Το Τέταρτο Κουδούνι / 28 Ιανουαρίου 2016

Αφήστε πια το βουλευτή Α΄ Θεσσαλονίκης Κώστα Γκιουλέκα με τ’ όνομα, Υπεύθυνο, λέει, του Τομέα Πολιτισμού («υπεύθυνο», «πολιτισμού», όπου οι λέξεις χάνουν πλέον τη σημασία τους…) της Νέας Δημοκρατίας επί της αρξαμένης βασιλείας Κυριάκου Μητσοτάκη… Αυτός εξέδωσε τη δική του ανακοίνωση για το τρομερό σκάνδαλο που συγκλονίζει συθέμελα τη χώρα και το facebook -σείεται σας λέω, από απόψεις ανθρώπων που ΔΕΝ έχουν δει την παράσταση…-, απ’ την οποία συμπεράναμε ότι, αν και «Υπεύθυνος του Τομέα Πολιτισμού», δεν έχει καν πάρει χαμπάρι πως η παράσταση παίζεται ήδη αλλά νομίζει -κούνια που τον κούναγε…- πως «πρόκειται να ανέβει»… (Δηλαδή, αν η «Νέα Δημοκρατία» του Μητσοτάκη Β΄ γίνει κυβέρνηση αυτός θα ’ναι ο υπουργός Πολιτισμού;).
Αναμένω εναγωνίως στα «Νέα» και την επί του θέματος παρέμβαση/λίβελο -όχι;- Κώστα Γεωργουσόπουλου…

Στο «Θησείον» η παράσταση, μετά τη μιάμιση σεζόν που παίζεται εκεί, σταματάει την Κυριακή. Αλλά είμαι σίγουρος ότι θα επανέρχεται και θα επανέρχεται για πολλά χρόνια στη σκηνή. Είναι η μοίρα της.
Δεν ξέρω -δεν τους έκανε γνωστούς μέχρι τώρα- τους λόγους για τους οποίους παραιτήθηκε η Βίκυ Μαραγκοπούλου απ’ την καλλιτεχνική διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας. Δήλωσε, πάντως, πως σχετίζονται με τον Δήμο κι όχι με το υπουργείο Πολιτισμού.
Εκείνο που ξέρω είναι πόσο την τσιγάρισαν τα τελευταία χρόνια, που και πάλι κατάφερνε να κάνει φεστιβάλ, έστω και συρρικνωμένο, με ψιχία και σχεδόν χωρίς ανθρώπους.

Κι εκείνο που, ακόμα, και πάνω απ’ όλα, ξέρω είναι πως εδώ και 21 χρόνια η Βίκυ Μαραγκοπούλου με το Φεστιβάλ αυτό εκτίναξε την Καλαμάτα, στον διεθνή πολιτιστικό χάρτη. Όσοι το ξέρουμε αυτό -κι είμαστε πολλοί- την ευχαριστούμε. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε.
Διάβαζα, μετά την παράσταση, στο -πάντα άψογο, πάντα διαβαστερό, σ’ επιμέλεια Νίκου Δοντά και Σοφίας Κομποτιάτη- πρόγραμμα για την «Μαντάμα Μπατερφλάι» της Λυρικής, το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του ψυχαναλυτή Δημητρίου Βεργέτη «Ποια είναι η Μπατερφλάι;» και σκεφτόμουν: «Αχ, να το ’χε διαβάσει πριν ανεβάσει την παράσταση αυτή κι ο σκηνοθέτης/σκηνογράφος/ενδυματολόγος/σχεδιαστής φωτισμών της Νίκος Πετρόπουλος… Ίσως να ’ταν λίγο λιγότερο συμβατική και κοινότοπη.

Αλλά και η καλή Τσέλια Κοστέα, μετά την έξοχη Μιμί της στην «Μποέμ», εδώ κάπως κουρασμένη μου φάνηκε, με κατάχρηση του βιμπράτο στην πρώτη, κυρίως, πράξη. Πολύ καλούς, πάντως, βρήκα τον Διονύση Σούρμπη-Σάρπλες και την Ινές Ζήκου-Σουτζούκι.

Δε θα ’λεγα το ίδιο για τον βραζιλιάνο μαέστρο Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο: βρήκα εξαιρετική την ορχήστρα της Λυρικής, ελεγχόμενη, με τις σωστές δυναμικές, με τις δραματικές εκρήξεις του Πουτσίνι να μη γίνονται βρυχηθμοί και με το λυρισμό του να μην αναλύεται σε σιρόπια (φωτογραφίες Stefanos).
Κι ένα «μπατερφλάιο» παρασκήνιο. Το σούπερ ενθουσιώδες στο χαιρετισμό κοριτσάκι που ’παιζε τον -βουβό- τρίχρονο γιο της Μπατερφλάι και του Πίνκερτον, τον Ντολόρε -Πινκερτονάκι το ονόμασα-, και το οποίο έκλεψε το χειροκρότημα απ’ την Μπατερφλάι -τόσο που ο φίλος μου φοβήθηκε πως θα το άρχιζε στα χαστούκια η πρωταγωνίστρια…- αθωώνεται πανηγυρικά: η γλυκύτατη μικρούλα Ίρις Μακοβίτσιουκ είναι κόρη της Μπατερφλάι/Τσέλια Κοστέα. Οπότε, ούλα χαλάλιν της.
Ο Τενεσί Γουίλιαμς ανέτειλε τη δεκαετία του ’40, μεσουράνησε τη δεκαετία του ’50 και στην αρχή της δεκαετίας του ’60 και μετά άρχισε η κατάρρευσή του. Στέρεψε; Η δημοσιότητα ήταν, που δεν την άντεξε; Ήταν τα ψυχολογικά του προβλήματα; Ήταν ο αλκοολισμός; Ήταν η κληρονομικότητα; Ήταν ο θάνατος του συντρόφου του; Ήταν στο κύτταρό του; Η μοίρα του ήταν; Ίσως κι όλα μαζί. Πολλές οι υποθέσεις, τίποτα το απολύτως βέβαιο. Το βέβαιο είναι πως, ουσιαστικά, μετά την «Νύχτα της Ιγκουάνα» δε σταύρωσε επιτυχία. Επί δυο, σχεδόν, δεκαετίες, μέχρι το θάνατό του. Αλλεπάλληλες αποτυχίες, ναυάγια ή, έστω, κάποια έργα που κουτσοπήγαν. Τα ’γραφε, τα ξανάγραφε, τα ανέβαζαν, τα ξανανέβαζαν δεν πήγαιναν με τίποτα Τα έργα του που έμειναν και τον εγκατέστησαν στην ιστορία του αμερικάνικου και του παγκόσμιου θεάτρου είναι αυτά των δυο πρώτων δεκαετιών, περίπου, της καριέρας του. Τ’ άλλα, κακά τα ψέματα, δύσκολα γίνονται ανεκτά. Κι απορώ γιατί επιμένουν στα έργα αυτά. Είναι ο κορεσμός απ’ τα πολλά ανεβάσματα των γνωστών του;


Την πεποίθηση του ότι το 2016 θα ’ναι η χρονιά κατά την οποία η Ελλάδα «θα προκαλέσει έκπληξη στην παγκόσμια οικονομική κοινότητα» εξέφρασε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Που ζω; Στο Ζάναντου;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Μιούζικαλ α λα γκρέκα…
Παρακολούθησα πρόσφατα δυο ελληνικές παραστάσεις μιούζικαλ: «Billy Elliot» στο «Παλλάς, «Nine» στο «Pantheon» -γνωστά (δυστυχώς;…) και τα δυο απ’ τον κινηματογράφο.


Το δεύτερο, άψογα ανεβασμένο και κινημένο απ’ τον Γιάννη Κακλέα, εξαιρετικά χορογραφημένο απ’ τον Χρήστο Παπαδόπουλο, με χορταστικά, εντυπωσιακά αλλά και υψηλής αισθητικής σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη, με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο πάντα χαριτωμένο κι ανάλαφρο αλλά όχι ιδανικό για το ρόλο του Γκουίντο, με, λίγο-πολύ, καλές γύρω του την Τάνια Τρύπη, την Κατερίνα Παπουτσάκη, την Νάντια Μπουλέ, την εξαιρετική -αλλά εδώ λίγο υπερβολική- Αγορίτσα Οικονόμου, με τη σταθερή αξία Μάρω Κοντού και με την Έλενα Παπαρίζου -φωνάρα κι όχι μόνον- να κλέβει, με εντυπωσιακό τρόπο, την παράσταση.
Αλλά και στις δυο περιπτώσεις αναρωτιόμουν: γιατί ν’ ανεβάζεις μιούζικαλ όταν ορισμένοι πρωταγωνιστές σου δεν μπορούν -ή δεν ξέρουν- να τραγουδήσουν καλά ή να χορέψουν καλά -ή και καθόλου; Το μιούζικαλ απαιτεί ειδικούς, πολυτάλαντους ηθοποιούς, ειδικά εκπαιδευμένους: να παίζουν καλά αλλά ΚΑΙ να τραγουδούν τέλεια ΚΑΙ να χορεύουν τέλεια. Αν δεν τους έχεις, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ να κάνεις μιούζικαλ απλώς επειδή έχουν κάνει όνομα απ’ την τηλεόραση. Το αγόρι που είδα να παίζει τον Μπίλι Έλιοτ τα ’λεγε πολύ καλά, είχε ένα σώμα και μια κίνηση σα γεννημένος χορευτής αλλά, όταν άνοιγε το στόμα του να τραγουδήσει, βάτραχοι… Ε, αν δεν μπορείς να βρεις, απ’ τις ακροάσεις ή όπως αλλιώς, τον σωστό Μπίλι Έλιοτ ΔΕΝ ανεβάζεις το μιούζικαλ. Εκτός κι αν ποντάρεις, «ε, τώρα, δεν καταλαβαίνουν από κάτω και πολλά πράγματα, για τα ονόματα ήρθαν, θα το χάψουν αμάσητο»…
