April 6, 2015

Η «Κόλαση» του Δάντη είναι από σκουπίδια


17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης / Β

Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και Part II. Συνεχίζω και κλείνω τις εντυπώσεις μου κάπως καθυστερημένα γιατί το συγκεκριμένο κομμάτι -πάνω από 1500 λέξεις- το έχασα -τύχη κακή...- στο άτιμο αυτό μηχάνημα και το ξανάγραψα -είχα το πείσμα να το ξανακάνω.


Πέμπτη 19 Μαρτίου, μεσημεριανή προβολή και «Καπιταλισμός-Η μυστική μας συνταγή» του Αλεξάντρου Σόλομον (Ρουμανία/Γαλία/Βέλγιο, 2010, «Αφιερώματα»). Μία από τις πέντε ταινίες του αφιερώματος στον ρουμάνο ντοκιμαντερίστα, που εδώ, με σαρκαστικό χιούμορ, χρησιμοποιεί ένα έξυπνο εύρημα για να καταγγείλει την διαφθορά που ροκάνιζε και συνεχίζει να ροκανίζει τον τόπο του και μετά την ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος: καλεί υποθετικά τον Νικολάε Τσαουσέσκου, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης είκοσι χρόνων (1990) από την εκτέλεσή του μαζί με τη γυναίκα του, να συγκρίνει την παρούσα κατάσταση με εκείνη στην οποία άφησε την Ρουμανία. Έκπληκτος, ο Τσαουσέσκου θα ανακαλύψει ότι άνθρωποι του περιβάλλοντός του και στυλοβάτες του κομμουνιστικού κράτους -ανάμεσά τους στελέχη της διαβόητης Σεκουριτάτε (της Κρατικής Ασφάλειας), που το άρμεγαν από τότε, είναι εκείνοι που έκτισαν στη «νέα» Ρουμανία τον καπιταλισμό -επιχειρηματίες, ανώτατα στελέχη, κίτρινοι καναλάρχες...- έχοντας μεγιστοποιήσει τα κέρδη τους και εξελιχθεί σε πολυεκατομμυριούχους ή και δισεκατομμυριούχους. Μερικοί από αυτούς απερίφραστα μιλούν στην κάμερα για τα «success stories» τους. Αν και η εικόνα του Σόλομον μιλάει από μόνη της... Με πικρά σατιρική διάθεση. Ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ.
Στο μικρού μήκους «Fragile» (Ελλάδα, 2014, «Ελληνικό Πανόραμα») η Μαρία Λεωνίδα παρακολουθεί στο μουσείο της Νικόπολης το αμπαλάρισμα ενός αγάλματος της Αθηνάς που πρόκειται να μεταφερθεί στην Ιταλία για μία έκθεση. Το αφελές έως παιδαριώδες κείμενο ενός εσωτερικού «διαλόγου» μεταξύ σκηνοθέτριας και αγάλματος αποδυναμώνει εντελώς το αποτέλεσμα.


Στο ίδιο πρόγραμμα, η «Χαλκηδόνα» του Γρηγόρη Οικονομίδη (Ελλάδα, 2014, «Ελληνικό Πανόραμα»): μία ανίχνευση στο σημερινό Καντίκιοϊ, το βασικό προάστιο της Κωνσταντινούπολης στην ασιατική όχθη του Βοσπόρου, που η ιστορία του ξεκινάει από τον 7ο αιώνα π.Χ. -η Χαλκηδών, ελληνική αποικία των Μεγαρέων-, με άξονα τους ρωμιούς κατοίκους του, χιλιάδες κάποτε, που κατέληξαν, όπως και σε όλη την Istanbul, μια χούφτα. Οι συνεντεύξεις τους, οι αναμνήσεις τους -αλλά και Τούρκων- , το Μόδι, η εκκλησία της Αγίας Ευφημίας, η ταβέρνα «του Κώτσου» και τα γλυκά του ζαχαροπλαστείου «Baylan» που είναι ακόμα σε ρωμέικα χέρια, το εγκαταλειμένο, μια και οι μαθητές στέρεψαν, ελληνικό σχολείο που πρόσφατα άνοιξε και πάλι, ως ιδιωτικό πια, η παλιά δασκάλα και το κοριτσάκι -η μόνη με ελληνικό αίμα σήμερα στο σχολείο- που τρέχει στις σκάλες του, αυτή η ανεπαίσθητη μελαγχολία που πλανάται προξενούν μία βαθιά συγκίνηση εξουδετερώντας τις όποιες σκηνοθετικές απειρίες. 

Στην Ενότητα «Πορτρέτα: Ανθρώπινες Διαδρομές» και το επόμενο δίπτυχο -πολύ καλά, καθόλου τυχαία συναρμοσμένα, τα δίπτυχα του προγράμματος. Στο «La Vida Pura» (Ελλάδα, 2015) ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης παρακολουθεί, χωρίς ιδιαίτερες κινηματογραφικές απαιτήσεις, τον Τζόνι, έναν 25χρονο βαρκελονέζο, όχι εξαιρετικής ευφυίας, όχι ιδιαίτερης καλλονής, που δουλεύει ως «ηθοποιός» στη βιομηχανία του πορνό, αντιμετωπίζοντας εντελώς φυσιολογικά την απασχόλησή του, σαν ένα κομμάτι μιας «καθαρής ζωής», μαζί με το πρωινό του ξύπνημα, το μεσημεριανό του, την «κανονική» δουλειά του, τις συναντήσεις με τη μητέρα του, τον αδελφό του, φίλους του, τη βόλτα με το σκύλο του... Ενώ ως λάιτ μοτίφ επανέρχεται το -ένα ακόμα- τατουάζ που χτυπάει στο διάστικτο σώμα του και που ακριβώς είναι οι λέξεις «pure life» -«καθαρή ζωή». Οι εξαιρετικά τολμηρές σκηνές -ειδικά σε ένα σεξουαλικό παιχνίδι αφέντη-δούλου όπου ο Τζόνι δέχεται να παίξει μπροστά στην κάμερα κρατώντας το «ρόλο» του «αφέντη»-, ενταγμένες στη λογική της «καθαρής ζωής» δεν σοκάρουν. Ένα καθαρό δείγμα queer cinema.
«Ο Ούλριχ Ζάιντλ επί το έργον» του Κόνσταντιν Βουλφ (Αυστρία/Γερμανία/Ελβετία, 2014) είναι ένα πορτρέτο του αυστριακού σκηνοθέτη. Γυρίσματα του ντοκιμαντέρ του «Στο υπόγειο», δοκιμές σε μία θεατρική δουλειά που ετοιμάζει, αποσπάσματα από προηγούμενες ταινίες του και συνεντεύξεις με τον ίδιο -ένας, αναμφίβολα, δεν το αρνούμαι, ευφυής, ενδιαφέρων άνθρωπος- απαρτίζουν την ταινία. Αλλά τα επί της σκηνής και επί της οθόνης δρώμενά του, βουτηγμένα στον πιο κιτς μεταμοντερνισμό, τα βρήκα απωθητικά. Λυπάμαι, μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δεν θα πάρω. 


Παρασκευή 20 Μαρτίου -μόνος πια, ο φίλος μου έφυγε- και «Είμαι οι ΦΕΜΕΝ» του Αλέν Μαργκό (Ελβετία, 2014, «Ανθρώπινα Δικαιώματα»). Διαμαρτύρονται με φεμινιστικούς στόχους ενάντια στον σεξοτουρισμό, σε θρησκευτικούς δεσμούς, στην ομοφοβία, σε κοινωνικές και πολιτικές αδικίες, τρύπωσαν, για να διαμαρτυρηθούν, στην Λευκορωσία -στο Μινσκ-, διαμαρτυρήθηκαν, με αφορμή το EURO του 2012 που οργανώθηκε στο Κίεβο, μέσα στο στάδιο διεξαγωγής των αγώνων... Είναι η ομάδα «FEMEN» που συγκρότησαν το 2008 νεαρές Ουκρανές και που εξελίχθηκε σε κίνημα. Ένας ακτιβισμός ιδιότυπος: βυζάκια έξω λοιπόν, λουλουδένια στεφάνια στα μαλλιά και hit-and-run δημόσιες διαμαρτυρίες. Συλλήψεις, κρατήσεις και από το 2013 οι επικεφαλής της ομάδας θεώρησαν πιο ασφαλές να εγκατασταθούν στο Παρίσι. 
Ανάμεσά τους η Οξάνα -Κσούσα- Σάτσκο. Στο κορίτσι αυτό επικεντρώνει το ντοκιμαντέρ του για τις FEMEN ο Αλέν Μαργκό. Φρεσκάδα νεανική, τόλμη, καίριοι στόχοι αλλά αυτός ο α λα Τσιτσολίνα «sextremism» δεν με έπεισε -πέρα από τις υποψίες για το τι κρύβεται πίσω τους, μία έντονη εντύπωση επιπολαιότητας και ακόρεστης δίψας για δημοσιότητα απεκόμισα... Όσο για το -καλοφτιαγμένο- ντοκιμαντέρ, την αίσθηση τρέιλερ προσωπικής promotion της Κσούσα μού δημιούργησε. Ξεκινώντας από τον τίτλο του: «Είμαι η ΦΕΜΕΝ».


Σάββατο 21 Μαρτίου. Άξονας του δίπτυχου της Ενότητας «Ελληνικό Πανόραμα» που θα δω, Έλληνες της Διασποράς με κοινά χαρακτηριστικά. Ο 77χρονος σήμερα, δεύτερης γενιάς Ελληνοαμερικανός Νταν Γεοργκακάς (Γεωργακάς), ποιητής, συγγραφέας, ιστορικός, κριτικός κινηματογράφου και, πάνω απ’ όλα, ακτιβιστής της Αριστεράς -ναι, το είδος απαντάται στις ΗΠΑ, αν και σπανίζει...-, που ξεκίνησε από τον αναρχισμό για να παραμείνει ένας συνεπής μαρξιστής, μεγαλωμένος στο βιομηχανικό Ντιτρόιτ, στην ελληνική γειτονιά, πλάι στη γειτονιά των ανεπιθύμητων μαύρων -δεν τους ήθελαν τους Έλληνες στις γειτονιές των λευκών, κάτι μου θυμίζει αυτό...- αγωνίστηκε ενάντια στο ρατσισμό, ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, ενάντια στην ελληνική χούντα και έγραψε βιβλία όχι για «επιτυχημένους», λεφτάδες Ελληνοαμερικανούς αλλά για τους Έλληνες της αμερικάνικης εργατικής τάξης, τους αγώνες τους και τις κατακτήσεις τους. Χωρίς να στεγνώσει μέσα στον ακτιβισμό: ο κινηματογράφος παρέμεινε η μεγάλη του αγάπη και από το περιοδικό «Cineaste» πρόβαλε και υπερασπίστηκε -και συνεχίζει να το κάνει- ταινίες μακράν της χολιγουντιανής νοοτροπίας και των γούστων του μέσου Αμερικανού. Στο ντοκιμαντέρ «Dan Georgakas-Επαναστάτης της Διασποράς» (Ελλάδα, 2015) ο Κώστας Βάκκας παρουσιάζει γλαφυρά το πορτρέτο του μέσα από μαρτυρίες, αρχειακό υλικό και μία συνέντευξή του με τον ελληνοαμερικανό συγγραφέα ο οποίος πόρρω απέχει από το success story τύπου Spyro Agnew... Αν σ’ αυτά προσθέσετε την εικόνα του -ένας γλυκύτατος, μακράν κάθε επιθετικότητας άνθρωπος, ήρεμος, ήμερος, προσηνής, σύζυγος τρυφερός...- ο Νταν Γκεοργκακάς, χάρη στην ταινία αυτή, θα σας κατακτήσει.
Οι αριστερές θέσεις και ο αγώνας κατά της ελληνικής χούντας είναι τα στοιχεία που συνδέουν τον πρωταγωνιστή του δεύτερου ντοκιμαντέρ του δίπτυχου -«Παράδοξη πατρίδα» του Νίκου Ασλανίδη (Ελλάδα, 2014)- με αυτόν του πρώτου: ο -ποντιακής καταγωγής- Στάθης Χαϊτίδης ήταν οκτώ ετών το 1944 όταν γλύτωσε, μαζί με τον πατέρα του, από το ολοκαύτωμα του χωριού του Πύργοι (Κατράνιτσα) Εορδαίας του νομού Κοζάνης -τα Καλάβρυτα και το Δίστομο δεν είναι τα μοναδικά ολοκαυτώματα την περίοδο της Κατοχής... Τα γερμανικά στρατεύματα έκαψαν ζωντανούς -τα θύματα ήταν γύρω στα 350 συνολικά- τη μάνα, τα τέσσερα αδέλφια του, ηλικίας ενάμιση έως δέκα χρόνων, τη γιαγιά και τη θεία του -επτά συνολικά μέλη της οικογένειάς του. Το 1947, οι Έλληνες πια, μέσω ενός στρατοδικείου του Εμφύλιου, εκτέλεσαν ως κομμουνιστή και τον πατέρα του που τελευταία επιθυμία του ήταν ο γιος του να σπουδάσει. Ο Στάθης, που τον μεγάλωσαν κάποιοι συγγενείς του, τη σεβάστηκε. Αγωνίστηκε να φύγει στο εξωτερικό για σπουδές. Τεράστια η περιπέτεια για να μπορέσει να πάρει διαβατήριο γιος εκτελεσμένου κομμουνιστή μεσούσης της δεκαετίας του ’50... Δεξιοί συγγενείς μεσολάβησαν και τελικά τα κατάφερε. Και βρέθηκε στην Γερμανία. Στη χώρα που οι στρατιώτες της, πριν από κάπου δέκα χρόνια, είχαν εξολοθρεύσει τους ανθρώπους του. Σπούδασε οδοντιατρική, βγήκε στο επάγγελμα, ζήτησε -σ’ αυτή την ίδια Γερμανία- πολιτικό άσυλο ως αγωνιστής ενάντια στο καθεστώς των συνταγματαρχών, το πήρε -«η παράδοξη πατρίδα»...-, παντρεύτηκε μία ελληνίδα, πέτυχε στη ζωή του, έκανε πέντε παιδιά -όλα τακτοποιημένα σήμερα-, όσα έκαναν και οι γονείς του, και σήμερα, ογδοντάρης πια, δείχνει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Που δεν ξεχνάει, όμως, βέβαια το παρελθόν. Δεν μπορεί να το ξεχάσει. Ο σκηνοθέτης Νίκος Ασλανίδης, μέσα από συνεντεύξεις συγγενών και φίλων, μέσα από αρχεία και σημερινές λήψεις, όταν στους Πύργους, στην επέτειο του Ολοκαυτώματος, γίνεται προσκλητήριο νεκρών, και μέσα από συνεντεύξεις με τον ίδιο τον Στάθη Χαϊτίδη παρουσιάζει την ιστορία του. Η φωνή του θαλερού γέροντα μία μόνο στιγμή ραγίζει. Και αυτή ακριβώς η «στεγνή», χωρίς δάκρυα αφήγηση είναι που μεγιστοποιεί την ήδη μεγάλη συγκίνηση μπροστά στην οποία παραβλέπεις τις όποιες σκηνοθετικές απειρίες. Κατανόησα πολύ καλά γιατί οι θεατές χάρισαν στο ντοκιμαντέρ αυτό το Βραβείο Κοινού Fischer 2015 για Ελληνική Παραγωγή Άνω των 45΄. Όχι για τις κινηματογραφικές αρετές της.
Ήταν μία από τις δύο πιο σοκαριστικές στιγμές μου στο Φεστιβάλ: «Κάτι καλύτερο θα έρθει» (Δανία/Πολονία, 2014, «Κοινωνία») της Χάνα Πόλακ. Η πολονέζα σκηνοθέτρια παρακολούθησε με την κάμερά της υπομονετικά, α λα Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ στο «Μεγαλώνοντας», περιοδικά, επί δεκατέσσερα χρόνια, από τα έντεκα μέχρι τα εικοσιπέντε της, στη «νέα» Ροσία του Πούτιν και του Μεντβέντεφ, τη μοσχοβίτισσα Γιούλα. Μόνο που η Γιούλα μεγάλωσε κάπως «διαφορετικά»: στην Σβάλκα, έναν αχανή σκουπιδότοπο. Με τη μάνα της κι άλλους άστεγους που βρήκαν εκεί, μέσα στη βρόμα -σε απόσταση είκοσι μόλις χιλιομέτρων από το Κρεμλίνο- καταφύγιο. Τραγικές, ανατριχιαστικές, φρικιαστικές οι συνθήκες, δαντικές οι εικόνες, που μπροστά τους ο Γκόρκι τού «Στο βυθό» ωχριά...: οι σκουπιδιάρες να ξερνούν τόνους σκουπιδιών, να τα απλώνουν με τα σαγόνια τους, οι άνθρωποι του σκουπιδότοπου σαν ζόμπι να τα σκάβουν με τα χέρια ψάχνοντας μήπως κάτι βρουν για να το πουλήσουν, τροφές ληγμένες και αποφάγια από τα οποία τρέφονται, ζύμες ξυνισμένες που τις τηγανίζουν και κάνουν πιτάκια, χιόνι, κρύο, παγωνιά, να χτίζουν, όπως-όπως, με χαρτόνια κάτι σαν παράγκες, να πλένονται με βρομόνερα, να ξεδιψούν με βρομόνερα, πού και πού και κανένα πτώμα ανάμεσα στα σκουπίδια... Η σκηνή, νύχτα Πρωτοχρονιάς, με τους ταπεινούς και καταφρονεμένους στριμωγμένους μέσα στη χαρτοπαράγκα, να ακούν από ένα σαραβαλιασμένο τρανζιστοράκι το διάγγελμα του -προέδρου πια- Μεντβέντεφ που εύχεται σε όλους τους πολίτες «ένα ζεστό σπιτικό με ανέσεις» είναι το άκρον άωτον του σαρκασμού.

Εκεί, στην Σβάλκα, η Γιούλα, αυτά τα χρόνια, έπαιξε, εκεί τσακώθηκε, εκεί άλλαξε χρώμα στα μαλλιά της, έβαψε τα μάτια της, έβαψε τα νύχια της, εκεί έμαθε να πίνει από το μπουκάλι βότκες-μπόμπες φλερτάροντας με τον αλκοολισμό που είχε ήδη κατακτήσει τη μάνα της, εκεί ερωτεύτηκε (;), εκεί ονειρεύεται κάποτε να βρεθεί εκτός, εκεί πρωτόκανε έρωτα, εκεί θα βρεθεί στα δεκάξι της έγκυος... Θα καταφύγουν με τη μάνα στο σπίτι του αλκοολικού παππού, εκείνος θα τις διώξει, θα γεννήσει το παιδί της σε ένα νοσοκομείο, θα το παρατήσει εκεί... Στην επόμενη σεκάνς, όμως, θα έχει βρει δουλειά σε ένα σιδηρουργείο και στη συνέχεια -το όμορφο, κορίτσι με τα γαλάζια μάτια είναι πια μία υπέρβαρη- θα έχει ένα μικρό διαμέρισμα για να ζήσει εκεί με τη μάνα της, θα έχει και έναν καινούργιο σύντροφο που στο τέλος της ταινίας τον βλέπουμε να στολίζει το σπίτι για να την υποδεχτεί όταν γυρίσει από το μαιευτήριο με το παιδί τους -το δεύτερο της παιδί που δεν έχει πια λόγους να το εγκαταλείψει. Επομένως, κάτι καλύτερο (;) θα έχει έρθει. Οι σκηνές του χάπι εντ δεν με έπεισαν, κατόπιν σκέφτηκα πως και άλλες σκηνές μπορεί να ήταν στημένες αλλά καμία σκέψη δεν μπορεί να απαλείψει τη φρίκη από τις εικόνες της ζωής στο σκουπιδότοπο. 


Κυριακή 22 Μαρτίου και αποχαιρετώ το Φεστιβάλ με ένα ακόμα δίπτυχο -της Ενότητας «Περιβάλλον».
Στο μικρού μήκους «Κομορεμπιτάτσι» (στα γιαπονέζικα σημαίνει «Το φως του ήλιου μας») της Σοφί Περιέ και του Μασανόρι Ομόρι (Ελβετία/Ιαπονία, 2014) οι δύο συν-σκηνοθέτες χειρίζονται με την ποίηση που του πρέπει αλλά κάπως άχρωμα και χαλαρά το θέμα τους: σε μία περιοχή της Ιαπονίας με ισχυρή σιντοϊστική παράδοση που δίνει έμφαση στην αρμονία του ανθρώπου με τη φύση, ένας ξυλοκόπος κόβει στο δάσος ένα δέντρο ζητώντας τη συγγνώμη του ενώ χωρικοί τελετουργικά φυτεύουν ένα καινούργιο για να αποκαταστήσουν την ισορροπία στη φύση. Η αντιμετώπιση των δέντρων ως εμβίων όντων είναι μία απάντηση αβίαστη στους σημερινούς οικολόγους που πιέζουν τα πράγματα. Εξαίρετη η φωτογραφία του Ομόρι με τις ακτίνες του ήλιου να διαπερνούν το δάσος.

Μία θεώρηση του περιβάλλοντος από την απέναντι πλευρά είναι «Το κυνήγι του γερακιού» του Μαζιγιάρ Μοστάγ Γκοχαρί (Ιράν/Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, 2014). Έξω από ένα ψαροχώρι του Ιράν, σε περιοχή ερημική, άντρες παγιδεύουν αρουραίους που θα χρησιμοποιηθούν ως δολώματα για την αιχμαλωσία γερακιών. Τα γεράκια αυτά θα περάσουν από μία σκληρή εκπαίδευση, με δολώματα μικρότερα πουλιά, για να μπορούν να μετάσχουν σε διαγωνισμούς -με τηλεκατευθυνόμενα αεροπλανάκια που σέρνουν το πουλί-δόλωμα- γερακιών τα οποία ανήκουν, πλέον, σε πλούσιους Άραβες που καμαρωτοί και επηρμένοι, πριν μπουν στις αστραφτερές τζιπάρες τους, παραλαμβάνουν τα σχετικά έπαθλα-παρακολουθούμε έναν τέτοιο αγώνα στο Αμπού Ντάμπι. Το αποτρόπαιο του θεάματος -αυτό μου έμεινε περισσότερο από την υπομονή των κυνηγών και των εκπαιδευτών...-, με τα αιχμάλωτα περήφανα γεράκια να περνούν του λιναριού τα πάθη -πραγματικά βασανιστήρια, τους ράβουν τα βλέφαρα, τους κόβουν φτερά και τα τροποποιούν, χειρουργικές επεμβάσεις...- παρουσιάζεται, χωρισμένο σε κεφάλαια που οι τίτλοι τους συνοδεύονται από εύγλωττους στίχους, σιωπηλά, χωρίς σχόλιο. Οι μελαγχολικές, όμως, εικόνες του Γκοχαρί, με προσεκτικά σχεδιασμένο δεύτερο επίπεδο, μιλούν από μόνες τους. Μία εξαιρετική ταινία.

Δεν ήταν πολλές οι εξαιρετικές που είδα. Είδα όμως πολλές ενδιαφέρουσες, έστω και αν ο βασικός προορισμός τους ήταν η τηλεόραση και όχι ο κινηματογράφος. Και έζησα μερικές δυνατές έως σοκαριστικές στιγμές. Το ταξίδι -17 προβολές με 22 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους-, άξιζε τον κόπο.

Αίθουσες «Ολύμπιον» / «Παύλος Ζάννας» / «Τώνια Μαρκετάκη» / «Φρίντα Λιάππα» / «Τζων Κασσαβέτης» / «Σταύρος Τορνές», 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 19, 20, 21, 22 Μαρτίου 2015.

No comments:

Post a Comment