνύουν οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, τα θαυμάσια, καλόγουστα και ταιριαστά με το ύφος της Σουσούς κοστούμια «της αριστοκρατίας» του Νίκου Χαρλαύτη, με τα εντυπωσιακά αλλά και αστεία τονισμένα καπέλα με τα φτερά της Δήμητρας Καίσαρη, αλλά και τα πολύ σωστά «της πλέμπας» της Σοφίας Νικολαΐδη, τα βίντεο του Κάρολου Πορφύρη που δεν είναι τυπικά αλλά κυλούν και σημαίνουν κινηματογραφικά, έστω και αν μπερδεύουν εποχές 


και τόπους, μία παράσταση κινηματογραφικής δομής συμπληρώνουν, μαζί με μία πλούσια παραγωγή που -σπανιότατο πια- δεν έχει φεισθεί εξόδων, τη θετική εικόνα ενός παραστασιακού αποτελέσματος με χρώματα και αρώματα νοσταλγικά. Η Δήμητρα

Παπαδοπούλου με την Σουσού κάνει νομίζω τον καλύτερο ρόλο της: είναι αστεία χωρίς ποτέ να γίνεται γελοία. Μαζί της, ο Παναγιωτάκης του Κώστα Κόκλα, αυθεντικά λαϊκός, και ο Άλκις Κούρκουλος, ιδανικός Καντακουζηνός, με το σηκωμένο φρύδι και το ειρωνικό, αυτοσαρκαστικό ύφος σχηματίζουν ένα ισορροπημένο, άψογο βασικό τρίο άριστης διανομής. Το 
πολυπληθές σύνολο των ηθοποιών βοηθάει αποτελεσματικά -παλαιότεροι, όπως ο Κώστας Φλωκατούλας, ο Βασίλης Χαλακατεβάκης, ο Γιώργος Ψυχογιός ή ο Μελέτης Γεωργιάδης και νεότεροι, όπως η Ροζαμάλια Κυρίου-«Μαρί», η Ηλιάνα Γαϊτάνη, η Γιάννα Ζιάνη, η Χρύσα Κλούβα, ο Γρηγόρης Ποιμενίδης ή ο Κωστής Μπούντας. Πρόλαβα να ξεχωρίσω την

Φαίη Κοκκινοπούλου, λαγαρή σουμπρέτα, και την Νικολέτα Κοτσαηλίδου, καλλονή με στόφα σταρ αλλά και γκάμα, που της αξίζουν πρωταγωνιστικοί ρόλοι. Άφησα τελευταία την Χριστίνα 
Μαξούρη. Στο πρόγραμμα αναφέρεται ότι έχει επωμιστεί τα τραγούδια της παράστασης. Γνωρίζω εδώ και χρόνια την εξαιρετική φωνή της, ικανή να ερμηνεύει έξοχα τραγούδια διαφορετικού ύφους. Εδώ, όμως, κάνει την έκπληξη: κομψή, με κίνηση εντυπωσιακή, χορεύει με τόση αρμονία και τόσο μπρίο -όπως λέγαμε παλιά- που κλέβει την παράσταση. Αφοπλιστική! Χωρίς την Χριστίνα Μαξούρη η παράσταση θα είχε χάσει τη μισή νοστιμιά της. Θα σας έλεγα ανεπιφύλακτα να τη δείτε -ένα μεγάλο ψυχαγωγικό θέαμα που σέβεται τον εαυτό του και το θεατή- μέχρι αύριο που τελειώνει, αν δεν είχα την επιφύλαξη του ακριβού εισιτηρίου: από 10 έως 80 ευρώ… Ελπίζω να την επαναφέρουν, μετά την επιτυχία που είχε. Κρίμα μία τέτοια παραγωγή να είναι τόσο βραχύβια (Φωτογραφίες: 1 NDP Photo Agency Nikolareas-Daskalakis-Poupoulidou. 6,7,11,12,14 Γιώργος Καλφαμανώλης).

January 18, 2018

Tip: «Lasciatemi Morire»


Ο -μπεκετικός- έρωτας στα χρόνια της χολέρας… 



Ένα ζευγάρι -μία γυναίκα και ένας άντρας. Ίσως, στο κρεβάτι τους -το βράδυ. Σε αδιέξοδο. Απελπισμένοι. Σε μία ζωή που δεν την αξίζουν -τη ζωή στην Ελλάδα σήμερα, τα χρόνια της κρίσης/χολέρας. Κρυώνουν, πλήττουν, ταλαιπωρούνται… Τα μικρά της ζωής, τα μίζερα, τα άθλια τους πιέζουν, τους θλίβουν, τους καταθλίβουν, τους συνθλίβουν… Δεν μπορούν να βρουν πια καμία αχτίδα φωτός. Μόνον έναν τοίχο υψωμένο απέναντί τους. Ο χρόνος μοιάζει βαλτωμένος -ή, ιονεσκικά, αναστρέφεται, ανατρέπεται. Η κοινωνική κρίση μετασχηματίζεται σε κρίση προσωπική, σε κρίση σχέσης. Η γυναίκα θέλει να φύγει. Ο άντρας θέλει να την κρατήσει. Τελικά θα φύγουν και οι δύο μαζί. Σε μία Νέα Ιόρκη ιδεατή, ονειρική, ουτοπική -η δική τους Νεφελοκοκκυγία. Η Βάσω Καμαράτου και ο Κώστας Κουτσολέλος ετοίμασαν (κείμενο και 
σκηνοθεσία), την περσινή σεζόν, στο πλαίσιο του φεστιβάλ της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου με θέμα «Επτά Χρόνια Φαγούρα: Ο Έρωτας στον Καιρό των Μνημονίων», μία 45λεπτη, περίπου, περφόρμανς, με τον εύγλωττο άμα τε ειρωνικό τίτλο «Lasciatemi Morire», αντλημένο από τον Θρήνο της Αριάδνης, τη μόνη σωζόμενη άρια από τη δεύτερη όπερα (1608) του Κλάουντιο Μοντεβέρντι «Η Αριάνα» («Η Αριάδνη»). Παράσταση η οποία επαναλαμβάνεται φέτος. Ερμηνευτές -ερμηνευτές που επιβάλλουν και επιβάλλονται, με δύναμη και πειστικότητα-, οι δύο τους. Δεμένοι μεταξύ τους γερά εδώ και πολύ καιρό -τους θυμάμαι, ήδη δέκα χρόνια πριν, στο «Bios», σε άλλη μία εξαιρετική περφόρμανς για δύο, με τον τίτλο «Less». Όρθιοι, σχεδόν ακίνητοι, μετωπικά στημένοι, λίγο σαν Γουίνι και -όχι κρυμμένος- Γουίλι στις μπεκετικές «Ευτυχισμένες μέρες» θαμμένοι στη ζωή και όχι σε σωρό από χώμα, με βλέμμα προς το κοινό, χωρίς να κοιτούν ο ένας τον άλλο, ντυμένοι καλόγουστα παράταιρα από την Ελένη Στρούλια θα χαθούν, στο τέλος, μέσα σε καπνούς/σύννεφα

υποβλητικά φωτισμένα  από τον Τάσο Παλαιορούτα. Αλλά, πριν χαθούν, θα γυρίσουν και θα κοιτάξουν ο ένας τον άλλο. Είναι η ελπίδα των βλεμμάτων που μπορούν ακόμα να διασταυρωθούν. Είναι, ίσως, η αγάπη που μένει και σώζει από την απόγνωση. Αλλά όλη αυτή η απόγνωση, κρυμμένη κάτω από χιούμορ πικρό, ειρωνικό, σαρκαστικό. Χιούμορ απολαυστικό, ξεκαρδιστικό πριν το γέλιο παγώσει στα χείλια, στο τέλος: δύο κλόουν -και πάλι- μπεκετικοί. Δείτε αυτή τη «μικρή» παράσταση. Αξίζει. Κλείνει απόψε τον κύκλο της στο «-1» -τη Σκηνή «Κατίνα Παξινού»- του «Rex» αλλά πιστεύω πως έχει τη δυναμική για να συνεχίσει την πορεία της (Φωτογραφίες: Κάρολ Γιάρεκ).

January 13, 2018

Όλες μαύρα και κανένα πιάνο… ή Ο μακαρθισμός με σεξουαλικό πρόσωπο ή Τα ΤΡΑΙΝΟζώα μου αργά…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 13 Ιανουαρίου 2018 
Λόγω της μεγάλης επιτυχίας παρατείνεται για είκοσι ακόμα αναρτήσεις



Κάποτε ήταν για τους «κόκκινους» -φάτε τους! Μετά ήταν για τους Ινδιάνους -μετανοείτε! Στη συνέχεια για το Ολοκαύτωμα -θυμηθείτε! Κατόπιν για το AIDS- συμπαρασταθείτε! Ύστερα ήρθαν οι μαύροι ηθοποιοί- υποστηρίξτε! Φέτος, σειρά έχουν οι σεξουαλικά παρενοχλούντες (δεν ξέρω πώς ακριβώς ορίζονται) -εξαφανίστε τους! Ε, δε θα ξέχασα και κάτι ανάμεσα;... Θέλει το θέμα του κάθε τόσο το Χόλιγουντ. Να το φχαριστηθεί. Μετά τον πολυετή λυσσώδη αντικομουνισμό γίνανε πολιτικά ορθοί. Ξεκινάνε από μια δίκαιη επανόρθωση, από ένα δίκαιο αίτημα, από μια δίκαιη καταγγελία κι ύστερα… Ύστερα έρχεται η μόδα, κι ύστερα έρχεται η υστερία, κι ύστερα έρχεται το κυνήγι των μαγισσών. Κι ο καταδότης γίνεται καλόδεχτος χωρίς, ούτε κατά διάνοια, να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του, χωρίς να ελεγχθούν τα κίνητρά του.
Διαβάζω καταγγελίες: από «με βίασε» μέχρι «μου μίλησε με σεξουαλικά υπονοούμενα» -συνήθως πριν 20, 30, 40… χρόνια. Όπου ο πάσα ένας κι η πάσα μία που μπορεί να τελεί εν δικαίω, που μπορεί να ’ναι απολύτως ειλικρινής, που μπορεί να ’χει πληγωθεί -πώς να το αμφισβητήσω;- αλλά που μπορεί και απλώς να βγάζει βεβαρημένα απωθημένα -και ξέρετε τι λυσσαλέα ανταγωνιστικά πάθη αναπτύσσονται στους «καλλιτεχνικούς» κύκλους, ειδικά τους χολιγουντιανούς…- εμφανίζεται και «καταγγέλλει» και κερδίζει τα 15 λεπτά διασημότητας που, κατά Άντι Γουόρχολ, δικαιούται. Αμέσως μετά, χωρίς κανένας να αναρωτηθεί, χωρίς κανένας να το αμφισβητήσει, χωρίς κανένας να το ψάξει, διαβάζω για απολύσεις, για απομακρύνσεις, για διαγραφές, για ξαναγυρίσματα (!!!) ταινιών με αλλαγή καταγγελλόμενων ηθοποιών, για αναθέματα…-όντως μια υστερία εισπράττω. Δεν έχω διαβάσει τίποτα για αποδείξεις, για μηνύσεις, για συλλήψεις, για παρεμβάσεις της Δικαιοσύνης, για παραπομπές σε δίκη, για καταδίκες των «δραστών»… -εκ προοιμίου ένοχοι. Όλοι!
Είδα μόνο -στην απονομή των «Χρυσών Σφαιρών»- ένα σόου «Όλες μαύρα και κανένα πιάνο». Που, προφανώς, θα επαναληφθεί, μετά την επιτυχία που σημείωσε, και στην απονομή των «Όσκαρ». Ουαί δε υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί! Δεκαετίες τα καταπίνατε αμάσητα και τώρα θυμηθήκατε να πενθήσετε -με τουαλέτες μαύρες μεν περίλαμπρες δε, με ξώπλατα και σι θρου. Μα δεν το αντιλαμβάνεστε το γελοίον του πράγματος;
Ο μακαρθισμός είναι και πάλι εδώ. Με σεξουαλικό πρόσωπο -πώς λέγαμε «κομουνισμός με ανθρώπινο πρόσωπο»;
(Να θυμίσω και την «Ολεάνα» του Μάμετ; Ή δε χρειάζεται;).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



«Βέβαιος ότι από τον Ιούνιο το τρένο από την Αθήνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη θα καλύπτει την απόσταση σε 3 ώρες και 20 λεπτά, εμφανίστηκε ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Χρήστος Σπίρτζης», διαβάζω. Και πάαααλι μαζίιιι μας…: εδώ και, κοντά, τριάντα χρόνια, δυο φορές το χρόνο -τουλάχιστον-, ν’ ακούω και να διαβάζω τους κατά καιρούς «αρμόδιους» υπουργούς -θυμάστε τον Μιχάλη Λιάπη, υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, σε καμπίνα οδήγησης τρένου;…-, προέδρους ΤΡΑΙΝΟΣΕ, διευθύνοντες συμβούλους ΤΡΑΙΝΟΣΕ...- να κάνουν αυτές τις καθιερωμένες δηλώσεις -λίγο πάνω, λίγο κάτω απ’ το 3 και 20΄.
Προς το παρόν, στις 2 Ιανουαρίου που ταξίδεψα, το τρένο κάλυψε την απόσταση Αθήνα-Θεσσαλονίκη σε έξι ώρες και οκτώ λεπτά (6 08΄)-καθυστέρηση 65 λεπτά- και στις 4 Ιανουαρίου που επέστρεψα, κάλυψε την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα σε πέντε ώρες και 55 λεπτά (5 55΄)-καθυστέρηση 32 λεπτά. Προς το παρόν, λοιπόν, ΤΡΑΙΝΟζώα μου αργά… (Α, ναι! Κι η αποζημίωση -που κάποτε καθιερώθηκε «για να εξομοιωθούμε [σ.σ. τρομάρα μας!] με την υπόλοιπη Ευρώπη»- στον επιβάτη, σε περίπτωση καθυστέρησης και που ξεκινούσε από μισή ώρα καθυστέρησης και πάνω και η οποία έγινε, κατόπιν, από μια ώρα καθυστέρησης και πάνω, έχει, σκαρφαλώσει, όπως με πληροφόρησαν στα ταμεία του σταθμού Θεσσαλονίκης, σε «από μιάμιση ώρα καθυστέρησης και πάνω»… (Γέλια).
Να ταξιδέψω -«από τον Ιούνιο», επαναλαμβάνω, δήλωσε ο κ. υπουργός- σε τρεις ώρες και 20 λεπτά κι υπόσχομαι να τρέξω απ’ τον σταθμό Λαρίσης μέχρι το Σύνταγμα, με τη βαλίτσα ανά χείρας, ανακράζοντας: «Μιράκολο! Μιράκολο!» (Για να καταλάβουν κι οι Ιταλοί που την αγόρασαν την ΤΡΑΙΝΟΣΕ).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…




Έφτασα, τέλος πάντων, στην Θεσσαλονίκη. Και είδα, επιτέλους, στο Βασιλικό του ΚΘΒΕ, την «Ρώσικη Επανάσταση» του Τσέζαρις Γκραουζίνις. Την περίμενα την παράσταση αυτή. Κι όλο κάτι τύχαινε και δεν μπορούσα ν’ ανεβώ.
Δε μ’ απογοήτευσε αλλά όταν πας με μεγάλα καλάθια… Ο Γκραουζίνις σχεδίασε μια παράσταση με εικαστικότητα, με μερικές τρυφερές σκηνές, με μερικές δυνατές σκηνές, με συγκίνηση -χωρίς ποτέ να καταφύγει στην εύκολη συγκίνηση, χωρίς ποτέ να χρησιμοποιήσει μουσικές που θα μπορούσαν να φορτίσουν συγκινησιακά, κρατώντας μια απόσταση-, με πολύ καλές ισορροπίες -εκθέτοντας και απόψεις τότε αντιφρονούντων, φτάνοντας μέχρι την επιτυχία του αρχικού σταδίου των επαναστατών και σταματώντας εκεί και στις συγκλονιστικές πρώτες διακηρύξεις του Λένιν περί ειρήνης και περί εθνικοποίησης και μοιράσματος της γης. Έχει παραμείνει, δηλαδή, σ’ αυτή καθαυτή τη σημασία της Ρώσικης Επανάστασης, στο αδιαμφισβήτητα (;) Μεγαλειώδες Γεγονός της έκρηξης της επανάστασης αυτής που σημάδεψε τον 20ο αιώνα και το μέλλον -δεν υπάρχουν «οι Καλοί» κι «οι Κακοί».
Αλλά… Αλλά η δραματουργία χωλαίνει. Ο σκελετός μιας ιστορίας -ο στρατιώτης που σαπίζει πολεμώντας στο ροσοκεντροευρωπαϊκό μέτωπο και που, όταν καταφέρνει να πάρει άδεια και να βρεθεί στην Αγία Πετρούπολη, εμπλέκεται, εκών άκων, ένας ανθρωπάκος είναι, δεν είναι κομουνιστής, στα γρανάζια της Επανάστασης η οποία, τελικά, τον κερδίζει- που ο ίδιος ο σκηνοθέτης σχεδίασε είναι πολύ ισχνός για να φέρει, για να στηρίξει μια τόσο φιλόδοξη παράσταση.

Απ’ την άλλη, το σύνολο των ηθοποιών της εμφανίζεται πολύ αδύναμο. Απ’ το πλήθος τους ομολογώ πως, ουσιαστικά, ξεχώρισα μόνο τον Σαμψών Φύτρο στο ρόλο του εκατομμυριούχου Κέρζεντσεφ και, κυρίως, τον Αλέξανδρο Μούκανο. Χωρίς να μιμηθεί άγονα τον Λένιν, επέλεξε μερικά καίρια στοιχεία της φιγούρας και της κίνησής του -μερικά gestus- κι ενσάρκωσε πειστικότατα τον πιο επικίνδυνο ρόλο της παράστασης (Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου).


Ακόμα και τα κοκαλάκια του Ιορδάνη της «Αυλής των θαυμάτων» θα ’χουν λιώσει πια -εξήντα χρόνια έκλεισαν από ’κείνη την ευλογημένη για το θέατρό μας μέρα (18 Δεκεμβρίου του 1957, παραμονές Χριστουγέννων) που ο Κάρολος Κουν μας αποκάλυψε στο Υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης» την «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ανασηματοδοτώντας την πορεία του ελληνικού θεατρικού έργου- αλλά ο γέροντας ειν ακόμα εκεί: στηλωμένος στο ταρατσάκι της αυλής, βουβός, υψώνει το ανάστημά του, και το ανάστημά του μεγαλώνει, μεγαλώνει, γίνεται τεράστιο, σύμβολο μιας γενιάς -των γονιών μας, των παππούδων μας- που τόσα, από τόσους τράβηξε.
Είδα στην Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» του ΚΘΒΕ, στην Μονή Λαζαριστών, γι άλλη μια φορά -την πολλοστή- το έργο του Καμπανέλλη. Κάθε φορά που το βλέπω, όταν αρχίζει, λέω «ξεπεράστηκε, ανήκει πια στην ιστορία του θεάτρου μας». Αλλά όσο προχωράει και ζω μ’ αυτούς τους χαρακτήρες που ο Καμπανέλλης τους έχει ψιλοκεντήσει με τον δικό του, προσωπικό τρόπο και τους έχει προικίσει μ’ αυτό το νησιώτικο, το παιχνιδιάρικο χιούμορ του, όσο ακούω τους διαλόγους τους -όπου κανείς, μα κανείς δεν τον ξεπέρασε- που κυλούν σαν το νεράκι, την αναιρώ την άποψή μου. Κι όταν φτάνει το φινάλε, με τον Ιορδάνη -ο Δημήτρης Κολοβός, στην παράσταση του ΚΘΒΕ- να ζεύεται τα καρότσι μ’ ό,τι τους έχει απομείνει -κάτι σαν το κάρο της Μάνας Κουράγιο- και να ξαναξεκινάει για το άγνωστο, διαπιστώνω και πάλι την αντοχή και τη διαχρονικότητα της «Αυλής». Και, επιπλέον, συγκινούμαι.
Η παράσταση του Κώστα Τσιάνου, κατά τη γνώμη μου, δεν το απογειώνει το έργο, σαν κάπως κουρασμένη, της ρουτίνας μου φάνηκε, οι ηθοποιοί του ΚΘΒΕ -επαναλαμβάνω- έχουν πολλές αδυναμίες -χωρίς να λείπουν οι εξαιρέσεις-, εύκολη υποκριτική είδα, αλλά είδα κι ένα -μεγάλο- θέατρο ξεχειλισμένο. Από κοινό λαϊκό αλλά, επίσης, συγκινημένο (Φωτογραφία: Τάσος Θώμογλου). 


 


Στα φουαγιέ του Βασιλικού τριγύρισα, πριν απ’ την παράσταση και στο διάλειμμα, και στην καινούργια έκθεση κοστουμιών  απ’ την 56χρονη -και κάτι-, πια, ιστορία του ΚΘΒΕ «Ίχνη του Εφήμερου»,: σε ωραίες προθήκες, καλοστημένη απ’ τη σκηνογράφο/ενδυματολόγο Ιουλία Σταυρίδου, συνοπτικά, η ιστορία της ελληνικής ενδυματολογίας. Όπου ανακάλυψα κάτι παλιούς θησαυρούς -κοστούμι σχεδιασμένο απ’ τον Νίκο Εγγονόπουλο, για παράδειγμα…- που, έστω κι αν δεν είναι σημαδιακής αισθητικής, έχουν γράψει ιστορία. Είδα κοστούμια που μου θύμισαν πρόωρα χαμένους ενδυματολόγους όπως ο Γιάννης Κύρου, ο Σάββας Χαρατσίδης ή ο Γιώργος Ασημακόπουλος, είδα και μερικά αριστουργηματικά κομμάτια -του Διονύση, Φωτόπουλου, του Γιάννη Μετζικώφ…-, θυμήθηκα παραστάσεις… Ογδόντα πέντε κοστούμια εκτίθενται απ’ τα 2500 που διαθέτει -και προσπαθεί να περισώσει- το ΚΘΒΕ. Μαθαίνω, πάντως, πως η έκθεση θ’ ανανεωθεί μ’ ένα δεύτερο μέρος. Πρωτοβουλία αξιέπαινη που τιμά την ιστορία του συγκεκριμένου Θεάτρου και του θεάτρου γενικά (Φωτογραφία: Τάσος Θώμογλου).



Παρακολούθησα με χαμόγελο όλον αυτόν τον ορυμαγδό που ξεσήκωσε η -τετρασέλιδη- συνέντευξη την οποία έδωσε η σύντροφος του πρωθυπουργού Μπέτυ Μπαζιάνα στην Έφη Μαρίνου, για την «Εφημερίδα των Συντακτών». Και τι συνειρμό, λέτε, έκανα 
-δουλεύει κι εμένα περίεργα το αθεόφοβο το μυαλό μου, ξεχνάω τι έφαγα χτες αλλά κάτι τέτοια μου εντυπώνονται. Θυμήθηκα -ε, δεν ξεχνιέται, άλλωστε…- τη συνέντευξη (με πολλά γέλια) με την οποία ο Θανάσης Λάλας έκανε, αν δεν κάνω λάθος, την πανηγυρική είσοδό του στο «Βήμα» -15 Μαρτίου 1992: «Διπλή συνέντευξη: Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου μιλάνε για την ιδιωτική τους ζωή». Μωρέ, πόσες σελίδες ήταν; Ψάχνω, ψάχνω, «σελ. 37-44» διαβάζω. Ναι, εκείνη ήταν οκτώ (8) σελίδες. 4x2. Τις αντιδράσεις μόνο, τότε, δεν μπορώ να θυμηθώ…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…  (Πρώτη φωτογραφία: ANDREA BONETTI).


Καμπανέλλης και στην Αθήνα: «Ο δρόμος περνάει από μέσα» είναι, νομίζω,  το πιο ώριμο, το κορυφαίο έργο του. Ο Καμπανέλλης συνοψίζει και συμπεραίνει τι σημαίνει ζωή και τι θάνατος διαπερνώντας με τη ματιά του την κοινωνία μας - που την είχε καλά, διεισδυτικά μελετήσει περνώντας απ’ τη φτώχια των παιδικών του χρόνων και τον εγκλεισμό του ως ποινικού σε ναζιστικό στρατόπεδο μέχρι απ’ τα ανώτερα στρώματά της και τις θέσεις εξουσίας. Απαύγασμα της λαγαρότητας των διαλόγων του -το μέγα ατού του. Κι όλοι οι ρόλοι έξοχα χαρακτηρισμένοι, μαποκορύφωμα τον «αντικέρ» της πιάτσας Αντωνάκο.
Δυστυχώς, στην παράσταση που είδα στο «Τζένη Καρέζη», ο Κώστας Καζάκος, που υπέγραφε τη σκηνοθεσία, νομίζω πως απλώς το έστησε το έργο. Πρόχειρα, εύκολα, χωρίς να εμβαθύνει, χωρίς ν’ αποκαλύψει τις τσεχοφικές πτυχές του -διότι «Ο δρόμος περνά από μέσα» ο «Βυσσινόκηπος» είναι, ο Ποριώτης τις ρίζες του στην Λιουμπόφ Αντρέγιεβνα έχει, ο Αντωνάκος στον Λοπάχιν, ο ανηψιός Ποριώτης στον Τρόφιμο, η Λίτσα στην Άνια, η Γλυκερία στην Βάρια...
Ο Κώστας Καζάκος που αντικατέστησε, λόγω προβλήματος υγείας του, τον Γιώργο Κυρίτση, κουρασμένος κι επίπεδος, ο Γιώργος Δάμπασης, ηθοποιός με μεγάλες ευκολίες, αφέθηκε -ή και οδηγήθηκε απ’ τη σκηνοθεσία- να κάνει φαρσοκωμωδία, η Hλιάνα Μαυρομάτη δε διαθέτει την παράταιρη με την καταγωγή της φινέτσα που ζητάει η Λίτσα. Βρήκα πιο κοντά στους ρόλους τον

Όμηρο Πουλάκη και, κυρίως, την Άννα Γεραλή: χαιρετίζω την επιστροφή της στη σκηνή με μια υποκριτική καθόλου γερασμένη -το αντίθετο, φρέσκια!-, με χιούμορ και μ’ αυτή την τσεχοφική ισορροπία, στην οποία είναι ξεσκολισμένη.
Να σημειώσω, πάντως, τη μουσική του νεαρού Αλέξανδρου Καζάκου, νεότερου γιου του ηθοποιού/σκηνοθέτη, απ την επίσης ηθοποιό Τζένη Κόλλια -ταλαντούχος!



Αυτό, πάλι, που η κ. Mareva Grabowski -σύζυγος Μητσοτάκη Κυριάκου-, του οίκου μόδας «Zeus+Dione S.A.» δεν είχε, λέει, ιδέα σχετικά με το αίτημα στο Κ(εντρικό) Α(ρχαιολογικό) Σ(υμβούλιο) για ντεφιλέ στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο της 23ης Διεθνούς Εβδομάδας Μόδας -αίτημα που ’γινε δεκτό αλλά με μετάθεση του ντεφιλέ στον «αύλειο χώρο» (έτσι το λέμε πια, όπως λέμε και περισχοίνιση…) του Ηρωδείου- κι ότι ο οίκος, λέει, «ποτέ δεν εκδήλωσε σχετικό ενδιαφέρον» -τα εν οίκω (μόδας) μη εν δήμω…- γι αυτό και, τελικά, αποσύρθηκε; Τι λέτε, δε θα μπορούσε να γίνει θέμα για μικρό διήγημα -μυθοπλασία; Προτεινόμενος τίτλος: «Οι περιπέτειες της βαρόνης Μινχάουζεν».
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…