April 9, 2015

ΔΕ ΦΕΥΓΩ! ΔΕ ΦΕΥΓΩ! ΔΕ ΦΕΥΓΩ!


Το Τέταρτο Κουδούνι /9 Απριλίου 2015

Καλά ντε, καλά, το καταλάβαμε, μη φωνάζεις: «Δε φεύγω, δε φεύγω, δε φεύγω, που να σκάσετε» (έντονος ήχος παπουτσιού που χτυπάει στο πάτωμα).
Βάζει ο Σώτος τη στολή του και τη σκούφια την καλή του και... δηλώσεις, επιστολές, συνεντεύξεις, συνεντεύξεις Τύπου, ανακοινώσεις, μηνύματα, διαγγέλματα, διαβήματα, ενημερωτικά σημειώματα, απειλητικά σημειώματα, γνωστοποιήσεις, προειδοποιήσεις, non paper, λέει (έλα, Παναγία μου!!!), απαντήσεις, ανταπαντήσεις πέφτουν σαν το χαλάζι -όλο και πυκνώνουν, ένας βομβαρδισμός. Ο -ισόβιος, προφανώς, κατά πώς τη βλέπει...- καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και πολιτικά διωκόμενος (ως διορισμένος απ’ την κυβέρνηση Σαμαρά ή ως οπαδός του ΚΚΕ; Δεν έχω καταλάβει ακριβώς...) Σωτήρης Χατζάκης με κάθε τρόπο και πάση θυσία θέλει να δηλώσει πως δεν παραιτείται.
Στην αρχή το διασκέδαζα, πλάκα είχε, πέρναγα καλά -γέεελιο. Τώρα πια βαρέθηκα, όμως -λίγο προς κατάσταση υστερίας μού κάνει. Μήπως πρέπει να το κοιτάξει;


Τον Κώστα Νίτσο τίμησε η ΕΣΗΕΑ, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα εκατό της χρόνια, μέσα απ’ το Μορφωτικό της Ίδρυμα, με το μετάλλιο «Ξενοφών». Και με την εκδήλωση που του ’πρεπε -και που την επιμελήθηκαν η Φανή Πετραλιά κι ο Δημήτρης Γκιώνης.
Στον αδάμαστο, στον χαλκέντερο Κώστα Νίτσο, της Εθνικής Αντίστασης και της Δημοσιογραφίας (με κεφαλαίο το Δέλτα), που, με συμπαραστάτρια τη σύντροφό του, την Έφη Ροδίτη, δεν το βάζει κάτω με τίποτα, είναι αφιερωμένο και «Το Τέταρτο Κουδούνι». Όχι μόνο το σημερινό, με την αφορμή της εκδήλωσης -εσαεί είναι αφιερωμένο. Γιατί τον θεωρώ, μαζί με μερικούς άλλους, Δάσκαλό μου. Κι ας μη βρέθηκα ποτέ κοντά του στη δουλειά. Η δεύτερη σελίδα του στα «Νέα», το «Θέατρό» του -πολύτιμο φυλαχτό-, οι «Αστερίσκοι» του, οι λίγες αλλά ανεκτίμητες εκδόσεις του ήταν τα μαθήματα που μου ’κανε. Έμαθα πως υπάρχει μια δημοσιογραφία θαρραλέα, που δε φοβάται να λέει την αλήθεια. Την αλήθεια, τουλάχιστον, που πιστεύει πως είναι η αλήθεια. Προσπάθησα να τα εφαρμόσω αυτά τα μαθήματα. Κατά τα άλλα, όλοι προς κρίσιν είμαστε.



Είδα, το περασμένο Σάββατο, «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή -που, δεν ξέρω γιατί, αλλά όσο περνάει ο καιρός τόσο λιγότερο το αγαπάω...- το οποίο έφερε ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου, δραματοποιημένο απ’ τον Σάββα Κυριακίδη και σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, στο Δημοτικό του Πειραιά. Άνιση, κατά τη γνώμη μου, παράσταση, με καλές και λιγότερο καλές στιγμές, με μερικές καλές -όπως της Στέλας Φυρογένη ή της Νιόβης Χαραλάμπους- αλλά και αρκετές αδύναμες ερμηνείες.
Αλλά όλα τα σβησε η Αννίτα Σαντοριναίου. Η κυρά-Εκάβη της είχε τα πάντα: βάθος, συγκίνηση, χιούμορ απολαυστικό, εξυπνάδα, καπατσοσύνη, πονηριά, κατινιά, στοχασιά, τρυφερότητα, στοργή, πόνο, απελπισία, απόγνωση, αλήθεια, κίνηση μελετημένη, κατακτημένη, που από μόνη της καθόριζε το χαρακτήρα, προσοχή στη λεπτομέρεια, μια εκρηκτική ενέργεια... Τι γκάμα! Τι ΗΘΟΠΟΙΟΣ! Αφοπλιστική!

Επαναλαμβάνομαι μερικές φορές αλλά σε μια τέτοια ηθοποιό, όσες -λίγες- φορές έχω την τύχη να τη βλέπω, υποκλίνομαι. Κι όταν, κατόπιν, έμαθα, πως, επιπλέον, ήταν άρρωστη από ίωση, με φωνή κλεισμένη και πως ερχόταν από νοσοκομείο όπου είχε κάνει ένεση κορτιζόνης για να βγάλει πέρα ΔΥΟ παραστάσεις -στις τρεις και στις εννιά-, διάρκειας (η καθεμιά, ε;)- τριών ωρών και σαρανταπέντε λεπτών, με σχεδόν διαρκή την παρουσία της στη σκηνή, ε, τότε ένοιωσα δέος.



Πώς και πώς τον περιμένω τον «Βυσσινόκηπο» του Νίκου Καραθάνου στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών». Και ξαφνικά βλέπω την αφίσα της παράστασης. Με τη(ο)ν γκαστρωμένη Μίκι Μάους κι αρχίζω ν’ ανησυχώ. Κι έρχεται απανωτά και το δελτίο Τύπου και διαβάζω: «[...] Τι ρόλο παίζουν 3 Μίκυ Μάους και ένας ελέφαντας στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, θα το ανακαλύψουμε στην παράσταση...». Κι ανησυχώ ακόμα περισσότερο. Πώς να δέσω στο -κάποιας ηλικίας πια- μυαλό μου Μίκι Μάους και Τσέχοφ; Δε φαντάζομαι τον Νίκο Καραθάνο της «Γκόλφως» και του «Δεκαήμερου» να τον έπιασε καμιά οξεία μεταμοντερνίτιδα/μεταδραματικίτιδα... Θέλω να ελπίζω πως όχι και πως η παράσταση θα μου βουλώσει το στόμα. Οψόμεθα εις Φιλίππους.




Μια βδομάδα στην Θεσσαλονίκη δεν είδα μόνο κινηματογράφο -στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Έδωσα λίγο τόπο και για θέατρο. Σε τέσσερις παραστάσεις κατάφερα να πάω.

Είδα έναν ατυχέστατο, κατά τη γνώμη μου, μολιερικό «Δον Ζουάν» στο ΚΘΒΕ -ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, ένας σκηνοθέτης που εκτιμώ, έδεσε κόμπο μια εκδοχή περί λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας του Δον Ζουάν και του ’δωσε και κατάλαβε -τη λανθάνουσα την έκανε ολοφάνερη κι όλοι να σειούνται και να λυγιούνται επί σκηνής... Δε με έπεισε.
Είδα μια επίσης ατυχέστατη διασκευή -μουτζούρα- της «Λυσιστράτης» με τον τίτλο «Λυσιστράτη. Μια δολιοφθορά» σε κείμενο και διασκευή Θωμά Βελισσάρη, που ναι, πάντως, καλός ηθοποιός, στο θέατρο «Εταιρότητα» -Χριστούλη μου, κάτι τέτοια υπόγεια με τρομάζουν πια...
Είδα την «Βασίλισσα της ομορφιάς» του Μάρτιν ΜακΝτόνα απ’ την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», στο Δημοτικό της Καλαμαριάς -αυτό, ναι, είναι ωραίο θεατράκι-, σε σκηνοθεσία της Χριστίνας Χατζηβασιλέιου μ’ ενδιαφέρουσα γραμμή και με ακόμη πιο ενδιαφέρουσα την ερμηνεία της Έφης Σταμούλη -αγνώριστη!- 
αλλά με αδυναμίες και άδετη την υπόλοιπη διανομή.
Είδα και στο καινούργιο -και ευέλικτο και καλόγουστο- «Black Box» το καινούργιο έργο του Θανάση Τριαρίδη «Zyklon ή Το πεπρωμένο». Στην ίδια θεματική με το πολύ καλό «Μένγκελέ» του αλλά κάπως θολό, σε μια εξαιρετική, «σκοτεινή» σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκευόπουλου, όπου η Ιωάννα Παγιατάκη, κυρίως, αλλά κι ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς δίνουν ρέστα 
-η παράσταση έρχεται και στην Αθήνα, στο «Αλκμήνη», όπου μπορείτε να το διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι.



Τι μπορεί κανείς να δει στις μοντέρνες παραστάσεις... Όπως του Γιάννη Κακλέα. Έως και την Μάνα -η Εβελίνα Παπούλια- στον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα με σέξι εσώρουχα -πρώτα κομπινεζόν, μετά σουτιέν-βρακί. Σε μετάφραση, πάντως, Νίκου Γκάτσου. 


Μέρες Φεστιβάλ Μουσικού Θεάτρου Βόλου, που οργάνωνε ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος θυμήθηκα -ο Βόλος, που άνθισε πολιτιστικά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, μαραζώνει, με το ηλικίας μόλις 26 ετών Δημοτικό Θέατρό του εγκαταλειμμένο, κοντά στην κατάρρευση, με ανύπαρκτο το ΔΗΠΕΘΕ του, αφανισμένη τη Συμφωνική Ορχήστρα που τόλμησε κάποτε να συγκροτήσει, με προ πολλού τελειωμένο το φεστιβάλ αυτό...-, βλέποντας στο Μέγαρo Μουσικής, στη Σειρά «Γέφυρες», τους τρεις υπέροχους κλόουν της «Compagnia 2+1» στο θέαμά τους «La Porta».
Καθόλου τυχαίο μια και τις «Γέφυρες» διευθύνει αυτός ο ίδιος ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος που ανάλογα θεάματα έφερνε τότε στον Βόλο.
Αλλά τι κακός προγραμματισμός! Δυο παραστάσεις των κλόουν που θα ξετρέλαιναν τα παιδιά κι οι δυο στις οκτώμισι το βράδι, όταν τα παιδιά πάνε για ύπνο. Δεν είναι τυχαίο που στη δεύτερη, τουλάχιστον, παράσταση -αυτή που δα- η Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» ήταν μισοάδεια... Κρίμα.




Στο Μέγαρο, όμως, είδα, στη σειρά των ζωντανών μεταδόσεων απ’ το Λονδίνο «National Theatre Live» -μαγνητοσκοπημένη, πάντως, αυτή τη φορά-, και μια παραγωγή του «Young Vic»: «Ψηλά απ’ τη γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ σε σκηνοθεσία του Βέλγου Ίβο βαν Χόβε -έχουμε δει ήδη δουλειά του, με το «Τονίλγκρούπ» του, απ’ το Άμστερνταμ, στην «Στέγη», το 2011, στις «Σκηνές από ένα γάμο» του Μπέργκμαν. 
Ο βαν Χόβε, με την άκρως λιτή, γυμνή σκηνοθεσία του, χωρίς μοντερνιές, εμφύσησε πνοή στο έργο, εξάλειψε τις ρυτίδες του και του προσέδωσε μια εκρηκτική ενέργεια. Που υποστηριζόταν συγκλονιστικά απ’ τον Μαρκ Στρονγκ-Έντι Καρμπόν αλλά κι απ’ την υπόλοιπη διανομή. Μια καταπληκτική παράσταση, νομίζω η καλύτερη που ’χω δει στις μεταδόσεις αυτές. Εκείνος ο καταιονισμός με αίμα των συμπλεκομένων σωμάτων των ηρώων, ο οποίος κλείνει κυκλικά την παράσταση -η οποία ανοίγει με ντους που κάνουν ο Έντι κι ο φίλος του ο Λούις, μετά τη δουλειά τους στο λιμάνι-, μου καρφώθηκε στο μυαλό.



«Την απόσυρση από την αγορά υποδημάτων που έχουν στο πέλμα τους το σχήμα του Τίμιου Σταυρού» ζητάει με ανακοίνωσή της η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος» διάβασα. Εδώ ο κόσμος χάνεται κι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος χτενίζεται... Άντε, κι είναι Μεγάλη Βδομάδα.




«Τώρα κατάλαβα πώς νοιώθουν οι αθλητές που ανεβαίνουν στο βάθρο όταν ακούνε τον Εθνικό Ύμνο της χώρας τους» είπε συγκινημένη η Γκάγκα Ρόσιτς στην εκδήλωση που έγινε στην πρεσβεία της Σερβίας, παρουσία ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, για να της απονείμει ο απεσταλμένος του προέδρου της Δημοκρατίας της Σερβίας Τόμισλαβ Νίκολιτς, εκ μέρους του, τιμητική διάκριση για «την εξαιρετική προσφορά της στα κοινά και στο χώρο του πολιτισμού». Μόνο που η συγκίνησή της ήταν διπλή: διότι είχε τη χαρά ν’ ακούσει δυο Εθνικούς Ύμνους. Εκτός απ’ τον Εθνικό Ύμνο της Σερβίας ακούστηκε κι ο ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Δικαίως. Διότι η Γκάγκα Ρόσιτς έχει την ευτυχία να ’χει δυο πατρίδες: την Σερβία και την Ελλάδα. Που τις έχει υπηρετήσει με πίστη και τις έχει τιμήσει και τις δυο. Και που τις έφερε πιο κοντά τη μια στην άλλη μέσα απ’ τον πολιτισμό. Εδώ και αρκετές δεκαετίες, πέρα από τα τρία προσωπικά βιβλία της, πάνω από 60 είναι τα μυθιστορήματα, οι ποιητικές συλλογές αλλά και τα θεατρικά έργα που ’χει μεταφράσει απ’ τα ελληνικά στα σερβικά και απ’ τα σερβικά στα ελληνικά -γνωρίζοντάς μας σέρβους συγγραφείς αγνώστους μας- ενώ έχει συνεργαστεί στενά με σκηνοθέτες από χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που ανέβασαν παραστάσεις στην Ελλάδα -Μπράνισλαβ Λέτσιτς, Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, Σλόμπονταν Ουνκόφσκι-, έχει μεταφράσει στίχους, έχει διοργανώσει εκθέσεις, και... και... Όσοι ήμασταν εκεί και τα θυμηθήκαμε ολ’ αυτά, επίσης συγκινηθήκαμε. Διπλά κι εμείς.



Θα τα ξαναπούμε μέσα απ’ «Το Τέταρτο Κουδούνι» στις 30 Απριλίου. Παίρνω των ομματιών μου, να γλυτώσω κι από άλλα διαγγέλματα Χατζάκη. Προς το παρόν, Καλή Ανάσταση!

No comments:

Post a Comment