Νεκρόδειπνος για ένα δολοφόνο ή Όταν τα αίματα γίνονται ποίηση
Δολοφόνος κατά συρροή, ξεκινώντας στα 19 του με μητροκτονία και πατροκτονία -ο πατέρας του ήταν αξιωματικός της αστυνομίας-, ο νεαρός Ιταλός Ρομπέρτο Σούκο, για τον οποίο η διάγνωση των ψυχιάτρων, όταν τον έπιασε η αστυνομία, ήταν πως πρόκειται για σχιζοφρενή παρανοϊκό, κλείστηκε σε ψυχιατρείο, μετά από πέντε χρόνια απέδρασε, αλώνισε Ιταλία, Γαλία και Ελβετία βιαιοπραγώντας, κλέβοντας, απάγοντας, βιάζοντας, σκοτώνοντας, τον συνέλαβαν και πάλι, προσπάθησε και πάλι να αποδράσει, αλλά
χωρίς επιτυχία, και, πριν τον ξανακλείσουν στο ψυχιατρείο, το 1988, αυτοκτόνησε. Το όνομά του απέκτησε διαστάσεις συμβόλου -ο εξεγερμένος που εκδικείται την κοινωνία η οποία τον δημιούργησε, ο εραστής, με κάθε τίμημα, της ελευθερίας-, όταν ο Γάλος Μπερνάρ-Μαρί Κολτές τον έκανε, ελαφρώς παραφράζοντας το όνομά του, ήρωα στο -τελευταίο, πριν πεθάνει, στα 41 του χρόνια- θεατρικό του έργο «Ρομπέρτο Ζούκο» (1988 -την ίδια χρονιά της αυτοκτονίας του Σούκο-, πρώτο ανέβασμα 1990),
βασισμένος σε πραγματικά περιστατικά της ζωής του. Ο Ευθύμης Φιλίππου, αντλώντας, από το κινηματογραφικής δομής -με πολλές σύντομες σκηνές- έργο του Κολτές, στοιχεία της πλοκής και πρόσωπα αλλά, τελικά, αποκτώντας πλήρη ελευθερία από αυτό, συνέθεσε ένα μετα-κείμενο: στον δικό του «Ρομπ/Rob», που παίζεται στην «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση, δέκα πρόσωπα χωρίς όνομα, που συνδέθηκαν με τον νεκρό πια
δολοφόνο, νεκροί-θύματά του αλλά και ζώντες -το Κορίτσι που Αγαπάει τον Ρομπ, η Μητέρα του, ο Πατέρας του, η Μικρή Αδελφή του, ο Φίλος του, η Διευθύντρια του Σχολείου του, ο Φύλακάς του, ο Άντρας που Θέλει να Μοιάσει στον Ρομπ, η Εκνευριστική Πωλήτρια- συναντώνται σε ένα, κατά κάποιο τρόπο, «νεκρόδειπνο» -που θα μπορούσε να είναι και μία συνέντευξη Τύπου-, στη μνήμη του νεκρού, πια, Ρομπ -έχει αυτοκτονήσει στο τέλος του έργου του Κολτές-, με «τελετάρχη» έναν Αστυνομικό
Επιθεωρητή, και μιλούν για τον νεκρό, απευθυνόμενα στο κοινό. Εκθέτουν τον αποτροπιασμό τους, το θαυμασμό τους, στοιχεία «αντικειμενικά» αλλά και γνώμες υποκειμενικές. Με αποστασιοποιημένους μονολόγους, διακοπτόμενους, που δεν συναντώνται αλλά αλληλοσυμπληρώνονται: μνήμες, εκτιμήσεις, στιγμές, λεπτομέρειες, διαπιστώσεις… Αφήνοντας μία αίσθηση ότι όλοι τους και ο καθένας τους χωριστά θα μπορούσαν να είναι ο Ρομπ. Τίποτα δεν είναι πρωτότυπο. Η αφετηρία είναι το έργο του Κολτές, την ιδέα νεκρών και ζώντων συνδαιτυμόνων την είχε ο Ιάκωβος
Καμπανέλλης στον «Δείπνο» του, οι ατάκες που ακούγονται, αποσπώμενες, άπτονται της κοινοτοπίας και, κάποτε, σχεδόν της αφέλειας αλλά το κειμενικό αποτέλεσμα, κατά παράδοξο τρόπο, το βρήκα συναρπαστικό. Ο Φιλίππου, δεινός χειριστής της γλώσσας, με τη γλώσσα συνθέτει μουσική. Πέρα από τις έννοιες, οι λέξεις που χρησιμοποιεί, όπως τις χρησιμοποιεί και όπως τις συνθέτει σε φράσεις, οι φράσεις που επαναλαμβάνονται σαν λάιτ μοτίφ, τα νήματα που ενώνονται, κόβονται κάποια στιγμή, για να συναντηθούν και να δεθούν και πάλι αργότερα -το κομμένο χέρι, για παράδειγμα, που και κλείνει
το έργο- παράγουν μουσικό αποτέλεσμα, δημιουργούν ποίηση ενώ το χιούμορ και η ειρωνεία του συγγραφέα τού προσδίδουν μία ξεχωριστή λάμψη. Και, σε μένα τουλάχιστον, έμεινε η αίσθηση ότι η διάρκειά του δεν είναι τραβηγμένη αλλά, αντίθετα, όλα είναι πολύ σωστά μετρημένα. Ναι, από μία άποψη που τη σέβομαι, το κείμενο θα μπορούσε να κοπεί αλλά, κατά τη δική μου άποψη, είναι ζυγισμένο σε άψογες δόσεις. Ο Δημήτρης Καραντζάς αποδεικνύεται, με σύμβουλο δραματουργίας την Θεοδώρα
Καπράλου, ο ιδανικός σκηνοθέτης για το κείμενο -ο ίδιος ο συγγραφέας δεν το χαρακτηρίζει έργο θεατρικό- του Φιλίππου. Έστησε μία μετωπική, αποστασιοποιημένη, απόλυτα στιλιζαρισμένη παράσταση που τονίζει την κυρίαρχη αφηγηματικότητα του κειμένου και με την, κάτι περισσότερο από αποφασιστική, συνεργασία του Δημήτρη Καμαρωτού που υπογράφει την -για άλλη μία φορά- έξοχη ηχητική δραματουργία και τη μουσική σύνθεση -ηχητικά τοπία που σε ταξιδεύουν- και του Τάσου Καραχάλιου που οργάνωσε συναρπαστικά
την κίνηση, έχει δημιουργήσει, τελικά, μία ομιλούσα χορογραφία γοργών ρυθμών, που αναδεικνύει τη μουσικότητά του. Οι συνεχείς μετακινήσεις των ηθοποιών κατά μήκος του επιμήκους σκηνικού, οι αλλαγές θέσεων, οι αιφνίδιες ακινητοποιήσεις τους, η στάση των σωμάτων τους, τα γκέστους -κυρίως χέρια που χτυπούν στο τραπέζι, που υψώνονται, που απλώνονται, παλάμες που ανοίγουν…- τα οποία έχουν επινοηθεί σηματοδοτούν μία παράσταση που υλοποιεί την ποίηση
του κειμένου. Και που, περίπου στο μέσον της -μία αισθησιακή έκρηξη καταπιεσμένου ερωτισμού που διατρέχει υπόγεια το κείμενο-, αποσυντονίζεται, απορρυθμίζεται, αποδομείται, το στιλιζάρισμα αλλοιώνεται, αυτοκαταστρέφεται, καταρρέει -η αυστηρή κοινωνική γεωμετρία διαλύεται-, ένας ηθοποιός γυμνώνεται, τα κοστούμια των υπόλοιπων «αποσυντίθενται», η ακρίβεια της κίνησής τους καταστρέφεται, τα σώματά τους στρεβλώνονται, συμπλέκονται σε σύμπλεγμα γλυπτικό αισθησιακό -εξαιρετικό το αισθητικό αποτέλεσμα- αλλά η «τάξη» αποκαθίσταται και πάλι. Το σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη
-το μακρόστενο τραπέζι που σχηματίζουν τα ενωμένα μικρότερα, οι ουδέτερες καρέκλες, κλεισμένα, όλα, σε κάτι σαν περιστύλιο…-, αυστηρό, συμμετρικό, που η συμμετρία του, όμως, κάπως σπάζει ώστε να μη γίνεται μονότονο, «στεγνό», που τα πορτοκάλια, όμως, τα οποία είναι πάνω του και που τρώνε οι ηθοποιοί το υγραίνουν, αναδεικνύει τις έξοχες μονοχρωμίες των κοστουμιών της Ιωάννας Τσάμη, που τονίζουν, ως στολές υπερβατικές, το παράδοξο του κειμένου, και αναδεικνύεται από τους καταπληκτικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου. Μόνη ένστασή μου, τα επί σκηνής πατάρια στα οποία ακουμπούν τα τραπέζια και που δεν είναι ενωμένα
ανακόπτοντας, έτσι, τη ροή της κίνησης των ηθοποιών οι οποίοι, αναγκαστικά, ανεβοκατεβαίνουν τα ενδιάμεσα σκαλοπατάκια. Δέκα ηθοποιοί, από καλοί έως εξαιρετικοί -επιλογή πρώτης γραμμής για τη διανομή-, γίνονται τα ακριβέστατα όργανα -μετρημένοι ρυθμοί, μετρημένες κινήσεις, όλα αυστηρά μετρημένα-, χωρίς -το παράδοξο- να χάσουν την προσωπικότητά τους. Αντίθετα αναδεικνύουν τα προσόντα τους: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης, ο εξαιρετικός, ως συνήθως, Χρήστος Λούλης, με τον καλά καρφωμένο λόγο του, ο σταθερά ανερχόμενος Βασίλης Μαγουλιώτης -έξοχος στον συγκλονιστικό μονόλογο-πλάτη του φινάλε, με την υψωμένη ανοιχτή
παλάμη που, πάνω της, επικεντρώνεται το φως-, Αγγελική Παπούλια, Ελίνα Ρίζου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης,
Σταυρούλα Σιάμου -εξαιρετική, ομολογουμένως η Εκπληξη της παράστασης η χορεύτρια/χορογράφος/κινησιολόγος που έχει σπουδάσει χορό αλλά όχι θέατρο αλλά η στροφή της στο θέατρο έχει στεφθεί με επιτυχία η οποία εδώ κορυφώνεται, Μαρία Σκουλά. Και οι δέκα είναι υπέροχοι. Όπως θα έχετε διαπιστώσει είμαι ενθουσιασμένος από την παράσταση στο σύνολό της. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις, τις διάβασα, τις άκουσα, τις σέβομαι αλλά επιμένω στη γνώμη μου: για μένα, μία παράσταση-σταθμός (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).
Σταυρούλα Σιάμου -εξαιρετική, ομολογουμένως η Εκπληξη της παράστασης η χορεύτρια/χορογράφος/κινησιολόγος που έχει σπουδάσει χορό αλλά όχι θέατρο αλλά η στροφή της στο θέατρο έχει στεφθεί με επιτυχία η οποία εδώ κορυφώνεται, Μαρία Σκουλά. Και οι δέκα είναι υπέροχοι. Όπως θα έχετε διαπιστώσει είμαι ενθουσιασμένος από την παράσταση στο σύνολό της. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις, τις διάβασα, τις άκουσα, τις σέβομαι αλλά επιμένω στη γνώμη μου: για μένα, μία παράσταση-σταθμός (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).