January 28, 2016

Τάδε ουκ έφη Ζαρατούστρα. Τάδε έφη Γκιουλέκας.



Το Τέταρτο Κουδούνι / 28 Ιανουαρίου 2016

Ε, λοιπόν, εξ όσων αντελήφθην, διαβάζοντας την ανακοίνωση/επίπληξή της για την παράσταση «Η ισορροπία του Nash» της -Έντιμης και Συνεπούς- Πηγής Δημητρακοπούλου στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, απ’ την καινούργια σεζόν το Εθνικό Θέατρο οφείλει να υποβάλει προς έγκρισιν το ρεπερτόριό του στην πρεσβεία των ΗΠΑ. Μα ούτε τα -διπλωματικά- προσχήματα;…
Αφήστε πια το βουλευτή Α΄ Θεσσαλονίκης Κώστα Γκιουλέκα με τ’ όνομα, Υπεύθυνο, λέει, του Τομέα Πολιτισμού («υπεύθυνο», «πολιτισμού», όπου οι λέξεις χάνουν πλέον τη σημασία τους…) της Νέας Δημοκρατίας επί της αρξαμένης βασιλείας Κυριάκου Μητσοτάκη… Αυτός εξέδωσε τη δική του ανακοίνωση για το τρομερό σκάνδαλο που συγκλονίζει συθέμελα τη χώρα και το facebook -σείεται σας λέω, από απόψεις ανθρώπων που ΔΕΝ έχουν δει την παράσταση…-, απ’ την οποία συμπεράναμε ότι, αν και «Υπεύθυνος του Τομέα Πολιτισμού», δεν έχει καν πάρει χαμπάρι πως η παράσταση παίζεται ήδη αλλά νομίζει -κούνια που τον κούναγε…- πως «πρόκειται να ανέβει»… (Δηλαδή, αν η «Νέα Δημοκρατία» του Μητσοτάκη Β΄ γίνει κυβέρνηση αυτός θα ’ναι ο υπουργός Πολιτισμού;).
Αναμένω εναγωνίως στα «Νέα» και την επί του θέματος παρέμβαση/λίβελο -όχι;- Κώστα Γεωργουσόπουλου…



Δίκιο είχαν. Σ’ όσα έλεγαν κι έγραφαν εδώ κι ενάμισι χρόνο για την «Κατερίνα» -τώρα, ακόμα, την είδα, καθυστερημένα. Την «Κατερίνα», αυτό το απ’ τα σπλάχνα βγαλμένο κείμενο του Αύγουστου Κορτώ, όπως, σε διασκευή/σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη και με τη ζωντανή μουσική του Λόλεκ, το ερμηνεύει ως μονόλογο η Λένα Παπαληγούρα. Ηθοποιός καλή, πολύ καλή, που όσο πάει και ωριμάζει και που, φωτισμένη, κυρίως, απ’ τον χειροκίνητο φακό -εύρημα συγκλονιστικό, ασφυκτικό, την «πνίγει»- του Γιώργου Νανούρη, ο οποίος συμμετέχει βουβός στην παράσταση, βγάζει τα δικά της σπλάχνα στη σκηνή ενσαρκώνοντας αυτό το παράφορο πλάσμα που κάηκε χωρίς να φταίξει σε τίποτα.
Στο «Θησείον» η παράσταση, μετά τη μιάμιση σεζόν που παίζεται εκεί, σταματάει την Κυριακή. Αλλά είμαι σίγουρος ότι θα επανέρχεται και θα επανέρχεται για πολλά χρόνια στη σκηνή. Είναι η μοίρα της.


Δεν ξέρω -δεν τους έκανε γνωστούς μέχρι τώρα- τους λόγους για τους οποίους παραιτήθηκε η Βίκυ Μαραγκοπούλου απ’ την καλλιτεχνική διεύθυνση του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας. Δήλωσε, πάντως, πως σχετίζονται με τον Δήμο κι όχι με το υπουργείο Πολιτισμού.
Εκείνο που ξέρω είναι πόσο την τσιγάρισαν τα τελευταία χρόνια, που και πάλι κατάφερνε να κάνει φεστιβάλ, έστω και συρρικνωμένο, με ψιχία και σχεδόν χωρίς ανθρώπους.
Εκείνο που ξέρω, επίσης, είναι πως η Καλαμάτα που (μωρο)φιλοδοξεί -μαζί μ’ άλλες 13 ελληνικές πόλεις, όπως σας έγραφα την περασμένη Πέμπτη στο «Τέταρτο Κουδούνι»- να γίνει Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 2021 χάνει, έτσι, το βασικό ατού του φακέλου της ο οποίος πρόκειται σύντομα να εξεταστεί -χώρια η δυσφήμιση… Δεν το ’χουν συνειδητοποιήσει αυτό η πόλη κι ο Δήμος;
Κι εκείνο που, ακόμα, και πάνω απ’ όλα, ξέρω είναι πως εδώ και 21 χρόνια η Βίκυ Μαραγκοπούλου με το Φεστιβάλ αυτό εκτίναξε την Καλαμάτα, στον διεθνή πολιτιστικό χάρτη. Όσοι το ξέρουμε αυτό -κι είμαστε πολλοί- την ευχαριστούμε. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε.




Διάβαζα, μετά την παράσταση, στο -πάντα άψογο, πάντα διαβαστερό, σ’ επιμέλεια Νίκου Δοντά και Σοφίας Κομποτιάτη- πρόγραμμα για την «Μαντάμα Μπατερφλάι» της Λυρικής, το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του ψυχαναλυτή Δημητρίου Βεργέτη «Ποια είναι η Μπατερφλάι;» και σκεφτόμουν: «Αχ, να το ’χε διαβάσει πριν ανεβάσει την παράσταση αυτή κι ο σκηνοθέτης/σκηνογράφος/ενδυματολόγος/σχεδιαστής φωτισμών της Νίκος Πετρόπουλος… Ίσως να ’ταν λίγο λιγότερο συμβατική και κοινότοπη.

Αλλά και η καλή Τσέλια Κοστέα, μετά την έξοχη Μιμί της στην «Μποέμ», εδώ κάπως κουρασμένη μου φάνηκε, με κατάχρηση του βιμπράτο στην πρώτη, κυρίως, πράξη. Πολύ καλούς, πάντως, βρήκα τον Διονύση Σούρμπη-Σάρπλες και την Ινές Ζήκου-Σουτζούκι.
Όσο για τον τενόρο, καλή, δυνατή φωνή ο Ιταλός Πίνκερτον ονόματι Ντάριο ντι Βιέτρι αλλά η υποκριτική του -αν ΑΥΤΟ λεγόταν υποκριτική…-, άστα να πάνε: ούτε σε μαθητική (εννοώ γυμνασίου) παράσταση δεν το βλέπεις ΑΥΤΟ. Κι η γλώσσα του σώματος, αυτή, πια, σύρριζα κομμένη… Οπότε το ερώτημα επανήλθε αμείλικτο: από ΠΟΥ ψωνίζουν οι της Λυρικής αυτές τις μετακλήσεις; Απ’ τη λαϊκή;
Δε θα ’λεγα το ίδιο για τον βραζιλιάνο μαέστρο Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο: βρήκα εξαιρετική την ορχήστρα της Λυρικής, ελεγχόμενη, με τις σωστές δυναμικές, με τις δραματικές εκρήξεις του Πουτσίνι να μη γίνονται βρυχηθμοί και με το λυρισμό του να μην αναλύεται σε σιρόπια (φωτογραφίες Stefanos).


Κι ένα «μπατερφλάιο» παρασκήνιο. Το σούπερ ενθουσιώδες στο χαιρετισμό κοριτσάκι που ’παιζε τον -βουβό- τρίχρονο γιο της Μπατερφλάι και του Πίνκερτον, τον Ντολόρε -Πινκερτονάκι το ονόμασα-, και το οποίο έκλεψε το χειροκρότημα απ’ την Μπατερφλάι -τόσο που ο φίλος μου φοβήθηκε πως θα το άρχιζε στα χαστούκια η πρωταγωνίστρια…- αθωώνεται πανηγυρικά: η γλυκύτατη μικρούλα Ίρις Μακοβίτσιουκ είναι κόρη της Μπατερφλάι/Τσέλια Κοστέα. Οπότε, ούλα χαλάλιν της.


Ο Τενεσί Γουίλιαμς ανέτειλε τη δεκαετία του ’40, μεσουράνησε τη δεκαετία του ’50 και στην αρχή της δεκαετίας του ’60 και μετά άρχισε η κατάρρευσή του. Στέρεψε; Η δημοσιότητα ήταν, που δεν την άντεξε; Ήταν τα ψυχολογικά του προβλήματα; Ήταν ο αλκοολισμός; Ήταν η κληρονομικότητα; Ήταν ο θάνατος του συντρόφου του; Ήταν στο κύτταρό του; Η μοίρα του ήταν; Ίσως κι όλα μαζί. Πολλές οι υποθέσεις, τίποτα το απολύτως βέβαιο. Το βέβαιο είναι πως, ουσιαστικά, μετά την «Νύχτα της Ιγκουάνα» δε σταύρωσε επιτυχία. Επί δυο, σχεδόν, δεκαετίες, μέχρι το θάνατό του. Αλλεπάλληλες αποτυχίες, ναυάγια ή, έστω, κάποια έργα που κουτσοπήγαν. Τα ’γραφε, τα ξανάγραφε, τα ανέβαζαν, τα ξανανέβαζαν δεν πήγαιναν με τίποτα Τα έργα του που έμειναν και τον εγκατέστησαν στην ιστορία του αμερικάνικου και του παγκόσμιου θεάτρου είναι αυτά των δυο πρώτων δεκαετιών, περίπου, της καριέρας του. Τ’ άλλα, κακά τα ψέματα, δύσκολα γίνονται ανεκτά. Κι απορώ γιατί επιμένουν στα έργα αυτά. Είναι ο κορεσμός απ τα πολλά ανεβάσματα των γνωστών του;
Είδα δυο απ’ τα έργα της παρακμής του, που ανέβηκαν φέτος σε αθηναϊκές σκηνές. Στο «Faust», καταρχάς, την «Κραυγή». Τρίτη φορά που ανεβαίνει στην ελληνική σκηνή, δεύτερη φορά που καταπιάνεται η Έλλη Παπακωνσταντίνου με τη σκηνοθεσία του έργου και δεν έχω καταλάβει γιατί. Το ’χει πιστέψει το έργο, έχει πείσει απόλυτα τους δυο ηθοποιούς της, ο Αλέκος Συσσοβίτης που ’ναι καλός ηθοποιός κι η Μάνια Παπαδημητρίου που ’ναι μια σπουδαία ηθοποιός, απ’ τις κορυφαίες μας, τα δίνουν όλα αλλά πώς να με πείσει ένα έργο που το εισπράττω ως τρικυμία εν κρανίω;
Πήγα και στο «Μια υπέροχη Κυριακή για εκδρομή», στον «Φούρνο». Περίεργο έργο: σαν ξαναγραμμένο -ποιος ο λόγος;- το «Λεωφορείο Ο Πόθος» αλλά ως κωμωδία. Έστω πικρή κωμωδία -η Ντότι του έργου είναι η Μπλανς που στο τέλος προσγειώνεται ανώμαλα αλλά ο δικός της Μιτς, ο υπέρβαρος Μπάντι, κάπου την περιμένει και πηγαίνει να τον βρει. Ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης επιστράτευσε το χιούμορ του -αν και κάπου η παράσταση εκτρέπεται, χωρίς λόγο πιστεύω, στο γκροτέσκο-, διαθέτει δυο, τουλάχιστον, πολύ καλές ηθοποιούς -την Θεοδώρα Σιάρκου και, κυρίως, την απολαυστική Ευγενία Μαραγκού -αλλά για να ενθουσιαστώ, ομολογώ πως δεν ενθουσιάστηκα…


Την πεποίθηση του ότι το 2016 θα ’ναι η χρονιά κατά την οποία η Ελλάδα «θα προκαλέσει έκπληξη στην παγκόσμια οικονομική κοινότητα» εξέφρασε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Που ζω; Στο Ζάναντου;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…  



Μιούζικαλ α λα γκρέκα…
Παρακολούθησα πρόσφατα δυο ελληνικές παραστάσεις μιούζικαλ: «Billy Elliot» στο «Παλλάς, «Nine» στο «Pantheon» -γνωστά (δυστυχώς;…) και τα δυο απ’ τον κινηματογράφο.
Το πρώτο χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, κατά τη γνώμη μου, σκηνοθετημένο απ’ τον Δημήτρη Λιγνάδη, με τον Αιμίλιο Χειλάκη -που τον θεωρώ ηθοποιό εξαιρετικό- κάπως έξω απ’ τα νερά του εδώ και με την Αθηνά Μαξίμου να κερδίζει τις εντυπώσεις μαζί με την παλιά καραβάνα Τιτίκα Στασινοπούλου.


Το δεύτερο, άψογα ανεβασμένο και κινημένο απ’ τον Γιάννη Κακλέα, εξαιρετικά χορογραφημένο απ’ τον Χρήστο Παπαδόπουλο, με χορταστικά, εντυπωσιακά αλλά και υψηλής αισθητικής σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη, με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο πάντα χαριτωμένο κι ανάλαφρο αλλά όχι ιδανικό για το ρόλο του Γκουίντο, με, λίγο-πολύ, καλές γύρω του την Τάνια Τρύπη, την Κατερίνα Παπουτσάκη, την Νάντια Μπουλέ, την εξαιρετική -αλλά εδώ λίγο υπερβολική- Αγορίτσα Οικονόμου, με τη σταθερή αξία Μάρω Κοντού και με την Έλενα Παπαρίζου -φωνάρα κι όχι μόνον- να κλέβει, με εντυπωσιακό τρόπο, την παράσταση.
Αλλά και στις δυο περιπτώσεις αναρωτιόμουν: γιατί ν’ ανεβάζεις μιούζικαλ όταν ορισμένοι πρωταγωνιστές σου δεν μπορούν -ή δεν ξέρουν- να τραγουδήσουν καλά ή να χορέψουν καλά -ή και καθόλου; Το μιούζικαλ απαιτεί ειδικούς, πολυτάλαντους ηθοποιούς, ειδικά εκπαιδευμένους: να παίζουν καλά αλλά ΚΑΙ να τραγουδούν τέλεια ΚΑΙ να χορεύουν τέλεια. Αν δεν τους έχεις, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ να κάνεις μιούζικαλ απλώς επειδή έχουν κάνει όνομα απ’ την τηλεόραση. Το αγόρι που είδα να παίζει τον Μπίλι Έλιοτ τα ’λεγε πολύ καλά, είχε ένα σώμα και μια κίνηση σα γεννημένος χορευτής αλλά, όταν άνοιγε το στόμα του να τραγουδήσει, βάτραχοι… Ε, αν δεν μπορείς να βρεις, απ’ τις ακροάσεις ή όπως αλλιώς, τον σωστό Μπίλι Έλιοτ ΔΕΝ ανεβάζεις το μιούζικαλ. Εκτός κι αν ποντάρεις, «ε, τώρα, δεν καταλαβαίνουν από κάτω και πολλά πράγματα, για τα ονόματα ήρθαν, θα το χάψουν αμάσητο»…




Με το που μπήκε το -δίσεκτο, θ’ αρχίσω να γίνομαι προληπτικός…- 2016, εκατόμβη, τσουνάμι: Ντέιβιντ Μπάουι, Άννα Συνοδινού, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Πιερ Μπουλέζ, Έτορε Σκόλα, Άλαν Ρίκμαν, Μισέλ Τουρνιέ, οι ποιητές Κώστας Στεργιόπουλος και Μαρία Κυρτζάκη, ο συγγραφέας Δημήτρης Ποταμιάνος, οι γλύπτες Γιώργος Λάππας και Ιωάννης Αβραμίδης, οι τραγουδιστές Μισέλ Ντελπές και Μπλακ, ο κιθαρίστας των Eagles Γκλεν Φρέι, ο διευθυντής φωτογραφίας Τάκης Βενετσανάκος, ο ψυχίατρος-συγγραφέας Θανάσης Τζαβάρας, ο ντοκιμαντερίστας Γρηγόρης Οικονομίδης, ο ιστορικός τέχνης-συγγραφέας Χρύσανθος Χρήστου, ο ηθοποιός Έιμπ Βικόντα… Κάθε μέρα, άντε μέρα παρά μέρα αναγγέλλεται κι ένας θάνατος. Στο χώρο των τεχνών και των γραμμάτων, τον εγχώριο και τον διεθνή. Ε, basta!

January 21, 2016

Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Πολιτιστική Πρωτεύουσα…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 21 Ιανουαρίου 2016

Βόλος (φωτογραφία), Δελφοί, Ελευσίνα, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Κέρκυρα, Λάρισα, Λέσβος Μεσολόγγι, Πειραιάς, Ρόδος, Σαλαμίνα, Σάμος, Τρίπολη -κατ’ αλφαβητική σειρά: δεκατέσσερις (!) είναι, τελικά, οι πόλεις που υπέβαλαν φάκελο διαγκωνιζόμενες στον αγώνα δρόμου/πρόκρισης για το χρίσμα της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας το 2021 -που ’ναι, τότε, η σειρά μας να το λάβουμε, μοιράζοντάς το, όπως έχει καθιερωθεί, με μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα -την Ρουμανία εν προκειμένω.
Υψηλές φιλοδοξίες αντιλαμβάνομαι, μεγάλες προσδοκίες υποπίπτουν στην αντίληψή μου, κλίμα ανάτασης εισπράττω, μεγάλο μεράκι βλέπω, άνθρωποι αξιόλογοι διαβάζω να ’χουν αναλάβει επικεφαλής των επιτροπών διεκδίκησης… Και λιγάκι απορώ: είναι σίγουροι για τις συνέπειες; Η μέχρι τώρα σχετική ελληνική πείρα δεν τους τρομάζει; Δεν ήξεραν; Ε, δε ρώταγαν; Γνωρίζω πως η μνήμη έχει κοντά ποδάρια, ειδικά στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν ακούσει ΤΙ συνέβη στις προηγούμενες -ελληνικές- περιπτώσεις Πολιτιστικής Πρωτεύουσας; Στην Θεσσαλονίκη -ειδικά…- το 1997; Στην Πάτρα το 2006; Όταν παραιτούνταν κι άλλαζαν ώσπου να πεις κύμινο οι καλλιτεχνικοί διευθυντές; Όταν τα λαμόγια εφόρμησαν καθέτως και βούτηξαν στο μέλι πατόκορφα; Όταν βούιξε ο τόπος απ’ τα σκάνδαλα -που όλα, βεβαίως, κουκουλώθηκαν; Που έως και σχετική βιβλιογραφία υπάρχει;
Για να μη μιλήσω για την πρώτη Πολιτιστική, την Αθήνα, το 1985, που ’χει πάρει διαστάσεις γεγονότος ιστορικού αλλά όπου κι εκεί, με το ΠΑΣΟΚ στο peak του, εν πλήρει δόξη,…, πολλοί και πολλά έφαγαν απ’ τα πολλά που μοιράστηκαν σε ημέτερους. Αλλά, είτε επειδή είχαμε την πρωτιά και ντρεπόμασταν, είτε επειδή υπήρχαν στο πρόγραμμα καλλιτέχνες μεγάλου βεληνεκούς, όπως ο Πίτερ Μπρουκ, ο Πέτερ Στάιν, ο Αντουάν Βιτέζ, ο Ζαν Λουί Μπαρό κι η Μαντλέν Ρενό…, συγκροτήματα όπως η Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, ορχήστρες μεγάλες ή οργανώσεις όπως το Rock in Athens, που βούλωναν τα στόματά μας, είτε επειδή τα ονόματα της Μελίνας που ’χε την πρωτοβουλία για το θεσμό και του Ντασέν δεν άφηναν περιθώρια, πολλά δε βγήκαν στην επιφάνεια…
Δίνουν, δηλαδή, την ψυχή τους για ένα πουκάμισο αδειανό; Γιατί; Πιστεύουν ότι το 2021 όλα πια θα ’ναι καθαρά και ξάστερα και ρόδινα; Είθε. Κι ας μην το πιστεύω. Καθόλου.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

Σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης πώς εμπλούτισα (;) τις γνώσεις μου για τον Τσέχοφ διαβάζοντας στα «Νέα» τον έγκριτο κριτικό θεάτρου και Δάσκαλο Κώστα Γεωργουσόπουλο να γράφει πως ο συγγραφέας είχε ντάτσα στην Σαχαλίνη, όπου «κατέφευγε συχνά» κι όπου έγραψε τον «Βυσσινόκηπο»…
Και ω, της -ευτυχούς- συμπτώσεως! Φίλη καλή με πληροφορεί πως δεν είναι ούτε μήνας σχεδόν που κυκλοφόρησε απ’ τις Εκδόσεις «Λέσβος» για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εντελώς καθυστερημένα -άρχισε να δημοσιεύεται σε εφημερίδα το 1893 και πρωτοεκδόθηκε το 1895-, το βιβλίο-μαρτυρία του Αντόν Τσέχοφ «Νήσος Σαχαλίνη», το οποίο διαβάζει αυτές στις μέρες, σε -πολύ καλή, μου λέει- μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη. Και με πρόλογο του Στέλιου Ελληνιάδη.
Ο Τσέχοφ, διαβάζω σε παρουσίαση του βιβλίου στο parapolitika.gr, «αποφάσισε να κάνει το ταξίδι αυτό το 1890, σε ηλικία 30 ετών, κάνοντας τρεις μήνες να πάει και τρεις μήνες να γυρίσει, αφού έμεινε εκεί άλλους τρεις μήνες. Επέστρεψε στην ρώσικη πρωτεύουσα αρχές Δεκέμβρη παίρνοντας το πλοίο μέσω Σιγκαπούρης και Κεϋλάνης, για να φτάσει στην Οδησσό δια μέσου του Ινδικού ωκεανού και της διώρυγας του Σουέζ». Οπότε μπερδεύτηκα εντελώς μ’ αυτά που ’χα διαβάσει στα «Νέα»…
Πάντως, με την ευκαιρία, να διορθώσω ότι η Σαχαλίνη -όπου ο Τσέχοφ πεταγόταν τακτικά…- απέχει απ’ την Μόσχα, όπως διαβάζω στο ίδιο δημοσίευμα, 9400 χλμ κι όχι 6700 όπως σας έγραφα. Πρέπει να διορθώνουμε τα λάθη μας. Ως ένδειξη στοιχειώδους, τουλάχιστον, εντιμότητας και σεβασμού προς τους αναγνώστες. Έτσι δεν είναι; Κι όχι να τα κουκουλώνουμε -τουμπεκί ψιλοκομμένο. Ειδικά όταν πρόκειται για χοντρές πατάτες…
Και, βέβαια, τρέχω ν’ αγοράσω το βιβλίο.


Έχει ευτυχήσει, τελικά, στην Ελλάδα, σε θεατρική μορφή, η νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ «Μιχαήλ Κόλχάας». Μετά τη μεταφορά της για το θέατρο απ’ τον Ίστβαν Τάσναντι με τον τίτλο «Μίκαελ Κόλχαας, ο εχθρός του λαού» που ’χα δει στην Θεσσαλονίκη, τη σεζόν 2000/2001, στο πλαίσιο του άτυπου Φεστιβάλ της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης το οποίο είχε οργανώσει το ΚΘΒΕ, απ’ το ουγγαρέζικο Θέατρο «Κάτονα Γιόζεφ», σ’ ένα αριστουργηματικό ανέβασμα απ’ τον νεαρό Άρπαντ Σίλινγκ και που δεν ξεχνώ, ως αμιγώς ελληνική παράσταση ανέβηκε -σκηνοθεσία κι ερμηνεία- ως μονόλογος, με τον τίτλο «Κόλχαας» απ’ τον Νίκο Αλεξίου. 
Αρχικά τη σεζόν 2010/2011 στο «Τόπος Αλλού». Κι αφού, έκτοτε, παίχτηκε σε διάφορα θέατρα, συνεχίζει φέτος -έκτη σεζόν!- να παρουσιάζεται στο «Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων», άλλως «ΚΕΤ» -εξαιρετική στιγμή του ηθοποιού!
Και ιδού φέτος που ανέβηκε κι απ’ τη νεανική ομάδα «Τρις» στο «Bios.Tesla». Με τον τίτλο «Μίχαελ Κόλχαας. Η ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου». Σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία των τριών της ομάδας -Χριστίνα Γαρμπή, Κώστας Κουνέλλας, Βασίλης Σαφός-, οι οποίοι και παίζουν, με σκηνικά, κοστούμια και φωτισμούς που υπογράφουν αντίστοιχα η Άρτεμις Σιέρρα, ο Δήμος Κλιμενώφ κι ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης και που αποτελεσματικά ενισχύουν το αποτέλεσμα. Κι αν τα τρία παιδιά είναι ακόμα άπειρα, η δουλειά τους είναι απόλυτα επαινετή.
Οπότε έχετε να δείτε μέσα στην ίδια σεζόν δυο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις της νουβέλας του Κλάιστ, εξίσου ενδιαφέρουσες. 



Πάω στο «Θέατρο Τέχνης», στο Υπόγειο, να δω «Τα παιδιά του ήλιου» του Μαξίμ Γκόρκι -δεν τον αγαπώ πολύ, ποτέ δεν τον αγάπησα, άψογος δραματουργικά στο ρεαλισμό του αλλά ανθυπο-Τσέχοφ μου φαίνεται πάντοτε, όλα όσα ο Τσέχοφ κρύβει κάτω απ’ την επιφάνεια ο Γκόρκι τα δίνει φάτσα-φόρα, μασημένα-, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, η Ιωάννα Μαυρέα, πολύ καλή, πολύ άνετη στη σκηνή ηθοποιός, που ’χει διαπρέψει σε παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου -αξέχαστη ως Μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας της με χειροκίνητο μίξερ σε χρήση δονητή…-, να επαναλαμβάνει το κιτσοπούλειο στιλ -και, δυστυχώς, να επαναλαμβάνεται κι η άνεση να γίνεται ευκολία…- ως Αντόνοβνα του Γκόρκι εντελώς εξελληνισμένη -έως και «τα ίδια Παβελάκη μου, τα ίδια Παβελή μου» την άκουσα να λέει απευθυνόμενη στον Πάβελ, βασικό ήρωα του έργου. 
Πάω στην «Στέγη» να δω το «Πίστη, αγάπη, ελπίδα» του Έντεν φον Χόρβατ -αυτόν τον αγαπώ- σε σκηνοθεσία Ακύλλα Καραζήση, πλην όλων των άλλων «μεταδραματικών», η -επίσης πολύ καλή, πάντως- Ευαγγελία Καρακατσάνη σ’ ολόκληρο αυτοσχεδιαστικό επιθεωρησιακό νούμερο εκτός κειμένου, α λα Κιτσοπούλου επίσης…
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι η Λένα Κιτσοπούλου θα ’ταν τόσο επιδραστική στους σκηνοθέτες μας… Και δη σκηνοθέτες που πολύ εκτιμώ. Καλά τα ’λεγα στο «Τέταρτο Κουδούνι», ήδη απ’ τις 28 Μαΐου, ότι το «Κιτσοπούλου» έγινε πια είδος -κατηγορία. Και ύφος, να συμπληρώσω. Καλό ειν’ αυτό; Κακό; Αδυνατώ να σας απαντήσω. Είμαι αδύνατος στα «μεταδραματικά». Μπορεί να συνηθίσω, όπως μου ’πε ο φίλος μου ο Νίκος: «Όλα έτσι είναι πια, συνήθισα». 


Πάντως, στην «Στέγη», την ιδιαίτερα φιλόξενη στα «μεταδραματικά», στην ίδια γραμμή -ε, δεν εννοώ «Κιτσοπούλου», όχι πια και τόση επιδραστικότητα, «μεταδραματική» γραμμή εννοώ- είδα απ’ το «Θέατρο Τέχνης της Μόσχας» και τους «Καραμάζοφ» του Ρώσου Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι «Αδερφοί Καραμάζοφ». Μια μεταγραφή του έργου απ’ τον ρηξικέλευθο σκηνοθέτη, με μαύρο χιούμορ, που τοποθετεί το έργο στους κύκλους της σημερινής παρακμιακής Ρωσίας των ολιγαρχών. Αυτή η παράσταση, όμως, μου άρεσε -πέντε ώρες διάρκεια και με κράτησε. Ίσως γιατί ο Μπογκομόλοφ, έστω κι αν έχει κάνει ακρότητες, μετέγραψε και αντιστοίχισε με μεγάλη ακρίβεια και συνέπεια το πρωτότυπο κείμενο, ίσως γιατί το ντοστογιεφσκικό μεδούλι δεν αλλοιώθηκε, ίσως γιατί με γοήτευσαν οι ηθοποιοί του που έπαιζαν μοντέρνα αλλά στη γραμμή της μεγάλης στανισλαφσκικής παράδοσης, 


με επικεφαλής τον Ίγκορ Μιρκουρμπάνοφ-Φιόντορ Καραμάζοφ -φίλος βρήκε πως ηθελημένα παρέπεμπε στον παρακμασμένο, ρώσο, πλέον, πολίτη και φίλο του Πούτιν, Ζεράρ Ντεπαρντιέ…-, βραβευμένο για την ερμηνεία του αυτή, πέρσι, με «Χρυσή Μάσκα» -το κορυφαίο ρωσικό θεατρικό βραβείο.


Δουλειά της Σοφίας Μαραθάκη και της ομάδας «Ατονάλ» πρωτόδα πέρσι στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»: το «Εσωτερικό» του Μορίς Μετερλένκ. Μια παράσταση μοντέρνα αλλά ουσιαστικά μοντέρνα. Ψαγμένη στις λεπτομέρειες. Σχολαστικά ακριβής. Αλλά και με συγκίνηση. Και, επιπλέον, υψηλής αισθητικής. Είχα ενθουσιαστεί. Γι αυτό και περίμενα την επόμενή τους. Ήρθε. Στο «104»: τέσσερα μονόπρακτα του Ντέιβιντ Άιβς κάτω απ’ τον γενικό τίτλο «Ο Φίλιπ Γκλας αγοράζει μια φραντζόλα ψωμί».

Ο Άιβς ανήκει στους «διαφορετικούς» αμερικανούς διανοούμενους. Είναι σκεπτόμενος, έχει χιούμορ λεπτό αλλά δεν μπορώ να πω ότι τρελαίνομαι, ειδικά με τα μονόπρακτα αυτά που θα μπορούσαν να καταταχτούν στη σφαίρα του Παραλόγου. Γι αυτό και με τα δυο πρώτα της παράστασης -«Λόγια, λόγια, λόγια» και «Παραλλαγές στο θάνατο του Τρότσκι»- δεν ενθουσιάστηκα. Αλλά στα δυο επόμενα -«Κανένα πρόβλημα» και «Ο Φίλιπ Γκλας αγοράζει μια φραντζόλα ψωμί»- η σκηνοθέτρια Σοφία Μαραθάκη επιβεβαιώνει τις υποσχέσεις που έδωσε με το «Εσωτερικό»: κάνει μουσική. Ειδικά στο δεύτερο. Όπου ακολουθεί τους μινιμαλιστικούς τρόπους του Γκλας με μεγάλη επιτυχία. Και για να κάνεις μουσική στο θέατρο χρειάζεται να ρίξεις πολλή δουλειά με τους ηθοποιούς σου. Μια παράσταση με πολλά συν. Δείτε την! 



Το τι καλά συμβαίνουν στο αναγεννημένο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Νίκο Διαμαντή το ’χω ήδη επισημάνει: παραστάσεις τουλάχιστον ενδιαφέρουσες -είδα έναν εξαιρετικό «Φάουστ» απ’ την Κατερίνα Ευαγγελάτου-, θεάματα για παιδιά, «αγρυπνίες» συναρπαστικές, συναντήσεις με διακεκριμένους των γραμμάτων, της μουσικής, της επιστήμης…, εκθέσεις πολύ ενδιαφέρουσες, εκπαιδευτικά προγράμματα έως και «κόκκινο» εικαστικό πολυθέαμα με τον τίτλο «Θρύλε, Θεέ μου» -για τον Ολυμπιακό βέβαια! Έξυπνες, πολύ έξυπνες ιδέες που προσπαθούν να κρατούν σε διαρκή εγρήγορση το θέατρο και να το δένουν με την πραγματικότητα της πόλης -έτσι πρέπει.
Ας προσέξουν όμως και τα τηλέφωνα επικοινωνίας. Φίλη που ήθελε να ρωτήσει πληροφορίες για τον «Φάουστ» κι αν υπάρχουν εισιτήρια μου ’λεγε πως επί μια βδομάδα τηλεφωνεί τις μέρες και ώρες λειτουργίας των ταμείων, που γράφει η -επίσης καλή- ιστοσελίδα του Δημοτικού και στο μεν αριθμό του τηλεφωνικού κέντρου ακούει πως «η τηλεφωνική σύνδεση δεν λειτουργεί για τεχνικούς λόγους» ενώ τα δυο τηλέφωνα των ταμείων δεν τα σηκώνουν…

January 19, 2016

Μάνα Κουράγιο η Λυδία Φωτοπούλου


Tο Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση

Η Λυδία Φωτοπούλου επιστρέφει στην κοιτίδα της, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, για να ερμηνεύσει τον επώνυμο ρόλο στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της». Που, όπως σας είχα γράψει εδώ, στις 27 Δεκεμβρίου, θα εγκαινιάσει, στο θέατρο της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, τη σεζόν 2016/2017 του Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του γνωστού μας Σέρβου Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς -κάτι καλό πλέον μοιάζει, επιτέλους, να μαγειρεύεται εκεί με τη νέα καλλιτεχνική διεύθυνση.
Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, η -Καβαλιώτισσα- Λυδία Φωτοπούλου συνέδεσε άρρηκτα τη ζωή της με την Θεσσαλονίκη και το ΚΘΒΕ. Με το ΚΘΒΕ ντεμπουτάρει το καλοκαίρι του 1975, μαθήτρια ακόμη, μόλις έχει τελειώσει το πρώτο έτος της σχολής, παίζοντας, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Μπούχλη, την Κόρη του Κνήμωνα στον «Δύσκολο» του Μενάνδρου που παρουσιάστηκε σε δίπτυχο με την «Σαμία» του ίδιου συγγραφέα -σε σκηνοθεσία Πάνου Χαρίτογλου αυτή. Στο ΚΘΒΕ θα προσληφθεί και μετά την αποφοίτησή της, εκεί θα επωμιστεί -με συγκλονιστικά αποτελέσματα- τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο -την Λουίζα Μίλερ στο «Έρωτας και ραδιουργία» του Σίλερ, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη-, ο πρωταγωνιστής του ΚΘΒΕ Δημήτρης Καρέλλης θα γίνει πατέρας του γιου της, στο ΚΘΒΕ θα ερμηνεύσει ένα πλήθος σημαντικών πρωταγωνιστικών ρόλων, στο ΚΘΒΕ θα της εμπιστευτούν -ο Ανδρέας Βουτσινάς βασικά- ρόλους και στο αρχαίο δράμα, εκεί θα παραμείνει ως μόνιμο πρωταγωνιστικό στέλεχος μέχρι το 1991, οπότε και θα κατεβεί στην Αθήνα, πεισμένη απ’ τον Γιάννη Χουβαρδά που την είχε ήδη σκηνοθετήσει στο ΚΘΒΕ, όταν εκείνος ίδρυσε το «Θέατρο του Νότου» στο «Αμόρε», για να γίνει αρχικά η Δισδεμόνα του στον εναρκτήριο «Οθέλο» του Σέξπιρ αναλαμβάνοντας εκεί, στη συνέχεια, ως βασικό στέλεχος του Θεάτρου που έγραψε ιστορία, πολλούς, επίσης σημαντικούς, πρωταγωνιστικούς ρόλους. Χωρίς, όμως, να διακόψει τις σχέσεις της με την Θεσσαλονίκη και το ΚΘΒΕ όπου επανερχόταν -για την ερμηνεία της του επώνυμου ρόλου στην «Νόρα» του Χένρικ Ίψεν που έκανε εκεί, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, τη σεζόν 2000/2001, ήταν που τιμήθηκε με το Έπαθλο «Κοτοπούλη»- μέχρι το καλοκαίρι του 2008, όταν ερμήνευσε για τον Σλόμπονταν Ούνκοφσκι την Ηλέκτρα στον «Ορέστη» του Ευριπίδη, που σκηνοθέτησε και με τον οποίο το ΚΘΒΕ συμμετείχε και στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Αυτή ήταν και η τελευταία, έως τώρα, συνεργασία της με το ΚΘΒΕ. Χρειάστηκε να περάσουν οκτώ χρόνια κι αρκετοί, πρωταγωνιστικοί πάντα, ρόλοι, κυρίως στο Εθνικό Θέατρο πια, για ν’ αποφασίσει, χάρη στην «Μάνα κουράγιο», να επιστρέψει.
Την Άννα Φίρλινγκ, την Μάνα Κουράγιο, που η Λυδία Φωτοπούλου καλείται να ερμηνεύσει, ένα ρόλο ογκόλιθο -η εμπόρισσα που τον 17ο αιώνα, στη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου, αδίστακτα εκμεταλλεύεται -ή αναγκάζεται να εκμεταλλευτεί…- , μέχρι τέλους, τις ευκαιρίες που ο πόλεμος της προσφέρει χάνοντας εξαιτίας του και τα τρία της παιδιά αλλά χωρίς αυτό να τη σταματήσει- ερμήνευσε στο πρώτο ανέβασμα του έργου στην Ελβετία, στο Σάουσπιλχάους της Ζιρίχης, το 1941, η Τερέζε Γκίζε αλλά το ρόλο σημάδεψε στο δεύτερο, ιστορικό πια ανέβασμα, απ’ τον ίδιο τον Μπρεχτ, στο «Γερμανικό Θέατρο» του Ανατολικού Βερολίνου, το 1949, η σύζυγός του Χελένε Βάιγκελ η οποία τον έπαιζε επί πολλά χρόνια στο «Μπερλίνερ Ανσάνμπλ», πια, που ακριβώς αμέσως μετά το ανέβασμα της «Μάνας Κουράγιο ιδρύθηκε.
Στην Ελλάδα -και στην Κύπρο- την Μάνα Κουράγιο έχουν ερμηνεύσει πρώτη η Κυβέλη και, στη συνέχεια, η Κατίνα Παξινού, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη -μια συγκλονιστική, «μπρεχτικότατη» ερμηνεία με τον «Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου»-, η Λίνα Λαμπράκη -στο πρώτο και μόνο μέχρι τώρα ανέβασμα του έργου στο ΚΘΒΕ, απ’ τον Θόδωρο Τερζόπουλο, το 1982/1983-, η Νέλλη Αγγελίδου, η Άννα Βαγενά, για δεύτερη φορά η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, η Έφη Σταμούλη, η Μελίνα Βαμβακά κι η Αντιγόνη Βαλάκου.
Η Λυδία Φωτοπούλου, πάντως, δεν θα ’ναι η πρώτη φορά που θα συνεργαστεί με τον Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς. Το αντίθετο. Πρωταγωνίστησε και στις δυο προηγούμενες συνεργασίες του με το ΚΘΒΕ -ήταν η Σεραφίμα Βλαντιμίροβνα Κοζούχινα στην «Φυγή» του Μιχαήλ Μπουλκάκοφ το 2001/2002 κι η Άννα Πετρόβνα Βοϊνίτσεβα στον «Πλατόνοφ» του Αντόν Τσέχοφ το 2003/2004- αλλά και το περασμένο καλοκαίρι στην «Λουκρητία Βοργία» του Βικτόρ Ουγκό που ο Μιλιβόγιεβιτς σκηνοθέτησε για στο Φεστιβάλ Αθηνών κι όπου η Λυδία Φωτοπούλου έπαιξε, μάλιστα, ανδρικό ρόλο -τον Δον Αλφόνσο της Έστης.
Προς το παρόν, η εξαίρετη ηθοποιός, που πρόσφατα, ερμήνευσε την Ραψωδία Κ απ’ την «Οδύσσεια» του Ομήρου στη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, στο πλαίσιο των φετινών εκδηλώσεων του Εθνικού Θεάτρου, ετοιμάζει -και αυτή τη φορά με σκηνοθέτη τον Γιάννη Χουβαρδά- την Τζένι στην «Όπερα της πεντάρας» επίσης των Μπέρτολτ Μπρεχτ-Κουρτ Βάιλ, που ανεβαίνει προσεχώς στο «Παλλάς».

January 14, 2016

Όταν οι βυσσινιές ανθίζουν στην Σαχαλίνη


Το Τέταρτο Κουδούνι / 17 Ιανουαρίου 2016 

Και πάλι μαζί σας «Το Τέταρτο Κουδούνι». Καλή χρονιά!



Ε, λοιπόν, γηράσκω αεί διδασκόμενος. Ήξερα ότι ο Τσέχοφ, μετά το γενέθλιο -και των παιδικών και εφηβικών χρόνων του- Ταγκανρόγκ και την Μόσχα της πρώτης νεότητάς του, σπίτι δικό του στο Μελίχοβο, έξω απ’ την Μόσχα, είχε, αρχικά. Kι ότι απ’ το 1899 μετακόμισε στην Γιάλτα, όπου αγόρασε κάποια έκταση κι έκτισε εκεί ένα σπίτι, καταφεύγοντας σε νότια, πιο ζεστά κλίματα, πιο φιλικά -απ’ τα βόρεια- για τη φυματίωση απ’ την οποία έπασχε. Κι ότι το 1890 είχε επισκεφθεί τη νήσο Σαχαλίνη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ την Μόσχα -το ταξίδι-Οδύσσεια κράτησε δυόμισι μήνες-, όπου επισκέφθηκε το τρομερό κάτεργο που υπήρχε εκεί, έμεινε στο νησί τρεις σχεδόν μήνες, μίλησε με κρατούμενους, συγκέντρωσε μαρτυρίες και γύρισε. Χωρίς ποτέ να επιχειρήσει να ξαναπάει. Και πως απ’ το ταξίδι αυτό προέκυψε, όταν επέστρεψε, το συγκλονιστικό βιβλίο-μαρτυρία «Η νήσος Σαχαλίνη» που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1893.
Και τι μαθαίνω τώρα -απ’ το περασμένο Σάββατο-, διαβάζοντας τον κριτικό θεάτρου των «Νέων» Κώστα Γεωργουσόπουλο να σχολιάζει μια παλαιά φωτογραφία των κατάδικων στην Σαχαλίνη, στη μόνιμη σαββατιάτικη στήλη «Συνειρμοί. Μια φωτογραφία, πολλές ιστορίες» που επιμελείται ο Θανάσης Νιάρχος; Πώς ο Τσέχοφ είχε, λέει, «εξοχικό κατάλυμα» στην Σαχαλίνη καθώς «βαριά λαβωμένος από τη φυματίωση που τον έστειλε 44 χρόνων στον θάνατο χρειαζόταν το κλίμα (σ.σ. το υγρό) αυτού του βόρειου και ανατολικού νησιού που ήταν κατάλληλο ως θέρετρο των φυματικών (σ.σ.!!!)». Και πως «κατέφευγε», λέει, «συχνά (σ.σ. πεταγόταν, προφανώς, τα γουικέντς, σε απόσταση κάπου 6700 χλμ, μιλάμε για Βόρειο Ειρηνικό, βόρεια της Ιαπωνίας) σ’ αυτή την εξωτική περιοχή και για να αντιμετωπίσει την αρρώστια του και για να απομονωθεί και να γράψει». Και πως εκεί έγραψε, λέει, τον «Βυσσινόκηπο»- ο οποίος γράφτηκε μεταξύ 1897 και 1903. Εμ, βέβαια, άμα ’ν’ ήταν να τα ξέρω ολ’ αυτά, θα δίδασκα και στο πανεπιστήμιο. Και θα ’μουνα και επίτιμος διδάκτορας…




Ένοπλη ανακωχή θα τη χαρακτήριζα. Την κατάσταση στο Εθνικό Θέατρο. Μεταξύ του καλλιτεχνικού διευθυντή Στάθη Λιβαθινού και του, υπό την προεδρία του Θανάση Παπαγεωργίου, Διοικητικού Συμβουλίου. Μετά τα όσα συνέβησαν και ελέχθησαν προ μηνών. Αλλά πού θα οδηγήσει η κατάσταση αυτή; Μπορεί να συνεχιστεί; Η λύση, στα χέρια του υπουργού Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά.
Άπραγο τον βλέπω, όμως. Η θητεία Λιβαθινού λήγει τον Μάιο -τότε που έληγε του Σωτήρη Χατζάκη τον οποίο διαδέχτηκε. Του Γιάννη Αναστασάκη στην καλλιτεχνική διεύθυνση του ΚΘΒΕ, που έληγε τον Σεπτέμβριο -τότε που έληγε του Γιάννη Βούρου τον οποίο διαδέχτηκε-, ήδη -και πολύ σωστά- ανανεώθηκε, με ειδική απόφαση, ως κανονική τριετής. Ώστε να μπορεί να κάνει έγκαιρα, από τώρα, τον προγραμματισμό του. Του Στάθη Λιβαθινού όχι. Κάτι μου μυρίζει άσχημα… Ελπίζω να μην κάνει κι άλλη γκάφα ο υπουργός. Εκτός κι αν πρόκειται περί σχεδίου. Ή περί ήδη ειλημμένης απόφασης…


Πολλές οι παραστάσεις που είδα στις τρεις βδομάδες που μεσολάβησαν απ’ το προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι». Θα προσπαθήσω να σας γράψω εντυπώσεις σήμερα και στα προσεχή  για ν’ αναπληρώσω το κενό.



Αναρωτιόμουν επί τρεις ολόκληρες ώρες, βουτηγμένος στη νύστα και με το στόμα ξεχειλωμένο απ’ τα βαθιά χασμουρητά, γιατί ένας σκηνοθέτης σήμερα να θέλει ν’ ανεβάσει Τσέχοφ -ναι, ΤΟΝ Τσέχοφ!- αν δεν έχει τίποτα να πει -και μάλιστα όταν ηθοποιός βασικά είναι, σκηνοθέτης από σπόντα έγινε. Για να πλουτίσει το βιογραφικό του; Για να ξεχαρμανιάσει; Γιατί είναι φιλόδοξος; Για την αμοιβή; Διότι αυτός είχε το καρπούζι -την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΚΘΒΕ-, όταν πήρε την απόφαση, αυτός και το μαχαίρι;
Είδα στην Θεσσαλονίκη τον «Γλάρο» του Γιάννη Βούρου -που είχε, μάλιστα, αναλάβει να ερμηνεύει ΚΑΙ τον Τριγκόριν όταν πρωτοανέβηκε πέρσι η παράσταση! Ως δραματάκι της σειράς ή ως επεισόδιο σειράς τηλεοπτικής -ό,τι προτιμάτε. Άοσμο, άχρωμο, άνοστο, με δάκρυ άφθονο και με διαρκή ρυθμικά κενά εκλαμβανόμενα ως παύσεις -σας είπα, τρεις ώρες κρατούσε...-, με λάθη διανομής, με σουρντίνα στη φωνή της Αρκάντινα -σαν ξεψυχισμένη, ούτε που την καλοάκουγα-, μ’ έναν Σόριν σα βγαλμένο από κόμικ και με μερικούς ηθοποιούς, που πολύ εκτιμώ, χαντακωμένους. Ω, Θεέ μου, τι πλήξη… 



Ευτυχώς, αμέσως μετά, όταν γύρισα, πήγα στο Εθνικό, στην καινούργια «Πειραματική Σκηνή» και στανιάρισα. Καταρχάς κατέβηκα στο υπόγειο -το «-1», όπως το λένε τώρα, επισήμως Σκηνή «Κατίνα Παξινού»- του «Ρεξ» και βρήκα μια καινούργια αίθουσα. Με έξυπνα αναπροσανατολισμένη σκηνή, με εξέδρα για τους θεατές απέναντί της και χωρίς εκείνη την αίσθηση του χαμηλοτάβανου να σε πλάκωνε.
Και μετά είδα εκεί «Το γήρας-Ένα χορικό», την πρώτη, ουσιαστικά, παράσταση της «Πειραματικής», μετά τις επαναλήψεις των καλοκαιρινών φεστιβαλικών των δυο ρηξικέλευθων νέων, στους οποίους ο Στάθης Λιβαθινός έχει αναθέσει την «Πειραματική», του «Στη μέση του δρόμου» του Πρόδρομου Τσινικόρη και του «Υπόθεση Φαρμακονήσι ή Το δίκαιο του νερού» του Ανέστη Αζά, με τις οποίες εγκαινιάστηκε.

Μια παράσταση της Γεωργίας Μαυραγάνη η οποία, εκτός απ’ τη σκηνοθεσία και τη μουσική επιμέλεια, συνυπέγραφε με την Ομάδα «Happy End» και τη σύνθεση και την επιμέλεια του κειμένου. Μια παράσταση devised theatre. Δεν έχω πολλά να πω. Δεν μπορώ, δηλαδή, να πω πολλά… Μόνον αυτό: βαθιά συγκίνηση. Αυτό που ένοιωσα. Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Κυρία Φραντζέσκα Αλεξάνδρου, την Κυρία Χρυσή Βιδαλάκη, την Κυρία Μάγδα Λέκκα, τον Κύριο Ηλία Κατέβα και τον Κύριο Δημήτρη Μπικηρόπουλο. Που, υποστηριγμένοι με σεβασμό απ’ τους άξιους έξι νέους ηθοποιούς της παράστασης, «εκτέθηκαν» και εξέθεσαν και μοιράστηκαν μαζί μας την αλήθεια τους.
Που ’ναι και δικιά μας αλήθεια. Χωρίς αυτούς παράσταση δε θα υπήρχε.
Είναι η δεύτερη φορά, μετά το προηγούμενό της, το αγρινιώτικο, για τους καπνεργάτες και τους καλλιεργητές καπνού, «Από πρώτο χέρι», που η Γεωργία Μαυραγάνη μου προσφέρει τόση συγκίνηση στο θέατρο. Της το χρωστάω.



Στο «Νέο Ρεξ», πάλι, το νεοαποκτηθέν απ’ το Εθνικό ισόγειο του «Ρεξ», πρόχειρα «αναστηλωμένο» -θέλει πολλή δουλειά ακόμα για να ’ρθει στα σύγκαλά του…-, είδα το «Μάγκντα Γκέμπελς» του Γιώργου Βέλτσου. Θεατρικά δύσκαμπτο κείμενο αλλά η Άντζελα Μπρούσκου που ανέλαβε τη σκηνοθεσία -συν τα σκηνικά, τα κοστούμια και την live camera- υπερασπίστηκε με ζέση το έργο ακολουθώντας, σωστά, κατά τη γνώμη μου, μια στιλιζαρισμένη γραμμή όπου ξεχώριζε στον επώνυμο ρόλο η –αγνώριστη- Παρθενόπη Μπουζούρη.



Μα από πού ψωνίζουν αυτές τις μετακλήσεις στην Λυρική; Απ’ τη λαϊκή; Είδα -την εντελώς πια ξενερωμένη απ’ το 1997 που την πρωτοανέβασε- «Μποέμ» της Λίνα Βερτμίλερ. Κι έβλεπα κι άκουγα τον μετακλημένο ιταλό τενόρο Ματέο Λίπι, τον Ροντόλφο της πρώτης, μάλιστα, διανομής, να παίζει -σκέτη λύπη...- και να τραγουδάει Πουτσίνι και σκεφτόμουνα: καλά, τι του λι(μ)πίστηκαν;


Τι ρέντα κι αυτή, φέτος το «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν! (Το ΊΜΠσεν που το αποπειράθηκε ο Μίνως Βολανάκης πριν από χρόνια, το ’94, όταν ανέβασε την «Κυρία από τη θάλασσα» στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας» για την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη, και -κακώς- το ξαναθυμήθηκαν φέτος, ας το ξεχάσουμε, λάθος είναι, οι Νορβηγοί Ibsen γράφουν αλλά ΊΨεν προφέρουν).
Ήδη ανέβηκε απ’ τον Δημήτρη Φοινίτση στην Λαμία για το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης, ήδη παίζεται εδώ, στο θεατράκι «Εκάτη» της Κυψέλης, σε σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά, ενώ ετοιμάζεται και στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής» απ’ τον Γιώργο Σκεύα με την Αμαλία Μουτούση στο ρόλο της Νόρας και τον Άρη Λεμπεσόπουλο ως Χέλμερ.



Αμ’ «Τα ψηλά βουνά», το παλαιότατο -1918- του Ζαχαρία Παπαντωνίου, το αγαπημένο και κάποτε κυνηγημένο ως «δημοτικίστικο» αναγνωστικό; Που το θυμήθηκαν και το ’καναν θέατρο -για παιδιά βέβαια; Ήδη παίζεται, φέτος, στο «Ακροπόλ» σε διασκευή για το θέατρο και σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου. Αλλά διαβάζω ότι ανεβαίνει προσεχώς και στην Λάρισα απ’ την Παιδική σκηνή του εντόπιου ΔΗΠΕΘΕ/Θεσσαλικό Θέατρο σε διασκευή και σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου. Και καπάκι, ανακοίνωση απ’ το «Νέο Θέατρο Θεσσαλονίκης» που αναγγέλλει ότι η Παιδική Σκηνή του θα παρουσιάσει «Τα ψηλά βουνά» -χωρίς να αναφέρονται ακόμα ονόματα διασκευαστή και σκηνοθέτη- την άνοιξη, στο εκεί «Ολύμπιον», με την προοπτική η παράσταση να πάει περιοδεία το καλοκαίρι και να επανέλθει στην Θεσσαλονίκη για τη σεζόν 2016/2017.
Πήραν τα βουνά, που λέει ο λόγος, οι Σκηνές μας για παιδιά…


Εφημερίδα των Συντακτών. Η εφημερίδα που γκρέμισε τον λουκισμό.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…