January 10, 2015

Οι προλετάριοι δεν λένε «σ’ αγαπώ»... ή Το χαστούκι που δεν πόνεσε



Το έργο. Αντρέας Ζαβότσκι. Γνωστός με το ψευδώνυμο Λίλιομ. Δουλεύει σε ένα λούνα παρκ σε προάστιο της Βουδαπέστης -στα «αλογάκια» της Μαντάμ Μουσκάτ, κάτι σαν κράχτης, κάτι σαν μπράβος. Και παράλληλα της προσφέρει τις ερωτικές υπηρεσίες του. Γόης για τα «δουλάκια» που έρχονται στο λούνα παρκ στα ρεπό τους, ασκείται ανελλιπώς και στο καμάκι. Τσαμπουκάς, βίαιος, απρόβλεπτος, άσωτος, χαρτοπαίχτης, ευεπίφορος στην παραβατικότητα -το ψευδώνυμό του, άλλωστε, το Λίλιομ, «λουλούδι», «μάρκα», «μούρη», «μούτρο» σημαίνει στην ουγγαρέζική αργκό. Όταν θα κάνει καμάκι, όμως, στην Τζούλια, άλλο ένα «δουλάκι», εκείνη θα τον ερωτευτεί κεραυνοβόλα. Άνευ όρων. Και εκείνος, χωρίς πολλά λόγια -«σ’ αγαπώ», «μ’ αγαπάς», δεν τα λένε αυτά οι προλετάριοι, δεν τους το επιτρέπει η τάξη τους-, θα την παντρευτεί εγκαταλείποντας το λούνα παρκ και την Μαντάμ Μουσκάτ.
Άνεργος, λίγο τεμπέλης, χωρίς να πολυψάχνει για δουλειά, άνεργη και η Τζούλια, φιλοξενούμενοι σε μία θεία της που τους βοηθάει οικονομικά, δεν θα ζουν και ζωή χαρισάμενη... -χαμοζωή θα την έλεγα. Πόσω μάλλον που ο Λίλιομ συχνά σηκώνει χέρι βαρύ και τη χτυπάει. Η θεία πιλατεύει την Τζούλια να τον αφήσει για έναν μαραγκό, χήρο, με δύο παιδιά, που τη θέλει, από την άλλη η Μαντάμ Μουσκάτ -που είχε γλυκαθεί...- προσεγγίζει και πάλι τον Λίλιομ και, ενώ τον είχε απολύσει, του τάζει επαναπρόσληψη με καλύτερα λεφτά και λαγούς με πετραχείλια εφόσον βέβαια εγκαταλείψει την Τζούλια. Μόνο που η Τζούλια τού ανακοινώνει πως είναι έγκυος.
Ο Λίλιομ κάτι παθαίνει με το νέο αυτό -την αγαπάει την Τζούλια του αλλά αυτός όχι μόνο δεν το λέει, όχι μόνο δεν το παραδέχεται αλλά το κρύβει και από τον εαυτό του ακόμα, το αντριλίκι που πουλάει του απαγορεύει και να το σκεφτεί. Ξαποστέλνει την Μουσκάτ και πείθεται από τον φίλο του Φικσούρ -ύποπτο παλιόμουτρο- να ληστέψουν, σε μία ερημική τοποθεσία, τον εβραίο ταμία ενός βυρσοδεψείου, που κουβαλάει μαζί του, κάθε Σάββατο, τη μισθοδοσία -πολλά λεφτά- του προσωπικού -ληστεία μετά φόνου αν εκείνος αντισταθεί, ο Φικσούρ έβαλε τον Λίλιομ να κουβαλάει μαζί του το κουζινομάχαιρο που έκλεψε από τη θεία. Και μετά να την κάνουν για την Αμερική όπου θα τρώνε με χρυσά κουτάλια. Ο Λίλιομ πείθεται. Αλλά το ερασιτεχνικό κόλπο καταλήγει σε φιάσκο -γκαντέμηδες οι ληστές: ο ταμίας δεν μασάει -έχει περίστροφο, τους αφοπλίζει και καλεί την αστυνομία να τους συλλάβει. Ο Λίλιομ προτιμάει να αυτοκτονήσει -χώνει το κουζινομάχαιρο στα σωθικά του. Ευκαιρία για την Τζούλια: απαλλάχτηκε -έτσι, τουλάχιστον, πιστεύουν οι γύρω της. Αλλά εκείνη θα μας εξομολογηθεί -μόνο σε μας, σε κανέναν άλλο...-, πάνω από το νεκρό του σώμα, πόσο αγαπούσε αυτό το «κτήνος». Και δεν θα δεχτεί την πρόταση του μαραγκού -που επανέρχεται- να γίνει τώρα γυναίκα του. Ούτε τη βοήθεια της Μαντάμ Μουσκάτ. Θα μεγαλώσει μόνη, εργαζόμενη, το παιδί που θα έρθει -και που θα είναι κορίτσι.
Στον Ουρανό πια, ο Λίλιομ θα δηλώσει στον «Ανακριτή» πως δεν μετανοιώνει για τίποτα από όσα έκανε και πως τίποτα δεν θα πράξει για να επανορθώσει, αν του δώσουν, όπως του προτείνουν, το δικαίωμα να γυρίσει στη γη για μία μέρα. Η ποινή του είναι δεκαέξι χρόνια στις φωτιές του Καθαρτήριου. Κατόπιν, του δίνουν και πάλι τη δυνατότητα της επιστροφής για να κάνει μία καλή πράξη. Μόνο τότε θα μπορέσει να αναπαυθεί εν ειρήνη.
Όταν γυρίσει στο σπίτι του με τη μορφή ζητιάνου, η κόρη του, η Λουίζα, είναι στα δεκαέξι. Μάνα και κόρη έχουν επιζήσει δουλεύοντας και με τη βοήθεια της Μαρί, της φίλης της Τζούλιας, και του άντρα της, του Βολφ, που έπιασε την καλή. Δεν θα τον αναγνωρίσουν. Αλλά θα του δώσουν ένα πιάτο φαΐ. Ο Λίλιομ θα εκμυστηρευτεί στην κοπελίτσα την αλήθεια για το ποιόν του πατέρα της -τον γνώριζε, λέει, ο «ζητιάνος»-, ποιόν που η Τζούλια τής το έκρυβε και το εξωράιζε. Και θα της κάνει δώρο ένα αστέρι που της έφερε -η «καλή του πράξη». Η Τζούλια δεν την αφήνει να το πάρει. Εκείνος, που ο χαρακτήρας του έχει παραμείνει ο ίδιος, εξοργίζεται, χάνει την ψυχραιμία του και χαστουκίζει τη μικρή πριν φύγει. Μόνο που η Λουίζα δεν θα πονέσει. Είναι δυνατόν; Είναι, της λέει η Τζούλια που έχει διαισθανθεί ποιος ήταν. Δεν μαθαίνουμε ποτέ αν το χαστούκι που δεν πόνεσε εξιλεώνει τον Λίλιομ και του χαρίζει την ανάπαυση. Θυμόμαστε, όμως -εγώ, τουλάχιστον, θυμήθηκα-, το «Μια υπέροχη ζωή», τη -μεταγενέστερη- ταινία του Φρανκ Κάπρα...
Ο Ούγγρος Φερέντς Μόλναρ με τον «Λίλιόμ» του έγραψε (1909) ένα λαϊκό μελόδραμα -σε έναν πρόλογο και επτά σκηνές-, συμβατό με την εποχή του, από το οποίο καθόλου δεν απουσιάζει το χιούμορ. Αλλά ξεκινώντας από το νατουραλισμό -ένα νατουραλισμό αρκετά τολμηρό για την εποχή του- με ποιητική δύναμη το απογειώνει σε ρομαντική φαντασία προξενώντας στο θεατή -και με το «ανοιχτό» φινάλε- λεπτή συγκίνηση ενώ παράλληλα καταγράφει μία κοινωνία ταπεινών και καταφρονεμένων, ένα προλεταριάτο εξαθλιωμένο, που φαίνεται πως σήμερα ξαναδημιουργείται, δίνοντας έτσι ώθηση στο έργο του να αντέχει περισσότερο από έναν αιώνα. Οι ήρωές του, εξάλλου, δεν είναι μονολιθικοί. Κανείς τους δεν είναι αποκλειστικά καλός ή αποκλειστικά κακός -όλοι έχουν τις αποχρώσεις τους, η κοινωνία τους διαμορφώνει.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος -ο οποίος υπογράφει και την απόδοση σε έξοχη αλλά και θεατρικότατη γλώσσα- ακούμπησε στο ύφος των δύο τελευταίων σκηνών, επιμελώς αποφεύγοντας τις νατουραλίστικες λύσεις και οδηγώντας την παράσταση σε μία ευεργετική αχλή φαντασίας. Τα «αλογάκια» του λούνα παρκ έγιναν μονόκεροι που τα κεφάλια/μάσκες τους κυκλοφορούν σε όλη την παράσταση στα κεφάλια ηθοποιών δίνοντας την αίσθηση του σεξπιρικού «όλος ο κόσμος είναι μία σκηνή» αλλά και μιας κοινωνίας απανθρωποποιημένης. Δεν έχει, επίσης, παραλείψει ο σκηνοθέτης να τονώσει -χωρίς ούτε μία στιγμή να χάσει το μέτρο- τα στοιχεία του χιούμορ και να τονίσει τους αντιρατσιστικούς υπαινιγμούς του κειμένου. Και, πάνω απ’ όλα, έδωσε στην παράσταση γοργούς ρυθμούς άψογους που υπογραμμίζουν την πυκνότητα του κειμένου -σπάνια έχω συναντήσει τόσο τέλειους ρυθμούς στο θέατρο. Και όλα αυτά μέσα από μία απλότητα που είναι το σήμα κατατεθέν του.
Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου με τα ευφάνταστα σκηνικά και τα κοστούμια της, ο Κορνήλιος Σελαμσής με τις καίριες μουσικές του, η Σοφία Αλεξιάδου με τους εξαίρετους φωτισμούς της και η Χαρά Κότσαλη με την κίνηση που δίδαξε συντελούν θετικότατα στο αποτέλεσμα.

Οι ερμηνείες. Η διανομή διαθέτει εννέα καλούς έως και εξαίρετους ηθοποιούς. Που έχουν -οι περισσότεροι- κατακτήσει μία κοινή πια γλώσσα μεταξύ τους και με το σκηνοθέτη. Ο οποίος, επιπλέον, τους έχει οδηγήσει δεξιοτεχνικά. Από τους πιο μικρούς ρόλους -ο Ηλίας Μουλάς και, κυρίως, ο Λευτέρης Βασιλάκης- μέχρι τους πρωταγωνιστικούς, όλοι δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Ο Γιάννης Κλίνης, ο Σωκράτης Πατσίκας, εξαίρετος στο ρόλο του Φικσούρ που καθόλου δικός του δεν είναι, η νεαρή Κίττυ Παϊταζόγλου -η οποία με εξέπληξε όταν στο πρόσωπο της Λουίζας που παίζει ανακάλυψα πως είναι η ίδια ηθοποιός που, καπελωμένη με το κεφάλι του μονόκερου, έπαιξε και την Θεία Χολάντερ με απολαυστικό χιούμορ και χωρίς καμία στιγμή να γλιστρήσει στην επιθεώρηση, η Έμιλυ Κολιανδρή που στον δευτερεύοντα ρόλο της Μαρί κάνει μία -με μέτρο- σπαρταριστή επίδειξη των κωμικών δυνατοτήτων που διαθέτει είναι ο ένας καλύτερος από τον άλλο.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού, σε ένα ρόλο που δεν είναι πρωταγωνιστικός αλλά έχει τσαγανό και της πάει, κάνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της με μοναδική ακρίβεια και με απόλυτο έλεγχο των μέσων της: μία σκληρή, αγοραία, σχεδόν χυδαία, απάνθρωπη, αδίστακτη Μαντάμ Μουσκάτ που στο τέλος μοιάζει να της ανοίγονται κάποιες ρωγμές ανθρωπιάς.
Η Άννα Καλαϊτζίδου δεν είναι η δεκαοκτάχρονη που ζητάει ο Μόλναρ αλλά είναι μία ηθοποιός με πολλές ικανότητες και με γκάμα. Κάνει μία στοχαστική, κουρασμένη από τις συνθήκες, από την κοινωνία στην οποία ζει, απεγνωσμένη -χωρίς, όμως, να το επιδεικνύει-, συγκινητική, ανθρώπινη Τζούλια που με άγγιξε βαθιά.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, ηθοποιός με τάλαντο, πληθωρικός, με άφθονο χιούμορ, που άφησε πίσω του τις υπερβολές και έλεγξε τον πληθωρισμό του, ερμηνεύει αφοπλιστικά αυτόν τον αγαπησιάρικο παλιάνθρωπο, αυτό το μούτρο με το όνομα Λίλιομ. Και αν είχε χάσει κιλά θα ήταν ακόμα πιο πειστικά γοητευτικός.
Το συμπέρασμα. Μία ανάλαφρη, συγκινητική και ουσιαστική παράσταση. Σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.

(Οι φωτογραφίες της Κικής Παπαδοπούλου).

Θέατρο «Πόρτα», 4 Ιανουαρίου 2015.

No comments:

Post a Comment