Το έργο. 16ος
αιώνας. Τρόμος και φόβος των γυναικών της επικράτειάς του, ο Δούκας της Μάντοβα.
Ερωτύλος. Έκλυτος! Φλερτάρει με τη γυναίκα του Κόμη του Τσεπράνο, διηγείται
στους αυλικούς του πως ποθεί να κατακτήσει ένα όμορφο κορίτσι που έχει προσέξει
στην εκκλησία, έχει ήδη ατιμάσει την κόρη του Δούκα του Μοντερόνε… Ο Ριγολέτος,
ο καμπούρης γελωτοποιός της Αυλής, σεκοντάρει τον κύριό του. Και ειρωνεύεται τα
θύματα. Ο Δούκας του Μοντερόνε, εκτός εαυτού, θα καταραστεί και τους δύο.
Ο ερωτιάρης Δούκας πλησιάζει το όμορφο κορίτσι της εκκλησίας.
Τη λένε Τζίλντα. Δεν ξέρει ποια είναι, όπως κι αυτή δεν ξέρει ποιος είναι ο νέος.
Κρύβει την ταυτότητά του, της δηλώνει φτωχός σπουδαστής και ερωτευμένος μαζί
της. Η Τζίλντα πέφτει στην παγίδα του και τον ερωτεύεται.
Στο μεταξύ, στην Αυλή κυκλοφορεί η φήμη πως ο καμπούρης έχει
σπιτωμένη όμορφη ερωμένη που την κρύβει. Οι αυλικοί για να εκδικηθούν τον
δηκτικό, κακόψυχο γελωτοποιό αποφασίζουν να την απαγάγουν και να την
προσφέρουν στον Δούκα. Εξαπατούν τον Ριγολέτο και πετυχαίνουν το στόχο τους.
Μόνο που δεν πρόκειται για ερωμένη του αλλά για την κόρη του -την Τζίλντα. Το μαθαίνουν
όταν ο Ριγολέτος φτάνει στο παλάτι εκλιπαρώντας τους. Είναι αργά. Η κατάρα του
Μοντερόνε έπιασε.
Ο Ριγολέτος, φρενιασμένος, επιζητεί εκδίκηση. Συμφωνεί με
τον επαγγελματία δολοφόνο Σπαραφουτσίλε να τον πληρώσει για να σκοτώσει τον
Δούκα. Ο οποίος βρίσκεται στο πανδοχείο του Σπαραφουτσίλε και ερωτοτροπεί με
την αδελφή του, την Μανταλένα. Εκείνη παρακαλεί τον αδελφό της να μην σκοτώσει
τον γοητευτικό νέο -που δεν ξέρουν πως είναι ο Δούκας. Ο Σπαραφουτσίλε τής
υπόσχεται πως, αν στο μεταξύ εμφανιστεί στο πανδοχείο κάποιος άλλος, θα τον
σκοτώσει στη θέση του νέου. Η Τζίλντα που συνοδεύει τον πατέρα της ακούει τα
δύο αδέλφια. Μολονότι έχει αντιληφθεί το παιχνίδι του Δούκα με την Μανταλένα,
ερωτευμένη μαζί του, θυσιάζεται: ντυμένη ανδρικά θα χτυπήσει την πόρτα του
πανδοχείου. Ο Σπαραφουτσίλε τη σκοτώνει. Ο Ριγολέτος πληρώνει το φονιά και
παραλαμβάνει ένα σακί με το πτώμα. Πριν το ρίξει στο γειτονικό ποτάμι θα
ακούσει τον Δούκα να τραγουδάει από κάποιο δωμάτιο του πανδοχείου. Όταν,
έντρομος, ανοίξει το σακί, θα βρει τη ζωντανή ακόμα Τζίλντα που ξεψυχάει στην
αγκαλιά του. Η κατάρα του Δούκα του Μοντερόνε έχει ολοκληρωθεί.
Ο Τζουζέπε Βέρντι, πάνω σε ένα λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία
Πιάβε με κενά, αφέλειες και αρκετές απιθανότητες –ο Ριγολέτος με τα δεμένα
μάτια στην απαγωγή της Τζίλντα, οι συμπτώσεις της τέταρτης πράξης…-, βασισμένο στο
θεατρικό έργο του Βικτόρ Ουγκό «Ο βασιλιάς διασκεδάζει (1832) που τάραξε την
εποχή του αλλά σήμερα είναι πια ένα εντελώς ξεπερασμένο μελόδραμα, έχει γράψει
ένα αριστούργημα: τον «Ριγκολέτο» (1851) –δεν προτιμώ τον εξελληνισμένο τίτλο
«Ριγολέτος». Το οποίο αρδεύει από το αρτεσιανό φρέαρ του ταλάντου του: ένας
μουσικός πλούτος, ένα μελωδικό χρυσωρυχείο όπου από κάθε υπέροχο κομμάτι
αναβλύζει ένα ακόμα ωραιότερο, κάθε μοναδική άρια τη διαδέχεται ένα ντουέτο που
κόβει την ανάσα, κάθε ντουέτο μία ακόμα καλύτερη σκηνή, με αποκορύφωμα το
αφοπλιστικό κουρτέτο της τρίτης πράξης. Μία σπουδαία μουσική που παράλληλα κατάφερε
και καταφέρνει να αγγίξει το μεγάλο, λαϊκό κοινό.
Η παράσταση. Ο Νίκος
Πετρόπουλος που υπογράφει τη σκηνοθεσία -η παράσταση έχει πρωτοπαρουσιαστεί τη
σεζόν 2008/2009, περί αναβίωσης πρόκειται- σαν να ανακάλυψε (ο ίδιος;) πετυχημένη (;) συνταγή.
Αφού μετέφερε την «Τόσκα» στην φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι, έκανε το ίδιο
για τον «Ριγκολέτο». Με πολύ λιγότερη επιτυχία -μοιάζει με ξαναζεσταμένο
φαγητό.
Η παράστασή του, πέρα από το ότι καμία στιγμή δεν με έπεισε
για την ουσιαστική αναγκαιότητα να τοποθετηθεί το έργο στη συγκεκριμένη
ιστορική περίοδο, είναι απολύτως συμβατική και ανέμπνευστη, κατά τη γνώμη μου.
Μετωπικά στησίματα -στην πρώτη σκηνή Ριγολέτου-Σπαραφουτσίλε και οι δύο μιλούν
χωρίς να κοιτάζονται, με το βλέμμα προσανατολισμένο στο μαέστρο…-, παρατάξεις, αφέλειες
-ο Δούκας, όταν προσποιείται στην Τζίλντα τον απένταρο φοιτητή, αναποδογυρίζει
την τσέπη του παντελονιού του για να την πείσει…-, κακοτεχνίες -η απαγωγή της
Τζίλντα, για παράδειγμα-, ρυθμοί όχι πάντα καλοί… Ενώ η άποψη περί ανεβάσματος
ως «φιλμ νουάρ» κατά το πρώτο σκέλος της -το «φιλμ»-, δεν λειτούργησε γιατί δεν
λειτούργησε η οθόνη με τους τίτλους…
Το όλον σώζεται από τη σκηνογραφική και την ενδυματολογική
δουλειά του ίδιου του Νίκου Πετρόπουλου. Τα μνημειακά σκηνικά, καλοφωτισμένα
από τον Τζουζέπε ντι Ιόριο, και τα άψογης γραμμής, μαλακά κοστούμια, με το
μαύρο και το γκρίζο να κυριαρχούν απόλυτα, προσφέρουν έναν σκοτεινό περίγυρο
καλαίσθητο και απόλυτα συνεπή προς την αρχική ιδέα. Εξυπηρετική η χορογραφία
του Πέτρου Γάλλια. Στον τομέα της κινησιολογίας, όμως, μία δυσκαμψία
παρατήρησα.
Ο Λουκάς Καρυτινός διηύθηνε την όχι σε εξαιρετική φόρμα
Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με τον γνωστό δυναμισμό του που ταιριάζει
στον Βέρντι αλλά κάποιες στιγμές εκτροχιάστηκε σε υπερβολές. Να σημειώσω, επίσης,
κάποια ολισθήματα και κάποια προβλήματα συμπόρευσης με τους τραγουδιστές -ένοιωσα
πως οι μουσικές δοκιμές δεν ήταν αρκετές. Σε υψηλό επίπεδο, αν και ακολούθησε
τις εντάσεις της μουσικής διεύθυνσης, η απόδοση της Χορωδία της ΕΛΣ που
διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.
Οι ερμηνείες.
Δυστυχώς η παράσταση δεν είχε ούτε τις ερμηνείες που θα μπορούσαν να την
απογειώσουν.
Ο τενόρος Μάριο Τσεφίρι -φωνή με προτερήματα αλλά λίγη κατά
την άποψή μου- πόρρω απέχων από τους χαρακτηρισμούς του κειμένου ως
«σαγηνευτικός νέος» και ως «Απόλλων», με την ατυχέστατη, επιπλέον, περούκα με
την οποία τον έχουν φορτώσει και τα περασμένα, αν δεν λαθεύω, με άχρωμο βερνίκι
νύχια των χεριών του με τίποτα δεν με έπεισε για έκλυτος καρδιοκατακτητής
Δούκας. Μάλλον σε «γόητες» με κορακάτο βαμμένο μαλλί της μεταπολεμικής ιταλικής
κινηματογραφικής κωμωδίας τύπου Ούγκο Τονιάτσι με παρέπεμπε.
Ο βαρύτονος Κάρλος Αλμαγκέρ, με τη μαφιόζικη φάτσα που ήθελε
η σκηνοθεσία, διαθέτει φωνή ισχυρή αλλά όχι με ιδιαίτερη μουσικότητα:
τραγούδησε στεντόρεια, κραυγαλέα, σαν από ντουντούκα κάποιες στιγμές. Και
υποκριτικά απλώς διεκπεραίωσε.
Την τιμή των όπλων έσωσε η Τζίλντα της Χριστίνας Πουλίτση.
Με πολύ καλή φωνή λυρικής κολαρατούρας τραγούδησε με λεπτότητα και καλή τεχνική,
έστω και αν, ως φιζίκ, δεν είναι και τόσο κατάλληλη για εφηβική Τζίλντα, έστω και
αν είχε προβλήματα συμπόρευσης με την ορχήστρα.
Ο Δημήτρης Καβράκος, σε φωνητική φόρμα, έδωσε έναν πειστικότατο
-και υποκριτικά- δολοφόνο Σπαραφουτσίλε. Πειστική, επίσης, η, α λα Ρίτα
Χέιγουρθ, Μανταλένα της Ελένης Βουδουράκη και ακόμα πειστικότερη η Τζοβάνα της
Μαρίας Βλαχοπούλου. Ο Δημήτρης Κασιούμης, κάπως δύσκαμπτος και φωνητικά και
υποκριτικά και κινησιολογικά. Ο Άκης Λαλούσης είναι ένα ικανός βαρύτονος αλλά
τόση σκηνική πόζα και κόρδωμα καταντούν ενοχλητικά.
Το συμπέρασμα.
Μία παράσταση άκαρπη, της σειράς.
Μέγαρο Μουσικής
Αθηνών/Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, από την Εθνική Λυρική Σκηνή, 8 Δεκεμβρίου 2013.
Αγαπητέ Κύριε Σρηγιάννη
ReplyDeleteΕχετε δίκαιο σε πολλά σημεια της κριτικής σας αλλά στις 8/12 δεν τραγούδησε η κυρία Πουλίτση αλλά η κα Βασιλική Καραγιάννη κι όχι ο Μ. Τζεφίρι Αλλά "ντεμπουτάρισε" ένας νεαρός κοσοβάρος Τενόρος. Θα θυμάστε βέβαια το ατύχημα με την αυλαία. Η κρίση δεν επιτρέπει συντήρηση των μηχανισμών της σκηνής στο Μ.Μ.Α.
Αγαπητέ φίλε
DeleteΔιάβασα καθυστερημένα το σχόλιό σας. Στις 8/12 και βέβαια τραγούδησε η Χριστίνα Πουλίτση και όχι η Βασιλική Καραγιάννη που άλλωστε την αναγνωρίζω και ο Μάριο Τζεφίρι και όχι ο Ραμέ Λαχάι που αντικατέστησε τον Τζεφίρι στην πρεμιέρα λόγω νομίζω ασθένειας, Οπότε έγινε και το ατύχημα με την αυλαία (το οποίο δεν αποκαταστάθηκε και στις επόμενες παραστάσεις...) Ίσως κάτι έχετε μπερδέψει. Εγώ είδα την τρίτη παράσταση στις 8/12 και όχι την πρεμιέρα στις 6/12.