Το Τέταρτο Κουδούνι / 17 Ιανουαρίου 2016
Και πάλι μαζί σας «Το Τέταρτο Κουδούνι». Καλή χρονιά!
Ε, λοιπόν, γηράσκω αεί διδασκόμενος. Ήξερα ότι ο Τσέχοφ, μετά το γενέθλιο -και των παιδικών και εφηβικών χρόνων του- Ταγκανρόγκ και την Μόσχα της πρώτης νεότητάς του, σπίτι δικό του στο Μελίχοβο, έξω απ’ την Μόσχα, είχε, αρχικά. Kι ότι απ’ το 1899 μετακόμισε στην Γιάλτα, όπου αγόρασε κάποια έκταση κι έκτισε εκεί ένα σπίτι, καταφεύγοντας σε νότια, πιο ζεστά κλίματα, πιο φιλικά -απ’ τα βόρεια- για τη φυματίωση απ’ την οποία έπασχε. Κι ότι το 1890 είχε επισκεφθεί τη νήσο Σαχαλίνη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ την Μόσχα -το ταξίδι-Οδύσσεια κράτησε δυόμισι μήνες-, όπου επισκέφθηκε το τρομερό κάτεργο που υπήρχε εκεί, έμεινε στο νησί τρεις σχεδόν μήνες, μίλησε με κρατούμενους, συγκέντρωσε μαρτυρίες και γύρισε. Χωρίς ποτέ να επιχειρήσει να ξαναπάει. Και πως απ’ το ταξίδι αυτό προέκυψε, όταν επέστρεψε, το συγκλονιστικό βιβλίο-μαρτυρία «Η νήσος Σαχαλίνη» που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1893.
Και τι μαθαίνω τώρα -απ’ το περασμένο Σάββατο-, διαβάζοντας τον κριτικό θεάτρου των «Νέων» Κώστα Γεωργουσόπουλο να σχολιάζει μια παλαιά φωτογραφία των κατάδικων στην Σαχαλίνη, στη μόνιμη σαββατιάτικη στήλη «Συνειρμοί. Μια φωτογραφία, πολλές ιστορίες» που επιμελείται ο Θανάσης Νιάρχος; Πώς ο Τσέχοφ είχε, λέει, «εξοχικό κατάλυμα» στην Σαχαλίνη καθώς «βαριά λαβωμένος από τη φυματίωση που τον έστειλε 44 χρόνων στον θάνατο χρειαζόταν το κλίμα (σ.σ. το υγρό) αυτού του βόρειου και ανατολικού νησιού που ήταν κατάλληλο ως θέρετρο των φυματικών (σ.σ.!!!)». Και πως «κατέφευγε», λέει, «συχνά (σ.σ. πεταγόταν, προφανώς, τα γουικέντς, σε απόσταση κάπου 6700 χλμ, μιλάμε για Βόρειο Ειρηνικό, βόρεια της Ιαπωνίας) σ’ αυτή την εξωτική περιοχή και για να αντιμετωπίσει την αρρώστια του και για να απομονωθεί και να γράψει». Και πως εκεί έγραψε, λέει, τον «Βυσσινόκηπο»- ο οποίος γράφτηκε μεταξύ 1897 και 1903. Εμ, βέβαια, άμα ’ν’ ήταν να τα ξέρω ολ’ αυτά, θα δίδασκα και στο πανεπιστήμιο. Και θα ’μουνα και επίτιμος διδάκτορας…
Ένοπλη ανακωχή θα τη χαρακτήριζα. Την κατάσταση στο Εθνικό Θέατρο. Μεταξύ του καλλιτεχνικού διευθυντή Στάθη Λιβαθινού και του, υπό την προεδρία του Θανάση Παπαγεωργίου, Διοικητικού Συμβουλίου. Μετά τα όσα συνέβησαν και ελέχθησαν προ μηνών. Αλλά πού θα οδηγήσει η κατάσταση αυτή; Μπορεί να συνεχιστεί; Η λύση, στα χέρια του υπουργού Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά.
Άπραγο τον βλέπω, όμως. Η θητεία Λιβαθινού λήγει τον Μάιο -τότε που έληγε του Σωτήρη Χατζάκη τον οποίο διαδέχτηκε. Του Γιάννη Αναστασάκη στην καλλιτεχνική διεύθυνση του ΚΘΒΕ, που έληγε τον Σεπτέμβριο -τότε που έληγε του Γιάννη Βούρου τον οποίο διαδέχτηκε-, ήδη -και πολύ σωστά- ανανεώθηκε, με ειδική απόφαση, ως κανονική τριετής. Ώστε να μπορεί να κάνει έγκαιρα, από τώρα, τον προγραμματισμό του. Του Στάθη Λιβαθινού όχι. Κάτι μου μυρίζει άσχημα… Ελπίζω να μην κάνει κι άλλη γκάφα ο υπουργός. Εκτός κι αν πρόκειται περί σχεδίου. Ή περί ήδη ειλημμένης απόφασης…
Πολλές οι παραστάσεις που είδα στις τρεις βδομάδες που μεσολάβησαν απ’ το προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι». Θα προσπαθήσω να σας γράψω εντυπώσεις σήμερα και στα προσεχή για ν’ αναπληρώσω το κενό.
Αναρωτιόμουν επί τρεις ολόκληρες ώρες, βουτηγμένος στη νύστα και με το στόμα ξεχειλωμένο απ’ τα βαθιά χασμουρητά, γιατί ένας σκηνοθέτης σήμερα να θέλει ν’ ανεβάσει Τσέχοφ -ναι, ΤΟΝ Τσέχοφ!- αν δεν έχει τίποτα να πει -και μάλιστα όταν ηθοποιός βασικά είναι, σκηνοθέτης από σπόντα έγινε. Για να πλουτίσει το βιογραφικό του; Για να ξεχαρμανιάσει; Γιατί είναι φιλόδοξος; Για την αμοιβή; Διότι αυτός είχε το καρπούζι -την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΚΘΒΕ-, όταν πήρε την απόφαση, αυτός και το μαχαίρι;
Είδα στην Θεσσαλονίκη τον «Γλάρο» του Γιάννη Βούρου -που είχε, μάλιστα, αναλάβει να ερμηνεύει ΚΑΙ τον Τριγκόριν όταν πρωτοανέβηκε πέρσι η παράσταση! Ως δραματάκι της σειράς ή ως επεισόδιο σειράς τηλεοπτικής -ό,τι προτιμάτε. Άοσμο, άχρωμο, άνοστο, με δάκρυ άφθονο και με διαρκή ρυθμικά κενά εκλαμβανόμενα ως παύσεις -σας είπα, τρεις ώρες κρατούσε...-, με λάθη διανομής, με σουρντίνα στη φωνή της Αρκάντινα -σαν ξεψυχισμένη, ούτε που την καλοάκουγα-, μ’ έναν Σόριν σα βγαλμένο από κόμικ και με μερικούς ηθοποιούς, που πολύ εκτιμώ, χαντακωμένους. Ω, Θεέ μου, τι πλήξη…
Ευτυχώς, αμέσως μετά, όταν γύρισα, πήγα στο Εθνικό, στην καινούργια «Πειραματική Σκηνή» και στανιάρισα. Καταρχάς κατέβηκα στο υπόγειο -το «-1», όπως το λένε τώρα, επισήμως Σκηνή «Κατίνα Παξινού»- του «Ρεξ» και βρήκα μια καινούργια αίθουσα. Με έξυπνα αναπροσανατολισμένη σκηνή, με εξέδρα για τους θεατές απέναντί της και χωρίς εκείνη την αίσθηση του χαμηλοτάβανου να σε πλάκωνε.
Και μετά είδα εκεί «Το γήρας-Ένα χορικό», την πρώτη, ουσιαστικά, παράσταση της «Πειραματικής», μετά τις επαναλήψεις των καλοκαιρινών φεστιβαλικών των δυο ρηξικέλευθων νέων, στους οποίους ο Στάθης Λιβαθινός έχει αναθέσει την «Πειραματική», του «Στη μέση του δρόμου» του Πρόδρομου Τσινικόρη και του «Υπόθεση Φαρμακονήσι ή Το δίκαιο του νερού» του Ανέστη Αζά, με τις οποίες εγκαινιάστηκε.
Μια παράσταση της Γεωργίας Μαυραγάνη η οποία, εκτός απ’ τη σκηνοθεσία και τη μουσική επιμέλεια, συνυπέγραφε με την Ομάδα «Happy End» και τη σύνθεση και την επιμέλεια του κειμένου. Μια παράσταση devised theatre. Δεν έχω πολλά να πω. Δεν μπορώ, δηλαδή, να πω πολλά… Μόνον αυτό: βαθιά συγκίνηση. Αυτό που ένοιωσα. Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Κυρία Φραντζέσκα Αλεξάνδρου, την Κυρία Χρυσή Βιδαλάκη, την Κυρία Μάγδα Λέκκα, τον Κύριο Ηλία Κατέβα και τον Κύριο Δημήτρη Μπικηρόπουλο. Που, υποστηριγμένοι με σεβασμό απ’ τους άξιους έξι νέους ηθοποιούς της παράστασης, «εκτέθηκαν» και εξέθεσαν και μοιράστηκαν μαζί μας την αλήθεια τους.
Που ’ναι και δικιά μας αλήθεια. Χωρίς αυτούς παράσταση δε θα υπήρχε.
Είναι η δεύτερη φορά, μετά το προηγούμενό της, το αγρινιώτικο, για τους καπνεργάτες και τους καλλιεργητές καπνού, «Από πρώτο χέρι», που η Γεωργία Μαυραγάνη μου προσφέρει τόση συγκίνηση στο θέατρο. Της το χρωστάω.
Στο «Νέο Ρεξ», πάλι, το νεοαποκτηθέν απ’ το Εθνικό ισόγειο του «Ρεξ», πρόχειρα «αναστηλωμένο» -θέλει πολλή δουλειά ακόμα για να ’ρθει στα σύγκαλά του…-, είδα το «Μάγκντα Γκέμπελς» του Γιώργου Βέλτσου. Θεατρικά δύσκαμπτο κείμενο αλλά η Άντζελα Μπρούσκου που ανέλαβε τη σκηνοθεσία -συν τα σκηνικά, τα κοστούμια και την live camera- υπερασπίστηκε με ζέση το έργο ακολουθώντας, σωστά, κατά τη γνώμη μου, μια στιλιζαρισμένη γραμμή όπου ξεχώριζε στον επώνυμο ρόλο η –αγνώριστη- Παρθενόπη Μπουζούρη.
Μα από πού ψωνίζουν αυτές τις μετακλήσεις στην Λυρική; Απ’ τη λαϊκή; Είδα -την εντελώς πια ξενερωμένη απ’ το 1997 που την πρωτοανέβασε- «Μποέμ» της Λίνα Βερτμίλερ. Κι έβλεπα κι άκουγα τον μετακλημένο ιταλό τενόρο Ματέο Λίπι, τον Ροντόλφο της πρώτης, μάλιστα, διανομής, να παίζει -σκέτη λύπη...- και να τραγουδάει Πουτσίνι και σκεφτόμουνα: καλά, τι του λι(μ)πίστηκαν;
Τι ρέντα κι αυτή, φέτος το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν! (Το ΊΜΠσεν που το αποπειράθηκε ο Μίνως Βολανάκης πριν από χρόνια, το ’94, όταν ανέβασε την «Κυρία από τη θάλασσα» στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας» για την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη, και -κακώς- το ξαναθυμήθηκαν φέτος, ας το ξεχάσουμε, λάθος είναι, οι Νορβηγοί Ibsen γράφουν αλλά ΊΨεν προφέρουν).
Ήδη ανέβηκε απ’ τον Δημήτρη Φοινίτση στην Λαμία για το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης, ήδη παίζεται εδώ, στο θεατράκι «Εκάτη» της Κυψέλης, σε σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά, ενώ ετοιμάζεται και στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής» απ’ τον Γιώργο Σκεύα με την Αμαλία Μουτούση στο ρόλο της Νόρας και τον Άρη Λεμπεσόπουλο ως Χέλμερ.
Αμ’ «Τα ψηλά βουνά», το παλαιότατο -1918- του Ζαχαρία Παπαντωνίου, το αγαπημένο και κάποτε κυνηγημένο ως «δημοτικίστικο» αναγνωστικό; Που το θυμήθηκαν και το ’καναν θέατρο -για παιδιά βέβαια; Ήδη παίζεται, φέτος, στο «Ακροπόλ» σε διασκευή για το θέατρο και σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου. Αλλά διαβάζω ότι ανεβαίνει προσεχώς και στην Λάρισα απ’ την Παιδική σκηνή του εντόπιου ΔΗΠΕΘΕ/Θεσσαλικό Θέατρο σε διασκευή και σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου. Και καπάκι, ανακοίνωση απ’ το «Νέο Θέατρο Θεσσαλονίκης» που αναγγέλλει ότι η Παιδική Σκηνή του θα παρουσιάσει «Τα ψηλά βουνά» -χωρίς να αναφέρονται ακόμα ονόματα διασκευαστή και σκηνοθέτη- την άνοιξη, στο εκεί «Ολύμπιον», με την προοπτική η παράσταση να πάει περιοδεία το καλοκαίρι και να επανέλθει στην Θεσσαλονίκη για τη σεζόν 2016/2017.
Πήραν τα βουνά, που λέει ο λόγος, οι Σκηνές μας για παιδιά…
Εφημερίδα των Συντακτών. Η εφημερίδα που γκρέμισε τον λουκισμό.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
No comments:
Post a Comment